(συνέχεια Καραϊσκάκη)
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ
Ο Καραϊσκάκης άλλαξε μετά το Σοβολάκο.
Κατάλαβε πως έπρεπε να την περιφρουρήσει
Τη δόξα που εκέρδισε σε κείνηνε τη μάχη,
Κι ακόμα περισσότερο να τήνε δυναμώσει,
Ώστε λεβέντες πιότεροι να τον ακολουθούσαν,
Τ’ ασκέρι να μεγάλωνε κι οι νίκες να πληθαίναν.
Τ’ αστεία του δεν τα ’παψε, μα σα σοβαρευόταν
Αστεία πια δε σήκωνε. Όλες του οι κουβέντες
Έπρεπε πια ν’ ακούγονται. Κι άκουγε με χαρά του
Να τον φωνάζουν γύρω του όσοι ήταν, Καπετάνιο.
Όταν στους Τούρκους έγραφε, έγραφε ό,τι του ’ρχόταν.
Αλλοτε τους εφύλαγε, τους έλεγε, τα μέστια,
Και άλλοτε τους έλεγε πως για ν’ αποφασίσει
Για κάτι που περίμεναν, έπρεπε να ρωτήσει
"Τον σύνδροφόν του" πριν. Και ως μας λέει ο Κασομούλης
"Τον συνδροφόν μου λέγοντας, τον πούντζον του εννοούσεν".
Ο Κασομούλης ήτανε τότε μαζί με κείνους
που θέλανε να διώξουνε απ’ τ’ Άγραφα το Γιώργη.
Εκείνος το ’ξερε αυτό. Και σε μια ευκαιρία -
Μια μέρα που ετρώγανε παρέα μαζί με άλλους-
Αρχισε φοβιτσιάρηδες και άχρηστοι να λέει
Πως είναι οι Γραμματικοί (όπως ο Κασομούλης
Που ήτανε Γραμματικός ετότε του Στουρνάρα).
Ο Κασομούλης δε μιλά. Μα ο Καραϊσκάκης
Γυρνά, του λέει: "Τι το θες το σήμαντρο ετούτο;"
Οι Αρματολοί οι παλαιοί, την πάλα περασμένη
Την είχαν στο σελάχι τους. Οι νέοι κάπως όμως,
Στον ώμο την κρεμάγανε, όπως ο Κασομούλης.
Και επειδή εθύμιζε καμπάνα όπως κρεμόταν
Κι ο Καραϊσκάκης εύκολα έβγαζε παρανόμια,
Οχι σ’ ανθρώπους μοναχά, μα και σε καταστάσεις
Και πράγματα, γι αυτό κι αυτήν-την πάλα- «σήμαντρο» είπε.
«Εσφίχθηκα παρά πολύ", γράφει ο Κασομούλης,
«και του είπα, μες στον πόλεμο το ’χω από τούρκο πάρει
Και θα το μεταχειριστώ η ώρα του σα θα ’ρθει.»
"Εσύ;» Γυρνά και δύσπιστα ρωτά ο Καραϊσκάκης.
«Εγώ! Ναι! Και αν αύριο, μια δρασκελιά από μένα
Πάς πιο μπροστά στον πόλεμο, σε λέω παλληκάρι!" Δεχτήκανε το στοίχημα και δώσανε τα χεριά.
Μα στοίχισε η προσβολή αυτή του Καραϊσκάκη
Στον νέο και ευέξαπτο Νικόλα Κασομούλη.
Κι ομολογεί πως έκτοτε του είχε μια αντιπάθεια
Τέτοια που ό,τι έκανε, βάρβαρο του φαινόταν.
Και έγινε φανατικός εχθρός του Καραϊσκάκη.
Και τον κατάτρεξε πολύ. Κι ήθελε το χαμό του.
Υστερα (κι όλα τούτα δω τα μολογάει ο ίδιος),
Ανοίξανε τα μάτια του κι είδε πως μόνο ο Γιώργης
Ηταν αυτός που μπόρειγε να σώσει την Ελλάδα.
Θα τρέξει τότες δίπλα του και θα τον αγαπήσει
Με όση δύναμη πιό πριν τον είχε μισημένο.
Θα τον θαυμάζει απέραντα και θα κατηγοράει
Τον εαυτό του που πιό πριν είχε αυτλη τη γνώμη
Και μέσα στα πολύτιμα τα ""Ενθυμήματά" του,
Σε κάθε που κατάλληλη θα βρίσκει ευκαιρία
Θα τόνε λέει όταν μιλά γι αυτόνε, "μέγαν άνδρα".
ΝΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!
Κατά τα μέσα του μηνός Απρίλη εικοσιτρία
Τούρκοι από τη Λάρισα πέντε χιλιάδες βγαίνουν
Και παν προς Ασπροπόταμο τ’Αγραφα για να πάρουν.
Ο Σιλιχτάρ Μπόδας μηνά να προσκυνήσει ο Γιώργης.
Ο Γιώργης του απάντησε με μια γραφή μεγάλη
Που μέσα της δεν άφηνε απ’ τις αισχρές μια λέξη
Οπου να μη την έγραφε. Και στέλνει στον Στουρνάρα
Και τον καλεί να τόνε βρει να δούνε τι θα κάνουν.
Αλλά εκείνος του απαντά "Έλα εσύ να μ’ έβρεις".
«Δε φταις εσύ ωρ’ αδερφέ», του γράφει ο Καραϊσκάκης «Τις σκούφιες μόνο ανάθεμα που σ’ έχουν τριγυρίσει".
Και τον αφήκε. Όμως σαν εμπήκαν οι Σουλιώτες
Στον Ασπροπόταμο να βρουν γυρεύοντας κονάκι,
Τότε ο Στουρνάρας γύρεψε βοήθεια από τον Γιώργη.
Εκείνος τον μικρότερο έκανε και πηγαίνει.
Ανταμώθηκαν στου Ψαρού τη βρύση. Ο Στουρνάρας
Είναι βαρύς κι αμίλητος. Αντίθετα ο Γιώργης
Εχει όρεξη για λακριντί. Και αρχινάει τ’ αστεία.
Λέει για τη γυναίκα του, πως τάχα του απιστούσε:
"Που πήγα και την έβρηκα ’ρε την παλιοπουτάνα…
Επήγε κι εγαμήθηκε μ’ έναν παλιοβρωμιάρη.
Ακούς εκεί ο άντρας της τους Τούρκους να χτυπάει
Κι εκείνη μ’ όλα τα καλά να πάει να γαμιέται…
Θα την χωρίσω ωρέ σεις. Ξέρετε ποιάν θα πάρω;
Την κόρη του Τσολάκογλου, την ορφανή. Ναι. Μπέσα.
Να κι η εικόνα της ωρέ. Μαζί μου την κρατάω".
(Ειν’ οΤσολάκογλου αυτός, ο αφέντης των Αγράφων.
Σαν άρχισ’ η Επανάσταση, απ’ τ’ Άγραφα το σκάει
Και τράβηξε στη Λάρισα να υπηρετεί τους Τούρκους.
Κι όταν δεν τον χρειάζονταν εκείνοι, τόνε κόβουν).
Και εικόνα μία χαραχτή βγάζει όπου ποιός ξέρει
Πότε και πού την είχε βρει, και τηνε δείχνει σ’ όλους.
Τα παλληκάρια τ’ άκουγαν και σοβαρά το πήραν.
Και ο Στουρνάρας πίστεψε πως όλα ήταν αλήθεια.
Του λέει:"Για τη γυναίκα σου μη λες μπροστά σε άλλους.
Και μη καημένε μου ακούς τους καλοθελητάδες.
Αν παντρευτείς ετούτηνε, όλοι θα σε κακίσουν".
Ο Γιώργης τάχα πείθεται, πετάει την ταμπακέρα
"εις των Ελλήνων τον σωρόν", ως λέει ο Κασομούλης,
Και λήγοντας το χωρατό, λέει "όποιος τήνε θέλει
Ας τήνε πάρει γιατί εγώ, τη χέζω την πουτάνα."
Το γέλιο που ακολούθησε δεν έχει ξαναγίνει.
Έσπασε ο πάγος κι άρχισε η σοβαρή κουβέντα.
Σε λίγο, σαν ο Κιουταχής εκστράτεψε στο Βόλο,
Ο Σιλιχτάρ Μπόδας κινά με τέσσερες χιλιάδες
Στ’ ασκέρια του Καραϊσκάκ’ και του Στουρνάρα ενάντια.
Ο Γιώργης γράφει γράμματα καλώντας σε βοήθεια
Τους Καπετάνιους Πανουργιά, Σιάφακα, Γιολδασαίους,
Τον Κοντογιάννη, τον Σκαλτσά, Πεσλή και τον Αντρούτσο.
Μα δεν προσμένει να ’ρθουνε. Και με τους λίγους που ’χει
Απ’ την Οξυά ετράβηξε Νευρόπολη να πάει
Και ν’ αντιβγεί μες στους οχτρούς. Και ρίχνεται στη μάχη.
Κι ενώ οι Τούρκοι εκιότεψαν κι αρχίσανε να φεύγουν
Αξαφνα είδε να λυγά το Γιάννη το Φραγγίστα
Που ’χε πρωτοπαλλίκαρο. Οι Τούρκου παίρνουν θάρρος
Κι οι Ελληνες νικήθηκαν. Ο Γιώργης θυμωμένος
Με το Φραγγίστα τάβαλε. Τον λέει πουλημένο
Σε κείνους που από τ’ Άγραφα θέλανε να τον διώξουν.
Τέλος πηγαίνει στην Οξυά με ολόκληρο τ’ ασκέρι.
Σ’ όλη την Επανάσταση, πολλοί Καπεταναίοι
Φοβόνταν μη οι αντίπαλοι βάλουν να τους σκοτώσουν.
Γι αυτό και πάντα φρόντιζαν να ’ναι αρματωμένοι
Και διάλεγαν με προσοχή τους κοντινούς τους φίλους.
Κι υποψιαζόνταν εύκολα, πολλές φορές αναίτια.
Μα κι ούτε είχαν άδικο. Γιατί οι πολιτικάντες
Τη δόξα των οπλαρχηγών πάντοτε τη ζήλευαν,
και τους μεγάλους απ’ αυτούς θέλαν να τους ξεκάνουν.
Και για πολλούς προσπάθησαν. Γι άλλους τα κατάφεραν
και γι άλλους όχι. ΙΙιό πολύ φοβότανε ο Γέρος.
Μα πίσω δεν επήγαινε και ο Καραϊσκάκης.
Κι ήτανε φυσικό αυτό.Το πιο πολύ το άχτι
Το ’χανε οι πολιτικοί για κείνους που αξίζαν.
Ηταν καιρός που η ζωή μεγάλη αξία δεν είχε.
Κι ας ήταν αρχηγού ενός καθώς ο Καραϊσκάκης
Η αξία ανυπολόγιστη, αυτό δεν εμετρούσε
Για τους πολιτικάντηδες που μόνο εκοιτάζαν,
όπως και οι πολιτικοί σήμερα όλοι κάνουν
Το πώς θα φαν, το πώς θα πιουν, πώς πιό πολά θα κλέψουν.
Και πιο πολύ οι κεφαλές, όπου και δόξα ηθέλαν,
και να την κλέψουν πάσκιζαν απ’ τούς Καπεταναίους.
