Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

 ΤΟ ΘΑΜΑ

Το σκιάχτρο δέντρο εστέκονταν
γκριζόμαυρο για μήνες
τ' απάνθρωπά του απλώνοντας
ανάνθιστα κλαδιά.

Θωρώντας το αντίκριζες
λειψανοφόρες κλίνες
και Δεσποτείες του Άφωτου
κι Ανάλγητου καρδιά.

Σκελετωμένων μαγισσών
χέρια φριχτά γεμάτο.
Τα μάτια του Άργου τρομερού.
Τα στόματά του, οχιάς.

Κάθε κορφή του δάχτυλο
θεριού πικρονυχάτο.
Κάθε του κύκλος χάραγμα
θανατερής τροχιάς.

Και θερμοπαρακάλεσα:
«Χάρισ’ του Θε μου άνθη!
Γιατί αν ξερό πάλι το δω
στου Άδη πάω τα βάθη.»

Κι αμέσως: θάμα! Τ' άχαρα
γίνανε φως και χάρη.
Κι είχα μεγάλο άδικο
δαιμόνους να θαρρώ

τους κλάδους που ένα ευφρόσυνο
κρύβανε δώρων σμάρι
και που μιας τέτοιας εμορφιάς
θα σέρναν το χορό.

Τώρα στο φως ολόχρυσα
ξανοίγουν μάγια πλήθια
και μύρια μύρα στα χλωρά
κλαδάκια ευωδάν,

και πλανταμένα από χαρά
πουλιών και δέντρου στήθια
μελωδικά κι ολόγλυκα
κι άσκεφτα τραγουδάν.