(συνέχεια «Καραϊσκάκη)
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ
Στο μεταξύ αφού ο Μαυροκορδάτος
Αναψε στο Μωρηά τον πρώτο Εμφύλιο
Κινά και πάει στη Δυτική Ελλάδα
Θέλοντας οι Καπεταναίοι όλοι
Να τον γνωρίσουνε για Διοικητή τους.
Το πέτυχε απ’ όλους. Μόνον ένας
Του ’μενε ακόμα: ο Καραϊσκάκης!
Και τον καλεί να πάει να τον έβρει.
"Καραϊσκάκη το καλό του τόπου
ομόνοια θέλει αναμεταξύ μας.
Γι αυτό σε κάλεσα. Να φιλιωθούμε".
"Εχθροί δεν είμαστε Μαυροκορδάτε.
Εχθροί και των δυονώνε μας οι Τούρκοι".
"Ακου Καραϊσκάκη. Εδώ για να ’ρθω
Μου όρισε η Κυβέρνηση και ήρθα".
"Ποια από τις δύο ωρέ Μαυροκορδάτε;
Η μήπως κάματε και καμμιά Τρίτη;"
"Μπορεί συ να γελάς Καραϊσκάκη.
Αλλά για να προκόψει ο κάθε τόπος
σε μια πρέπει αρχή όλοι ν’ ακούνε
κι όχι να κυβερνάει ο καθένας.
Πρέπει σειρά και τάξη να υπάρχει
Αν θέλουμε ο τόπος να προκόψει".
"Μου τσαμπούνας ο τόπος και ο τόπος.
Ποιός τόπος; Κείνος που εσύ κι οι άλλοι
θέτε να μοιραστεί σε δέκα ανθρώπους;"
"Καραϊσκάκη άλλα δεν ακούω,
Ενα σου λέω μόνο.Υποτάξου
Στης Κυβερνήσεως τις αποφάσεις.
Αυτό θα πει πατρίδα. Μόνον έτσι
Το κάθε δόσιμό σου θα μετράει.
Και θέλω γρήγορα να μ’ απαντήσεις".
"Ετσι μου είπε κι ο πασάς της Σκόδρας.
Κι αυτός να προσκυνήσω μου ζητούσε.
Αφού το θες λοιπόν Μαυροκορδάτε
Άκου αμέσως την απόκρισή μου.
Εσύ καλά κατέχεις τα βιβλία.
Εγώ τον πόλεμο καλά κατέχω.
Δεν ήρθα να σου πω πώς να διαβάζεις.
Ετσι και συ μη θέλεις να με μάθεις
Το πώς με τ’ όπλο μου να ντουφεκάω.
Καθείς στο έργο του Μαυροκορδάτε.
Άσε τους Καπετάνιους στη δουλειά τους.
Την ξέρουνε καλλίτερα από σένα.
Και κάτι ακόμα. Τούτ’ η γής δεν είναι
ούτε δική σου ούτε και δική μου.
Σ’ όλους ανήκει. Μοίρασ’ τήνε σ’ όλους.
Αυτά τα δυο σαν κάνεις, τότε μπέσα,
Οταν λευτερωθεί αυτός ο τόπος,
Όταν Πατρίδα θα ’χουμε δικιά μας,
Τότε και βασιλιά μου σε γνωρίζω.
Ως τότε όμως τους Καπεταναίους
Ας’ τους να πολεμάνε όπως ξέρουν".
Πολύ καλά λοιπόν Καραϊσκάκη.
Να ξέρεις όμως ότι όλοι οι άλλοι
Συμφώνησαν με μένα. Σύρε τώρα ".
"Μανία που την έχεις να διατάζεις!
Θα σύρω. Μα θα πω κάτι ακόμα.
Αν συ εγύρευες να μου μιλήσεις
Κι εγώ εγύρευα να σ’ ανταμώσω.
Ξέρεις γιατί. Γιατί άρρωστος σαν ήμουν
Το Ράγκο έβαλες κι έχει πατήσει
Τ’ Αγραφα-τα δικά μου τα λημέρια.
Τούτο λοιπόν να σου ζητήσω θέλω:
Απ’ τ’ Αγραφα το Ράγκο να τον πάρεις".
"Ο Ραγκος μόνος του πήγε κει πάνω".
"Εσύ τον έβαλες. Κι αυτό το ξέρω".
"Κι αν δε τον πάρω τί Καραϊσκάκη;"
"Τότες εγώ μονάχος θα τον διώξω".
"Με πέντε ανθρώπους που σου απομείναν;" "Μαυροκορδάτε τέσσερα έχεις μάτια
Αλλά σωστά δε βλέπεις κακομοίρη.
Αλλιώς ήθελες μάθει μέχρι τώρα
Οτι εγώ δεν είμαι Καπετάνιος
Των εκατό παλληκαριών μονάχα-
Γιατί έμαθα πως τόσα μου ορίζεις.
Και τώρα με την άδεια σου πηγαίνω".
Οσο κι αν στου κουφού βροντάς την πόρτα
Χαμπάρι αυτός. Και ο Μαυροκορδάτος
Εχοντας καταλάβει καλά πλέον
Πως δεν μπορεί παρά με ατιμία
Να καταστρέψει τον Καραϊσκάκη
Βάζει μπροστά μια μέθοδο γνωστή του-
Ετσι δε γλίτωσε απ’ τον Υψηλάντη
Κι από τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη;
Προδότες δεν τους είπε και τους δύο;
Λοιπόν προδότης κι ο Καραϊσκάκης!
Εύκολο θάναι. Τόσα μέσα έχει.
Κι ανθρώπους όσους θες στη διάθεση του
Ετοιμους ό,τι ψέμμα τους ζητήσει
Κι αρώτητα όποια βρωμιά να κάνουν.
Και μια και δυο αρχίνησε να πλέκει
Ενα γερό, καθώς θαρρούσε, δίχτυ
Να πιάσει μέσα του τον Καραϊσκάκη.
Ας δούμε όμως πρώτα κάτι άλλο:
Τα λόγια που είπε ο Καραϊσκάκης
Στους Καπετάνιους τους υποταγμένους
Στη δολερότη του Μαυροκορδάτου,
Οταν αυτοί σταλμένοι από κείνον,
Τον Μαχαλά πηγαίνανε να πιάσουν,
Τάχατες δίχως το γιατί να ξέρουν,
Ενώ σταλτοί από τον "πρίγκηπα" ήταν
Για να στριμώξουν τον Καραϊσκάκη
Και από τ’ Άγραφα να τόνε διώξουν.
Απ’ τό Αιτωλικό λοιπόν περνώντας
Ο Νότη-Μπότσαρης και ο Στουρνάρας,
Τον άλυγο ανταμώσαν Καπετάνιο
Που κιόλας ήξερε γι αυτούς τα πάντα.
"Για πού τραβάτε ωρέ;" Τους αρωτάει.
"Κι εμείς δεν ξέρουμε ",του λέει ο Νότης.
"Στο Μαχαλά μας στέλνει το γκουβέρνο
Και κει θα κάμουμε ό,τι, μας ορίσει".
"Για ποιό μου λες γκουβέρνο καπτα-Νότη;
Λες για γκουβέρνο το Μαυροκορδάτο,
Του Ρεϊζ εφέντη το καρα-τσογλάνι;
Τον φαντασμένο τον τεσσαρομάτη;
Και ποιός τον έκαμε ωρέ γκουβέρνο;
Δεν τον γνωρίζουμε κι εγώ κι οι άλλοι.
Τον υπογράψανε δέκα χιλιάδες
Με το σκοπό να λάβουν τους λουφέδες.
Αυτοί τον υπογράψανε. Συ πρώτος
Που όλα με το ζουρνά θέλεις να ’ρχόνται,
Και ο νταγκ-νταγκ ο Σκάλτσας η καμπάνα,
Κι ο άλλος ο Μακρής, ο μακρυλαίμης
Ο κρεμασμένος, όπου το κεφάλι
Μονάχα ξέρει να κουνά και λέει
"πέκεΐ εφέντημ" στο Μαυροκορδάτο.
Κι ο Μήτσος Κοντογιάννης η πουτάνα
Που αν τον έκανε ο Θεός γυναίκα
Δέκα χιλιάδες θάθελε την ώρα.
Κι ο Τζόγκας ο Ξυνογαλάς ο Γιώργης,
Κι ο αδερφός μου ο ψεύτης ο Στουρνάρας.
Ο πούντζος μου όμως δεν τον υπογράφει
Και να σας δω το τί λογής σεφέρι
θα κάνετε όλοι σας χωρίς εμένα".
Τα ’μαθε ολ’ αυτά ο Μαυροκορδάτος
Και πιότερο εφούντωσε απ’ ότ’ ήταν,
Κι έκαμε πιό γοργό τον γδικιωμό του.
Η ΝΙΚΗ
Ολα μπορεί κανείς να τα ξεφύγει.
Οταν βυθίσει το πλεούμενο του
Και μες σε θάλασσα βρεθεί αφρισμένη
Μπορεί μία σανίδα να τον σώσει.
Σα σε γκρεμό βαθύ κατρακυλάει
Μπορεί μια ρίζα να βρεθεί μπροστά του
Και να πιαστεί, να μη βρεθεί στον Αδη.
Μπορεί από τα νύχια μιας γυναίκας
Να φύγει πριν να χάσει την ψυχή του
Κι ας τούχει εκείνη πιεί το αίμα όλο.
Κι η γης κατ’ απ’ τα πόδια του αν ανοίξει
Σ’ άλλο άνοιγμα μπορεί να τόνε βγάλει.
Μα πώς κάτι μπορεί να περισώσει
Από του δυνατού την αδικία,
Που πέφτει από ψηλά όπως γεράκι-
Που σφίγγει από παντού σαν τη δαγκάνα,
Κι άλλοτε αργοσέρνεται σα φίδι
Που μόνο ορθώνεται για να δαγκάσει,
Κι άλλοτε με φτερά φτάνει αγγέλου,
Η μ’ ανοιχτές αγκάλες σαν γυναίκας
Και πετσοκοφτεί και τρυπάει και σφάζει;
Ετσι του "πρίγκηπα" Μαυροκορδάτου
Η αδικία εχτύπα σαν μαχαίρι
Που άλλοτε βρίσκει φλέβα και σκοτώνει,
Κι άλλοτε τυραγνά και βασανίζει,
Πληγή ανοίγοντας ό,που χτυπήσει.
Πόσοι θεοί να κατεβήκαν πρέπει
Κι όπως τον Οδυσσέα του Ομήρου
Να βόηθησαν και τον Καραϊσκάκη
Γερός να βγει από τούτη την Οδύσσεια…
Και όχι μόνο, μα από κει και πέρα
Και μι’ άλλη περιπέτεια ν’ αρχινήσει,
Την πιο μεγάλη που θνητός ’δυνήθη,
Την πιό υψηλή που σκέψη εβουλήθη,
Την πιό κορμί που ανθρώπου έχει αντέξει.
Μοιάζει σαν οι θεοί να κατεβήκαν
Απ’ τα Ολύμπια τα δώματά τους,
Για να του γίνουνε συμπαραστάτες
Στη μάχη του στην αδικιά ενάντια.
Και βρήκανε σ’ αυτόν ό,τι είχαν χάσει
Για δυόμισυ χιλιάδες τόσα χρόνια.
Κι οι θύμησες κι οι νοσταλγίες τους πνίξαν
και τους εκράτησαν εκεί, κοντά του,
Βοηθό σ’ ότι κι αν έκανε πιό πέρα.
Ο Αρης βρήκε άρματα κι αντρεία,
Η Δήμητρα της αγροτιάς το φίλο,
Ο Δίας τις αστραπές του στη ματιά του,
Η Αφροδίτη η Πάνδημη τον άντρα,
Κι η Ουρανία ζήτησε να γέψει
Την ηδονή των ήσυχων στιγμών του.
Ετσι έγινε και ο Καραϊσκάκης
Ενώ καταδικάστηκε, μα όμως,
Με θεϊκή μια δύναμη και φλόγα
Τον κάθε εφώτισε κατήγορό του.
Και σαν αντίδωρο στην αδικία
που του εδώρησε, ο Μαυροκορδάτος,
Ελευτεριά επήρε από κείνον
Για να μπορεί άδικος πάλι να ’ναι.
Και κάθε δικαστήριο από τότε
Εχασε κάθε εκτίμηση κι αξία.
Και από τότε είναι δικιοσύνη
Η λεβεντιά, το φως και η αλήθεια.
