ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Επιτέλους ένα ποίημα από τα τόσα που ’χω γράψει
άστεγο να τριγυρίζει δω και κει τώρα θα πάψει
και τη θέση του εβρήκε και το χώρο που του πρέπει-
ένα χώρο που κανένας ζωντανός δεν θα το βλέπει.
Σε νεκροταφείου μέσα τα στενά νωπά δρομάκια
όπου μόνο πεθαμένοι σεργιανούνε τα βραδάκια
μέσα κει, σε μία πλάκα ενός τάφου μαρμαρίνη
γράφτηκε το ποίημά μου και για πάντα εκεί θα μείνει.
Κι οι νεκροί καθώς διαβαίνουν θα το βλέπουν με συμπόνια
και τους στίχους του απέξω θα τους μάθουν με τα χρόνια
και μοτίβο τους θα γίνει και τραγούδι αγαπημένο
όπως κάθε σαν και κείνους θλιβερό και πονεμένο.