Αυτή η αιτία ήτανε που ο Καραϊσκάκης
Με το Φραγγίστα τα ’βαλε που τόσο ήταν πιστός του.
Ενώ βρισκόταν στην Οξυά, άρρωστησε ο Γιώργης.
Κάλλιο να πω πως άρρωστος πάντα ο Γιώργης ήταν.
Από ’να πάθος στηθικό χρόνια βασανιζόταν.
Η πείνα και τα βάσανα μικρός που ’χε τραβήξει
Τον κάνανε φυματικό. Κι έλυωνε λίγο λίγο.
Μα την αρρώστια του ποτέ στα σοβαρά δεν πήρε.
Με γιατροσόφια νόμιζε ότι θα του περάσει.
Όμως καλά του’ τη φορά τον είχε χερακώσει.
Σκέλεθρο εκατάντησε. Κι απ’ την αδυναμία
Δε μπόρηγε καλά καλά ούτε να περπατήσει.
Και κείνος ο κοντόβηχας τον είχε ξαναπιάσει.
Λοιπόν πεσμένος στη γωνιά, σε κάποιο στρώμα απάνου
Με γύρω του τους αρχηγούς που ’χανε τώρα φτάσει,
Διαπραγματεύσεις θα ’κανε με τον Καραταΐρη,
Αποσταλμένο των Τουρκών που ζήταγαν ειρήνη.
Και δεν τους ήρθε ξαφνικά να κάνουνε ειρήνη,
Μα ήταν που ο Κιουταχής χρειάζονταν βοήθεια
Και ήθελε του Σιλιχτάρ τ’ ασκέρι να τον δράμει.
Την ώρα αυτή τους μίλαγε από το στρώμα χάμου
Ο Καραϊσκάκης. Ίδρωνε απ’ την πολλή προσπάθεια.
"Καπεταναίοι αδέρφια μου, υπόχρεος σας είμαι
που βοηθοί μου ήρθατε στη δύσκολη την ώρα.
Καθώς όμως το βλέπετε, σκατά ειν’ η υγειά μου.
Και δε θα προοδέψουμε με μένα στο κρεβάτι.
Κι αυτό το λέω γιατί προχτές, ο κερατάς Φραγγίστας
Χωρίς αιτία ετσάκισε, κι ας ήμουνα κοντά του.
Και τί θα γίνει αν λείψω εγώ; Κι είναι πολλοί οι Μεμέτες.
Κι εκείνες οι σαποκοιλιές με τον τεσσαρομάτη
Γυρεύουν να με βλάψουνε. Θέλουνε να με διώξουν
Απ’ τ’ Άγραφα που τόπος μου είναι και κατοικιά μου,
Και δεν κοιτάνε τους εχθρούς να βλάψουν οι πουτάνες,
Μα το λαό που απ’ την τουρκιά τόσο πολύ υποφέρει.
Αυτά με κάνουν να δεχτώ να στέρξω στην ειρήνη
Που μου ζητάν οι άπιστοι. Αλλά οι κερατάδες
Πρώτα θα μας γυρίσουνε όλους τους ζωγρισμενους.
Αυτά εγώ λέω.Τώρα σεις. Τί λέει η αφεντιά σας;"
Το λόγο πήρε ο βαρύς και βλοσυρός Στουρνάρας.
"Και τώρα ειρήνη είχαμε. Μα όταν λογάριασαν
πως τους συμφέρει ο πόλεμος, να τους οι κερατάδες.
Ωρέ ειν’ άπιστοι αυτοί, κι αν θέλουνε ειρήνη,
Θα ’χουν καμμιά κολόσφιξη, γι αυτό τήνε ζητάνε.
Κι αν τώρα ειρηνέψουμε, αυτοί σα δυναμώσουν
θα γράψουν στα τσαρούχια τους τα λόγια της ειρήνης".
"Δίκιο έχεις ωρέ αδερφέ" λέει ο Καραϊσκάκης
"Μα λόγω της αρρώστιας μου κι ώσπου να νταγιαντήσω
Ας κλείσουμε με τις πορδές της αλεπούς ειρήνη".
"Καλά", ο Στουρνάρας απαντά, "Μα η βοήθεια ετούτη
Οπου μας ήρθε σήμερα θα είν’ εδώ και αύριο;"
Και ο Σιαφάκας τ’ απαντά κι ευκόλυνε το πράμα:
"Εμείς πάλι ερχόμαστε. Αυτό δε μας πειράζει.
Αρκεί η δουλειά να γίνεται- να χάνονται οι τούρκοι".
"Ωρέ Στουρνάρα αδέρφι μου", κάνει ο Καραϊσκάκης,
«Κάνεις ωσάν να συζητάν Ρουσία με Τουρκία.
Κάνουμε ειρήνη κι αύριο, άμα δε μας αρέσει
Τη χέζουμε κι εγώ κι εσύ ως έκαναν κι εκείνοι".
Στέλνουνε και φωνάζουνε να ’ρθεί ο Καραταϊρης.
Μπαίνοντας τονε βάζει εμπρός ευθύς ο Καραϊσκάκης:
"Βρε Τούρκε, βρε σκατότουρκε, έλα εδώ ρε Εβραίε.
Ελα ρε γυφτοτσάνακο σταλμένο από τούς Γύφτους.
Ελα ν’ ακούσεις ρε σκυλί τα κερατιάτικά σας.
Τί τον θαρρέψατε ωρέ τον πόλεμο; Παιχνίδι;
Σήμερα τον αρχίζουμε, σήμερα τον χαλάμε;
Και τώρα δεν ντρεπόσαστε ειρήνη να ζητάτε
Με κοτζαμάν σκατάσκερα που ’χετε συναγμένα;
Και το Σουλτάνο το Μαχμούτ που ’χετε να τον χέσω-
Κι αυτόν και την πουτάνα σας το Σιλιχτάρ το Μπόδα."
Και λέει ο Κασομούλης: "Ολοι εγελούσαμεν οπού θύμωνεν πεσμένος εις το στρώμα"
"Θα σηκωθώ απάνου ωρέ και θα σε κομματιάσω,
Να φάω από το κρέας σου το δίκιο μου να πάρω. Βρωμιάρη! Ηρθες ως εδώ και μπήκες μες στ’ ορδί μου
Τάχα για φίλος άπιστε, όμοιε των αφεντών σου."
"Φτάνει ωρέ Καραΐσκάκ’", Κάνει ο Καραταΐρης.
"Και μένανε και την Τουρκιά μας έβρισες. Μα τώρα
Τα λόγια να τ’ αφήσουμε να δούμε τι θα γίνει".
"Να!" Ο Γιώργης τ’ αποκρίνεται, δείχνοντας προς τους άλλους,
"Θα γίνει ό,τι θα σου πουν αυτοί οι πουντζαράδες.
Ειμ’ άρρωστος και δε μπορώ ν’ ακούω το φαφλά σου.
Και, κερατάδες, αυτουνούς πούχετε ζωγρισμένα,
Δικοί σας. Τούρκοι ήτανε και γαμημένοι Εβραίοι.
Γιατί ραγιάς αυτό θα πει. Να οι Ελληνες! Τους βλέπεις.
Κι αυτοί σας χέζουν όλους σας και πάντοτε και τώρα".
Κι έστρεψε το κεφάλι του τάχα να μη τον βλέπει.
Τέλος εσυμφωνήσανε να κάμουνε ειρήνη.
Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑΕΙ ΝΕΚΡΟΝ ΤΟ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Ιούνη ο Μουσταή πασάς με διαλεχτό ασκέρι-
Γκέκηδες σκληροτράχηλους χιλιάδες δεκαπέντε-
Εφτασε ως τα Τρίκαλα. Πρώτη δουλειά του ήταν
Κάθεται γράφει μια γραφή για τον Καραϊσκάκη.
Να προσκυνήσει του ζητά. Και μάλιστα του λέει
Πως άλλονε δε θα δεχτεί στη θέση του να πάει
Παρά ο ίδιος μοναχά.Κι ο Γιώργης του απαντάει
Όπως μας λέει ο Γαζής που ήταν Γραμματικός του:
"Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πουντζον μου τον ίδιον
Κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω
Κι αν έρθεις κατεπάνω μου ευθύς να πολεμήσω".
Και στον Στουρνάρα μια γραφή στέλνει ο Καραϊσκάκης Μαζί με του Μουστάηπασα το πέρφανο το γράμμα:
"Σε περικλείω του Μαχμούτ πασά το γράμμα. Ιδές τι γράφει ο σαλεπιτζής του κερατά. Εγώ διόρισα όλον
τον λαόν να τραβηχτεί εις ταις δυναταίς θέσεις και μόνος μου, επειδή είμαι ασθενής, θέλω τραβηχτεί εις τα Παλούκια, εκεί να τους καρτερέσω και ακούς ειδήσεις μου έπειτα. Κάμε το χρέος σου λοιπόν αδερφέ. Και εμένα εκεί να με ηξεύρεις".
Ο Μουσταή εχώρισε τ’ ασκέρι του στα τρία.
Σε τούτη τη διήγηση τα δυό μας ενδιαφέρουν.
Και το ’να προς τον άρρωστο πάει Καραϊσκάκη.
Αυτόν που ανημπόρευτος όντας να πολεμήσει
Πισωδρομάει σιγά σιγά ώστε να προφυλάει
Εκείνους όπου έφευγαν με τα υπάρχοντά τους.
Στο μοναστήρι του Προυσσού πηγαίνει και κονεύει.
Τ’ άλλο τραβάει ο Μπότσαρης να το ’βρει στα Πλατάνια.
Κι εκεί γενναία ως έζησε, και πολεμώντας έτσι
Όπως ο Μάρκος Μπότσαρης πάντοτε πολεμούσε,
κι έτοιμος ενώ ήτανε το Σκόδρα να χτυπήσει
στο μάτι του το δεξιό τον βρίσκει ένα βόλι.
Κι η ηρώισσα επέταξε αμέσως η ψυχή του.
Ελληνες εσκοτώθηκαν εξήντα. Και σαράντα
Λαβώθηκαν. Μα οι οχτροί, νεκρούς και λαβωμένους
Στη μάχη εμετρήσανε χίλιους και πεντακόσους.
Oι σύντροφοί του πήρανε απόφαση να πάνε
Να θάψουνε τον ήρωα μέσα στο Μεσολόγγι.
Περνώντας από του Προυσσού στέκονται ν’ ανασάνουν
Και βάζουν το κουφάρι του μέσα στην εκκλησία.
Ο Καραϊσκάκης, άρρωστος βαριά πάνω στο στρώμα, Σηκώθηκε και σύρθηκε μέχρι την εκκλησία
Και στον νεκρόν εσίμωσε. Εσήκωσε την κάπα.
Για λίγο τον εκοίταξε.Υστερα γονατίζει.
Σταυροκοπήθη, εδάκρυσε, τόνε φιλεί και λέει:
"Αμποτες από θάνατο τέτοιον κι εγώ να πάω".
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤOΥ ΠΡΟΥΣΣΟΥ,
ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ TOY ΛΗΜΕΡΙΑ
Στο μοναστήρι πέρναγαν οι μέρες
Οπως αγίου περνάει λιτανεία.
Ησυχα ξαπλωμένος πα’ στό στρώμα
Ζητά να ξεκουράσει το κορμί του
Με του ύπνου τη χαρά και τη συντρόφια.
