Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Π
ΝΟΜΑΣ 4
Βλέπω τους ανθρώπους και τους λυπάμαι. Λυπάμαι αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα που νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Που τρέχουν ολημερίς κυνηγώντας κάτι χρωματιστά χαρτάκια για να τα δώσουν σε κάποιον με αντάλλαγμα ένα φουστάνι ή πολυτελείς κουρτίνες για το  σπίτι. Να τα κάνουν τι; Να ντύσουν ένα κορμί που δεν υπάρχει και να ζήσουν μέσα στην πολυτέλεια. Που φέρονται άσχημα και ελεεινά σε κάθε άνθρωπο ντυμένον χειρότερα από αυτούς τους ίδιους. Που με έναν βαθμό θερμοκρασίας παραπάνω ψοφάνε σαν τα ποντίκια, που φτιάχνουν όπλα στο όνομα της ειρήνης. Που έχουν εφεύρει την αγάπη για να ντύνουν το μίσος τους. Που μαζεύονται σε πόλεις για να αποφύγουν τους λινδύνους και κινδυνεύουν περισσότερο ο ένας από τον άλλο.
Με γέννησαν χωρίς να με ρωτήσουν . Όπως για να γεννηθεί ο κόσμος κανένας δεν ρωτήθηκε.
Γεννήθηκα ποιητής. Πέρασα μέσα από τη ζωή ανέγγιχτος από καταιγίδες και από χνώτα. Μονομερής και αδιαπέραστος,όπως οι κομήτες περνούν ανάμεσα από τ’ άστρα χωρίς κανένα ν’αγγίζουνε. Ως ώφειλα.
Όντας ποιητής ήμουνα κουμουνιστής. Ένας ιδιότυπος κουμουνιστής. Που δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα παρά κρατεί τις ιδέες του ανέπαφες από όποιον συγχρωτισμό, αγνές κι αμόλυντες όπως του δόθηκαν. Επειδή επίγειος κουμουνισμός είναι ανέφικτος στους καιρούς μας. Έτσι τον διαφύλαξα για τις ερχόμενες γενιές, τις γενιές των τεράτων.
Τέλος να, έκανα τον κύκλο μου κι εγώ σαν όλα τα αντικείμενα πάνω στη φαινόμενη γη, φτάνοντας στο σημείο από όπου ξεκίνησα, για να αντιληφτώ τότε-τώρα-μόνον,ότι κανένας δεν έκανε κανένα κύκλο, επειδή κανένα εγώ και κανένα αντικείμενο δεν υπάρχει κάτω από κανέναν ήλιο-μιας και ούτε ήλιος κανένας υπάρχει. 
Μέσα σ’ αυτή την ανυπαρξία, μέσα στην άβυσσο των εικονικών εντυπώσεων είναι εύκολο να βρει κανείς ένα τετράδιο κι ένα μολύβι και να γράψει. Να αποθέσει δηλαδή,σύροντας το μολύβι πάνω στο άσπρο χαρτί γραμμές μελανές, τα γράμματα, που και τα άλλα φαντάσματα να δουν, και, με βάση κάποιον καινό κώδικα, να διαβάσουν και να προσποιηθούν ότι εννόησαν και αυτοί ό,τι και εκείνος που έγραψε αυτά τα γράμματα,τη στιγμή που τα έγραφε, εννοούσε. Κάτι που ποτέ δεν πετυχαίνεται. Και αυτή η αδυναμία επιτυχίας ακριβώς, είναι η αιτία της ζωής, και συνακόλουθα και της δυστυχίας των φαντασμάτων που λέγονται άνθρωποι.
Η ασυμβατότητά μου με τη γη και τα σχετικά με αυτήν είναι καθαρή από τα πιο πάνω.
Σαν ένας ξένος ανάμεσα σε πράγματα και σε αλληλοσπαρασσόμενα φαντάσματα έζησα.
Αδυνατώντας να καταλάβω συμπεριφορές, λέξεις, φράσεις, ενέργειες, συναισθήματα, προελεύσεις, τακτικές.
Για να έχω την εικόνα της ζωής μου πάνω στη γη, γράφω και συνθέτω αυτό το σύνολο λέξεων και προτάσεων. Για να θυμάμαι τη ζωή αυτή όταν θα ξαναγίνω εγώ ο γεννήτορας του παντός, όπως ήμουν, και όχι όπως τώρα είμαι: ο κάποτε από κάποιον κάπου, γεννημένος. Αν, τότε, ο καθρέφτης μου δείχνει τέτοια ενθυμήματα.
Για να έχω την εικόνα της αντίθεσής μου με όλα, την εικόνα του αναίτιου παράδοξου να «υπάρξω» πάνω σε μια γη που δεν εννοώ, ανάμεσα σε «ανθρώπους» που δεν αναγνωρίζω, μέσα σε καταστάσεις που τόσο μου είναι ξένες και απόμακρες, ώστε τίποτα δεν υπάρχει που, και κατ’ ελάχιστον έστω, να τις δικαιολογεί ή να τις αναγνωρίζει, έστω και σε μια τους πιθανότητα ή περιοχή. Μιλάω λοιπόν με άγνωστα λόγια για άγνωστα πράγματα.
Και μιλάω για ό,τι θεωρώ σημαντικό.

Βρισκόμουν στην Αθήνα, επίατρος ων, για να φοιτήσω στη ΣΕΥ. 
Μια μέρα πήρα ένα ταξί. Κατεβαίναμε την Πανεπιστημίου.