Η δίκη το λοιπόν με λίγα λόγια.
Και πρώτα πρώτα οι κατηγορίες.
Ενώ μισάρρωστος ο Καραϊσκάκης
Στο Αιτωλικό ακόμα εβρισκόταν
Πιάνουν ανθρώποι του Μαυροκορδάτου
Κι ενώ βρισκότανε στο Μεσολόγγι
Δέρνουν του θανατά έναν ανηψιό του.
Σαν το μαθαίνει ο Καραϊσκάκης
θηρίο γίνεται. Και στέλνει αμέσως
Ανθρώπους του και παν στο Μεσολόγγι,
και δυό προεστούς του φέρνουνε δεμένους.
Κι άλλους και πιάνουνε το Βασιλάδι.
Τρίβει τα χέρια του ο Μαυροκορδάτος:
Εγκληματίας ο Καραϊσκάκης..
Ενας Βουλπιώτης τώρα είχε πάει
Στα Γιάννενα ταξίδι για δουλειές του.
Τον πλησιάζει ο Μαυροκορδάτος,
Τόνε πληρώνει και να πει του λέει
Οτι στα Γιάννενα τάχα επήγε
Γιατί τον έστειλε ο Καραϊσκάκης
Να πάει στον Ομέρπασα χαμπέρι
Πως ήρθ’ η ώρα κάτου να κατέβει
Και-άκου Ελληνα και πατριώτη-,
Το Μεσολόγγι να του παράδωσει
Κι ακόμα Μπάυρον και Μαυροκορδάτο.
Ετυχε ακόμα κείνες τις ημέρες
Κάτι τουρκών καράβια κινηθήκαν,
Μπαίνει κι αυτό μες στην κατηγορία-
Ατράνταχτο στοιχείο προδοσίας.
Μέσα σε μια Εκκλησιά έγινε η δίκη.
Εισαγγελείς τέσσεροι πουλημένοι,
Με Πρόεδρο τον Πορφύριο της Αρτας.
Παρών κι ο Κασομούλης που σ’ αυτόνε
Χρωστάμε την περιγραφή της δίκης.
Μπαίνει στην εκκλησά ο Καραϊσκάκης,
Πάνοπλος όπως όλοι εκεί μέσα.
Απόξω παλληκάρια του φυλάνε
Από το φόβο μήπως τον σκοτώσουν.
Σα μπήκε, προσκυνάει τις εικόνες
Και τους ρωτάει ο Καραϊσκάκης:
"Πέστε μου: ορθός να μείνω ή να καθήσω;"
Του απαντάει ο πρόεδρος-Δεσπότης:
"Κάτσε γιατ’ είσαι άρρωστος".Του φέρνουν
Ενα προσκέφαλο, και σταυροπόδι,
Κάτω στο πάτωμα πάει και καθίζει.
Αρχίζει ο Δεσπότης και μιλάει
Και αραδιάζει τις κατηγορίες.
"Λοιπόν η απολογία σου ποια είναι
Σε όλες τούτες τις κατηγορίες;"
"Απ’ όλες τούτες τις κατηγορίες
Που μ’αραδιάσατε, είδηση δεν έχω.
Για γδικιωμό πήρα το Βασιλάδι
Αυτών που δείρανε τον άνθρωπό μου.
Και τους προεστούς γι αυτό τους είχα πιάσει.
Αλλά και κείνους και το Βασιλάδι
Λέφτερα τ’ αφήσα την άλλη μέρα.
Οσο για το Βουλπιώτη που μου λέτε
Ναι, ’γω του είχα δώσει διαβατήριο-
Όλοι οι Καπεταναίοι το συνηθάμε.
Αθώο τόνε ξέρω τον εαυτό μου.
Φέρτε μου εδώ μπροστά μου το Βουλπιώτη
Κι αν πει τ’ αντίθετα εκείνος,τότε
Και θάνατο αν μου δώστε με παλούκι,
θα τον δεχτώ χωρίς αντιλογία".
Επιστρατεύουνε το Γιάγκο Σούτσο,
Απ’ τά τσιράκια του Μαυροκορδάτου:
"Μου ’πε ο ίδιος ο Καραϊσκάκης
Πως στον Ομέρπασα είχε μηνύσει
Ότι θα του ’δινε το Μεσολόγγι".
Πετάγεται ορθός ο Καραϊσκάκης:
"Εγώ μωρέ σου τα ’πα αυτά εσένα;
"Μάλιστα". Παρεμβαίνει ο Στουρνάρας:
"Αν κάτι σίγουρο έχουμε, μπορούμε
Να τον δικάσουμε τον Καραϊσκάκη.
Μα όχι μόνο για τα λόγια που ’πε.
Ξέρουμε όλοι πως συνήθειο το ’χει
Λόγια πολλά να λέει". Με συμπάθεια
Τόνε κοιτάζει ο Καραϊσκάκης.
Λέει ο Γρηγόρης Λιακατάς: "Ακόμα
Δεν τέλειωσε η κρίση. Μέχρι αύριο
Πολλές θα βγούνε μαρτυρίες στη φόρα".
Πικρά τον βλέπει ο Καραϊσκάκης;
"Σ’ αυτά που λέω αν βάλετε θεμέλια,
Οσες ζωές και να ’χω δε γλιτώνω".
Τους λέει. Πετάγεται ο Μεγαπάνου:
"Βρε ξέρουμε πως είσαι όλο λόγια,
Αλλά γιατί!" "Κυρ-Πάνο το ’χω χούι".
"Αλλά γιατί να το ’χεις χούι ακόμα
Που πενηντάρησες Καραϊσκάκη;"
"Αμ δε μπορώ κυρ-Πάνο να το κόψω.
Κι εσύ ογδοντάρης είσαι, μα το χούϊ
που έχεις να γαμείς, δεν το αφήνεις".
Λέγοντας τούτα, λαός, κριτές και όλοι,
Λιποθυμήσανε από τα γέλια.
"Κι εγώ ο ίδιος", λέει ο Κασομούλης.
Πρώτος το γέλιο έπαψε ο Στουρνάρας:
"Για σήμερα ας τ’ αφήσουμε", τους λέει,
"Γιατί το καταντήσαμε τζιορτζίνα".
Ελεγαν πως θα χάλαγε τη δίκη
βάζοντας τους δικούς του να χτυπήσουν.
Δεν τους την έκανε αυτή τη χάρη.
Μ’ ένα του χωρατό εγίναν όλα.
Αρκεσε αυτό τη μάσκα να ξεσκίσει
Της νομιμότητας των παρανόμων,
κι όπως μας διηγάται ο Κασομούλης
Αρχισαν τότε όλοι να φωνάζουν
Αλλος πως αθωώθηκε τελείως,
Αλλος πως αποκρίθηκε θαυμάσια
Και αποστόμωσε τους δικαστές του,
Αλλος εκθείασε το παράστημα του,
Την ετοιμότητα του και τ’ αστεία,
Κι άλλοι "δε θα φανεί πάλι" ελέγαν
"Αλλοτε πουτζιαράς ωσάν και τούτον".
Την άλλη μέρα το πρωί οι στρατιώτες
Είχαν αλλάξει διάθεση και γνώμη.
Όσοι ήταν ενάντιά του οργισμένοι,
Μετά απ’ αυτά ν' αδιαφορούνε δείχναν,
κι όσοι τον συμπαθούσαν κι από πρώτα
"Τώρα επέταξαν ταις γλώσαις έξω".
Δεν ετολμήσανε την άλλη μέρα
Στην εκκλησά να μαζευτούνε πάλι.
Ούτε κάλεσαν τον Καραϊσκάκη.
Αποβραδίς εβάλαν το Βουλπιώτη
Και κάνει μια κατάθεση καινούργια,
Επαρχο τάζοντας του να τον κάνουν,
και τη διαβάζουνε την άλλη μέρα
Στο σπίτι του Λουριώτη συναγμένοι.
Κίτσος Τζαβέλλας, Ζώης, Πάνου, Βέρης,
Βλέπουν πως λέει ψέμματα ο Βουλπιώτης
και φεύγουν, "να μη βάψουνε τα χέρια
Σ’ αθώου αίμα. Κι όποιοι θα το κάνουν
Το αίμα στα κεφάλια τους να πέσει
Και στων παιδιών τους". Σταματά η Δίκη.
Οι του Μαυροκορδάτου του μηνάνε
Να ’ρθει ο ίδιος να τα κανονίσει,
Αλλιώς θ’ αθωωθεί ο Καραϊσκάκης.
Κι έρχεται αυτός και γράφει ένα φερμάνι
Ότι τον διώχνει από την Πατρίδα,
Ότι του παίρνει κάθε του εξουσία,
κάθε αξίωμα, κάθε βαθμό του,
Και όχι μόνο, μα καλεί και όλους
Τους Ελληνες να μη τον πλησιάζουν,
και να τον λογαριάζουν για εχθρό τους.
Μετά άπό λίγο, στις εφτά τ’ Απρίλη,
Σ’ ένα του γράμμα ο Μαυροκορδάτος
Στο Εκτελεστικό, λέει και τούτα:
"Εν τοσούτω δε ελπίζεται ότι η ζωή του θέλει είσθαι βραχυτάτη, επειδή αυτός είναι φθισικός και το πάθος του κατήντησεν εις τον τρίτον βαθμόν. Ούτε να περιπατήσει δεν ημπορεί, ούτε να καβαλικεύσει, αλλά τον σηκώνουν εις φορείον".
Αργότερα, ο ίδιος σένα γράμμα
ΙΙρος την Επιτροπή των Ζακυνθίων
Εγραφε καταστενοχωρημένος:
Ο βρωμερός: "δυστυχώς, ζει ακόμη".
Ναι. Δυστυχώς για τους Μαυροκορδάτους,
Μα ευτυχώς για μας και την Ελλάδα.
Και συνεπείς για νάμαστε θα πούμε
και για την τιμωρία του Βουλπιώτη,
Του ανεψιού του Καπετάνιου Ράγκου,
Εχθρού φανατικού του Καραϊσκάκη,
και πρώτου φίλου του Μαυροκορδάτου:
Από τη φυλακή βγήκε αμέσως
Από τον ίδιο το Μαυροκορδατο,
Που τόνε πήρε σύμβουλο κοντά του
Λεφτά γεμίζοντας τονε και δώρα.
Αυτά για τον προδότη το Βουλπιώτη.
Τώρα, αμέσως ο Μαυροκορδάτος
Μετά από την απόφαση που ο ίδιος
Σύνταξε κι έγραψε κι είχε υπογράψει
Σαν έγγραφο Διοικητικό να ήταν,
Μήνυμα στέλνει στον Καραϊσκάκη
Ν’ αφήσει το Αιτωλικό αμέσως.
Ζητά έξη μέρες ο Καραϊσκάκης
Για να ετοιμαστεί.Του δίνει δύο.
Του τις χαρίζει ο Καραϊσκάκης.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
Ειν’ έτοιμος κι αυτός, κι απ’ τους δικούς του
Ογδόντα παλληκάρια. Δίνει διάτα
Λυπητερά οι τρουμπέτες να λαλούνε,
Κι αυτός κρατώντας στα λιγνά του χέρια
Ενα μαντήλι με φλουριά γεμάτο,
Βαδίζοντας μοιράζει κι από ένα
Στους συναγωνιστές που αφήνει πίσω,
Για να τόνε θυμούνται, όπως λέει.
Περνώντας από κάτω από το σπίτι
Όπου εκόνευε ο Μαυροκορδάτος,
Στέκεται και μονάχος μπαίνει μέσα.
Σ’ ένα τραπέζι πλούσια που ειν’ στρωμένο
Τρώει ο Μαυροκορδάτος με παρέα
Τον ίδιο κι όμοιό του-το Βουλπιώτη.
Και ο ειλικρινής ο Κασομούλης
Λέει σχετικά στα «Ενθυμήματά» του:
"Η τιμή αυτή έγινε στο Βουλπιώτη για την τρίτη κατάθεση που έβγαλε από τη δυσκολία το Μαυροκορδάτο".
"Φάε ωρέ Βουλπιώτη" του φωνάζει
"Φάε με πρίντζιπες και Καπετάνιους
Για να σκοτώσεις τον Καραϊσκάκη.
Και σένα πρίντζιπα πού ’ν’ η ντροπή σου
Δίπλα σου, στο τραπέζι σου να βάζεις
Ένανε ψεύτη κι ένανε προδότη;"
Κοιτάει τους κριτές του και τους λέει:
"Αν δίκαια με κρίνατε αδέρφια,
Ευτύς όπου θα βγω από δωμέσα
Ο θεός στην κεφαλή μου να το στείλει.