Και μες στο κάρωμα ο νους του τρέχει
Μες σε λιβάδια ανθένια και σε δάση
που όλα ειν’ αμόλυντα απο τούρκο.
Κι ανάμεσα σε λουλούδια και δέντρα
Παίζουν αξέγνοιαστα μικρά παιδάκια.
Να ’ταν κι εκείνος έτσι να ’χε παίξει
Αντίς που γύριζε φτωχός κι ολέρμος…
Να ’ταν και τα παιδιά του έτσι να παίζαν…
Αλλά δεν ήρθ’ αυτή η ώρα ακόμα.
Μα πρέπει να ’ρθει. Πρέπει στον αγώνα
Ολοι να μπουν για νάρθει η μέρα εκείνη
Που τώρα στ’ όνειρό του ζει μονάχα…
Μα που ’ναι τ’ όπλο του; Πού το σπαθί του;
Τα παλληκάρια; Που ’σαι ωρέ Στουρνάρα;
Και ξύπναγε, και κοίταζε τριγύρω
Και στη ζωή απ’ τ’ όνειρο γυρνούσε.
Αχ πότε να γερέψει λιγουλάκι
Στον πόλεμο να τρέξει όπως πρώτα
Και τούρκους να σκοτώνει ως να τελειώσουν.
Αχ! Τούτη του η αρρώστια να μην ήταν…
Αλλά και η Προυσσιώτισσα τί κάνει;
Στο σπίτι της εμπήκε. Δεν τον βλέπει;
Γιατί τόσο αργεί να τόνε γιάνει;
Ενας καλόγερος τούπε μια μέρα:
"Τάξε της κάτι τι Καραϊσκάκη
Να δεις για πότε βρίσκεις την υγειά σου!".
"Τί να της τάξω;" Κείνες τις ημέρες
Τ’ άλογο της μονής είχε ψοφήσει.
"Τάξε της τ’ άλογό σου καπετάνιε".
"Ε, της το τάζω". Σε πεντέξη μέρες
Ενιωσε σα να γέρεφε λιγάκι
και σκώθηκε να φύγει. Πριν, θυμάται,
Και παίρνει τ’ άλογό του και το δένει
Με την τριχιά στης εκκλησιάς την πόρτα:
"Κοίτα να μην το ξέρω αφόντας ήρθα
Πως άλογο ήθελες για να με γιάνεις…"
Είπε, χαιρέτησε τους καλόγερους,
Κι έφυγε μόνος του απ’ τό μοναστήρι.
Είχε ειδήσεις πως οι τουρκαλάδες
Είχανε ησυχάσει για την ώρα.
Ηταν η ευκαιρία που ζητούσε
Να ξαναδεί και πάλι τη σπηλιά του
Εκεί που οχτάχρονο μικρό αγόρι
Εζούσε κλέβοντας και κυνηγώντας.
Αγόρασε καινούργιο ένα μουλάρι
Και στη σπηλιά εβρέθη σε δυό μέρες.
Βρήκε έναν τσέλιγκα παλιό του φίλο
Και του ’φερνε να τρώει κάθε μέρα.
Τόσο μικρή του φάνηκε η σπηλιά του,
Που απόρησε πώς εχωρούσε μέσα.
Εβρήκε κι ένα τάσι σκαλισμένο
που το ’χε φτιάξει από φλύδα δέντρου,
Εβρήκε και τον μαυρισμένο τοίχο
Απ’ τή φωτιά που άναβε χειμώνα.
Εκάθησε και είδε τη ζωή του.
Πόσο παλιά και μακρινά ήταν όλα!
Σα να μην είχανε καθόλου γίνει.
Μόνο σαν έβλεπε τον εαυτό του
Σκύβοντας για να πιεί απ’ το βαγένι,
Κι έβλεπε τα μαλλιά και τα μουστάκια,
Κι έβλεπε τ’ άγριο το πρόσωπο του,
Εκαταλάβαινε πως ειν’ αλήθεια-
Πως όλα κείνα που ’ξερε είχαν γίνει.
Ετώρα ήτανε καλοντυμένος.
Γούνινο πανωφόρι και γελέκι,
Δερμάτινα τσαρούχια γελαδίσια
Και σκούφια κόκκινη χρυσοδεμένη.
Και διαμαντένιο φόραε δαχτυλίδι
Που του ’πανε πως χίλια πεντακόσα
Τάλαρα ισπανιόλικα κοστίζει.
Όλα αρπαγμένα από τους τουρκαλάδες.
Πλιάτσικα σε καρτέρι είτε σε μάχη.
Χάθηκε μες στις θύμησες τρεις νύχτες
Και τα ξανά ’δε όλα σε τρεις μέρες.
Κι όταν εχόρτασε απ’ τα παλιά του,
Ο νους του τον εγύρισε και πάλι
Στης μάχης-στου πολέμου την αντάρα,
Και στους Καπεταναίους και στους τούρκους.
Και επειδή λογάς ήταν πλασμένος,
Και σ’ άλλονε δεν είχε να μιλήσει,
Αρχισε να μιλά στον εαυτό του.
"Κάτι καινούργιο γίνεται ’δω πέρα.
Σαν τέτιος Σηκωμός δεν είχε γίνει
Αλλη φορά όπως αυτός μεγάλος.
Ποτέ τόσοι πολλοί Καπεταναίοι,
Ποτέ όλος ο λαός δεν εκινήθη.
Μην ήρθ’ η ώρα που ζητάμε όλοι;
Μην ηρθ’ η ώρα να λευτερωθούμε;
Κράτος να φτιάξουμε κι εμείς δικό μας
Καθώς η Ιγγλετέρα κι η Ρουσία;
Και γιατί όχι; Μη και πρώτα πρώτα
Δεν ήμασταν τρανύτεροι απ’ όλους!
Γιατί όχι και πάλι! Κι αν ο τούρκος
Δε θέλει από το σπίτι μας να φύγει,
Γι αυτό ‘χουμε τα όπλα-και τί άλλο
Από τα όπλα θα ’διωχνε τον τούρκο;
Και ποιοί τα ’χουν τα όπλα; Ο Στουρνάρας,
Εγώ,ο Δυσσέας,ο Κολοκοτρώνης..
Σε μας λοιπόν ο κλήρος έχει λάχει
Να διώξουμε τον τούρκο απ’ την Ελλάδα".
Εσκώθη και κοιτάχτη στο βαγένι:
"Σ’ εμενα το ζαμπούνη, ναι, σε μένα,
Αφού εγώ έχω δύναμη και όπλα…
Αφού εμένα ακούν τα παλληκάρια…
Σ’ εμένα και στους άλλους Καπετάνιους.
Και γιατί όχι; Κι αν οι Τούρκοι έχουν
Πιότερα και διαμάντια και χρυσάφια,
Ε, από κάποιονε τα ’χουνε πάρει.
Αλλά στον πόλεμο η ψυχή μετράει.
Και η παλληκαριά. Κι αν παλληκάρια
Οι Τούρκοι είναι μια, οι Ελληνες δέκα.
Α ωρέ: Οταν στον πόλεμο τους ρίχνω
Σπίθες πετάν τα μάτια κι η καρδιά τους.
Ας είναι. Ήρθ’ η ώρα. Αλλο δεν πάει".
Ύστερα κοίταξε ολόγυρά του.
Είδε τα χόρτα, τα βουνά, τα δέντρα,
Τον ήλιο που όλο πήγαινε να δύσει
Και σα να στέκονταν στο ίδιο μέρος.
Ετρόμαξε. Σκοτείδιασε η ματιά του.
Μέσα εστράφηκε στον εαυτό του
Και το μονάχο συνεχίζει λόγο:
«Είναι παμπόνηροι όμως οι τούρκοι.
Και συμφωνίες κάνουνε μαζί μας.
Και πέφτουμε μαζί τους σε καπάκια.
Και με δοσίματα κι Αρματολίκια
Θέλουν αυτοί την τύχη μας να ορίζουν.
Ετσι δε γίνεται όμως χαϊρι,
Γιατί έτσι ό,τι σήμερα κερδάμε
Αύριο εκείνοι μας το ξαναπαίρνουν.
Πρέπει να σταματήσουν τα καπάκια.
Και πρώτα ο πουντζαράς εγώ ο ίδιος.
Αλήπασας πια τώρα δεν υπάρχει,
Δεν τρώγονται οι Τούρκοι μεταξύ τους.
Πριν, πότε παίρναμε του ενός το μέρος
Πότε του άλλου άπιστου. Μα τότε,
Τότε είχε λόγο ετούτη μας η στάση.
Μα τώρα ρε πουτάνα Καραϊσκάκη
Τί θέλεις τα καπάκια με τους Τούρκους;
Τώρα εδυναμώσαμε οι ίδιοι.
Αυτοί καπάκια τώρα μας ζητάνε.
Δεν είδες τον κολόπασα της Σκόδρας;..
Βρε τι καλά τα λέω εδώ μονάχος…
Μα μόνος μου δεν είμαι. Είναι κι άλλοι
Που πρέπει όλοι τους ίδια να κάνουν
Για να ’χει επιτυχία ο αγώνας.
Πρέπει σαν πάω εκεί να τους μιλήσω.
Μα θα μ’ ακούσουνε οι κερατάδες;
Μα ό,τι και να κάνουν όλοι εκείνοι
Και αν κανένας τους δε θα μ’ ακούσει
Εγώ θα προχωρήσω μοναχός μου.
Στις μάχες κόβει το ξερομυαλό μου.
Κι αυτό το είδανε καλά κι εκείνοι.
Και από τότε που ο γερο-Τσάκας
με είπε φοβιτσιάρη, έχω αλλάξει.
Και με λατρεύουνε τα παλληκάρια.
Για μένανε και τη ζωή τους δίνουν.
Κι αν στον τεσσαρομάτη δεν αρέσω
Κι αν δε με θέλουν οι πολιτικάντες
Εδώ είμαι κι ας ερθούν να με σκοτώσουν
Να δούμε ποιός τον άλλονε θα φάει.
Αλήθεια ωρέ αυτοί από πού φυτρώσαν;
Πού διάβολο κρυβόνταν μέχρι τώρα;
Δεν κρύβονταν, αλλά μακριά μας μέναν.
Ενώ εμείς στενάζαμε απ’ τούς Τούρκους
Αυτοί εμεγαλώναν με νταντάδες
Και τρώγανε μαζί με τους πασάδες.
Να ξέραν από πόλεμο κανέμου…
Μπα.Τίποτα. Δεν έχουνε ιδέα.
Αν ήτανε καλλίτεροι από μένα
Μετά χαράς μου, ας γίνουν Καπετάνιοι,
Κι εγώ δικό τους να ’μαι παλληκάρι.
Αλλά δεν είναι τα καρα-τσογλάνια.
Κι απ’ όλους κείνος ο τεσσαρομάτης.
Θέλει να γίνει στρατηγός το όρνιο…
Τα τέσσερα δεν ξέρει πού του πάνε,
Και θέλει ο κερατάς στρατηγηλίκια.
Τον είδαμε στην Πλάκα και στου Πέτα.