Ο ταξιτής λεπτός, μουστακάκι, γύρω στα σαράντα, ξύπνιος, πιάνοντας όλα τα πράγματα με μια ματιά. Αμίλητος από την ώρα που μπήκα μέχρι που βγήκα από το ταξί του. Ήτανε από τους μάγκες που η μαγκιά τους δε φτάνει μέχρι χυδαιότητας ή μέχρις αναισθησίας.
Στο Πανεπιστήμιο κοντά είχε ανάψει ένα κόκκινο παι πέντέξι αυτοκίνητα που προπορεύονταν είχαν ακινητοποιηθεί. Εμείς ρολάραμε για να σταματήσουμε με τη σειρά μας πίσω από το προηγούμενό μας αυτοκίνητο το ήδη σταματημένο. Βρισκόμασταν στην αριστερή λουρίδα.
Την ώρα αυτή ένα ομορφοκαμωμένο κοριτσάκι, δεκαπεντάχρονο έμοιαζε, ευγενικά θαρρετό και στάζοντας ανεμελιά την της ηλικίας του, θέλησε να επωφεληθεί από την ακινησία των αυτοκινήτων και να περάσει από το αριστερό για εμάς πεζοδρόμιο σ’ αυτό που βρισκόταν δεξιά μας, το μπροστά από την Βιβλιοθήκη. Αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στον δρόμο, διαπίστωσε ότι εγκαταλείποντας το πεζοδρόμιο, μπορούσε να περάσει ανάμεσα από το διάστημα που θα άφηνε το δικό μας από το μπροστινό μας αυτοκίνητο. Στι μεταξύ το ταξί μας εκινείτο ακόμα, πηγαίνοντας όλο και πιο αργά ώσπου να σταθεί λίγο πίσω από το μπροστά μας αυτοκίνητο, αφήνοντας υποτίθεται, όπως όλα τα αυτοκίνητα, χώρο από τον οποίο θα μπορούσαν να περάσουν τυχόν πεζοί. Έτσι υπολόγιζα ότι θα γίνει. Αλλά και ο ταξιτζής μου φαινόταν ότι έτσι επρόπειτο να κάνει. Όλα όμως άλλαξαν όταν αυτός αντιλήφτηκε την πρόθεση της κοπελίτσας. Τότε, και ενώ η κοπελίτσα ένα βήμα απείχε μόνον από τον αναμενόμενο να δημιουργηθεί ανάμεσα από τα δύο αυτολίκητα χώρο, ο ταξιτής μου σήιωσε το πόδι του από το φρένο, και το αμάξι μας κύλισε αντίς για πιο αργά πιο γρήγορα και πήγε και στάθηκε χιλιοστά μόνον από το μπροστικό μας όχημα, με μια ακρίβεια που μόνον ταξιτζήδες μπορούν να πετύχουν.
Το πρόσωπο του ταξιτή, έστρεψε για μια στιγμή προς την κοπέλα ώστε να απολαύσει το αποτέλεσμα της ενέργειάς του και αμέσως μετά γύρισε πάλι εμπρός. Το είδα να γελάει πονηρά και να λάμπει από μια ικανοποίηση και μια ευφροσύνη για αυτό που είχε πετύχει.
Η κοπέλα, που ενώ μέχρι τότε θεωρούσε δεδομένο ότι θα περνούσε ανάμεσα από τα  δύο αυτοκίντα, σταμάτησε απότομα μπρος στο απρόσμενο εμπόδιο, ξαφνιασμένη στην αρχή, ενώ γυρνούσε ενστικτωδώς και προς το μέρος του ταξιτή μου για να βρει μια απάντηση στην απορία της. Και αμέσως κατόπιν, αφούμ είχε δει τον ταξιτζή να την βλέπει με τρόπο που να καταλάβει αυτή ότι επίτηδες έκανε ό,τι έκανε, το ξάφνιασμα και η απορία της έγινε όλη ένας ανίσχυρος θυμός, ένα χαριτωμένο κάκιωμα εμφανίστηκε στο προσωπάκι της, και τα ματάκια της σκοτείνιασαν για λίγο, πριν αποφασίσει να τρέξει για να προλάβει να περάσει μπριστά  από το μπροστινό μας αυτικίνητο, που και κείνο ήταν ταξί.
Όλη η διαμάχη των δύο φύλων, όλο το δράμα και η κωμωδία της ανθρωπότητας, όλη η αντιπαλότητα του αρσενικού με το θηλυκό, παίχτηκαν σε εκείνη τη σκηνή του Θεάτρου που καθημερινά παίζεται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Η πιό ερωτική σκηνή που είδα ποτέ αυτή ήταν. Γιατί τι άλλο είναι ο έρωτας από μια έκπληξη;
Και οι δυο ηθοποιοί έπαιξαν τέλεια το ρόλο τους. Αν και μακριά ο ένας από τον άλλο, η μικρούλα βιάστηκε, και ο άντρας ικανοποίησε όσο ποτέ άλλοτε πλήρως το ένστικτό του.