Αν άδικα, πάνου σε σας να πέσει".
Γυρνάει μετά προς τον Μαυροκορδάτο:
"Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, άκουσε με.
Την προδοσία που λες πως έχω κάμει
Απάνου σε χαρτί την έχεις γράψει.
Μα τη δικιά σου εγώ θα σου τη γράψω
Στο κούτελό σου-να φανεί ποιός είσαι".
Ο ψευτοπρίγκιπας μιλιά δε βγάζει.
"Εχετε γεια", τους λέει,"Καπεταναίοι".
Του αποκρίνονται "ώρα καλή σου".
Γράφω τον "πρίγκιπα" όπως τον γράφω
Γιατί αλήθεια πρίγκιπας δεν ήταν.
Αλλο ένα ψέμα του ήταν και τούτο
Για να μην πει κατώτερος πως είναι
Απ’ τό Δημήτριο τον Υψηλάντη,
Πρίγκιπα αληθινό και μέγα εχθρό του,
Κι εμψυχωτή της Επανάστασής μας.
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ Τ’ ΑΓΡΑΦΑ.
ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟ
Απ’ τους πολιτικάντηδες διωγμένος.
Απ’ τ’ Αγραφα διωγμένος-τ’ Αγραφά του
Που τ’ αγαπούσε και τον αγαπούσαν,
Μ’ ανίερη καταδίκη βαρυμένος,
Μ’ όλους τους Ελληνες δασκαλεμένους
Κατάμουτρα την πόρτα να του κλείνουν,
Ρετσινωμένος με την προδοσία,
Όλος μπλεγμένος μέσα στα πλοκάμια
Της ατιμίας, του μίσους και του δόλου,
Βγαίνει στο δρόμο του ο Καραϊσκάκης.
Κι άρρωστος. Με το σώμα φαγωμένο.
Κόκαλο μένει μοναχά και πέτσα.
Χτικιάρης. Μάγουλα βαθουλωμένα
Στήθια από την αρρώστια σαπισμένα
Αδύναμος ούτε να περπατήσει.
Μόνο τα μάτια φλόγες να πετάνε-
Μονό τα μαύρα μάτια να σπιθίζουν
Και της ψυχής το ξάναμμα να δείχνουν,
Που όσο το σώμα λιώνει και φυραίνει
Τόσο εκείνο πιότερο θεριεύει.
Μόνο τα μάτια ό,τι κοιτάν να καίνε
Κι άλλοτε πάλι να γλυκοχαΐ'δεύουν.
Μόνο τα μάτια να φεγγοβολάνε
Οπως τη νύχτα φέγγουν δυό τρυπούλες
Στον τοίχο καμινιού κορφοφλογάτου.
Ριγμένος στο βυθό τού που οι ανθρώποι
Ως τώρα έχουν ανοίξει το πηγάδι
Εκεί αφήνεται για να πεθάνει.
Μα οι αθάνατοι δύναμη παίρνουν
Απ’ του βυθού το ζωογόνο χώμα
Κι ορθώνονται, και πάλι ξεκινάνε
Για νέα τρόπαια, για νέους αγώνες.
Τον βούτηξαν στο μαύρο το μελάνι.
Μα να που λίγο λίγο ξεπροβάλλει
Κι ολόλευκος σε λίγο θα θαμπώσει.
Τον πάτησαν, τον κλώτσησαν, τον φτύσαν.
Μα κοίτα, σ’ αυτούς όλα θα γυρίσουν.
Από τ’ ανθρώπινα όλα διωγμένος.
Αλλά, ο υπεράνθρωπος μαγνήτης
Ο μες σε τούτο το κορμί κλεισμένος
Τραβά ό,τι γερό έχει απομείνει-
Ο,τι μπορεί να κινηθεί ακόμα,
Κι όπου αυτός πηγαίνει, ακολουθάει.
Κι είναι αυτά τα ογδόντα παλληκάρια,
Κι ειν’ όσα νέα τώρα παν κοντά του,
Κι ειν’ ο φτωχός λαός που τον λατρεύει
Σα λυτρωτή και σαν εκδικητή του.
Κι είναι οι Καπετάνιοι που μπορούνε
Πιό μακριά και καθαρά να βλέπουν.
Κι είναι τα κρύα χέρια της Πατρίδας,
Τ’ άπελπα και ρικνά κι απελπισμένα
Που αδράχνονται απάνου στο κορμί του
Ζητώντας του τις άλυσες να σπάσει
Και πάλι ν’ απλωθούν, να ξαναζήσουν.
Κι είναι τα κρύα χέρια της Πατρίδας
Τον παλαιό που ξαναρχίζουν μύθο:
Να τον μπολιάσουνε μ’ ορμή και πάθος,
Ακάματα φτερά να του φυτρώσουν,
Κι αυτός όπως ο ήλιος να ψηλώσει
Και να πηγαίνουνε κι αυτά μαζί του.
Βγαίνει στο δρόμο του Καραϊσκάκης
Με πρώτον πόθο μέσα στην ψυχή του,
Με πρώτο σχέδιο μέσα στο μυαλό του
Στ’ αγαπημένα του Αγραφα να φτάσει
Και ν’ αρχηγέψει εκεί όπως και πρώτα
Και η φωλιά εκείνα να γινούνε
Για κάθε νέο ψηλοπέταγμά του.
Κι αδύναμος να περπατάει ως είναι
Βάζει τα παλληκάρια και του φτιάχνουν,
Με ξύλα με κλαδιά και με κουρέλια
Ενα φορείο-το ξυλοκρέββατό του.
Πάνω σε κείνο ο άρρωστος ξαπλώνει
και τέσσερες τον κουβαλούν στον ώμο.
Σαν ειρωνία ή μακάβριο αστείο:
Ετσι τους πεθαμένους κουβαλούνε.
Αλλά, πάνω σε κείνο το κρεβάτι
Εθνους ολάκερου η ζωή ανθίζει.
Κι αρχίζει δυό μηνώνε μια πορεία
Σε ράχες σε βουνά και σε ρουμάνια,
Σε κρύα, σε βροχές και σε δρολάπια.
Και πάει η ζωογόνα Λιτανεία.
Και πάνε μπρος τα Άγια των Αγίων
Και πίσω ακλουθάνε… αλλ’ ας δούμε
Σαν που δικαίωμα έχουμε και χρέος
Σαν που και μεις συνεχιστές εκείνης
Είμαστε της πομπής που ακόμα πάει…
- Ας δούμε ποιοί ιερή έτσι την κάνουν,
Ας δούμε λάτρεις ποιοί και ποιοί ικέτες
Σε κείνο το βωμό έχουν προσπέσει.
Ας δούμε όσους προφτάσουμε σε τούτο
Του Γένους το ιερό το προσκλητήριο.
Να! Πρώτος ο Γενάρχης της Φυλής μας,
Ο Έλληνας. Με τους φαρδιούς του ώμους,
Γίγαντας, με μουστάκες και μαλλούρες,
Με μάτια που και τώρα όλο κοιτάνε
Να μάθουν, να γνωρίσουνε, να δούνε.
Στέρια τα πόδια του τη γης πατούνε.
Απλώνοντας κάποιες φορές τα χέρια,
Δείχνοντας σεβασμό κι εμπνέοντας φόβο,
Τους πίσω αμποδάει να πλησιάσουν
Πιότερο απ’ ότι πρέπει στο φορείο.
Το ξυλοκρέβατο όταν σταματάει
Στέκει κι αυτός και όλοι από πίσω,
Και πρώτος ύστερα απ’ τους πέντε πάει
Σαν η πομπή και πάλι ξεκινάει.
Ακολουθούν ο Δίας κι ο Προμηθέας.
Χωρίς ο πρώτος κεραυνό στο χέρι,
Και με τα φρύδια τώρα όχι σμιγμένα.
Αυτή ειν’ από τις σπάνιες τις φορές του
Που δίκιο δίνει σ’ ό,τι ο Προμηθέας
Εφτιαξε μόνος, παρακούοντάς τον,
Αφού είχαν αποτέλεσμα ετούτο
Το ιερό θεριό που πάει μπροστά τους.
Κι ο Προμηθέας δίπλα του, το χέρι
Μισαπλωμένο να ’χει και απάνου
Στο δάχτυλό του, ο αητός να στέκει,
Ημερωμένος κυνηγάρης τώρα.
Οι ήρωες κατόπι ακολουθάνε
Θησέας, Ηρακλής και Αχιλλέας.
Στο χέρι του Θησέα χρυσολάμπει
Το πατρικό σπαθί, που τόσους άθλους
Είχε με κείνο σύντροφό του κάνει.
Και προχωρεί με τα λευκά ντυμένος
Τα καραβόπανα που ’χε κρατήσει,
Τα λόγια παρακούγοντας του Αιγέα,
Για να διδάξει: ο φόνος του πατέρα
Ο πρώτος άθλος είναι των ηρώων.
Σαν βασιλιάς ήτανε της Αθήνας,
Εκείνος ήταν που είχε συνενώσει
Τριγύρω από την Ακρόπολή της
Οσους την Αττική εκατοικούσαν.
Να ξέρει τώρα άραγε ο Θησέας
Οτι ο ήρωας του Εικοσιένα
Γι αυτηνε την Ακρόπολη την ίδια
Με νύχια και με δόντια θα παλαίψει,
Κι ότι γι αυτήν θα δώσει τη ζωή του;
Ο Ηρακλής το ρόπαλο κρατάει
Και "Πώς να μοιάζουν" λέει "αυτοί οι Τούρκοι…
Να ’ναι χειρότερα θεριά απ’ την Υδρα;
Και πιο μεγάλα από τις Στυμφαλίδες;
Και πώς αυτός, αδύναμος, μικρούλης,
Μ ό,τι και να ’ναι οι τούρκοι θα τα βάλει;
Τόσα πολλά θεριά θα τα νικούσε
Μόνο του Δία τον κεραυνό αν είχε.
Μα πώς να τον ρωτήσει και να μάθει…
Ας είναι όμως. Μη κι αυτός ο ίδιος
Λογαριασμό έδινε σε κανέναν;
Και ποιος τολμούσε καν να τον ρωτήσει…"
Ο Αχιλλέας πάει το κατόπι,
Που με κρυφό το βλέμμα του καμάρι
Στους γύρω το γυρνά, γιατί κι εκείνος
Οπως κι αυτοί γνωρίζουν πως ο ήρως
Ο πλαγιαστός στο ξυλοκρέβατό του,
Τα πιο πολλά που τον στολίζουν δώρα
Τα έχει από κείνονε παρμένα.
Του Αχιλλέα την αντρειά έχει πάρει
Κι όπως σαν τόνε βλέπανε οι Τρώες
Ετρέχανε πού να πρωτοκρυφτούνε
Τα ίδια και με τον Καραϊσκάκη-
Οι τούρκοι στ’ όνομά του μόνο τρέμουν
Κι όταν τον βλέπουνε τρέχουν να φύγουν.
Και ξέρει ο Αχιλλέας πως τα ρούχα
Κάποιος στρατιώτης του ήρωα θα φορέσει
Για να τρομάξει η θέα της τους Τούρκους,
Σα με τον Πάτροκλο έκανε κι εκείνος.
Και ξέρει ότι φτάνει όπου νάναι
Η ώρα που ο ήρωας, σαν και κείνον,
Τον πιο καλό του φίλο θα θρηνήσει
Που έπεσε στη μάχη αντίς για κείνον.
Ας ήταν ως εδώ το μοιάσιμο τους
Κι ας μη-θεοί-κι ετούτονε με δόλο
Στη μάχη κάποιος Πάρις τον χαλάσει.
Αυτά σκεφτότανε ο Αχιλλέας,
Πατώντας τις ανόμοιες του τις φτέρνες
Στο χώμα πάλι της γλυκειάς Πατρίδας
Ακολουθώντας όπως τόσοι άλλοι
Το πιο γλυκύτερο απ’ τα παιδιά της
Που σαν πουλάκι επέταγε μπροστά τους.
Πίσω από κείνους.οι Αμαδρυάδες,
Με του βουνού λουλούδια στολισμένες,
Κλαδιά κρατώντας έλατου στα χέρια,
Λέγοντας ιστορίες και γελώντας,
Μιαν ευωδιά ξεχύνουν κι ένα μύρο,
Που απ’ όλους πιό πολύ ένας το νιώθει-
Ο άρρωστος που κάποτε γευόταν
Χωρίς φραγμό, και άρωμα και Νύμφες.