Ωρέ Πατρίδα ποιοί σε κυβερνάνε…
Όμως ορκίζομαι σε του’ την κούπα
Οπου με πότιζε μικρό παιδάκι
Ότι εγώ θα πέσω στον αγώνα,
Και με τους άλλους τους καπεταναίους,
Που τους γνωρίζω ίδιους μετ’ εμένα,
Τη Λεφτεριά θα φέρουμε στον τόπο".
Σηκώθη. Είδε πάλι κατά πάνω.
Τώρα ο ήλιος πάλι προχωρούσε.
Κι ο Γιώργης με χαρούμενο ένα βήμα
Ετράβηξε να πάει στη σπηλιά του.
Ο ΚΑΡΑΓΣΚΑΚΗΣ ΣΤΑ ΕΦΤΑΝΗΣΑ
Κεφαλονιά. Οχτωβρης. Αργοστόλι.
Εκεί επήγε ο Καραϊσκάκης
Φεύγοντας από τη σπηλιά. Η αρρώστια
Πάλι τόνε χτυπάει. Κι αποφασίζει
Να πάει στους γιατρούς τους Ευρωπαίους
Να τον ιδούν και να του πουν τι έχει.
Και του ’πανε. Πως έχει του ’παν φθίση
και πως παράμερα να κάτσει πρέπει.
Να μην κουράζεται και να ησυχάσει.
Ν’ αφήσει όπλα και Καπετανλίκια.
Τ’ ακούει ο Γιώργης, μ’ άλλα λογαριάζει.
Στο μεταξύ αυτό ο Μαυροκορδάτος
Στέλνει ένα έγγραφο στο Αργοστόλι
Στις Αγγλικές αρχές, κατηγορώντας
Για αρχικακούργο τον Καραϊσκάκη,
και τους εζήταγε να τον συλλάβουν.
Ποιος ξέρει πώς του άτιμου Εγγλέζου
Δούλεψε το μυαλό, και δεν τον πιάνει.
Οπως και νάναι, ο Καραϊσκάκης
Φεύγει για Στερεά σε λίγες μέρες.
Στο πλοίο εταξίδευε μαζί του
Ο Τζούλιους Μιλλιγκαν, Γάλλος ντοτόρος:
"Καραϊσκάκη πρέπει να ησυχάσεις.
Έτσι που ζεις γρήγορα θα πεθάνεις".
"Ντοτόρε, η ζωή κατ’ απ’ τον τούρκο
Θάνατος είναι. Άλλη ζωή δεν ξέρω
Παρά για Λεφτεριά να πολεμάω
Τόσο, όπου δεν ξέρω τί θα κάμω
Όταν στο τέλος θα λευτερωθούμε".
"Πιστεύεις ότι θα λευτερωθείτε;"
"Ντοτόρε όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
Οι Ελληνες ξεσηκωκαθήν όλοι.
Κι είδες-τους καταφέρνουμε τους τούρκους.
Το δίκιο με το μέρος μας μετράει.
Πολύ έχουμε απο κείνους υποφέρει.
Το αίμα όπου έχυσε ο λαός μας
Όληνε φτάνει την Τουρκιά να πνίξει.
Μόνο να είμαστε όλοι ενωμένοι".
"Και πώς να είσαστε όλοι ενωμένοι
Αφού την ώρα τούτη που μιλάμε
Στο Ράγκο το μυαλό σου τριγυρνάει,
Πώς τ’ Αγραφα θα κάνεις να του πάρεις…"
"Δεν είναι μόνο τ’ Αγραφα στο νου μου.
Στο νου μου ειν’ η Πατρίδα. Κι ό,τι κάνω
Για κείνηνε το κάνω. Αν ντοτόρε
Εχω ένα τόπο και τον διαφεντεύω,
Τότε μπορώ και παλληκάρια να ’χω
Και Καπετάνιος τότε να λογιούμαι-
Κι εγώ τ’ Αγραφα μόνο είναι που ξέρω.
Χωρίς Καπετανλίκι και στρατιώτες
Πλάσμα άχρηστο θα είμαι για τον τόπο".
Ο Μίλλιγκαν εσκόπευε βιβλίο
Να γράψει σα στον τόπο του γυρίσει
(Και το ’γραψε με τίτλο: "Αναμνήσεις
Από τις υποθέσεις της Ελλάδος")
Για ό,τι εγινόταν στην Ελλάδα.
Και όπου έβρισκε κάποιον που να ’χει
Πόστο μεγάλο, και κυρίως όπου
Εβρισκε Καπετάνιο, προσπαθούσε
Οσα μπορούσε απ’ αυτόν να βγάλει
86
Λόγια, για του βιβλίου του τις ανάγκες.
Το ίδιο έκανε και με το Γιώργη
Που κιόλας ήταν όνομα μεγάλο
Στα πράματα τα τότε της Ελλάδας.
Και ο Καραϊσκάκης που ζητούσε
Μόνο αφορμή ν’ αρχίσει να μιλάει,
Πολύ δεν ήθελε ούτε και τώρα.
Και πάλι ο Μίλλιγκαν τόνε ρωτάει:
"Γιατί τα ’χετε βάλει οι Καπετάνιοι
Με το Μαυροκορδάτο; Τί σας κάνει;"
"Φαίνεται πως γυρεύεις να τ’ ακούσεις
Κι ας τα γνωρίζεις πιό καλά από ’μένα.
Εμείς δεν τα εβάλαμε με κείνον.
Εμάς εχθροί μας είναι μόνο οι Τούρκοι.
Ομως αυτός αφόντας ήρθε κάτου,
Το ’βαλε για σκοπό να κυβερνήσει
Και μας, και το λαό, και την Ελλάδα.
Βάζει ζιζάνια για να μας χωρίσει
Κι ο ένας να σκοτώσουμε τον άλλο.
Και τότε πες μου-.ποιός θα πολεμήσει;
Αυτός. Και θα τα φκιάσει με τους Αγγλους
Και τώρα ο λαός θα υποφέρει
Οχι απ’ τους Τούρκους αλλ’ από τους Άγγλους.
Κι όχι μονάχα ο Μαυροκορδάτος,
Μα κι όσοι ορντινιάστηκαν μαζί του
Ίδια μ’ αυτόνε προσπαθούν να κάνουν.
Τι θες; Να κάτσουμε να μας σκοτώσει;
Όταν εμείς για τετρακόσα χρόνια
Σφαζόμαστε απ’ τών τούρκων το μαχαίρι
Αυτός έτρωγε κι έπινε στην Πόλη.
Τώρα ζητάει στρατηγός να γίνει.
Βρήκε καλόνε τον Κολοκοτρώνη
Και δέχεται τις τζιριτζάτζουλές του.
Τούπε ο Οδυσσέας: βάλτους μαχαίρι,
Αυτοί θα φαν κι εμάς και την Πατρίδα.
Ο Γέρος όμως κιότεψε. Φοβήθη
Πως η Ευρώπη λέει θα θυμώσει.
Μπορεί και να ’χε δίκιο. Δεν το ξέρω.
Μα να μη χώνονται μες στις δουλειές μας".
Επήρα φόρα ο Καραϊσκάκης
Και το προχώρησε κι ας μη ’ρωτήθη:
"Λέει πως θέλουμε κάποιον προστάτη.
Και τούτο δω" Κι έδειξε το σπαθί του
"Τί είναι; Και ζητάει την Ιγγλετέρα
Να φέρει, κι απέ τότε θα σωθούμε…
Τ’ αρχίδια οι Εγγλέζοι όμως τί λένε;
Μέχρι τα τώρα τ’ άκουγα μονάχα
Μα όταν ήμουνα στο Αργοστόλι
Τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
Κι αν μια φορά η Ιγγλετέρα πρώτα
Δεν ήθελα να έμπει στην Ελλάδα,
Τώρα δε θέλω δέκα. Γιατί είδα
πόσα τραβάν οι Ελληνες στους Αγγλους.
Εσύ τα ξέρεις πιο καλά από μένα.
Εκείνοι δεν πουλήσανε την Πάργα
Σα νάτανε χρονίτικο κατσίκι;
Και τώρα η πουτάνα ο Μαιτλάνδος
Ο,που μπαϊράκι Ελληνικό το σκίζει.
Καράβια δέχεται μόνο των Τούρκων.
Και πες, κανείς κοτάει να μιλήσει;
Οι φυλακές ειν’ Ελληνες γεμάτες,
Γιατί, βοηθάνε λέει, την Ελλάδα.
Αμ ποιόνε θα βοηθήσουν; Την Τουρκία;
Περιουσία οι Ελληνες ορίζουν;
Ο,τι ώρα θέλει τους την παίρνει ο Αγγλος.
Και τα σκυλιά οι Ιγγλέζοι οι στρατιώτες
Βλέπεις πώς φέρονται στους εδικούς μου.
Καλλίτερος για μας ήταν ο Τούρκος.
Και στη Λευκάδα τι ατιμία μένει
Που δεν την έκανε ο Τεμπλ-ο άλλος
Μεγάλος άνθρωπος της Ιγγλετέρας…
Οταν ακούει έλληνα φρενιάζει.
Πόσους δεν κρέμασε, μόνο και μόνο
Γιατ’ είχανε καλή για μας ιδέα;
Αυτός ο ίδιος έπιασε του Τσόγκα
Και κρέμασε το πρώτο παλληκάρι,
Και την κρεμάλα του την είχε στήσει
Στην άκρη του νησ’ού με τετοιόν τρόπο
Που απ’ απέναντι να τήνε βλέπουν.
Αμέ στα Κύθηρα; (τάμαθα όλα)
Βουτάν τους Ελληνες όπου κρεμάνε
Μες στο κατράμι για να μη σαπίζουν
Και μες σε σιδερόκλουβα τους βάζουν
Και τα ’χουνε για χρόνια κρεμασμένα
Για να τους βλέπουν όλοι, να φοβούνται.
Αλλά τα παλληκάρια δε φοβούνται.
Δε λογαριάζουν ούτε Ιγγλετέρα
ούτε καμμία δύναμη μεγάλη.
Κι αν τίς εβάλεις ούλες τις Δυνάμεις
Σε μιας ντοτόρε ζυγαριάς το δίσκο
Και πά’ στον άλλο βάλεις ενού Κλέφτη
θέλεις τη σπάθα ή το καριοφύλλι,
Στη σπάθα του η ζυγαριά θα γείρει
Γιατί έχει η σπάθα του γραμμένο πάνω
Ένα ντοτόρε-τούτο: Ελευτερία
Η θάνατος-κι αυτό ’ναι που βαραίνει.
Γιατί λοιπόν να έρθει η Ιγγλετέρα;
Γιατί τη θέλει ο Μαυροκορδάτος;
Γιατί για πάντα δούλος θέλει να ’ναι;
Γι αυτό; Δεν έζησε στα κορφοβούνια,
Δε βγήκε Κλέφτης στα βουνά να ξέρει.
Τη Λεφτεριά τη νιώθει μον’ ο Κλέφτης.
Γι αυτό σου λέω θα τον πολεμήσω.
Κι εγώ και οι Καπεταναίοι όλοι.
Κάποτε τα νησ’ά ήταν δικά σας.
Δεν ξέρω τα δικά σας τα χαμπέρια,
Αλλά κι αν είσαστε ακόμα αγγέλοι,
Ξένοι είσαστε για μένανε ντοτόρε.
Καλλίτερα Ελληνες, κι ας ειν’ διαβόλοι".