Πολλές φορές σκέπτομαι ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο πρώτος ανάμεσα στα ζώα αλλά ο τελευταίος. Θέλω να πω ότι όλα τα υπόλοιπα ζώα μέσα στα δισεκατομμύρια χρόνια της ύπαρξης αυτού του πλανήτη, έχουν περάσει από το στάδιο του ανθρωπου-της «λογικής»- και έχουν καταλήξει στο ένστικτο. Ζώα από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο. Πέρασαν από το στάδιο «σάπιενς» του είδους τους το καθένα, είδαν το άτοπο του εγχειρήματος και αποφάσισαν,ίσως και με τη θέλησή τους, να επιστρέψουν στην κατάσταση του ενστίκτου, κάτι που με την πρόοδο που είχαν κάνει στον τεχνικό τομέα δεν θα τους ήταν δύσκολο να επιτύχουν.
Χτες πήγα με την μελαχρινή φιολενάδα μου σε ένα ταβερνάκι και φάγαμε καλαμαράκια και μπακαλοιάρο σκορδαλιά. Δε γράφω ονόματα γιατί με διαβάζουν και δε θέλω να βλέπουν τα ονόματά τους εδώ, εσύ τις ξέρεις και τις δύο. Γυρίζοντας πήρα από ένα ζαχαροπλαστείο ένα κέικ με  σταφίδες. Αργά τη νύχτα, στο σπίτι, καθιστός στην πολυθρόνα μου, το πήρα και άρχισα να το τσιμπολογώ ψάχνοντας τις σταφίδες του. Το κέικ ήταν βαθύ καφέ και οι σταφίδες που περιείχε δεν ξέρω πώς, είχαν πάρει το χρώμα του κέικ, είχαν ποτιστεί με αυτό και δεν ξεχώριζαν. Έπρεπε να τις ψάχνω μία μία. Και πάλι όμως, και όποιαν έβρισκα, ήτανε λιωμένη και με δυσκολία ξεχώριζε από το γύρω ψωμί του κέικ, το οποίο δεν ήθελα να καταναλώσω. Με τη βοήθεια ενός πηρουνιού και αργότερα με ένα μαχαίρι που κατέληγε σε μια σουβλερή μύτη, σκάλιζα για πολλήν ώρα επιμένοντας να βρω έστω υπολείμματα σταφίδας. Φορές κάτι έβρισκα που έμοιαζε με σταφίδα. Το έτρωγα γιατι μου άρεσε. Και σιγά σιγά με την ιδέα ότι αυτό που έπιανα στο προύνιο μου κάθε φορά ήταν και λίγο σταφίδα, έφαγα όλο το κέικ!
Σκέφτηκα ότι το ίδιο γίνεται και με τη ζωή όπως με το κέικ. Πεινάμε και παίρνουμε το κέικ της ζωής ψάχνοντας για λίγη χαρά-για τις σταφίδες του που μας αρέσουν. Και δε βρίσκουμε τα μακρινά ταξίδια που θέλουμε να πάμε και πηγαίνουμε με το λεωφορείο μέχρι το διπλανό χωριό. Δε βρίσκουμε τα σχολεία που θέλουμε και φοιτούμε σε κάποια σκοταδιστικά καταγώγια. Δεν βρίσκουμε τη δουκειά που θέλουμε και δουλεύουμε όπου βρούμε για να κάνουμε κάτι. Οι ωραίες μαρκησίες  που ποθούμε δεν υπάρχουν και σμίγουμε με νοικοκυρούλες, αντίς για ηθοποιούς βρίσκουμε κάτι χαζοϋποκριτές και αντί για τραγουδιστές ξεφωνητάδες. Και δε βρίσκουμε φαγητά αλλά σκουπίδια, και δε βρίσκουμε σοβαρούς συνομιλητές αλλά λαϊκούς φωνακλάδες. Κα τρώμε το ψωμί του κέικ το αηδιαστικό και βαρυστομαχιάζουμε.
Και πασκίζουμε να κρατηθούμε στη ζωή όσο μπορούμε. Γιατί;
Μια μέρα ρώτησα τον παππού μου-τον πατέρα της μητέρας μου, τον άλλο δεν τον πρόλαβα, πέθανε από τη γρίππη το ’18- γιατί να ζούμε αφού μια μέρα θα πεθάνουμε. Γιατί διατηρούμε τη ζωή μας δείχνοντας ενδιαφέρον γι αυτήν και τόσο την νφροντίζουμε όσο μπορεί να κρατήσει.
Ο παππούς μου συχνά έφτιαχνε σαπουνόφουσκες με τη σαπουνάδα.  Μου είπε: όταν φυσάμε μια σαπουνόφουσκα, βάζουμε σ΄αυτό όλο τον χρόνο και όλες τις φροντίδες, ωστόσο θα σκάσει, το ξέρουμε καλά.
Ο Βαλπούλ είπε πως η ζωή είναι κωμωδία γι’ αυτούς που σκέφτονται και τραγωδία γι’ αυτούς που αισθάνονται. Είμαι από αυτούς που δρω με το συναίσθημα και όχι με τη λογική, γι αυτό και η ζωή μου είναι μια τραγωδία.
Στα έργα μου αυτή την τραγωδία παρουσιάζω φυσικά. Μιλώ για αισθήματα που βγαίνουν από τους κόλπους της ίδιας της ζωής και της φύσης. Και θέλω να πιστεύω πως αυτά που γράφω δεν ανήκουν σε καμιά συγκεκριμένη εποχή. Ανήκουν  στους ανθρώπους.  Γι αυτό λέω ότι πολλά από αυτά θα συγκινούν το ίδιο και τους ανθρώπους του μέλλοντος γιατί βγαίνουν από την ψυχή μου που είναι ένα κομμάτι της φύσης. Αν αυτό δεν συμβεί, θα είναι γιατί με βλέπουν σαν έναν άνθρωπο ενός άλλου σύμπαντος με διαφορετικούς ανθρώπους, ή γιατί δεν πέτυχα να εκφράσω αυτό που ένιωθα.