Να κι ο Φαέθωνας που η χαρά του
Είναι να βρίσκεται κοντά στους ήλιους,
Οπου τους βρει,στη γη είτε στα ουράνια.
Κι ο Οδυσσέας, πονηριά γεμάτος,
Ψυχή μεγάλη, θέληση ατσαλένια.
Μ’ ένα μυαλό που όλα τα ’ξετάζει
Και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη,
Πασίχαρος γιατί το μερτικό του
Κι εκείνος το ’βαλε στη ζύμη μέσα
Για να πλαστεί μετά αιώνες τόσους
Αυτός ο (άκου όνομα...) ο Γιώργης.
Κι ένας γεράκος δίπλα του τραβώντας,
Να γράφει και να γράφει. Και τα χείλη
Να λεν στους γύρω που άπορα κοιτάνε:
"Ζήστε! Ερωτευτείτε! Πολεμήστε!
Θυσιάστε στους θεούς! Ξενητευτείτε!
Εγώ ειμ’ εδώ για να σας τραγουδήσω.
Εγώ εδώ ’μαι να σας ιστορήσω.
Μα πιό πολύ να σας ευχαριστήσω
Γιατί χωρίς σας ούτε εγώ θα ζούσα,
Παιδιά μου... πατεράδες μου… αδέρφια.)
Κι έχει του σώματος κλειστά τα μάτια.
Και η Ελένη, λάγνα, ορθοστήθα,
Δοχείο μυθικών απορριμμάτων,
Τους εραστές της θα τους άφηνε όλους
Για να ’χε του’ τον ήρωα δικόν της.
Τρεις αρχηγέτες ματωμένων Οίκων-
θύματα μιας σκληρής κι οι ίδιοι Μοίρας:
Ο Κέκροπας, των Αθηνών Γενάρχης,
Δράκος από τη μέση του και κάτου.
Ο Ατρέας που για να τον καταστρέψει,
Του φύτεψε η Άτη στο μυαλό του
πως και πιστές υπάρχουνε γυναίκες.
Κι ο Κάδμος, η απόδειξη για το ότι,
Δεν υποφέρουν μοναχά όσοι φταίνε.
Κι ακολουθούν πλήθη θεών, Ηρώων,
Ημίθεων, και των θνητών Ελλήνων
Που πριν τον ήρωα είχανε ζήσει.
Κι ανάμεσα τους, πρώτοι μες στους πρώτους,
Ό,τι λαμπρότερο έχει να δείξει
Σε Ομορφιά η Ελλάδα κι Επιστήμη.
Ο,τι ανώτερο έχει να δείξει
Σε θέατρο και σε Φιλοσοφία.
Κι ό,τι πιο ένδοξο και πιο μεγάλο
Μες στη μεγάλη της την Ιστορία:
Ο Σόλων κι ο Λυκούργος. Και ο Στράβων.
Κι ο Πύρρων ο Ηλείος. Κι ο Φλιάσιος.
Ο Αισχύλος. Ο Ηρόδοτος. Η Φρύνη.
Κι ο Λεωνίδας με τους τριακόσους.
κι οι Πλαταιείς, κι οι Μαραθωνομάχοι.
Και τον Ανδρόνικο έχοντας μπροσταρη,
Οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι.
Κι ο Κατσαντώνης. Κι όλων των Ελλήνων
Των σύγχρονων του ήρωα η συμπόνια
και η ευχή για λευτεριά απ’ του τούρκου
Κι από του πλούσιου τη σκλαβιά τη μαύρη.
Και πίσω απ’ το κρεβάτι ένα μέτρο
Που σαν ανάλαφρο χαλί πετάει
Τα ογδόντα διαλεγμένα παλληκάρια,
Γεμάτα πίστη για τον αρχηγό τους,
Παράδειγμα και δόξα να βυζαίνουν
Απ’ τόν ατσάλινο τον Καπετάνιο.
Και πίσω τους, στα ίχνη που αφήνουν,
Να! Περπατεί όχι ένας πεθαμένος
Αλλά ένας αγέννητος ακόμα.
Σκύφτει, φιλεί, οσμίζεται το χώμα,
Βλέπει, αφουγκράζεται, σημάδια βάζει
Το δρόμο για να ξέρει σαν η ώρα
Θα τόνε στείλει για ν’ αναφτερώσει
Του πεθαμένου Εθνους τις ελπίδες-
θα τόνε στείλει για να κυβερνήσει
Το σκάφος τ’ ακυβέρνητο και τ’ άθλιο.
θα τόνε στείλει ανθρωπιά να φέρει
Στον τόπο τούτο τον ευλογημένο,
Που βιομηχανικά και νέα τώρα
Τσακάλια τον λυμαίνονται και λύκοι.
Και είναι κόκκινο, πυρρό του το αίμα.
Και τ’ όνομά του Αρης Βελουχιώτης.
Κι αρχίζει κι ατελείωτη φαντάζει
Η ασταμάτητη σκληρή πορεία
πάνω στο ξυλοκάμωτο κρεβάτι,
Που με τ’ ακούραστα τα παλληκάρια
Να τα ψυχώνει του αρχηγού η πίστη
Όπου τα πάει αρώτητα πηγαίνουν.
Το φτάσιμο είναι στ’ Αγραφα ο σκοπός του
Που τα ’χε δώσει ο τεσσαρομάτης
Σα να ’τανε τσιφλίκι του, στο Ραγκο.
Μόλις εφύγαν, ο Μαυροκορδάτος
Στέλνει ξοπίσω του να τον χαλάσουν,
Τον Λιακατά, τον Τσόγκα, τον Στουρνάρα,
Που με το μέρος του τον είχε πάρει,
Και τον Μακρή, ενώ την ίδια ώρα
Κινείται από τ’ Αγραφα κι ο Ράγκος.
Πρώτο σταθμό κάνει ο Καραϊσκάκης
Μες στο Ξηρόμερο, στο Λιγκοβίτσι.
Εκεί να μπούνε ήρθανε οι πρώτοι
Κατ’ απ’ τις διαταγές του Καπετάνιου
Που άρρωστος του θανατά, δονούσε
κι έφλεγε πιό πολύ λες τις ψυχές τους.
Κι ούθε περνούσε ερχόνταν κι άλλοι ώστε
Σαν έφτασε στο Βάλτο η πορεία,
Απ’ τα ογδόντα που ήταν παλληκάρια,
Είχανε γίνει χίλια πεντακόσα.
Αθάνατη, Μεγάλη Ρωμηοσυνη!
Όχι! Δεν τη βαστάς την αδικία.
Τι άλλη απόδειξη θα χρειαζόταν
Από ετούτη, καθαρά που δείχνει
Πως ο λαός, αμίλητος κι ας στέκει,
Ομως μιλάει με τον δικό του τρόπο,
Και κρίνει, και ψηφάει κι αποφασίζει.
Βρίσκοντας τα περάσματα πιασμένα
Προς τ’ Άγραφα, τραβάνε προς τα Βόρεια.
Πέφτουν στη χιονισμένη ακόμα Πίνδο
Τη μεγαλόπρεπη και δασωμένη.
Η τύχη το ’φερε να πιάσουν τότε
Οι ανοιξιάτικες ανεμοζάλες
Και οι βροχές. Μα δεν τους σταματάνε.
Βαδίζουν στη βροχή και στον αέρα
Τον αρχηγό στους ωμούς κουβαλώντας
Στο ξυλοκρέββατο του ξαπλωμένον,
Που με μια κάπα μόνο τυλιγμένος
Ριγάει από τη θέρμη που τον καίει.
Όμως αφού αυτός είναι μαζί τους
Βαθιά πιστεύουν ότι τα εμπόδια
Ολα στο τέλος θα ξεπεραστούνε.
Και γράφει ο τίμιος ο Κασομούλης:
"Και τα στοιχεία οπλίσθησαν εναντίον του. Ολα τα καταπάτησεν ο μέγας άνδρας. Δεν τον εγνώριζον οι στρατιώται από τότες, να κάμουν θαύματα εις την πατρίδα υπό την οδηγίαν του. Ημείς ακολουθούσαμεν συνωμότας αριστοκράτας πολεμικούς, οίτινες εκαταγίνοντο να ασφαλίσουν τα συμφέροντά των και όχι τα συμφέροντα της πατρίδος".
Δίχως αναπαμό στρατολατώντας
Φτάνουν απάνου ως την Καλαμπάκα,
Κι ύστερα κατεβαίνουν στο Γαρδίκι.
Στα Τρίκαλα, ο αγάς, ο Σούλτζια Κόρτζια
Ζαλίστη όταν έμαθε τι εγίνη.
Δεν επερίμενε ο Καραϊσκάκης,
Με τόσο ασκέρι, μισοπεθαμένος,
Τα πιό ψηλά της Πίνδου να περάσει
Και μπρος του να τον βρίσκει πάλι τώρα.
Φοβάται μην αυτός με το Στουρνάρα
Του παίξουν κάποιο άσχημο παιχνίδι,
Ενώ εχθροί ανάμεσα τους δείχνουν.
Μα ο Στουρνάρας τον καθησυχάζει:
«
Σουλεϊμάναγα
Ιδού τέλος πάντων, ξεχειμάσαντες επιστρέψαμεν εις την πατρίδαν μας και δεν ηθέλαμεν έβγει ακόμη, αν ο ταραχοποιός Καραϊσκάκης με τα κινήματά του προς αυτά τα μέρη δεν μας έσερνεν την προσοχήν.
Επιθυμώ να μάθω αν έχεις σκοπόν να δώσεις τα Αγραφα εις την εξουσίαν του Καραϊσκάκη, να με γράψεις ειλικρινως να μην τον πολεμήσω, και μείνει έχθρα μεταξύ μας. Ειδέ και δεν έχεις σκοπόν, φανέρωσέ μου. Αν όμως παρακινηθείς από φόβον και τα δώσεις, αφού τον πολεμήσωμεν, με την γνώσιν να μας βάλεις εις διχόνοιαν, να ηξεύρεις ότι εκατόν Καραΐσκάκηδες θέλουν φανεί, οι οποίοι θέλουν ταράζει πάντοτε την ησυχίαν του λαού.
Ν. Στορνάρης»
Σαν πήρε τη γραφή ο Σούλτζια Κόρτζια
Κι είδε οι Γιουνάνηδες να του ζητάνε
Τη βοήθειά του για να ξεπαστρέψουν
Το πιό καλλίτερο τους παλληκάρι,
Τόσο ευχαριστήθηκε που αμέσως
Προβίβασε το Νίκο το Στουρνάρα
Που τούγραψε το γράμμα, σε παιδί του:
«Παιδί μου καπετάν Νικολό
Ελαβα το γράμμα σου και εχάρηκα τον ερχομόν
σου. Είδα όσα με γράφεις περί του Καραϊσκάκη.
Εγώ αυτουνού του γύφτου και του χαΐνη δεν του δίνω ούτε καλύβα, όχι Αγραφα. Μόνον εσείς κοιτάζετε να μη με γελάσετε.
Πολεμήσατε τον εσείς απάνω, ρίξετε τον εις τον κάμπον, και ακούτε την νίλαν του. Άνθρωπον όπου τον κυνηγά το έθνος του, ψωμί δεν του δίνω εγώ.
Δια περισσοτέραν σας βεβαιότητα, διόρισα και τους εδικούς μου Σταμούλην Γάτζον και Καραταΐρην, να ενωθούν μαζί σας, και ο θεδς και η ευχή μου μαζί σας.
Σούλτζιας Κόρτζιας Δερβέναγας.»
Γράφει ο Στουρνάρας στον Καραϊσκάκη
Για να τον ξεγελάσει: "Αδερφέ μου,
Εισ’ άρρωστος. Συ μείνε στο Γαρδίκι
Και στείλ’ τα παλληκάρια σου σε μένα
Για να χτυπήσουμε τον Σούλτζια Κόρτζια".
Καταλαβαίνει ο ήρωας την παγίδα
Και διφορούμενα του απαντάει:
«Γενναιότατε αδελφέ Καπετάν Νικόλα, έλαβα το γράμμα σου. Είδα δσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχε ι και τρουμπέτες.Οποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταλυτα εις απάντησιν του γράμματος σου.
Γαρδίκι, την 15 Απριλίου 1824.
Γ.Καραϊσκάκης.»