(συνεχίζεται)
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ
Ο Καραϊσκάκης άλλαξε μετά το Σοβολάκο.
Κατάλαβε πως έπρεπε να την περιφρουρήσει
Τη δόξα που εκέρδισε σε κείνηνε τη μάχη,
Κι ακόμα περισσότερο να τήνε δυναμώσει,
Ώστε λεβέντες πιότεροι να τον ακολουθούσαν,
Τ’ ασκέρι να μεγάλωνε κι οι νίκες να πληθαίναν.
Τ’ αστεία του δεν τα ’παψε, μα σα σοβαρευόταν
Αστεία πια δε σήκωνε. Όλες του οι κουβέντες
Έπρεπε πια ν’ ακούγονται. Κι άκουγε με χαρά του
Να τον φωνάζουν γύρω του όσοι ήταν, Καπετάνιο.
Όταν στους Τούρκους έγραφε, έγραφε ό,τι του ’ρχόταν.
Αλλοτε τους εφύλαγε, τους έλεγε, τα μέστια,
Και άλλοτε τους έλεγε πως για ν’ αποφασίσει
Για κάτι που περίμεναν, έπρεπε να ρωτήσει
"Τον σύνδροφόν του" πριν. Και ως μας λέει ο Κασομούλης
"Τον συνδροφόν μου λέγοντας, τον πούντζον του εννοούσεν".
Ο Κασομούλης ήτανε τότε μαζί με κείνους
που θέλανε να διώξουνε απ’ τ’ Άγραφα το Γιώργη.
Εκείνος το ’ξερε αυτό. Και σε μια ευκαιρία -
Μια μέρα που ετρώγανε παρέα μαζί με άλλους-
Αρχισε φοβιτσιάρηδες και άχρηστοι να λέει
Πως είναι οι Γραμματικοί (όπως ο Κασομούλης
Που ήτανε Γραμματικός ετότε του Στουρνάρα).
Ο Κασομούλης δε μιλά. Μα ο Καραϊσκάκης
Γυρνά, του λέει: "Τι το θες το σήμαντρο ετούτο;"
Οι Αρματολοί οι παλαιοί, την πάλα περασμένη
Την είχαν στο σελάχι τους. Οι νέοι κάπως όμως,
Στον ώμο την κρεμάγανε, όπως ο Κασομούλης.
Και επειδή εθύμιζε καμπάνα όπως κρεμόταν
Κι ο Καραϊσκάκης εύκολα έβγαζε παρανόμια,
Οχι σ’ ανθρώπους μοναχά, μα και σε καταστάσεις
Και πράγματα, γι αυτό κι αυτήν-την πάλα- «σήμαντρο» είπε.
«Εσφίχθηκα παρά πολύ", γράφει ο Κασομούλης,
«και του είπα, μες στον πόλεμο το ’χω από τούρκο πάρει
Και θα το μεταχειριστώ η ώρα του σα θα ’ρθει.»
"Εσύ;» Γυρνά και δύσπιστα ρωτά ο Καραϊσκάκης.
«Εγώ! Ναι! Και αν αύριο, μια δρασκελιά από μένα
Πάς πιο μπροστά στον πόλεμο, σε λέω παλληκάρι!" Δεχτήκανε το στοίχημα και δώσανε τα χεριά.
Μα στοίχισε η προσβολή αυτή του Καραϊσκάκη
Στον νέο και ευέξαπτο Νικόλα Κασομούλη.
Κι ομολογεί πως έκτοτε του είχε μια αντιπάθεια
Τέτοια που ό,τι έκανε, βάρβαρο του φαινόταν.
Και έγινε φανατικός εχθρός του Καραϊσκάκη.
Και τον κατάτρεξε πολύ. Κι ήθελε το χαμό του.
Υστερα (κι όλα τούτα δω τα μολογάει ο ίδιος),
Ανοίξανε τα μάτια του κι είδε πως μόνο ο Γιώργης
Ηταν αυτός που μπόρειγε να σώσει την Ελλάδα.
Θα τρέξει τότες δίπλα του και θα τον αγαπήσει
Με όση δύναμη πιό πριν τον είχε μισημένο.
Θα τον θαυμάζει απέραντα και θα κατηγοράει
Τον εαυτό του που πιό πριν είχε αυτλη τη γνώμη
Και μέσα στα πολύτιμα τα ""Ενθυμήματά" του,
Σε κάθε που κατάλληλη θα βρίσκει ευκαιρία
Θα τόνε λέει όταν μιλά γι αυτόνε, "μέγαν άνδρα".
ΝΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!
Κατά τα μέσα του μηνός Απρίλη εικοσιτρία
Τούρκοι από τη Λάρισα πέντε χιλιάδες βγαίνουν
Και παν προς Ασπροπόταμο τ’Αγραφα για να πάρουν.
Ο Σιλιχτάρ Μπόδας μηνά να προσκυνήσει ο Γιώργης.
Ο Γιώργης του απάντησε με μια γραφή μεγάλη
Που μέσα της δεν άφηνε απ’ τις αισχρές μια λέξη
Οπου να μη την έγραφε. Και στέλνει στον Στουρνάρα
Και τον καλεί να τόνε βρει να δούνε τι θα κάνουν.
Αλλά εκείνος του απαντά "Έλα εσύ να μ’ έβρεις".
«Δε φταις εσύ ωρ’ αδερφέ», του γράφει ο Καραϊσκάκης «Τις σκούφιες μόνο ανάθεμα που σ’ έχουν τριγυρίσει".
Και τον αφήκε. Όμως σαν εμπήκαν οι Σουλιώτες
Στον Ασπροπόταμο να βρουν γυρεύοντας κονάκι,
Τότε ο Στουρνάρας γύρεψε βοήθεια από τον Γιώργη.
Εκείνος τον μικρότερο έκανε και πηγαίνει.
Ανταμώθηκαν στου Ψαρού τη βρύση. Ο Στουρνάρας
Είναι βαρύς κι αμίλητος. Αντίθετα ο Γιώργης
Εχει όρεξη για λακριντί. Και αρχινάει τ’ αστεία.
Λέει για τη γυναίκα του, πως τάχα του απιστούσε:
"Που πήγα και την έβρηκα ’ρε την παλιοπουτάνα…
Επήγε κι εγαμήθηκε μ’ έναν παλιοβρωμιάρη.
Ακούς εκεί ο άντρας της τους Τούρκους να χτυπάει
Κι εκείνη μ’ όλα τα καλά να πάει να γαμιέται…
Θα την χωρίσω ωρέ σεις. Ξέρετε ποιάν θα πάρω;
Την κόρη του Τσολάκογλου, την ορφανή. Ναι. Μπέσα.
Να κι η εικόνα της ωρέ. Μαζί μου την κρατάω".
(Ειν’ οΤσολάκογλου αυτός, ο αφέντης των Αγράφων.
Σαν άρχισ’ η Επανάσταση, απ’ τ’ Άγραφα το σκάει
Και τράβηξε στη Λάρισα να υπηρετεί τους Τούρκους.
Κι όταν δεν τον χρειάζονταν εκείνοι, τόνε κόβουν).
Και εικόνα μία χαραχτή βγάζει όπου ποιός ξέρει
Πότε και πού την είχε βρει, και τηνε δείχνει σ’ όλους.
Τα παλληκάρια τ’ άκουγαν και σοβαρά το πήραν.
Και ο Στουρνάρας πίστεψε πως όλα ήταν αλήθεια.
Του λέει:"Για τη γυναίκα σου μη λες μπροστά σε άλλους.
Και μη καημένε μου ακούς τους καλοθελητάδες.
Αν παντρευτείς ετούτηνε, όλοι θα σε κακίσουν".
Ο Γιώργης τάχα πείθεται, πετάει την ταμπακέρα
"εις των Ελλήνων τον σωρόν", ως λέει ο Κασομούλης,
Και λήγοντας το χωρατό, λέει "όποιος τήνε θέλει
Ας τήνε πάρει γιατί εγώ, τη χέζω την πουτάνα."
Το γέλιο που ακολούθησε δεν έχει ξαναγίνει.
Έσπασε ο πάγος κι άρχισε η σοβαρή κουβέντα.
Σε λίγο, σαν ο Κιουταχής εκστράτεψε στο Βόλο,
Ο Σιλιχτάρ Μπόδας κινά με τέσσερες χιλιάδες
Στ’ ασκέρια του Καραϊσκάκ’ και του Στουρνάρα ενάντια.
Ο Γιώργης γράφει γράμματα καλώντας σε βοήθεια
Τους Καπετάνιους Πανουργιά, Σιάφακα, Γιολδασαίους,
Τον Κοντογιάννη, τον Σκαλτσά, Πεσλή και τον Αντρούτσο.
Μα δεν προσμένει να ’ρθουνε. Και με τους λίγους που ’χει
Απ’ την Οξυά ετράβηξε Νευρόπολη να πάει
Και ν’ αντιβγεί μες στους οχτρούς. Και ρίχνεται στη μάχη.
Κι ενώ οι Τούρκοι εκιότεψαν κι αρχίσανε να φεύγουν
Αξαφνα είδε να λυγά το Γιάννη το Φραγγίστα
Που ’χε πρωτοπαλλίκαρο. Οι Τούρκου παίρνουν θάρρος
Κι οι Ελληνες νικήθηκαν. Ο Γιώργης θυμωμένος
Με το Φραγγίστα τάβαλε. Τον λέει πουλημένο
Σε κείνους που από τ’ Άγραφα θέλανε να τον διώξουν.
Τέλος πηγαίνει στην Οξυά με ολόκληρο τ’ ασκέρι.
Σ’ όλη την Επανάσταση, πολλοί Καπεταναίοι
Φοβόνταν μη οι αντίπαλοι βάλουν να τους σκοτώσουν.
Γι αυτό και πάντα φρόντιζαν να ’ναι αρματωμένοι
Και διάλεγαν με προσοχή τους κοντινούς τους φίλους.
Κι υποψιαζόνταν εύκολα, πολλές φορές αναίτια.
Μα κι ούτε είχαν άδικο. Γιατί οι πολιτικάντες
Τη δόξα των οπλαρχηγών πάντοτε τη ζήλευαν,
και τους μεγάλους απ’ αυτούς θέλαν να τους ξεκάνουν.
Και για πολλούς προσπάθησαν. Γι άλλους τα κατάφεραν
και γι άλλους όχι. ΙΙιό πολύ φοβότανε ο Γέρος.
Μα πίσω δεν επήγαινε και ο Καραϊσκάκης.
Κι ήτανε φυσικό αυτό.Το πιο πολύ το άχτι
Το ’χανε οι πολιτικοί για κείνους που αξίζαν.
Ηταν καιρός που η ζωή μεγάλη αξία δεν είχε.
Κι ας ήταν αρχηγού ενός καθώς ο Καραϊσκάκης
Η αξία ανυπολόγιστη, αυτό δεν εμετρούσε
Για τους πολιτικάντηδες που μόνο εκοιτάζαν,
όπως και οι πολιτικοί σήμερα όλοι κάνουν
Το πώς θα φαν, το πώς θα πιουν, πώς πιό πολά θα κλέψουν.
Και πιο πολύ οι κεφαλές, όπου και δόξα ηθέλαν,
και να την κλέψουν πάσκιζαν απ’ τούς Καπεταναίους.