Αν συμβαίνει το πρώτο και οι άνθρωποι σήμερα δεν αρέσκονται στα έργα μου, αυτό συνβαίνει γιατί αυτά έχουν ρητά και έμμεσα αποκαλύψει τις πλάνες της ζωής .
Αυτά όμως δεν μπορούν να παλιώσουν. Η έκφραση, η φρεσλάδα και η νεότητά τους πάντοτε θα αναγεννιέται.
Και αν η τέχνη έχει ανακοινώσει μια ιδέα μιας και τη συνέλαβε, ο σκοπός της έχει επιτελεστεί. Και έτσι καθαρισμένη και απομονωμένη άπό κάθε ξένο στοιχείο, είναι αντιληπτή ακόμα καί σε μια νόηση αδύναμης δεκτικότητας καί ολότελα άγονη. Αυτό θα συμβεί λέω και με τα δικά μου γραφτά, στην αναλογία εννοείται του βαθμού της λογοτεχνικής αξίας τους.
Προχτές πήγα με μια παρέα σε ρεβεγιόν. Ο διπλανός μου στην παρέα περί τα μεσάνυχτα άρχισε να χασμουριέται. Όλοι το παρατήρησαν και άρχισε η συζήτηση για το χασμοπυρητό. ΄Όλοι είπαν χασμπυριόμαστε γιατό νυστάουμε. Γιατί όμως αυτό; Αφού είπε καθένας τη γνώμη του είπα κι εγώ τη δική μου. Που είναι η εξής. Όταν ο άνθρωπος ζούσε ακόμα σε ζωώδη κατάσταση, κοιμόταν σε σπηλιές ή στο ύπαιθρο μαζί με άλλους ομοίους του. Επειδή κινδύνευε να του επιτεθούν κατά τη διάρκεια του ύπνου του, πριν κοιμηθεί τα προειδιποιούσε ανοίγοντας το στόμα του για να δείξει τα δόντια του και έτσι να τα προειδοποιήσει για το τι τα περιμένει αν προσπαθήσουν να τον βλάψουν ενώ κοιμάται. Αυτή είναι η αιτία του χασμουρητού. Και αν χασμουριέται και μετά από κούραση ή ώρες ανίας, η αιτία είναι η ίδια, επειδή σε σέτιες καταστάσεις ο άνθρωπος έχει την τάση να κοιμηθεί. Η μεταδοτικότητα του φαινομένου και σε ζώα που δεν νυστάζουν την ώρα εκείνη,  σημαίνει ότι έχει ληφθεί το μήνυμα. Και δεν χασμουριούνται μόνον οι άνθρωποι, αλλά και πολλά πολλά άλλα ζώα. Και τα ψάρια μάλιστα περισσότερο, αφού μάλιστα είναι γνωστό ότι το μεγάλο  ψάρι τρώει το μικρό. Η ανακοίνωσή μου έπεσε στο κενό γιατί η παρέα μου δεν κατάλαβε αν μιλούσα αλήθεια ή αν αστειευόμουν. Και επειδή, όσοι ήσαν βέβαιοι ότι δεν αστειευόμουν, δεν είχαν ούτε αυτοί, λόγω αμορφωσιάς, τη δυνατότητα να εναντιωθούν εστω και ειρωνευόμενοι, το θέμα έληξε εκεί. Άλλη μια γνώμη μου που δεν αξιολογήθηκε καν. Μετά από αυτό όλοι άρχ ισαν να χασμουριούνται. Ή από την ανία που τους έφερε η εξήγησή μου ή επειδή κόλλησαν από τον χασμώμενο διπλανό μου.
Στην περίοδο της νομαδικής ζωής μου δεν πήγαινα στο θέατρο. Για δυο λογους που ο καθένας τους θα ήταν αρκετός να με αποτρέψει από αυτό.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι βρισκόμουν πάντα μακριά από θέατρα.. καθώς θέατρα υπάρχουν στις μεγάλες πόλεις. 
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι απεχθανόμουν τα θέατρα όπως προυσίαζαν τις παραστάσεις τους. Και ο δεύτερος αυτός λόγος ισχύει και για σήμερα.
Οι επιθεωρήσεις τους, για να ξεκινήσω από το κατώτατο θεατρικό εν Ελλάδι είδος, ήταν ένα πανηγυράκι για μικρά ανόητα ακόμα παιδάκια. Προχειρότητες σκηνικές, προχειρότητες υποκριτικές, χοροί από μη χορευτές, επίδειξη γυμνού κρέατος, λεκτικές χυδαιότητες  που παρουσιάονταν σαν αστεία και που δυστυχώς ο κάθε ανόητος θεατής γελούσε. Ανυπόφορο.