(συνεχίζεται)
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ
Στο μεταξύ αφού ο Μαυροκορδάτος
Αναψε στο Μωρηά τον πρώτο Εμφύλιο
Κινά και πάει στη Δυτική Ελλάδα
Θέλοντας οι Καπεταναίοι όλοι
Να τον γνωρίσουνε για Διοικητή τους.
Το πέτυχε απ’ όλους. Μόνον ένας
Του ’μενε ακόμα: ο Καραϊσκάκης!
Και τον καλεί να πάει να τον έβρει.
"Καραϊσκάκη το καλό του τόπου
ομόνοια θέλει αναμεταξύ μας.
Γι αυτό σε κάλεσα. Να φιλιωθούμε".
"Εχθροί δεν είμαστε Μαυροκορδάτε.
Εχθροί και των δυονώνε μας οι Τούρκοι".
"Ακου Καραϊσκάκη. Εδώ για να ’ρθω
Μου όρισε η Κυβέρνηση και ήρθα".
"Ποια από τις δύο ωρέ Μαυροκορδάτε;
Η μήπως κάματε και καμμιά Τρίτη;"
"Μπορεί συ να γελάς Καραϊσκάκη.
Αλλά για να προκόψει ο κάθε τόπος
σε μια πρέπει αρχή όλοι ν’ ακούνε
κι όχι να κυβερνάει ο καθένας.
Πρέπει σειρά και τάξη να υπάρχει
Αν θέλουμε ο τόπος να προκόψει".
"Μου τσαμπούνας ο τόπος και ο τόπος.
Ποιός τόπος; Κείνος που εσύ κι οι άλλοι
θέτε να μοιραστεί σε δέκα ανθρώπους;"
"Καραϊσκάκη άλλα δεν ακούω,
Ενα σου λέω μόνο.Υποτάξου
Στης Κυβερνήσεως τις αποφάσεις.
Αυτό θα πει πατρίδα. Μόνον έτσι
Το κάθε δόσιμό σου θα μετράει.
Και θέλω γρήγορα να μ’ απαντήσεις".
"Ετσι μου είπε κι ο πασάς της Σκόδρας.
Κι αυτός να προσκυνήσω μου ζητούσε.
Αφού το θες λοιπόν Μαυροκορδάτε
Άκου αμέσως την απόκρισή μου.
Εσύ καλά κατέχεις τα βιβλία.
Εγώ τον πόλεμο καλά κατέχω.
Δεν ήρθα να σου πω πώς να διαβάζεις.
Ετσι και συ μη θέλεις να με μάθεις
Το πώς με τ’ όπλο μου να ντουφεκάω.
Καθείς στο έργο του Μαυροκορδάτε.
Άσε τους Καπετάνιους στη δουλειά τους.
Την ξέρουνε καλλίτερα από σένα.
Και κάτι ακόμα. Τούτ’ η γής δεν είναι
ούτε δική σου ούτε και δική μου.
Σ’ όλους ανήκει. Μοίρασ’ τήνε σ’ όλους.
Αυτά τα δυο σαν κάνεις, τότε μπέσα,
Οταν λευτερωθεί αυτός ο τόπος,
Όταν Πατρίδα θα ’χουμε δικιά μας,
Τότε και βασιλιά μου σε γνωρίζω.
Ως τότε όμως τους Καπεταναίους
Ας’ τους να πολεμάνε όπως ξέρουν".
Πολύ καλά λοιπόν Καραϊσκάκη.
Να ξέρεις όμως ότι όλοι οι άλλοι
Συμφώνησαν με μένα. Σύρε τώρα ".
"Μανία που την έχεις να διατάζεις!
Θα σύρω. Μα θα πω κάτι ακόμα.
Αν συ εγύρευες να μου μιλήσεις
Κι εγώ εγύρευα να σ’ ανταμώσω.
Ξέρεις γιατί. Γιατί άρρωστος σαν ήμουν
Το Ράγκο έβαλες κι έχει πατήσει
Τ’ Αγραφα-τα δικά μου τα λημέρια.
Τούτο λοιπόν να σου ζητήσω θέλω:
Απ’ τ’ Αγραφα το Ράγκο να τον πάρεις".
"Ο Ραγκος μόνος του πήγε κει πάνω".
"Εσύ τον έβαλες. Κι αυτό το ξέρω".
"Κι αν δε τον πάρω τί Καραϊσκάκη;"
"Τότες εγώ μονάχος θα τον διώξω".
"Με πέντε ανθρώπους που σου απομείναν;" "Μαυροκορδάτε τέσσερα έχεις μάτια
Αλλά σωστά δε βλέπεις κακομοίρη.
Αλλιώς ήθελες μάθει μέχρι τώρα
Οτι εγώ δεν είμαι Καπετάνιος
Των εκατό παλληκαριών μονάχα-
Γιατί έμαθα πως τόσα μου ορίζεις.
Και τώρα με την άδεια σου πηγαίνω".
Οσο κι αν στου κουφού βροντάς την πόρτα
Χαμπάρι αυτός. Και ο Μαυροκορδάτος
Εχοντας καταλάβει καλά πλέον
Πως δεν μπορεί παρά με ατιμία
Να καταστρέψει τον Καραϊσκάκη
Βάζει μπροστά μια μέθοδο γνωστή του-
Ετσι δε γλίτωσε απ’ τον Υψηλάντη
Κι από τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη;
Προδότες δεν τους είπε και τους δύο;
Λοιπόν προδότης κι ο Καραϊσκάκης!
Εύκολο θάναι. Τόσα μέσα έχει.
Κι ανθρώπους όσους θες στη διάθεση του
Ετοιμους ό,τι ψέμμα τους ζητήσει
Κι αρώτητα όποια βρωμιά να κάνουν.
Και μια και δυο αρχίνησε να πλέκει
Ενα γερό, καθώς θαρρούσε, δίχτυ
Να πιάσει μέσα του τον Καραϊσκάκη.
Ας δούμε όμως πρώτα κάτι άλλο:
Τα λόγια που είπε ο Καραϊσκάκης
Στους Καπετάνιους τους υποταγμένους
Στη δολερότη του Μαυροκορδάτου,
Οταν αυτοί σταλμένοι από κείνον,
Τον Μαχαλά πηγαίνανε να πιάσουν,
Τάχατες δίχως το γιατί να ξέρουν,
Ενώ σταλτοί από τον "πρίγκηπα" ήταν
Για να στριμώξουν τον Καραϊσκάκη
Και από τ’ Άγραφα να τόνε διώξουν.
Απ’ τό Αιτωλικό λοιπόν περνώντας
Ο Νότη-Μπότσαρης και ο Στουρνάρας,
Τον άλυγο ανταμώσαν Καπετάνιο
Που κιόλας ήξερε γι αυτούς τα πάντα.
"Για πού τραβάτε ωρέ;" Τους αρωτάει.
"Κι εμείς δεν ξέρουμε ",του λέει ο Νότης.
"Στο Μαχαλά μας στέλνει το γκουβέρνο
Και κει θα κάμουμε ό,τι, μας ορίσει".
"Για ποιό μου λες γκουβέρνο καπτα-Νότη;
Λες για γκουβέρνο το Μαυροκορδάτο,
Του Ρεϊζ εφέντη το καρα-τσογλάνι;
Τον φαντασμένο τον τεσσαρομάτη;
Και ποιός τον έκαμε ωρέ γκουβέρνο;
Δεν τον γνωρίζουμε κι εγώ κι οι άλλοι.
Τον υπογράψανε δέκα χιλιάδες
Με το σκοπό να λάβουν τους λουφέδες.
Αυτοί τον υπογράψανε. Συ πρώτος
Που όλα με το ζουρνά θέλεις να ’ρχόνται,
Και ο νταγκ-νταγκ ο Σκάλτσας η καμπάνα,
Κι ο άλλος ο Μακρής, ο μακρυλαίμης
Ο κρεμασμένος, όπου το κεφάλι
Μονάχα ξέρει να κουνά και λέει
"πέκεΐ εφέντημ" στο Μαυροκορδάτο.
Κι ο Μήτσος Κοντογιάννης η πουτάνα
Που αν τον έκανε ο Θεός γυναίκα
Δέκα χιλιάδες θάθελε την ώρα.
Κι ο Τζόγκας ο Ξυνογαλάς ο Γιώργης,
Κι ο αδερφός μου ο ψεύτης ο Στουρνάρας.
Ο πούντζος μου όμως δεν τον υπογράφει
Και να σας δω το τί λογής σεφέρι
θα κάνετε όλοι σας χωρίς εμένα".
Τα ’μαθε ολ’ αυτά ο Μαυροκορδάτος
Και πιότερο εφούντωσε απ’ ότ’ ήταν,
Κι έκαμε πιό γοργό τον γδικιωμό του.
Η ΝΙΚΗ
Ολα μπορεί κανείς να τα ξεφύγει.
Οταν βυθίσει το πλεούμενο του
Και μες σε θάλασσα βρεθεί αφρισμένη
Μπορεί μία σανίδα να τον σώσει.
Σα σε γκρεμό βαθύ κατρακυλάει
Μπορεί μια ρίζα να βρεθεί μπροστά του
Και να πιαστεί, να μη βρεθεί στον Αδη.
Μπορεί από τα νύχια μιας γυναίκας
Να φύγει πριν να χάσει την ψυχή του
Κι ας τούχει εκείνη πιεί το αίμα όλο.
Κι η γης κατ’ απ’ τα πόδια του αν ανοίξει
Σ’ άλλο άνοιγμα μπορεί να τόνε βγάλει.
Μα πώς κάτι μπορεί να περισώσει
Από του δυνατού την αδικία,
Που πέφτει από ψηλά όπως γεράκι-
Που σφίγγει από παντού σαν τη δαγκάνα,
Κι άλλοτε αργοσέρνεται σα φίδι
Που μόνο ορθώνεται για να δαγκάσει,
Κι άλλοτε με φτερά φτάνει αγγέλου,
Η μ’ ανοιχτές αγκάλες σαν γυναίκας
Και πετσοκοφτεί και τρυπάει και σφάζει;
Ετσι του "πρίγκηπα" Μαυροκορδάτου
Η αδικία εχτύπα σαν μαχαίρι
Που άλλοτε βρίσκει φλέβα και σκοτώνει,
Κι άλλοτε τυραγνά και βασανίζει,
Πληγή ανοίγοντας ό,που χτυπήσει.
Πόσοι θεοί να κατεβήκαν πρέπει
Κι όπως τον Οδυσσέα του Ομήρου
Να βόηθησαν και τον Καραϊσκάκη
Γερός να βγει από τούτη την Οδύσσεια…
Και όχι μόνο, μα από κει και πέρα
Και μι’ άλλη περιπέτεια ν’ αρχινήσει,
Την πιο μεγάλη που θνητός ’δυνήθη,
Την πιό υψηλή που σκέψη εβουλήθη,
Την πιό κορμί που ανθρώπου έχει αντέξει.
Μοιάζει σαν οι θεοί να κατεβήκαν
Απ’ τα Ολύμπια τα δώματά τους,
Για να του γίνουνε συμπαραστάτες
Στη μάχη του στην αδικιά ενάντια.
Και βρήκανε σ’ αυτόν ό,τι είχαν χάσει
Για δυόμισυ χιλιάδες τόσα χρόνια.
Κι οι θύμησες κι οι νοσταλγίες τους πνίξαν
και τους εκράτησαν εκεί, κοντά του,
Βοηθό σ’ ότι κι αν έκανε πιό πέρα.
Ο Αρης βρήκε άρματα κι αντρεία,
Η Δήμητρα της αγροτιάς το φίλο,
Ο Δίας τις αστραπές του στη ματιά του,
Η Αφροδίτη η Πάνδημη τον άντρα,
Κι η Ουρανία ζήτησε να γέψει
Την ηδονή των ήσυχων στιγμών του.
Ετσι έγινε και ο Καραϊσκάκης
Ενώ καταδικάστηκε, μα όμως,
Με θεϊκή μια δύναμη και φλόγα
Τον κάθε εφώτισε κατήγορό του.
Και σαν αντίδωρο στην αδικία
που του εδώρησε, ο Μαυροκορδάτος,
Ελευτεριά επήρε από κείνον
Για να μπορεί άδικος πάλι να ’ναι.
Και κάθε δικαστήριο από τότε
Εχασε κάθε εκτίμηση κι αξία.
Και από τότε είναι δικιοσύνη
Η λεβεντιά, το φως και η αλήθεια.
Η δίκη το λοιπόν με λίγα λόγια.