Αυτή η αιτία ήτανε που ο Καραϊσκάκης
Με το Φραγγίστα τα ’βαλε που τόσο ήταν πιστός του.
Ενώ βρισκόταν στην Οξυά, άρρωστησε ο Γιώργης.
Κάλλιο να πω πως άρρωστος πάντα ο Γιώργης ήταν.
Από ’να πάθος στηθικό χρόνια βασανιζόταν.
Η πείνα και τα βάσανα μικρός που ’χε τραβήξει
Τον κάνανε φυματικό. Κι έλυωνε λίγο λίγο.
Μα την αρρώστια του ποτέ στα σοβαρά δεν πήρε.
Με γιατροσόφια νόμιζε ότι θα του περάσει.
Όμως καλά του’ τη φορά τον είχε χερακώσει.
Σκέλεθρο εκατάντησε. Κι απ’ την αδυναμία
Δε μπόρηγε καλά καλά ούτε να περπατήσει.
Και κείνος ο κοντόβηχας τον είχε ξαναπιάσει.
Λοιπόν πεσμένος στη γωνιά, σε κάποιο στρώμα απάνου
Με γύρω του τους αρχηγούς που ’χανε τώρα φτάσει,
Διαπραγματεύσεις θα ’κανε με τον Καραταΐρη,
Αποσταλμένο των Τουρκών που ζήταγαν ειρήνη.
Και δεν τους ήρθε ξαφνικά να κάνουνε ειρήνη,
Μα ήταν που ο Κιουταχής χρειάζονταν βοήθεια
Και ήθελε του Σιλιχτάρ τ’ ασκέρι να τον δράμει.
Την ώρα αυτή τους μίλαγε από το στρώμα χάμου
Ο Καραϊσκάκης. Ίδρωνε απ’ την πολλή προσπάθεια.
"Καπεταναίοι αδέρφια μου, υπόχρεος σας είμαι
που βοηθοί μου ήρθατε στη δύσκολη την ώρα.
Καθώς όμως το βλέπετε, σκατά ειν’ η υγειά μου.
Και δε θα προοδέψουμε με μένα στο κρεβάτι.
Κι αυτό το λέω γιατί προχτές, ο κερατάς Φραγγίστας
Χωρίς αιτία ετσάκισε, κι ας ήμουνα κοντά του.
Και τί θα γίνει αν λείψω εγώ; Κι είναι πολλοί οι Μεμέτες.
Κι εκείνες οι σαποκοιλιές με τον τεσσαρομάτη
Γυρεύουν να με βλάψουνε. Θέλουνε να με διώξουν
Απ’ τ’ Άγραφα που τόπος μου είναι και κατοικιά μου,
Και δεν κοιτάνε τους εχθρούς να βλάψουν οι πουτάνες,
Μα το λαό που απ’ την τουρκιά τόσο πολύ υποφέρει.
Αυτά με κάνουν να δεχτώ να στέρξω στην ειρήνη
Που μου ζητάν οι άπιστοι. Αλλά οι κερατάδες
Πρώτα θα μας γυρίσουνε όλους τους ζωγρισμενους.
Αυτά εγώ λέω.Τώρα σεις. Τί λέει η αφεντιά σας;"
Το λόγο πήρε ο βαρύς και βλοσυρός Στουρνάρας.
"Και τώρα ειρήνη είχαμε. Μα όταν λογάριασαν
πως τους συμφέρει ο πόλεμος, να τους οι κερατάδες.
Ωρέ ειν’ άπιστοι αυτοί, κι αν θέλουνε ειρήνη,
Θα ’χουν καμμιά κολόσφιξη, γι αυτό τήνε ζητάνε.
Κι αν τώρα ειρηνέψουμε, αυτοί σα δυναμώσουν
θα γράψουν στα τσαρούχια τους τα λόγια της ειρήνης".
"Δίκιο έχεις ωρέ αδερφέ" λέει ο Καραϊσκάκης
"Μα λόγω της αρρώστιας μου κι ώσπου να νταγιαντήσω
Ας κλείσουμε με τις πορδές της αλεπούς ειρήνη".
"Καλά", ο Στουρνάρας απαντά, "Μα η βοήθεια ετούτη
Οπου μας ήρθε σήμερα θα είν’ εδώ και αύριο;"
Και ο Σιαφάκας τ’ απαντά κι ευκόλυνε το πράμα:
"Εμείς πάλι ερχόμαστε. Αυτό δε μας πειράζει.
Αρκεί η δουλειά να γίνεται- να χάνονται οι τούρκοι".
"Ωρέ Στουρνάρα αδέρφι μου", κάνει ο Καραϊσκάκης,
«Κάνεις ωσάν να συζητάν Ρουσία με Τουρκία.
Κάνουμε ειρήνη κι αύριο, άμα δε μας αρέσει
Τη χέζουμε κι εγώ κι εσύ ως έκαναν κι εκείνοι".
Στέλνουνε και φωνάζουνε να ’ρθεί ο Καραταϊρης.
Μπαίνοντας τονε βάζει εμπρός ευθύς ο Καραϊσκάκης:
"Βρε Τούρκε, βρε σκατότουρκε, έλα εδώ ρε Εβραίε.
Ελα ρε γυφτοτσάνακο σταλμένο από τούς Γύφτους.
Ελα ν’ ακούσεις ρε σκυλί τα κερατιάτικά σας.
Τί τον θαρρέψατε ωρέ τον πόλεμο; Παιχνίδι;
Σήμερα τον αρχίζουμε, σήμερα τον χαλάμε;
Και τώρα δεν ντρεπόσαστε ειρήνη να ζητάτε
Με κοτζαμάν σκατάσκερα που ’χετε συναγμένα;
Και το Σουλτάνο το Μαχμούτ που ’χετε να τον χέσω-
Κι αυτόν και την πουτάνα σας το Σιλιχτάρ το Μπόδα."
Και λέει ο Κασομούλης: "Ολοι εγελούσαμεν οπού θύμωνεν πεσμένος εις το στρώμα"
"Θα σηκωθώ απάνου ωρέ και θα σε κομματιάσω,
Να φάω από το κρέας σου το δίκιο μου να πάρω. Βρωμιάρη! Ηρθες ως εδώ και μπήκες μες στ’ ορδί μου
Τάχα για φίλος άπιστε, όμοιε των αφεντών σου."
"Φτάνει ωρέ Καραΐσκάκ’", Κάνει ο Καραταΐρης.
"Και μένανε και την Τουρκιά μας έβρισες. Μα τώρα
Τα λόγια να τ’ αφήσουμε να δούμε τι θα γίνει".
"Να!" Ο Γιώργης τ’ αποκρίνεται, δείχνοντας προς τους άλλους,
"Θα γίνει ό,τι θα σου πουν αυτοί οι πουντζαράδες.
Ειμ’ άρρωστος και δε μπορώ ν’ ακούω το φαφλά σου.
Και, κερατάδες, αυτουνούς πούχετε ζωγρισμένα,
Δικοί σας. Τούρκοι ήτανε και γαμημένοι Εβραίοι.
Γιατί ραγιάς αυτό θα πει. Να οι Ελληνες! Τους βλέπεις.
Κι αυτοί σας χέζουν όλους σας και πάντοτε και τώρα".
Κι έστρεψε το κεφάλι του τάχα να μη τον βλέπει.
Τέλος εσυμφωνήσανε να κάμουνε ειρήνη.
Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑΕΙ ΝΕΚΡΟΝ ΤΟ ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Ιούνη ο Μουσταή πασάς με διαλεχτό ασκέρι-
Γκέκηδες σκληροτράχηλους χιλιάδες δεκαπέντε-
Εφτασε ως τα Τρίκαλα. Πρώτη δουλειά του ήταν
Κάθεται γράφει μια γραφή για τον Καραϊσκάκη.
Να προσκυνήσει του ζητά. Και μάλιστα του λέει
Πως άλλονε δε θα δεχτεί στη θέση του να πάει
Παρά ο ίδιος μοναχά.Κι ο Γιώργης του απαντάει
Όπως μας λέει ο Γαζής που ήταν Γραμματικός του:
"Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πουντζον μου τον ίδιον
Κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω
Κι αν έρθεις κατεπάνω μου ευθύς να πολεμήσω".
Και στον Στουρνάρα μια γραφή στέλνει ο Καραϊσκάκης Μαζί με του Μουστάηπασα το πέρφανο το γράμμα:
"Σε περικλείω του Μαχμούτ πασά το γράμμα. Ιδές τι γράφει ο σαλεπιτζής του κερατά. Εγώ διόρισα όλον
τον λαόν να τραβηχτεί εις ταις δυναταίς θέσεις και μόνος μου, επειδή είμαι ασθενής, θέλω τραβηχτεί εις τα Παλούκια, εκεί να τους καρτερέσω και ακούς ειδήσεις μου έπειτα. Κάμε το χρέος σου λοιπόν αδερφέ. Και εμένα εκεί να με ηξεύρεις".
Ο Μουσταή εχώρισε τ’ ασκέρι του στα τρία.
Σε τούτη τη διήγηση τα δυό μας ενδιαφέρουν.
Και το ’να προς τον άρρωστο πάει Καραϊσκάκη.
Αυτόν που ανημπόρευτος όντας να πολεμήσει
Πισωδρομάει σιγά σιγά ώστε να προφυλάει
Εκείνους όπου έφευγαν με τα υπάρχοντά τους.
Στο μοναστήρι του Προυσσού πηγαίνει και κονεύει.
Τ’ άλλο τραβάει ο Μπότσαρης να το ’βρει στα Πλατάνια.
Κι εκεί γενναία ως έζησε, και πολεμώντας έτσι
Όπως ο Μάρκος Μπότσαρης πάντοτε πολεμούσε,
κι έτοιμος ενώ ήτανε το Σκόδρα να χτυπήσει
στο μάτι του το δεξιό τον βρίσκει ένα βόλι.
Κι η ηρώισσα επέταξε αμέσως η ψυχή του.
Ελληνες εσκοτώθηκαν εξήντα. Και σαράντα
Λαβώθηκαν. Μα οι οχτροί, νεκρούς και λαβωμένους
Στη μάχη εμετρήσανε χίλιους και πεντακόσους.
Oι σύντροφοί του πήρανε απόφαση να πάνε
Να θάψουνε τον ήρωα μέσα στο Μεσολόγγι.
Περνώντας από του Προυσσού στέκονται ν’ ανασάνουν
Και βάζουν το κουφάρι του μέσα στην εκκλησία.
Ο Καραϊσκάκης, άρρωστος βαριά πάνω στο στρώμα, Σηκώθηκε και σύρθηκε μέχρι την εκκλησία
Και στον νεκρόν εσίμωσε. Εσήκωσε την κάπα.
Για λίγο τον εκοίταξε.Υστερα γονατίζει.
Σταυροκοπήθη, εδάκρυσε, τόνε φιλεί και λέει:
"Αμποτες από θάνατο τέτοιον κι εγώ να πάω".
ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤOΥ ΠΡΟΥΣΣΟΥ,
ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ TOY ΛΗΜΕΡΙΑ
Στο μοναστήρι πέρναγαν οι μέρες
Οπως αγίου περνάει λιτανεία.
Ησυχα ξαπλωμένος πα’ στό στρώμα
Ζητά να ξεκουράσει το κορμί του
Με του ύπνου τη χαρά και τη συντρόφια.
