Σκέφτεται ο φανταράκος. «Η κομμουνίστρια
που χτες από το Τμήμα
Ως το νοσοκομείο την συνόδεψα,
με περιφρόνηση μια μ’ έβλεπε, σαν
εγώ να ήμουνα ο άθεος, και σαν εγώ
τόσους να είχα σφάξει αθώους,
κι όχι αυτή.
Εγώ,
γιατί λυπάμαι,
της φερόμουνα καλά, ξεχνώντας,
στις τέτοιες της στιγμές, πως εγώ
είμαι ο νομοταγής και ο φιλήσυχος.
Όμως αυτή με κοίταζε με καταφρόνια
και τις προθέσεις μου να τη βοηθήσω
δεν τις αποδέχονταν. Σίγουρα όχι κακοί
αλλά και ανόητοι πολύ
αυτοί οι κομμουνισταί είναι.»