Και πρώτα πρώτα οι κατηγορίες.
Ενώ μισάρρωστος ο Καραϊσκάκης
Στο Αιτωλικό ακόμα εβρισκόταν
Πιάνουν ανθρώποι του Μαυροκορδάτου
Κι ενώ βρισκότανε στο Μεσολόγγι
Δέρνουν του θανατά έναν ανηψιό του.
Σαν το μαθαίνει ο Καραϊσκάκης
θηρίο γίνεται. Και στέλνει αμέσως
Ανθρώπους του και παν στο Μεσολόγγι,
και δυό προεστούς του φέρνουνε δεμένους.
Κι άλλους και πιάνουνε το Βασιλάδι.
Τρίβει τα χέρια του ο Μαυροκορδάτος:
Εγκληματίας ο Καραϊσκάκης..
Ενας Βουλπιώτης τώρα είχε πάει
Στα Γιάννενα ταξίδι για δουλειές του.
Τον πλησιάζει ο Μαυροκορδάτος,
Τόνε πληρώνει και να πει του λέει
Οτι στα Γιάννενα τάχα επήγε
Γιατί τον έστειλε ο Καραϊσκάκης
Να πάει στον Ομέρπασα χαμπέρι
Πως ήρθ’ η ώρα κάτου να κατέβει
Και-άκου Ελληνα και πατριώτη-,
Το Μεσολόγγι να του παράδωσει
Κι ακόμα Μπάυρον και Μαυροκορδάτο.
Ετυχε ακόμα κείνες τις ημέρες
Κάτι τουρκών καράβια κινηθήκαν,
Μπαίνει κι αυτό μες στην κατηγορία-
Ατράνταχτο στοιχείο προδοσίας.
Μέσα σε μια Εκκλησιά έγινε η δίκη.
Εισαγγελείς τέσσεροι πουλημένοι,
Με Πρόεδρο τον Πορφύριο της Αρτας.
Παρών κι ο Κασομούλης που σ’ αυτόνε
Χρωστάμε την περιγραφή της δίκης.
Μπαίνει στην εκκλησά ο Καραϊσκάκης,
Πάνοπλος όπως όλοι εκεί μέσα.
Απόξω παλληκάρια του φυλάνε
Από το φόβο μήπως τον σκοτώσουν.
Σα μπήκε, προσκυνάει τις εικόνες
Και τους ρωτάει ο Καραϊσκάκης:
"Πέστε μου: ορθός να μείνω ή να καθήσω;"
Του απαντάει ο πρόεδρος-Δεσπότης:
"Κάτσε γιατ’ είσαι άρρωστος".Του φέρνουν
Ενα προσκέφαλο, και σταυροπόδι,
Κάτω στο πάτωμα πάει και καθίζει.
Αρχίζει ο Δεσπότης και μιλάει
Και αραδιάζει τις κατηγορίες.
"Λοιπόν η απολογία σου ποια είναι
Σε όλες τούτες τις κατηγορίες;"
"Απ’ όλες τούτες τις κατηγορίες
Που μ’αραδιάσατε, είδηση δεν έχω.
Για γδικιωμό πήρα το Βασιλάδι
Αυτών που δείρανε τον άνθρωπό μου.
Και τους προεστούς γι αυτό τους είχα πιάσει.
Αλλά και κείνους και το Βασιλάδι
Λέφτερα τ’ αφήσα την άλλη μέρα.
Οσο για το Βουλπιώτη που μου λέτε
Ναι, ’γω του είχα δώσει διαβατήριο-
Όλοι οι Καπεταναίοι το συνηθάμε.
Αθώο τόνε ξέρω τον εαυτό μου.
Φέρτε μου εδώ μπροστά μου το Βουλπιώτη
Κι αν πει τ’ αντίθετα εκείνος,τότε
Και θάνατο αν μου δώστε με παλούκι,
θα τον δεχτώ χωρίς αντιλογία".
Επιστρατεύουνε το Γιάγκο Σούτσο,
Απ’ τά τσιράκια του Μαυροκορδάτου:
"Μου ’πε ο ίδιος ο Καραϊσκάκης
Πως στον Ομέρπασα είχε μηνύσει
Ότι θα του ’δινε το Μεσολόγγι".
Πετάγεται ορθός ο Καραϊσκάκης:
"Εγώ μωρέ σου τα ’πα αυτά εσένα;
"Μάλιστα". Παρεμβαίνει ο Στουρνάρας:
"Αν κάτι σίγουρο έχουμε, μπορούμε
Να τον δικάσουμε τον Καραϊσκάκη.
Μα όχι μόνο για τα λόγια που ’πε.
Ξέρουμε όλοι πως συνήθειο το ’χει
Λόγια πολλά να λέει". Με συμπάθεια
Τόνε κοιτάζει ο Καραϊσκάκης.
Λέει ο Γρηγόρης Λιακατάς: "Ακόμα
Δεν τέλειωσε η κρίση. Μέχρι αύριο
Πολλές θα βγούνε μαρτυρίες στη φόρα".
Πικρά τον βλέπει ο Καραϊσκάκης;
"Σ’ αυτά που λέω αν βάλετε θεμέλια,
Οσες ζωές και να ’χω δε γλιτώνω".
Τους λέει. Πετάγεται ο Μεγαπάνου:
"Βρε ξέρουμε πως είσαι όλο λόγια,
Αλλά γιατί!" "Κυρ-Πάνο το ’χω χούι".
"Αλλά γιατί να το ’χεις χούι ακόμα
Που πενηντάρησες Καραϊσκάκη;"
"Αμ δε μπορώ κυρ-Πάνο να το κόψω.
Κι εσύ ογδοντάρης είσαι, μα το χούϊ
που έχεις να γαμείς, δεν το αφήνεις".
Λέγοντας τούτα, λαός, κριτές και όλοι,
Λιποθυμήσανε από τα γέλια.
"Κι εγώ ο ίδιος", λέει ο Κασομούλης.
Πρώτος το γέλιο έπαψε ο Στουρνάρας:
"Για σήμερα ας τ’ αφήσουμε", τους λέει,
"Γιατί το καταντήσαμε τζιορτζίνα".
Ελεγαν πως θα χάλαγε τη δίκη
βάζοντας τους δικούς του να χτυπήσουν.
Δεν τους την έκανε αυτή τη χάρη.
Μ’ ένα του χωρατό εγίναν όλα.
Αρκεσε αυτό τη μάσκα να ξεσκίσει
Της νομιμότητας των παρανόμων,
κι όπως μας διηγάται ο Κασομούλης
Αρχισαν τότε όλοι να φωνάζουν
Αλλος πως αθωώθηκε τελείως,
Αλλος πως αποκρίθηκε θαυμάσια
Και αποστόμωσε τους δικαστές του,
Αλλος εκθείασε το παράστημα του,
Την ετοιμότητα του και τ’ αστεία,
Κι άλλοι "δε θα φανεί πάλι" ελέγαν
"Αλλοτε πουτζιαράς ωσάν και τούτον".
Την άλλη μέρα το πρωί οι στρατιώτες
Είχαν αλλάξει διάθεση και γνώμη.
Όσοι ήταν ενάντιά του οργισμένοι,
Μετά απ’ αυτά ν' αδιαφορούνε δείχναν,
κι όσοι τον συμπαθούσαν κι από πρώτα
"Τώρα επέταξαν ταις γλώσαις έξω".
Δεν ετολμήσανε την άλλη μέρα
Στην εκκλησά να μαζευτούνε πάλι.
Ούτε κάλεσαν τον Καραϊσκάκη.
Αποβραδίς εβάλαν το Βουλπιώτη
Και κάνει μια κατάθεση καινούργια,
Επαρχο τάζοντας του να τον κάνουν,
και τη διαβάζουνε την άλλη μέρα
Στο σπίτι του Λουριώτη συναγμένοι.
Κίτσος Τζαβέλλας, Ζώης, Πάνου, Βέρης,
Βλέπουν πως λέει ψέμματα ο Βουλπιώτης
και φεύγουν, "να μη βάψουνε τα χέρια
Σ’ αθώου αίμα. Κι όποιοι θα το κάνουν
Το αίμα στα κεφάλια τους να πέσει
Και στων παιδιών τους". Σταματά η Δίκη.
Οι του Μαυροκορδάτου του μηνάνε
Να ’ρθει ο ίδιος να τα κανονίσει,
Αλλιώς θ’ αθωωθεί ο Καραϊσκάκης.
Κι έρχεται αυτός και γράφει ένα φερμάνι
Ότι τον διώχνει από την Πατρίδα,
Ότι του παίρνει κάθε του εξουσία,
κάθε αξίωμα, κάθε βαθμό του,
Και όχι μόνο, μα καλεί και όλους
Τους Ελληνες να μη τον πλησιάζουν,
και να τον λογαριάζουν για εχθρό τους.
Μετά άπό λίγο, στις εφτά τ’ Απρίλη,
Σ’ ένα του γράμμα ο Μαυροκορδάτος
Στο Εκτελεστικό, λέει και τούτα:
"Εν τοσούτω δε ελπίζεται ότι η ζωή του θέλει είσθαι βραχυτάτη, επειδή αυτός είναι φθισικός και το πάθος του κατήντησεν εις τον τρίτον βαθμόν. Ούτε να περιπατήσει δεν ημπορεί, ούτε να καβαλικεύσει, αλλά τον σηκώνουν εις φορείον".
Αργότερα, ο ίδιος σένα γράμμα
ΙΙρος την Επιτροπή των Ζακυνθίων
Εγραφε καταστενοχωρημένος:
Ο βρωμερός: "δυστυχώς, ζει ακόμη".
Ναι. Δυστυχώς για τους Μαυροκορδάτους,
Μα ευτυχώς για μας και την Ελλάδα.
Και συνεπείς για νάμαστε θα πούμε
και για την τιμωρία του Βουλπιώτη,
Του ανεψιού του Καπετάνιου Ράγκου,
Εχθρού φανατικού του Καραϊσκάκη,
και πρώτου φίλου του Μαυροκορδάτου:
Από τη φυλακή βγήκε αμέσως
Από τον ίδιο το Μαυροκορδατο,
Που τόνε πήρε σύμβουλο κοντά του
Λεφτά γεμίζοντας τονε και δώρα.
Αυτά για τον προδότη το Βουλπιώτη.
Τώρα, αμέσως ο Μαυροκορδάτος
Μετά από την απόφαση που ο ίδιος
Σύνταξε κι έγραψε κι είχε υπογράψει
Σαν έγγραφο Διοικητικό να ήταν,
Μήνυμα στέλνει στον Καραϊσκάκη
Ν’ αφήσει το Αιτωλικό αμέσως.
Ζητά έξη μέρες ο Καραϊσκάκης
Για να ετοιμαστεί.Του δίνει δύο.
Του τις χαρίζει ο Καραϊσκάκης.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
Ειν’ έτοιμος κι αυτός, κι απ’ τους δικούς του
Ογδόντα παλληκάρια. Δίνει διάτα
Λυπητερά οι τρουμπέτες να λαλούνε,
Κι αυτός κρατώντας στα λιγνά του χέρια
Ενα μαντήλι με φλουριά γεμάτο,
Βαδίζοντας μοιράζει κι από ένα
Στους συναγωνιστές που αφήνει πίσω,
Για να τόνε θυμούνται, όπως λέει.
Περνώντας από κάτω από το σπίτι
Όπου εκόνευε ο Μαυροκορδάτος,
Στέκεται και μονάχος μπαίνει μέσα.
Σ’ ένα τραπέζι πλούσια που ειν’ στρωμένο
Τρώει ο Μαυροκορδάτος με παρέα
Τον ίδιο κι όμοιό του-το Βουλπιώτη.
Και ο ειλικρινής ο Κασομούλης
Λέει σχετικά στα «Ενθυμήματά» του:
"Η τιμή αυτή έγινε στο Βουλπιώτη για την τρίτη κατάθεση που έβγαλε από τη δυσκολία το Μαυροκορδάτο".
"Φάε ωρέ Βουλπιώτη" του φωνάζει
"Φάε με πρίντζιπες και Καπετάνιους
Για να σκοτώσεις τον Καραϊσκάκη.
Και σένα πρίντζιπα πού ’ν’ η ντροπή σου
Δίπλα σου, στο τραπέζι σου να βάζεις
Ένανε ψεύτη κι ένανε προδότη;"
Κοιτάει τους κριτές του και τους λέει:
"Αν δίκαια με κρίνατε αδέρφια,
Ευτύς όπου θα βγω από δωμέσα
Ο θεός στην κεφαλή μου να το στείλει.