Το δεύτερο είδος. Κωμωδίες ή δράματα ξένων συγγραφέων. Αδυναμία απόδοσης του νοήματος του έργου, υποκριτική εξεητημένη που έθαφτε κάθε καλό στοιχείο του προβαλλόμενου έργου, υπερβολές ή υποεκτιμήσεις στην απόδοση των ρόλων. Και εκείνες οι αταίριαστα δυνατές φωνές των ηθοποιών για να ακούγονται μέσα  στην αίθουσα ή για να καλύψουν την αδυναμία να υποκρίνονται, που κατάστρεφαν την όποια τυχόν προσπάθεια που οι ίδιοι αυτοί οι ηθοποιοί κατέβαλαν, επειδή οι δυνατές αυτές φωνές δεν μπορούσαν στις περισσότερες περιπτώσεις  να συνταιριαστούν με την απαίτηση του έργου τη στιγμή εκείνη. Και εκείνες οι κινήσεις των ηθοποιών οι συνεχείς πάνω στη σκηνή, προσπαθώντας να δώσουν ζωντάνια σε ένα έργο που οι ίδιοι σκότωναν κάθε στιγμή. Με ένα λόγο σνηνοθεσία επιεικώς οικτρή-αν θέλουμε να βρούμε μόνον έναν ένοχο. 
Το τρίτο είδος του θεάτρου, οι αρχαίες ή οι νεότερες  κλασσικές κωμωδίες ή τραγωδίες.  Εκεί πια, που οι απαιτήσεις είναι πολλαπλασιασμένες, η τραγικότητα της παρουσίασης του έργου ήταν τραγικότερη της τραγωδίας.
Η προσπάθεια «εκμοντερνίσεως» του κειμένου, όπου εγινόταν, θελιβερή. Αυτό κυρίως στις κλασσικές κωμωδίες, όταν πάσκιζαν να παρεμβάλουν ένα  ασοείο για σημερινά πρόσωπα και καταστάσεις.
Η πιστή (υποθετικλα) αναπαράσταση του θεσμού του χορού στις αρχαίες τραγωδίες, παρέπεμπε στο ξέθαμμα του νεκρού για να γίνει καινούργια ιατροδικαστική εξέταση. Όσο βαθύς ήταν ο λόγος τότε, ποτέ δε συνταιριάστηκε σήμερα με τα κουνήματα των ηθοποιών του χορού πέρα δώθε που αντί να ζωντανέψουν, κοίμιζαν το ενδιαφέρον για ό,τι, σύμφωνα με τον μεταφραστή όμορφο έβγαινε από το στόμα του. 
Η μετάφραση, ακαταλαβίστηκη, το νόημά της χαμέμο μέσα στις προσπάθειες του μεταφραστή να αποδώσει πιστά, είτε μοκολεκτικά είτε παραφραστικά το αρχαίο κείμενο, που τελείωνε η φράση και προσπαθούσες να καταλάβεις το νόημά της, ενώ η επόμενη φράση είχε αρχίσει κιόλας. Αυτό, συνταιριασμενο με τις αταίριαστες πολλές φορές κινήσεις των ηθοποιών του Χορού, σε άφηνε έξω από το παιχνίδι και ήσουν πια όχι ένας θεατής αλλά γινόσουν ένας αποκωδικοποιητής κάποιου κακομαγνητοφωνημένου κειμένου. Και πια πάει όλη η ουσία του θεάτρου.
Βέβαια οι «θεατρόφιλοι» εκθείαζαν το κάθε φορά που έβλεπαν έργο γιατί ηχηρά ονόματα το υποστήριζαν, που αν δεν τα εκθείαζαν θα ήταν σαν να παραδέχονταν πως όλο το κάθε φορά θέαμα ήταν μια άρνηση κι ένα κενό. Λιτότητα. Να με τι θα ήταν δυνατό να υποκριθεί αξιόλογα ένα αρχαίο κείμενο. Σκηνικά όχι. Κινήσεις οι άκρως απαραίτητες. Πρόσωπα τα αυστηρά απαιτούμενα. Αν μάλιστα οι υποκριτές φορούσαν μάσκες, αυτό θα ήταν το τέλειο για την απόδοση του αρχαίου θεάτρου. Μα πώς, αφού είμαστε ανίκανοι να αιστανθούμε;
Γιωργία τρίτη μέρα Χριστουγέννων. Κάθομαι στο δωμάτιό μου χαζεύοντας την τηλεόραση. Είχα ξυπνήσει αργά. Είπα να γράψω κάτι. Μα τι;
Γύρω μου κατουρημένες χαρτοπετσέτες, στο πάτωμα οι φλούδες από το χτεσινοβραδινό πορτοκάλι. Παγωνιά. Φταρνίζομαι. Γιατί φταρνίζομαι όταν παγώνω, δεν το ξέρω. Σκουπίζω τη μύτη μου. Βγάει νερό.  Πρέπει να φορέσω τις κάλτσες μου. Όταν τα  πόδια κρυώνουν, κρυώνει όλο το λορμί έλεγε η μάνα μου.
Ξέρεις πώς φοράω τις κάλτσες μου; Με τη βοήθεια μιας βέργας. Θέλω να φιορέσω την κάλτσα; Κρατώ στο δεξί μου χέρι τη βέργα και με το αριστερό την κάλτσα από το πάνω της μέρος. Χώνω την άλλη άκρη της βέργας στην κάλτσα και σπρώχνω ώστε η ελαστικότητα της κάλτσας να δώσει το μέγιστο της διασταλτικότητάς της. Τότε λυγίζω το πόδι μου έως ότου τα δάχτυλά του να βρεθούν στο στόμιο της κάλτσας, και το σπρώχνω ώσπου να μπει ολόκληρο μέσα της. 