Και μες στο κάρωμα ο νους του τρέχει
Μες σε λιβάδια ανθένια και σε δάση
που όλα ειν’ αμόλυντα απο τούρκο.
Κι ανάμεσα σε λουλούδια και δέντρα
Παίζουν αξέγνοιαστα μικρά παιδάκια.
Να ’ταν κι εκείνος έτσι να ’χε παίξει
Αντίς που γύριζε φτωχός κι ολέρμος…
Να ’ταν και τα παιδιά του έτσι να παίζαν…
Αλλά δεν ήρθ’ αυτή η ώρα ακόμα.
Μα πρέπει να ’ρθει. Πρέπει στον αγώνα
Ολοι να μπουν για νάρθει η μέρα εκείνη
Που τώρα στ’ όνειρό του ζει μονάχα…
Μα που ’ναι τ’ όπλο του; Πού το σπαθί του;
Τα παλληκάρια; Που ’σαι ωρέ Στουρνάρα;
Και ξύπναγε, και κοίταζε τριγύρω
Και στη ζωή απ’ τ’ όνειρο γυρνούσε.
Αχ πότε να γερέψει λιγουλάκι
Στον πόλεμο να τρέξει όπως πρώτα
Και τούρκους να σκοτώνει ως να τελειώσουν.
Αχ! Τούτη του η αρρώστια να μην ήταν…
Αλλά και η Προυσσιώτισσα τί κάνει;
Στο σπίτι της εμπήκε. Δεν τον βλέπει;
Γιατί τόσο αργεί να τόνε γιάνει;
Ενας καλόγερος τούπε μια μέρα:
"Τάξε της κάτι τι Καραϊσκάκη
Να δεις για πότε βρίσκεις την υγειά σου!".
"Τί να της τάξω;" Κείνες τις ημέρες
Τ’ άλογο της μονής είχε ψοφήσει.
"Τάξε της τ’ άλογό σου καπετάνιε".
"Ε, της το τάζω". Σε πεντέξη μέρες
Ενιωσε σα να γέρεφε λιγάκι
και σκώθηκε να φύγει. Πριν, θυμάται,
Και παίρνει τ’ άλογό του και το δένει
Με την τριχιά στης εκκλησιάς την πόρτα:
"Κοίτα να μην το ξέρω αφόντας ήρθα
Πως άλογο ήθελες για να με γιάνεις…"
Είπε, χαιρέτησε τους καλόγερους,
Κι έφυγε μόνος του απ’ τό μοναστήρι.
Είχε ειδήσεις πως οι τουρκαλάδες
Είχανε ησυχάσει για την ώρα.
Ηταν η ευκαιρία που ζητούσε
Να ξαναδεί και πάλι τη σπηλιά του
Εκεί που οχτάχρονο μικρό αγόρι
Εζούσε κλέβοντας και κυνηγώντας.
Αγόρασε καινούργιο ένα μουλάρι
Και στη σπηλιά εβρέθη σε δυό μέρες.
Βρήκε έναν τσέλιγκα παλιό του φίλο
Και του ’φερνε να τρώει κάθε μέρα.
Τόσο μικρή του φάνηκε η σπηλιά του,
Που απόρησε πώς εχωρούσε μέσα.
Εβρήκε κι ένα τάσι σκαλισμένο
που το ’χε φτιάξει από φλύδα δέντρου,
Εβρήκε και τον μαυρισμένο τοίχο
Απ’ τή φωτιά που άναβε χειμώνα.
Εκάθησε και είδε τη ζωή του.
Πόσο παλιά και μακρινά ήταν όλα!
Σα να μην είχανε καθόλου γίνει.
Μόνο σαν έβλεπε τον εαυτό του
Σκύβοντας για να πιεί απ’ το βαγένι,
Κι έβλεπε τα μαλλιά και τα μουστάκια,
Κι έβλεπε τ’ άγριο το πρόσωπο του,
Εκαταλάβαινε πως ειν’ αλήθεια-
Πως όλα κείνα που ’ξερε είχαν γίνει.
Ετώρα ήτανε καλοντυμένος.
Γούνινο πανωφόρι και γελέκι,
Δερμάτινα τσαρούχια γελαδίσια
Και σκούφια κόκκινη χρυσοδεμένη.
Και διαμαντένιο φόραε δαχτυλίδι
Που του ’πανε πως χίλια πεντακόσα
Τάλαρα ισπανιόλικα κοστίζει.
Όλα αρπαγμένα από τους τουρκαλάδες.
Πλιάτσικα σε καρτέρι είτε σε μάχη.
Χάθηκε μες στις θύμησες τρεις νύχτες
Και τα ξανά ’δε όλα σε τρεις μέρες.
Κι όταν εχόρτασε απ’ τα παλιά του,
Ο νους του τον εγύρισε και πάλι
Στης μάχης-στου πολέμου την αντάρα,
Και στους Καπεταναίους και στους τούρκους.
Και επειδή λογάς ήταν πλασμένος,
Και σ’ άλλονε δεν είχε να μιλήσει,
Αρχισε να μιλά στον εαυτό του.
"Κάτι καινούργιο γίνεται ’δω πέρα.
Σαν τέτιος Σηκωμός δεν είχε γίνει
Αλλη φορά όπως αυτός μεγάλος.
Ποτέ τόσοι πολλοί Καπεταναίοι,
Ποτέ όλος ο λαός δεν εκινήθη.
Μην ήρθ’ η ώρα που ζητάμε όλοι;
Μην ηρθ’ η ώρα να λευτερωθούμε;
Κράτος να φτιάξουμε κι εμείς δικό μας
Καθώς η Ιγγλετέρα κι η Ρουσία;
Και γιατί όχι; Μη και πρώτα πρώτα
Δεν ήμασταν τρανύτεροι απ’ όλους!
Γιατί όχι και πάλι! Κι αν ο τούρκος
Δε θέλει από το σπίτι μας να φύγει,
Γι αυτό ‘χουμε τα όπλα-και τί άλλο
Από τα όπλα θα ’διωχνε τον τούρκο;
Και ποιοί τα ’χουν τα όπλα; Ο Στουρνάρας,
Εγώ,ο Δυσσέας,ο Κολοκοτρώνης..
Σε μας λοιπόν ο κλήρος έχει λάχει
Να διώξουμε τον τούρκο απ’ την Ελλάδα".
Εσκώθη και κοιτάχτη στο βαγένι:
"Σ’ εμενα το ζαμπούνη, ναι, σε μένα,
Αφού εγώ έχω δύναμη και όπλα…
Αφού εμένα ακούν τα παλληκάρια…
Σ’ εμένα και στους άλλους Καπετάνιους.
Και γιατί όχι; Κι αν οι Τούρκοι έχουν
Πιότερα και διαμάντια και χρυσάφια,
Ε, από κάποιονε τα ’χουνε πάρει.
Αλλά στον πόλεμο η ψυχή μετράει.
Και η παλληκαριά. Κι αν παλληκάρια
Οι Τούρκοι είναι μια, οι Ελληνες δέκα.
Α ωρέ: Οταν στον πόλεμο τους ρίχνω
Σπίθες πετάν τα μάτια κι η καρδιά τους.
Ας είναι. Ήρθ’ η ώρα. Αλλο δεν πάει".
Ύστερα κοίταξε ολόγυρά του.
Είδε τα χόρτα, τα βουνά, τα δέντρα,
Τον ήλιο που όλο πήγαινε να δύσει
Και σα να στέκονταν στο ίδιο μέρος.
Ετρόμαξε. Σκοτείδιασε η ματιά του.
Μέσα εστράφηκε στον εαυτό του
Και το μονάχο συνεχίζει λόγο:
«Είναι παμπόνηροι όμως οι τούρκοι.
Και συμφωνίες κάνουνε μαζί μας.
Και πέφτουμε μαζί τους σε καπάκια.
Και με δοσίματα κι Αρματολίκια
Θέλουν αυτοί την τύχη μας να ορίζουν.
Ετσι δε γίνεται όμως χαϊρι,
Γιατί έτσι ό,τι σήμερα κερδάμε
Αύριο εκείνοι μας το ξαναπαίρνουν.
Πρέπει να σταματήσουν τα καπάκια.
Και πρώτα ο πουντζαράς εγώ ο ίδιος.
Αλήπασας πια τώρα δεν υπάρχει,
Δεν τρώγονται οι Τούρκοι μεταξύ τους.
Πριν, πότε παίρναμε του ενός το μέρος
Πότε του άλλου άπιστου. Μα τότε,
Τότε είχε λόγο ετούτη μας η στάση.
Μα τώρα ρε πουτάνα Καραϊσκάκη
Τί θέλεις τα καπάκια με τους Τούρκους;
Τώρα εδυναμώσαμε οι ίδιοι.
Αυτοί καπάκια τώρα μας ζητάνε.
Δεν είδες τον κολόπασα της Σκόδρας;..
Βρε τι καλά τα λέω εδώ μονάχος…
Μα μόνος μου δεν είμαι. Είναι κι άλλοι
Που πρέπει όλοι τους ίδια να κάνουν
Για να ’χει επιτυχία ο αγώνας.
Πρέπει σαν πάω εκεί να τους μιλήσω.
Μα θα μ’ ακούσουνε οι κερατάδες;
Μα ό,τι και να κάνουν όλοι εκείνοι
Και αν κανένας τους δε θα μ’ ακούσει
Εγώ θα προχωρήσω μοναχός μου.
Στις μάχες κόβει το ξερομυαλό μου.
Κι αυτό το είδανε καλά κι εκείνοι.
Και από τότε που ο γερο-Τσάκας
με είπε φοβιτσιάρη, έχω αλλάξει.
Και με λατρεύουνε τα παλληκάρια.
Για μένανε και τη ζωή τους δίνουν.
Κι αν στον τεσσαρομάτη δεν αρέσω
Κι αν δε με θέλουν οι πολιτικάντες
Εδώ είμαι κι ας ερθούν να με σκοτώσουν
Να δούμε ποιός τον άλλονε θα φάει.
Αλήθεια ωρέ αυτοί από πού φυτρώσαν;
Πού διάβολο κρυβόνταν μέχρι τώρα;
Δεν κρύβονταν, αλλά μακριά μας μέναν.
Ενώ εμείς στενάζαμε απ’ τούς Τούρκους
Αυτοί εμεγαλώναν με νταντάδες
Και τρώγανε μαζί με τους πασάδες.
Να ξέραν από πόλεμο κανέμου…
Μπα.Τίποτα. Δεν έχουνε ιδέα.
Αν ήτανε καλλίτεροι από μένα
Μετά χαράς μου, ας γίνουν Καπετάνιοι,
Κι εγώ δικό τους να ’μαι παλληκάρι.
Αλλά δεν είναι τα καρα-τσογλάνια.
Κι απ’ όλους κείνος ο τεσσαρομάτης.
Θέλει να γίνει στρατηγός το όρνιο…
Τα τέσσερα δεν ξέρει πού του πάνε,
Και θέλει ο κερατάς στρατηγηλίκια.
Τον είδαμε στην Πλάκα και στου Πέτα.