Αν άδικα, πάνου σε σας να πέσει".
Γυρνάει μετά προς τον Μαυροκορδάτο:
"Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, άκουσε με.
Την προδοσία που λες πως έχω κάμει
Απάνου σε χαρτί την έχεις γράψει.
Μα τη δικιά σου εγώ θα σου τη γράψω
Στο κούτελό σου-να φανεί ποιός είσαι".
Ο ψευτοπρίγκιπας μιλιά δε βγάζει.
"Εχετε γεια", τους λέει,"Καπεταναίοι".
Του αποκρίνονται "ώρα καλή σου".
Γράφω τον "πρίγκιπα" όπως τον γράφω
Γιατί αλήθεια πρίγκιπας δεν ήταν.
Αλλο ένα ψέμα του ήταν και τούτο
Για να μην πει κατώτερος πως είναι
Απ’ τό Δημήτριο τον Υψηλάντη,
Πρίγκιπα αληθινό και μέγα εχθρό του,
Κι εμψυχωτή της Επανάστασής μας.
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ Τ’ ΑΓΡΑΦΑ.
ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟ
Απ’ τους πολιτικάντηδες διωγμένος.
Απ’ τ’ Αγραφα διωγμένος-τ’ Αγραφά του
Που τ’ αγαπούσε και τον αγαπούσαν,
Μ’ ανίερη καταδίκη βαρυμένος,
Μ’ όλους τους Ελληνες δασκαλεμένους
Κατάμουτρα την πόρτα να του κλείνουν,
Ρετσινωμένος με την προδοσία,
Όλος μπλεγμένος μέσα στα πλοκάμια
Της ατιμίας, του μίσους και του δόλου,
Βγαίνει στο δρόμο του ο Καραϊσκάκης.
Κι άρρωστος. Με το σώμα φαγωμένο.
Κόκαλο μένει μοναχά και πέτσα.
Χτικιάρης. Μάγουλα βαθουλωμένα
Στήθια από την αρρώστια σαπισμένα
Αδύναμος ούτε να περπατήσει.
Μόνο τα μάτια φλόγες να πετάνε-
Μονό τα μαύρα μάτια να σπιθίζουν
Και της ψυχής το ξάναμμα να δείχνουν,
Που όσο το σώμα λιώνει και φυραίνει
Τόσο εκείνο πιότερο θεριεύει.
Μόνο τα μάτια ό,τι κοιτάν να καίνε
Κι άλλοτε πάλι να γλυκοχαΐ'δεύουν.
Μόνο τα μάτια να φεγγοβολάνε
Οπως τη νύχτα φέγγουν δυό τρυπούλες
Στον τοίχο καμινιού κορφοφλογάτου.
Ριγμένος στο βυθό τού που οι ανθρώποι
Ως τώρα έχουν ανοίξει το πηγάδι
Εκεί αφήνεται για να πεθάνει.
Μα οι αθάνατοι δύναμη παίρνουν
Απ’ του βυθού το ζωογόνο χώμα
Κι ορθώνονται, και πάλι ξεκινάνε
Για νέα τρόπαια, για νέους αγώνες.
Τον βούτηξαν στο μαύρο το μελάνι.
Μα να που λίγο λίγο ξεπροβάλλει
Κι ολόλευκος σε λίγο θα θαμπώσει.
Τον πάτησαν, τον κλώτσησαν, τον φτύσαν.
Μα κοίτα, σ’ αυτούς όλα θα γυρίσουν.
Από τ’ ανθρώπινα όλα διωγμένος.
Αλλά, ο υπεράνθρωπος μαγνήτης
Ο μες σε τούτο το κορμί κλεισμένος
Τραβά ό,τι γερό έχει απομείνει-
Ο,τι μπορεί να κινηθεί ακόμα,
Κι όπου αυτός πηγαίνει, ακολουθάει.
Κι είναι αυτά τα ογδόντα παλληκάρια,
Κι ειν’ όσα νέα τώρα παν κοντά του,
Κι ειν’ ο φτωχός λαός που τον λατρεύει
Σα λυτρωτή και σαν εκδικητή του.
Κι είναι οι Καπετάνιοι που μπορούνε
Πιό μακριά και καθαρά να βλέπουν.
Κι είναι τα κρύα χέρια της Πατρίδας,
Τ’ άπελπα και ρικνά κι απελπισμένα
Που αδράχνονται απάνου στο κορμί του
Ζητώντας του τις άλυσες να σπάσει
Και πάλι ν’ απλωθούν, να ξαναζήσουν.
Κι είναι τα κρύα χέρια της Πατρίδας
Τον παλαιό που ξαναρχίζουν μύθο:
Να τον μπολιάσουνε μ’ ορμή και πάθος,
Ακάματα φτερά να του φυτρώσουν,
Κι αυτός όπως ο ήλιος να ψηλώσει
Και να πηγαίνουνε κι αυτά μαζί του.
Βγαίνει στο δρόμο του Καραϊσκάκης
Με πρώτον πόθο μέσα στην ψυχή του,
Με πρώτο σχέδιο μέσα στο μυαλό του
Στ’ αγαπημένα του Αγραφα να φτάσει
Και ν’ αρχηγέψει εκεί όπως και πρώτα
Και η φωλιά εκείνα να γινούνε
Για κάθε νέο ψηλοπέταγμά του.
Κι αδύναμος να περπατάει ως είναι
Βάζει τα παλληκάρια και του φτιάχνουν,
Με ξύλα με κλαδιά και με κουρέλια
Ενα φορείο-το ξυλοκρέββατό του.
Πάνω σε κείνο ο άρρωστος ξαπλώνει
και τέσσερες τον κουβαλούν στον ώμο.
Σαν ειρωνία ή μακάβριο αστείο:
Ετσι τους πεθαμένους κουβαλούνε.
Αλλά, πάνω σε κείνο το κρεβάτι
Εθνους ολάκερου η ζωή ανθίζει.
Κι αρχίζει δυό μηνώνε μια πορεία
Σε ράχες σε βουνά και σε ρουμάνια,
Σε κρύα, σε βροχές και σε δρολάπια.
Και πάει η ζωογόνα Λιτανεία.
Και πάνε μπρος τα Άγια των Αγίων
Και πίσω ακλουθάνε… αλλ’ ας δούμε
Σαν που δικαίωμα έχουμε και χρέος
Σαν που και μεις συνεχιστές εκείνης
Είμαστε της πομπής που ακόμα πάει…
- Ας δούμε ποιοί ιερή έτσι την κάνουν,
Ας δούμε λάτρεις ποιοί και ποιοί ικέτες
Σε κείνο το βωμό έχουν προσπέσει.
Ας δούμε όσους προφτάσουμε σε τούτο
Του Γένους το ιερό το προσκλητήριο.
Να! Πρώτος ο Γενάρχης της Φυλής μας,
Ο Έλληνας. Με τους φαρδιούς του ώμους,
Γίγαντας, με μουστάκες και μαλλούρες,
Με μάτια που και τώρα όλο κοιτάνε
Να μάθουν, να γνωρίσουνε, να δούνε.
Στέρια τα πόδια του τη γης πατούνε.
Απλώνοντας κάποιες φορές τα χέρια,
Δείχνοντας σεβασμό κι εμπνέοντας φόβο,
Τους πίσω αμποδάει να πλησιάσουν
Πιότερο απ’ ότι πρέπει στο φορείο.
Το ξυλοκρέβατο όταν σταματάει
Στέκει κι αυτός και όλοι από πίσω,
Και πρώτος ύστερα απ’ τους πέντε πάει
Σαν η πομπή και πάλι ξεκινάει.
Ακολουθούν ο Δίας κι ο Προμηθέας.
Χωρίς ο πρώτος κεραυνό στο χέρι,
Και με τα φρύδια τώρα όχι σμιγμένα.
Αυτή ειν’ από τις σπάνιες τις φορές του
Που δίκιο δίνει σ’ ό,τι ο Προμηθέας
Εφτιαξε μόνος, παρακούοντάς τον,
Αφού είχαν αποτέλεσμα ετούτο
Το ιερό θεριό που πάει μπροστά τους.
Κι ο Προμηθέας δίπλα του, το χέρι
Μισαπλωμένο να ’χει και απάνου
Στο δάχτυλό του, ο αητός να στέκει,
Ημερωμένος κυνηγάρης τώρα.
Οι ήρωες κατόπι ακολουθάνε
Θησέας, Ηρακλής και Αχιλλέας.
Στο χέρι του Θησέα χρυσολάμπει
Το πατρικό σπαθί, που τόσους άθλους
Είχε με κείνο σύντροφό του κάνει.
Και προχωρεί με τα λευκά ντυμένος
Τα καραβόπανα που ’χε κρατήσει,
Τα λόγια παρακούγοντας του Αιγέα,
Για να διδάξει: ο φόνος του πατέρα
Ο πρώτος άθλος είναι των ηρώων.
Σαν βασιλιάς ήτανε της Αθήνας,
Εκείνος ήταν που είχε συνενώσει
Τριγύρω από την Ακρόπολή της
Οσους την Αττική εκατοικούσαν.
Να ξέρει τώρα άραγε ο Θησέας
Οτι ο ήρωας του Εικοσιένα
Γι αυτηνε την Ακρόπολη την ίδια
Με νύχια και με δόντια θα παλαίψει,
Κι ότι γι αυτήν θα δώσει τη ζωή του;
Ο Ηρακλής το ρόπαλο κρατάει
Και "Πώς να μοιάζουν" λέει "αυτοί οι Τούρκοι…
Να ’ναι χειρότερα θεριά απ’ την Υδρα;
Και πιο μεγάλα από τις Στυμφαλίδες;
Και πώς αυτός, αδύναμος, μικρούλης,
Μ ό,τι και να ’ναι οι τούρκοι θα τα βάλει;
Τόσα πολλά θεριά θα τα νικούσε
Μόνο του Δία τον κεραυνό αν είχε.
Μα πώς να τον ρωτήσει και να μάθει…
Ας είναι όμως. Μη κι αυτός ο ίδιος
Λογαριασμό έδινε σε κανέναν;
Και ποιος τολμούσε καν να τον ρωτήσει…"
Ο Αχιλλέας πάει το κατόπι,
Που με κρυφό το βλέμμα του καμάρι
Στους γύρω το γυρνά, γιατί κι εκείνος
Οπως κι αυτοί γνωρίζουν πως ο ήρως
Ο πλαγιαστός στο ξυλοκρέβατό του,
Τα πιο πολλά που τον στολίζουν δώρα
Τα έχει από κείνονε παρμένα.
Του Αχιλλέα την αντρειά έχει πάρει
Κι όπως σαν τόνε βλέπανε οι Τρώες
Ετρέχανε πού να πρωτοκρυφτούνε
Τα ίδια και με τον Καραϊσκάκη-
Οι τούρκοι στ’ όνομά του μόνο τρέμουν
Κι όταν τον βλέπουνε τρέχουν να φύγουν.
Και ξέρει ο Αχιλλέας πως τα ρούχα
Κάποιος στρατιώτης του ήρωα θα φορέσει
Για να τρομάξει η θέα της τους Τούρκους,
Σα με τον Πάτροκλο έκανε κι εκείνος.
Και ξέρει ότι φτάνει όπου νάναι
Η ώρα που ο ήρωας, σαν και κείνον,
Τον πιο καλό του φίλο θα θρηνήσει
Που έπεσε στη μάχη αντίς για κείνον.
Ας ήταν ως εδώ το μοιάσιμο τους
Κι ας μη-θεοί-κι ετούτονε με δόλο
Στη μάχη κάποιος Πάρις τον χαλάσει.
Αυτά σκεφτότανε ο Αχιλλέας,
Πατώντας τις ανόμοιες του τις φτέρνες
Στο χώμα πάλι της γλυκειάς Πατρίδας
Ακολουθώντας όπως τόσοι άλλοι
Το πιο γλυκύτερο απ’ τα παιδιά της
Που σαν πουλάκι επέταγε μπροστά τους.
Πίσω από κείνους.οι Αμαδρυάδες,
Με του βουνού λουλούδια στολισμένες,
Κλαδιά κρατώντας έλατου στα χέρια,
Λέγοντας ιστορίες και γελώντας,
Μιαν ευωδιά ξεχύνουν κι ένα μύρο,
Που απ’ όλους πιό πολύ ένας το νιώθει-
Ο άρρωστος που κάποτε γευόταν
Χωρίς φραγμό, και άρωμα και Νύμφες.