Η βέργα ακόμα με βοηθάει να σηκώνω πράγματα από το πάτωμα. Χαρτιά πεσμένα στο πάτωμα, μικρά αντικείμενα; Όλα τα σηκώνω με τη βοήθειά της. Την βοηθάει σ’ αυτό η σ υνεργασία της με τηνέξω πλευρά του δεξιού μου άνρου ποδιού. Φυλακίζω τα χαρτιά ή τα αντικείμενα ανάμεσά τους και με συνδυασμένες κινήσεις του ποδιού και του δεξιού μου χεριού που κρατάει τη βέργα, ρίχνω τα σκουπίδια στι καλαθάκι των αχρήστων και τοποθετώ τα χρήσιμα πράγματα πάνω σε κάτι που από εκεί μετά το παίρνω με το χέρι μου. Αν σκεφτείς ότι μερικοί ζωγραφίουν με τα πόδια, δεν έχεις λόγο να μην πιστέψεις όσα σου είπα για το σήκωμα αντικειμένων από το πάτωμα από μένα.
Υπάρχουν περιπρώσεις όπου το αντικείμενο δεν γίνεται να πιαστεί όπως σου περιέγραψα. Για τα κέρματα παίρνω μια κόλλα χαρτιού και την πετώ προς το αντικείμενο έτσι, που μια πλευρά του να περάσει κάτω από το κέρμα και αυτό να βρεθεί και να παραμείνει πάνω στο χαρτί. Κατόπιν με κινησεις των ποδιών τσαλακώνω το χαρτί με τρόπο που να γίνει αυτό η φυλακή για το κέρμα. Από εκεί και μετά εφαρμόζεται η μέθοδος των χαρτιών όπως παραπάνω. 
Κάνοντας έτσι δεν σκύβω, οποτε θα είχα προβλήματα με τη μέση μου κάθε φορά. 
Για να βοηθήσω τη μέση μου όποτε αναγκάομαι να είμαι όρθιος πλένοντας πιάτα ή ευρισκόμενος μπροστά στο νεροχύτη για κάποια άλλη δουλειά, στηρίζω το κεφάλι μου στο ντουλάπι, ελαττώνοντας έτσι την πίεση του βάρους του σώματος στη σπονδυλική στήλη. Στα ντουλάπια και στο ύψος
που φτάνει και ακουμπάει το μέτωπό μου, έχω κολλήσει από ένα σφουγγαράκι.
Όταν αναγκαστιοκά σκύβω, το κάνω εκπνέοντας ώστε η ενδοκοιλιακή πίεση να ελαχιστοποιηθεί με συνέπειες αγαθές για όλα τα ενδοκοιλιακά σπλάχνα.
Δεξιά μπυ όπως κάθομαι έχω ένα μεγαλο τραπέζι πάνω στο οποίο βρίσκονται όλα σχεδόν τα υλικά και μικροαντικείμενα που θα μου χρειαστούν στη διάρκεια της μέρας: φάρμακα, υλικά για γράψιμο, ονυχονόπτες, ένας σουγιάς, το νερό της ημέρας, καθώς και τα βιβλία πρώτης ζήτησης. Κάνοντας έτσι όχι πως δεν σηκώνομαι από την καρέκλα πολλές φορές την ημέρα,αλλά δεν σηκώνομαι και κάθε δύο λεπτά. Και για να βοηθιέμαι στην κατοχή κάθε πράγματος πάνω από το τραπέζι όπου σ’ αυτό δεν φτάνει το χέρι μου, έχω πάλι τη θαυμάσια μου βέργα που  με βοηθάει σ’ αυτό. Γιατί το τραπέι έχει δυο φορές το μήκος του απλωμένου μου χεριού.
Για τα φάρμακα που παίρνω έχω ένα κινητό τηλέφωνο που το βάζω να χτυπάει για τη λήψη κάθε φάρμακου στην κατάλληλη ώρα. 
Το αλάτι κομμένο από  δίαιτά μου. Έτσι διατηρώ μια καλή πίεση και σφυρά λεπτά. Όταν θέλω να διασκεδάσω ρίχνω μια μέρα αλάτι στο φαγητό μου. Σε λίγες ώρες βλέπω τα σφυρά μου πρησμένα. Χαίρομαι που μπορώ να ελέγχω με αυτό τον τρόπο μία από τις αρρώστιες μου.
Ζάχαρη ακόμα επιτρέπεται να τρώω, φροντίζω μόνο να μην το παρακάνω. Όπως φριντίζω να μην τρώω λίπη και ό,τι τα περιέχει-τυριά, βούτυρα, σάλτσες άσπρες.