Ωρέ Πατρίδα ποιοί σε κυβερνάνε…
Όμως ορκίζομαι σε του’ την κούπα
Οπου με πότιζε μικρό παιδάκι
Ότι εγώ θα πέσω στον αγώνα,
Και με τους άλλους τους καπεταναίους,
Που τους γνωρίζω ίδιους μετ’ εμένα,
Τη Λεφτεριά θα φέρουμε στον τόπο".
Σηκώθη. Είδε πάλι κατά πάνω.
Τώρα ο ήλιος πάλι προχωρούσε.
Κι ο Γιώργης με χαρούμενο ένα βήμα
Ετράβηξε να πάει στη σπηλιά του.
Ο ΚΑΡΑΓΣΚΑΚΗΣ ΣΤΑ ΕΦΤΑΝΗΣΑ
Κεφαλονιά. Οχτωβρης. Αργοστόλι.
Εκεί επήγε ο Καραϊσκάκης
Φεύγοντας από τη σπηλιά. Η αρρώστια
Πάλι τόνε χτυπάει. Κι αποφασίζει
Να πάει στους γιατρούς τους Ευρωπαίους
Να τον ιδούν και να του πουν τι έχει.
Και του ’πανε. Πως έχει του ’παν φθίση
και πως παράμερα να κάτσει πρέπει.
Να μην κουράζεται και να ησυχάσει.
Ν’ αφήσει όπλα και Καπετανλίκια.
Τ’ ακούει ο Γιώργης, μ’ άλλα λογαριάζει.
Στο μεταξύ αυτό ο Μαυροκορδάτος
Στέλνει ένα έγγραφο στο Αργοστόλι
Στις Αγγλικές αρχές, κατηγορώντας
Για αρχικακούργο τον Καραϊσκάκη,
και τους εζήταγε να τον συλλάβουν.
Ποιος ξέρει πώς του άτιμου Εγγλέζου
Δούλεψε το μυαλό, και δεν τον πιάνει.
Οπως και νάναι, ο Καραϊσκάκης
Φεύγει για Στερεά σε λίγες μέρες.
Στο πλοίο εταξίδευε μαζί του
Ο Τζούλιους Μιλλιγκαν, Γάλλος ντοτόρος:
"Καραϊσκάκη πρέπει να ησυχάσεις.
Έτσι που ζεις γρήγορα θα πεθάνεις".
"Ντοτόρε, η ζωή κατ’ απ’ τον τούρκο
Θάνατος είναι. Άλλη ζωή δεν ξέρω
Παρά για Λεφτεριά να πολεμάω
Τόσο, όπου δεν ξέρω τί θα κάμω
Όταν στο τέλος θα λευτερωθούμε".
"Πιστεύεις ότι θα λευτερωθείτε;"
"Ντοτόρε όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
Οι Ελληνες ξεσηκωκαθήν όλοι.
Κι είδες-τους καταφέρνουμε τους τούρκους.
Το δίκιο με το μέρος μας μετράει.
Πολύ έχουμε απο κείνους υποφέρει.
Το αίμα όπου έχυσε ο λαός μας
Όληνε φτάνει την Τουρκιά να πνίξει.
Μόνο να είμαστε όλοι ενωμένοι".
"Και πώς να είσαστε όλοι ενωμένοι
Αφού την ώρα τούτη που μιλάμε
Στο Ράγκο το μυαλό σου τριγυρνάει,
Πώς τ’ Αγραφα θα κάνεις να του πάρεις…"
"Δεν είναι μόνο τ’ Αγραφα στο νου μου.
Στο νου μου ειν’ η Πατρίδα. Κι ό,τι κάνω
Για κείνηνε το κάνω. Αν ντοτόρε
Εχω ένα τόπο και τον διαφεντεύω,
Τότε μπορώ και παλληκάρια να ’χω
Και Καπετάνιος τότε να λογιούμαι-
Κι εγώ τ’ Αγραφα μόνο είναι που ξέρω.
Χωρίς Καπετανλίκι και στρατιώτες
Πλάσμα άχρηστο θα είμαι για τον τόπο".
Ο Μίλλιγκαν εσκόπευε βιβλίο
Να γράψει σα στον τόπο του γυρίσει
(Και το ’γραψε με τίτλο: "Αναμνήσεις
Από τις υποθέσεις της Ελλάδος")
Για ό,τι εγινόταν στην Ελλάδα.
Και όπου έβρισκε κάποιον που να ’χει
Πόστο μεγάλο, και κυρίως όπου
Εβρισκε Καπετάνιο, προσπαθούσε
Οσα μπορούσε απ’ αυτόν να βγάλει
86
Λόγια, για του βιβλίου του τις ανάγκες.
Το ίδιο έκανε και με το Γιώργη
Που κιόλας ήταν όνομα μεγάλο
Στα πράματα τα τότε της Ελλάδας.
Και ο Καραϊσκάκης που ζητούσε
Μόνο αφορμή ν’ αρχίσει να μιλάει,
Πολύ δεν ήθελε ούτε και τώρα.
Και πάλι ο Μίλλιγκαν τόνε ρωτάει:
"Γιατί τα ’χετε βάλει οι Καπετάνιοι
Με το Μαυροκορδάτο; Τί σας κάνει;"
"Φαίνεται πως γυρεύεις να τ’ ακούσεις
Κι ας τα γνωρίζεις πιό καλά από ’μένα.
Εμείς δεν τα εβάλαμε με κείνον.
Εμάς εχθροί μας είναι μόνο οι Τούρκοι.
Ομως αυτός αφόντας ήρθε κάτου,
Το ’βαλε για σκοπό να κυβερνήσει
Και μας, και το λαό, και την Ελλάδα.
Βάζει ζιζάνια για να μας χωρίσει
Κι ο ένας να σκοτώσουμε τον άλλο.
Και τότε πες μου-.ποιός θα πολεμήσει;
Αυτός. Και θα τα φκιάσει με τους Αγγλους
Και τώρα ο λαός θα υποφέρει
Οχι απ’ τους Τούρκους αλλ’ από τους Άγγλους.
Κι όχι μονάχα ο Μαυροκορδάτος,
Μα κι όσοι ορντινιάστηκαν μαζί του
Ίδια μ’ αυτόνε προσπαθούν να κάνουν.
Τι θες; Να κάτσουμε να μας σκοτώσει;
Όταν εμείς για τετρακόσα χρόνια
Σφαζόμαστε απ’ τών τούρκων το μαχαίρι
Αυτός έτρωγε κι έπινε στην Πόλη.
Τώρα ζητάει στρατηγός να γίνει.
Βρήκε καλόνε τον Κολοκοτρώνη
Και δέχεται τις τζιριτζάτζουλές του.
Τούπε ο Οδυσσέας: βάλτους μαχαίρι,
Αυτοί θα φαν κι εμάς και την Πατρίδα.
Ο Γέρος όμως κιότεψε. Φοβήθη
Πως η Ευρώπη λέει θα θυμώσει.
Μπορεί και να ’χε δίκιο. Δεν το ξέρω.
Μα να μη χώνονται μες στις δουλειές μας".
Επήρα φόρα ο Καραϊσκάκης
Και το προχώρησε κι ας μη ’ρωτήθη:
"Λέει πως θέλουμε κάποιον προστάτη.
Και τούτο δω" Κι έδειξε το σπαθί του
"Τί είναι; Και ζητάει την Ιγγλετέρα
Να φέρει, κι απέ τότε θα σωθούμε…
Τ’ αρχίδια οι Εγγλέζοι όμως τί λένε;
Μέχρι τα τώρα τ’ άκουγα μονάχα
Μα όταν ήμουνα στο Αργοστόλι
Τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
Κι αν μια φορά η Ιγγλετέρα πρώτα
Δεν ήθελα να έμπει στην Ελλάδα,
Τώρα δε θέλω δέκα. Γιατί είδα
πόσα τραβάν οι Ελληνες στους Αγγλους.
Εσύ τα ξέρεις πιο καλά από μένα.
Εκείνοι δεν πουλήσανε την Πάργα
Σα νάτανε χρονίτικο κατσίκι;
Και τώρα η πουτάνα ο Μαιτλάνδος
Ο,που μπαϊράκι Ελληνικό το σκίζει.
Καράβια δέχεται μόνο των Τούρκων.
Και πες, κανείς κοτάει να μιλήσει;
Οι φυλακές ειν’ Ελληνες γεμάτες,
Γιατί, βοηθάνε λέει, την Ελλάδα.
Αμ ποιόνε θα βοηθήσουν; Την Τουρκία;
Περιουσία οι Ελληνες ορίζουν;
Ο,τι ώρα θέλει τους την παίρνει ο Αγγλος.
Και τα σκυλιά οι Ιγγλέζοι οι στρατιώτες
Βλέπεις πώς φέρονται στους εδικούς μου.
Καλλίτερος για μας ήταν ο Τούρκος.
Και στη Λευκάδα τι ατιμία μένει
Που δεν την έκανε ο Τεμπλ-ο άλλος
Μεγάλος άνθρωπος της Ιγγλετέρας…
Οταν ακούει έλληνα φρενιάζει.
Πόσους δεν κρέμασε, μόνο και μόνο
Γιατ’ είχανε καλή για μας ιδέα;
Αυτός ο ίδιος έπιασε του Τσόγκα
Και κρέμασε το πρώτο παλληκάρι,
Και την κρεμάλα του την είχε στήσει
Στην άκρη του νησ’ού με τετοιόν τρόπο
Που απ’ απέναντι να τήνε βλέπουν.
Αμέ στα Κύθηρα; (τάμαθα όλα)
Βουτάν τους Ελληνες όπου κρεμάνε
Μες στο κατράμι για να μη σαπίζουν
Και μες σε σιδερόκλουβα τους βάζουν
Και τα ’χουνε για χρόνια κρεμασμένα
Για να τους βλέπουν όλοι, να φοβούνται.
Αλλά τα παλληκάρια δε φοβούνται.
Δε λογαριάζουν ούτε Ιγγλετέρα
ούτε καμμία δύναμη μεγάλη.
Κι αν τίς εβάλεις ούλες τις Δυνάμεις
Σε μιας ντοτόρε ζυγαριάς το δίσκο
Και πά’ στον άλλο βάλεις ενού Κλέφτη
θέλεις τη σπάθα ή το καριοφύλλι,
Στη σπάθα του η ζυγαριά θα γείρει
Γιατί έχει η σπάθα του γραμμένο πάνω
Ένα ντοτόρε-τούτο: Ελευτερία
Η θάνατος-κι αυτό ’ναι που βαραίνει.
Γιατί λοιπόν να έρθει η Ιγγλετέρα;
Γιατί τη θέλει ο Μαυροκορδάτος;
Γιατί για πάντα δούλος θέλει να ’ναι;
Γι αυτό; Δεν έζησε στα κορφοβούνια,
Δε βγήκε Κλέφτης στα βουνά να ξέρει.
Τη Λεφτεριά τη νιώθει μον’ ο Κλέφτης.
Γι αυτό σου λέω θα τον πολεμήσω.
Κι εγώ και οι Καπεταναίοι όλοι.
Κάποτε τα νησ’ά ήταν δικά σας.
Δεν ξέρω τα δικά σας τα χαμπέρια,
Αλλά κι αν είσαστε ακόμα αγγέλοι,
Ξένοι είσαστε για μένανε ντοτόρε.
Καλλίτερα Ελληνες, κι ας ειν’ διαβόλοι".
(συνεχίζεται)