Να κι ο Φαέθωνας που η χαρά του
Είναι να βρίσκεται κοντά στους ήλιους,
Οπου τους βρει,στη γη είτε στα ουράνια.
Κι ο Οδυσσέας, πονηριά γεμάτος,
Ψυχή μεγάλη, θέληση ατσαλένια.
Μ’ ένα μυαλό που όλα τα ’ξετάζει
Και δεν αφήνει τίποτα στην τύχη,
Πασίχαρος γιατί το μερτικό του
Κι εκείνος το ’βαλε στη ζύμη μέσα
Για να πλαστεί μετά αιώνες τόσους
Αυτός ο (άκου όνομα...) ο Γιώργης.
Κι ένας γεράκος δίπλα του τραβώντας,
Να γράφει και να γράφει. Και τα χείλη
Να λεν στους γύρω που άπορα κοιτάνε:
"Ζήστε! Ερωτευτείτε! Πολεμήστε!
Θυσιάστε στους θεούς! Ξενητευτείτε!
Εγώ ειμ’ εδώ για να σας τραγουδήσω.
Εγώ εδώ ’μαι να σας ιστορήσω.
Μα πιό πολύ να σας ευχαριστήσω
Γιατί χωρίς σας ούτε εγώ θα ζούσα,
Παιδιά μου... πατεράδες μου… αδέρφια.)
Κι έχει του σώματος κλειστά τα μάτια.
Και η Ελένη, λάγνα, ορθοστήθα,
Δοχείο μυθικών απορριμμάτων,
Τους εραστές της θα τους άφηνε όλους
Για να ’χε του’ τον ήρωα δικόν της.
Τρεις αρχηγέτες ματωμένων Οίκων-
θύματα μιας σκληρής κι οι ίδιοι Μοίρας:
Ο Κέκροπας, των Αθηνών Γενάρχης,
Δράκος από τη μέση του και κάτου.
Ο Ατρέας που για να τον καταστρέψει,
Του φύτεψε η Άτη στο μυαλό του
πως και πιστές υπάρχουνε γυναίκες.
Κι ο Κάδμος, η απόδειξη για το ότι,
Δεν υποφέρουν μοναχά όσοι φταίνε.
Κι ακολουθούν πλήθη θεών, Ηρώων,
Ημίθεων, και των θνητών Ελλήνων
Που πριν τον ήρωα είχανε ζήσει.
Κι ανάμεσα τους, πρώτοι μες στους πρώτους,
Ό,τι λαμπρότερο έχει να δείξει
Σε Ομορφιά η Ελλάδα κι Επιστήμη.
Ο,τι ανώτερο έχει να δείξει
Σε θέατρο και σε Φιλοσοφία.
Κι ό,τι πιο ένδοξο και πιο μεγάλο
Μες στη μεγάλη της την Ιστορία:
Ο Σόλων κι ο Λυκούργος. Και ο Στράβων.
Κι ο Πύρρων ο Ηλείος. Κι ο Φλιάσιος.
Ο Αισχύλος. Ο Ηρόδοτος. Η Φρύνη.
Κι ο Λεωνίδας με τους τριακόσους.
κι οι Πλαταιείς, κι οι Μαραθωνομάχοι.
Και τον Ανδρόνικο έχοντας μπροσταρη,
Οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι.
Κι ο Κατσαντώνης. Κι όλων των Ελλήνων
Των σύγχρονων του ήρωα η συμπόνια
και η ευχή για λευτεριά απ’ του τούρκου
Κι από του πλούσιου τη σκλαβιά τη μαύρη.
Και πίσω απ’ το κρεβάτι ένα μέτρο
Που σαν ανάλαφρο χαλί πετάει
Τα ογδόντα διαλεγμένα παλληκάρια,
Γεμάτα πίστη για τον αρχηγό τους,
Παράδειγμα και δόξα να βυζαίνουν
Απ’ τόν ατσάλινο τον Καπετάνιο.
Και πίσω τους, στα ίχνη που αφήνουν,
Να! Περπατεί όχι ένας πεθαμένος
Αλλά ένας αγέννητος ακόμα.
Σκύφτει, φιλεί, οσμίζεται το χώμα,
Βλέπει, αφουγκράζεται, σημάδια βάζει
Το δρόμο για να ξέρει σαν η ώρα
Θα τόνε στείλει για ν’ αναφτερώσει
Του πεθαμένου Εθνους τις ελπίδες-
θα τόνε στείλει για να κυβερνήσει
Το σκάφος τ’ ακυβέρνητο και τ’ άθλιο.
θα τόνε στείλει ανθρωπιά να φέρει
Στον τόπο τούτο τον ευλογημένο,
Που βιομηχανικά και νέα τώρα
Τσακάλια τον λυμαίνονται και λύκοι.
Και είναι κόκκινο, πυρρό του το αίμα.
Και τ’ όνομά του Αρης Βελουχιώτης.
Κι αρχίζει κι ατελείωτη φαντάζει
Η ασταμάτητη σκληρή πορεία
πάνω στο ξυλοκάμωτο κρεβάτι,
Που με τ’ ακούραστα τα παλληκάρια
Να τα ψυχώνει του αρχηγού η πίστη
Όπου τα πάει αρώτητα πηγαίνουν.
Το φτάσιμο είναι στ’ Αγραφα ο σκοπός του
Που τα ’χε δώσει ο τεσσαρομάτης
Σα να ’τανε τσιφλίκι του, στο Ραγκο.
Μόλις εφύγαν, ο Μαυροκορδάτος
Στέλνει ξοπίσω του να τον χαλάσουν,
Τον Λιακατά, τον Τσόγκα, τον Στουρνάρα,
Που με το μέρος του τον είχε πάρει,
Και τον Μακρή, ενώ την ίδια ώρα
Κινείται από τ’ Αγραφα κι ο Ράγκος.
Πρώτο σταθμό κάνει ο Καραϊσκάκης
Μες στο Ξηρόμερο, στο Λιγκοβίτσι.
Εκεί να μπούνε ήρθανε οι πρώτοι
Κατ’ απ’ τις διαταγές του Καπετάνιου
Που άρρωστος του θανατά, δονούσε
κι έφλεγε πιό πολύ λες τις ψυχές τους.
Κι ούθε περνούσε ερχόνταν κι άλλοι ώστε
Σαν έφτασε στο Βάλτο η πορεία,
Απ’ τα ογδόντα που ήταν παλληκάρια,
Είχανε γίνει χίλια πεντακόσα.
Αθάνατη, Μεγάλη Ρωμηοσυνη!
Όχι! Δεν τη βαστάς την αδικία.
Τι άλλη απόδειξη θα χρειαζόταν
Από ετούτη, καθαρά που δείχνει
Πως ο λαός, αμίλητος κι ας στέκει,
Ομως μιλάει με τον δικό του τρόπο,
Και κρίνει, και ψηφάει κι αποφασίζει.
Βρίσκοντας τα περάσματα πιασμένα
Προς τ’ Άγραφα, τραβάνε προς τα Βόρεια.
Πέφτουν στη χιονισμένη ακόμα Πίνδο
Τη μεγαλόπρεπη και δασωμένη.
Η τύχη το ’φερε να πιάσουν τότε
Οι ανοιξιάτικες ανεμοζάλες
Και οι βροχές. Μα δεν τους σταματάνε.
Βαδίζουν στη βροχή και στον αέρα
Τον αρχηγό στους ωμούς κουβαλώντας
Στο ξυλοκρέββατο του ξαπλωμένον,
Που με μια κάπα μόνο τυλιγμένος
Ριγάει από τη θέρμη που τον καίει.
Όμως αφού αυτός είναι μαζί τους
Βαθιά πιστεύουν ότι τα εμπόδια
Ολα στο τέλος θα ξεπεραστούνε.
Και γράφει ο τίμιος ο Κασομούλης:
"Και τα στοιχεία οπλίσθησαν εναντίον του. Ολα τα καταπάτησεν ο μέγας άνδρας. Δεν τον εγνώριζον οι στρατιώται από τότες, να κάμουν θαύματα εις την πατρίδα υπό την οδηγίαν του. Ημείς ακολουθούσαμεν συνωμότας αριστοκράτας πολεμικούς, οίτινες εκαταγίνοντο να ασφαλίσουν τα συμφέροντά των και όχι τα συμφέροντα της πατρίδος".
Δίχως αναπαμό στρατολατώντας
Φτάνουν απάνου ως την Καλαμπάκα,
Κι ύστερα κατεβαίνουν στο Γαρδίκι.
Στα Τρίκαλα, ο αγάς, ο Σούλτζια Κόρτζια
Ζαλίστη όταν έμαθε τι εγίνη.
Δεν επερίμενε ο Καραϊσκάκης,
Με τόσο ασκέρι, μισοπεθαμένος,
Τα πιό ψηλά της Πίνδου να περάσει
Και μπρος του να τον βρίσκει πάλι τώρα.
Φοβάται μην αυτός με το Στουρνάρα
Του παίξουν κάποιο άσχημο παιχνίδι,
Ενώ εχθροί ανάμεσα τους δείχνουν.
Μα ο Στουρνάρας τον καθησυχάζει:
«
Σουλεϊμάναγα
Ιδού τέλος πάντων, ξεχειμάσαντες επιστρέψαμεν εις την πατρίδαν μας και δεν ηθέλαμεν έβγει ακόμη, αν ο ταραχοποιός Καραϊσκάκης με τα κινήματά του προς αυτά τα μέρη δεν μας έσερνεν την προσοχήν.
Επιθυμώ να μάθω αν έχεις σκοπόν να δώσεις τα Αγραφα εις την εξουσίαν του Καραϊσκάκη, να με γράψεις ειλικρινως να μην τον πολεμήσω, και μείνει έχθρα μεταξύ μας. Ειδέ και δεν έχεις σκοπόν, φανέρωσέ μου. Αν όμως παρακινηθείς από φόβον και τα δώσεις, αφού τον πολεμήσωμεν, με την γνώσιν να μας βάλεις εις διχόνοιαν, να ηξεύρεις ότι εκατόν Καραΐσκάκηδες θέλουν φανεί, οι οποίοι θέλουν ταράζει πάντοτε την ησυχίαν του λαού.
Ν. Στορνάρης»
Σαν πήρε τη γραφή ο Σούλτζια Κόρτζια
Κι είδε οι Γιουνάνηδες να του ζητάνε
Τη βοήθειά του για να ξεπαστρέψουν
Το πιό καλλίτερο τους παλληκάρι,
Τόσο ευχαριστήθηκε που αμέσως
Προβίβασε το Νίκο το Στουρνάρα
Που τούγραψε το γράμμα, σε παιδί του:
«Παιδί μου καπετάν Νικολό
Ελαβα το γράμμα σου και εχάρηκα τον ερχομόν
σου. Είδα όσα με γράφεις περί του Καραϊσκάκη.
Εγώ αυτουνού του γύφτου και του χαΐνη δεν του δίνω ούτε καλύβα, όχι Αγραφα. Μόνον εσείς κοιτάζετε να μη με γελάσετε.
Πολεμήσατε τον εσείς απάνω, ρίξετε τον εις τον κάμπον, και ακούτε την νίλαν του. Άνθρωπον όπου τον κυνηγά το έθνος του, ψωμί δεν του δίνω εγώ.
Δια περισσοτέραν σας βεβαιότητα, διόρισα και τους εδικούς μου Σταμούλην Γάτζον και Καραταΐρην, να ενωθούν μαζί σας, και ο θεδς και η ευχή μου μαζί σας.
Σούλτζιας Κόρτζιας Δερβέναγας.»
Γράφει ο Στουρνάρας στον Καραϊσκάκη
Για να τον ξεγελάσει: "Αδερφέ μου,
Εισ’ άρρωστος. Συ μείνε στο Γαρδίκι
Και στείλ’ τα παλληκάρια σου σε μένα
Για να χτυπήσουμε τον Σούλτζια Κόρτζια".
Καταλαβαίνει ο ήρωας την παγίδα
Και διφορούμενα του απαντάει:
«Γενναιότατε αδελφέ Καπετάν Νικόλα, έλαβα το γράμμα σου. Είδα δσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχε ι και τρουμπέτες.Οποια θέλω θα μεταχειρισθώ. Ταλυτα εις απάντησιν του γράμματος σου.
Γαρδίκι, την 15 Απριλίου 1824.
Γ.Καραϊσκάκης.»
(συνεχίζεται)