Γιατί στα γράφω όλα αυτά θα αναρωτηθείς. Να! Είναι που ζω μόνος μου και λείπει η γυναίκα που όταν πεθάνω θα έλεγε στους άλλους για παράδειγμα «του μακαρίτη του άρεσε ο αρακάς» ή «δεν είχε ποτέ βάλει μελιτζάνα στο στόμα του, δεν του άρεσε καθόλου». Είναι ένας τρόπος αυτος να ζεις για λίγον καιρό ακόμα αφού έχεις πεθάνει. Θα ήξερες εσύ αν δεν σου το έγραφα ότι στην οπισθία-έσω επιφάνεια του αριστερού ποδιού μου είχα σε όλη μου τη ζωή ένα λίπωμα μεγάθους ρεβυθιού;
Κάθομαι κοιπόν στο δωμάτιόμου και βλέπω στην τηλεόραση ανθρώπους που μπορούν να πηγαίνουν στις δουλειές τους γιατί ακόμα η θάλασσα δεν έφτασε μέχρι το κεφάλι τους, που χορεύουν στα χορευτικά κέντρα  γιατί η θερμοκρασία δεν ανέβηκε ακόμα πέντε βαθμούς πάνω από το σύνηθισμένο, που πετάνε με αεροπλάνα πριν η γη
(αυτή τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η σπιτονοικοκυρά. Μου έφερε ένα πιατάκι με κουραμπιέδες και μελομακάρονα και μου ευχήθηκε τα χρόνια πολλά. Πού είσαστε; μου λέει, δεν σας άκουγα καθόλου ούτε τηλεόραση δεν άκουσα, ούτε τίποτα άλλο θόρυβο αυτές τις μέρες, είσαστε καλά; Θα μπορούσα να της πω πολλά, όμως τι να πεις όρθιος στην πόρτα για μισό λεπτό; Δεν με ρώτησε πώς γιόρτασα φέτος τα Χριστούγεννα. Θα της έλεγα πως τα γιόρτασα πολύ όμορφα με συντροφιά τα γραφτά μου και την ησυχία μου, ότι πάντως τίμησα και τη Χριστουγεαννιάτικη γιορτή εχονέας για δύο ημερόνυχτα το φως της εξώπορτας ανοιχτό. Ως για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, αυτό είναι στολισμένο από πρόπερσι. Και στην πόρτα μου είναι για το ίδιο χρινικό διάστημα στολισμένη με ένα κρεμασμένο πάνω της κατακόκκινο χρυσό πέταλο, τυλιγμένο γιορταστικά με μια φαρδιά, κατακόκκινη κι αυτή, κορδέλα .) Συνεχίζω: πριν λοιπόν η γη αποφασίσει να αλλάξει δρομολόγιο και να αρχίσει να στριφογυρίζει ανάποδα. 
Θυμάμαι στην Τρίπολη έναν άντρα που τον φωνάζανε Παπά. Ήταν βοθροκαθαριστής. Τότε υπήρχαν βόθροι. Και ευτυχώς που υπήρχαν κι αυτοί. Όμως γέμιζαν και κάθε τόσο ήθελαν άδειασμα. Ο βόθρος του σπιτιού μας ήτανε στην γούβα που είχε ανοίξει η νάρκη που σκότωσε το παιδί του σπιτονοικοκύρη μας-του Καρακούρτη. Και πάντοτε σκεφτόμουν πόσο άπρεπο έως ανήθικο ήταν που έφτιαξαν εκεί το βόθρο. Ελπίω να μην ήταν ιδέα του πατέρα του παιδιού.
Όταν λοιπόν ο βόθρος γέμιζε, φωνάζαμε τον Παπά. Αυτόν φώναζαν και οι γείτονες. Λέγανε πως το όνομά του ήταν Παπάς γιατί κάποτε ήταν παπάς αλλά κάτι έκανε και τον αποσχημάτισαν. Ηταν ένας κοντόχοντρος, γεμάτος, μυώδης, στρογγυλοπρόσωπος, φαλακρός τύπος. Ήταν αμίλητος. Όταν με κάποιον τρόπο ειδιποιούνταν να κάνει τη δουλειά, την έκανε χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να πιάνει κουβέντα με τους γύρω, χωρίς να τους κοιτάει καν. Τα μικρά και λαμπερά μάτια του έβλεπαν μόνον στον τενεκέ που χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει τα λήματα στο δρόμο για εκεί που τα πήγαινε για το άδειασμά τους,  και ύστστερα αντίστροφα καθώς επέστρεφε. Πολλές φορές είχα την εντύπωση ότι δεν ήταν έλληνας παρά κάποιος ξένος που είχε έρθει πριν, και για κάποιο λόγο είχε μείνει στην Ελλάδα και μετά τον πόλεμο. Μου ταίριαζε να σκέπτομαι ότι ήταν ρουμάνος ή ουκρανός.
Σαν να τον βλέπω μπροστά μου με τον τενεκέ γεμάτον στον δεξιό του ώμο, το δεξί χέρι στη μέση για αντίβαρο και με το αριστερό να κρατάει σταθερά στον ώμο τον τενεκέ, να πηγαίνει και να τον αδειάζει πού; Λιγα μετρα πιο πέρα, στο λεγόμενο «χωράφι».
Πού πλενόταν, πώς έτρωγε αυτός ο άνθρωπος; Και εμείς που όταν λερωθούμε από ένα λουλούδι πάμε και πλένουμε τα χέρια μας…
Η τρομερή πραγματικά αλλαγή στη ζζωή των ανθρώπων μέσα στα πενήντα αυτά χρόνια φαίνεται παντού.
Και στην ιστορία του Παπά που θυμήθηκα.
Ποιος θα έκανε έτσι αυτή τη δουλειά σήμερα;
Αλήθεια πολύ προσέχουνε την εξωτερική καθαριότητά τους οι σημερινοί άνθρωποι. Ας είχε την ίδια τύχη και η εσωτερική μας καθαριότητα.
Και ποιος ξέρει την ιστορία της ζωής αυτού του ανθρώπου; Μα και ποιος ξέρει την ιστορία της ζωής του ανθρώπου που έχει δίπλα του για χρόνια;..
