Ο ΒΡΟΝΤΟΣΑΥΡΟΣ
(l. A.)
Στις αφύσικες καμπυλότητες του κεφαλαίου μι
είναι χτισμένο το κέντρο.
Μέσα του τα ατσάλινα ρομπότ παίρνουν τον καφέ τους.
Μπαίνω και περιμένω να περάσεις όπως κάθε μέρα.
Στους τοίχους περπατούν χορεύοντας πολλοί μικροί ROAD RUNNERS.
Μερικοί, απρόσεκτοι πέφτουν μέσα στα ποτήρια.
Οι ατσάλινοι τους καταπίνουν.
Ακόμα το χτες από ’δω δεν έχει φύγει.
Υγρό ιξώδες όλα περιβάλλει.
Οι ατσάλινοι αυτό έχουν στο μέρος της κεφαλής.
Ένα χέρι ανοίγει το ραδιόφωνο.
Ακούγεται η φωνή του αρχηγού: "WE INSIST!"
Ζητωκραυγές. Τo ραδιόφωνο κλείνει.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις νωχελής και εύχαρις.
Με κόβεις σε εκατό κομμάτια και με διαμοιράζεις.
Απορώ: "γιατί SHERRY;"
Απορείς με τη σειρά σου: "αλλιώς θα φάνε εμένα!"
Σε κατανοώ.
Άλλο ένα πρωί πέρασε.