Ξέρεις Γιωργία, σήμερα θα ήθελα να έχω εδώ τον πατέρα μου. Να είναι αυτός εκατόν δώδεκα χρόνων. Να γράφω εγώ εδώ στο κιμπιούτερ την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς και αυτός να κάθεται σε ένα σκαμνάκι πάρα πέρα και να κυβεντιάζουμε. Να λέμε καθένας όταν λέει κάτι ο άλλος «ναι! Κι εγώ έτσι σκέπτομαι!» ή «Ναι! Κι εγώ έτσι το βλέπω!». Η μόνη διαφορά μας να είναι τα χρόνια, αφανισμένη κι αυτή στην ουσία κάτω από το βάρος της ταυτότητας των σκέψεων και των ιδεών του πατέρα μου και μένα. Και είμαι σίγουρος ότι θα ήταν έτσι, γιατί στα τελευταία χρόνια της ζωής του οι συζητήσεις μας έδειχναν την ταυτότητα της ψυχής και του μυαλού μας. Ίδιες πράξεις, ανάλογα καθένας με την ηλικία του, ίδιες ιδέες, ίδιες ενέργειες κάτω από τις ίδιες αιτίες, ίδια παθήματα, ίδια αντίδρασή μας στις αντιξοότητες, όλα ίδια. Και πιά να πεθαίναμε μαζί, μιας και αλγεινή  θα ήταν η ζωή καθενός μας που θα έμενε ζωντανός, επειδή με κανέναν άλλον δεν θα γινόταν να συνυπάρξει αρμονικά.

Προπαραμονή πρωτοχρονιάς.
Χτες η σπιτονοικοκυρά μου μου έφερε όπως σου είπα σε ένα πιατάκι κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Και ήταν ανήσυχη γιατί για τρεις μέρες δεν άκουγε τηλεόρταση από το σπίτι μου, ούτε τους καθημερινούς θορύβους. Δεν ήξερε αυτό που ξέρεις εσύ.
Κι εγώ όμως αμέσως μετά στρώθηκα στη δουλειά. Συμμάζεψα όσους στίχους παιδικούς έχω σκαρώσει, πήρα και τα από μένα μεταφρασμένα ποιήματα Μεγάλων Αγγλοσαξώνων Ποιητών, και έδεσα ένα βιβλιαράκι με αυτά. Της το έδωσα σήμερα να το δώσει στον έγγονό της. Αν δεν έχεις διαβάσει χριστουγεννιάτικα ποιήματα του Έμερσον ας πούμε, της Ντίκινσον, της Ροσέτι, διάβασε. Θα χαρείς απλότητα και μεγαλείο.
Ο εγγονός της είναι το παιδάκι που όταν ακουω τη φωνή του ή τα βήματά του στη σκάλα, ή το κλάμα του, ή το τραγούδι του, σταματάω ότι κάνω και παραδίνομαι στη μαγεία που δημιουργεί μέσα μου το κάθε τι από αυτά. Και σου έχω πει πόσο σπάνια νιώθω αυτή τη μαγεία, επειδή όταν το παιδάκι θορυβεί, το σταματάνε όλοι αμέσως. Γιατί; Διότι «ανησυχεί το γιατρό»! Και πίστεψέ με, έχω πει και στη μαμά του παιδιοο και στη γιαγιά του, να το αφήνπυν να κάνει θόρυβο γιατί δεν με ενοχλεί αλλά τουναντίον με ευχαριστεί. Ανένδοτες αυτές. Νομίζουν ότι το λέω από ευγένεια! Τι τη θέλουμε λοιπόν τη γλώσσα αν  δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε; Άλλη μια απόδειξη πως στην Ελλάδα ο λαός είναι συνηθισμενος άλλα να λέει και άλλα να εννοεί. Ενώ εκεί ό,τι λέγεται αντικατοπτρίζει τη σκέψη του λαλούντος. Ουφ! Άντε να βρεις ποιο είναι το καλλίτερο από τα δύο.

Αν σου πω Γιωργία ότι επειδή η βρύση του μπάνιου μου έτρεχε με δύναμη απόψε συμπέρανα ότι θα έβρισκα εύκολα να παρκάρω το αυτόκίνητό μου, τι θα έλεγες;  Ότι είμαι ανόητος ή παράξενος ή φαντασιόπληκτος ή… ή… Έτσι δεν είναι; Ναι λοιπόν: για να έχει δύναμη το νερό, σημαίνει ότι πολλοί ένοικοι λείπουν. Επομένως κενές θέσεις θα υπάρχουν.
Και ένα τελευταίο για απόψε Γιωργία και ύστερα ύπνο-είναι μία τη νύχτα. Και με αυτό θα κλείσω το «Π» , το «ΝΟΜΑΣ 4». 
(30-12-18. Ώρα 12.30. Από τις χαραμλαδες της πόρτας μπαίνει και φτάνει λεως τη μύτη μου η μυρωδιά ζύμης βασιλόπιτας. Αυτή η μυρωδιά βούτυρου, αυγών χτυπητών, μαχλεποιύ. Ταυτόχρονα ακούγεται ο ήχος του χτυπήματος των ασπραδιών με το χειροκλίνητο μίξερ. 
Έζησα την ατμόσφαιρα των παραμονών πρωτοχρονιάς. Βρέθηκα νοερά στην κουζίνα μαί με τη σπιτονοικοκυρά, είδα τα χαρούμενα πρόσωπα γύρω, το στολισμένο δέντρο, τη γιορταστική ατμόσφαιρα Να μία πρακτική εφαρμογή της φαντασίας. Χωρίς αυτήν όχι μόνο δεν θα ζούσα, αλλά ούτε θα ευφραινόμουν. Φαντασία! Η σωτηρία μου και η καταστροφή μου.)