ΒΑΡΥ
Μια λήκυθος με άρωμα γεμάτη εκλεκτό
είμαι. Και είναι τ' άρωμα σπάνιο και λεπτό.
Κι η νύμφη που θα έραινα το σώμα της με κείνο
δεν ήρθε κι είμαι μόνος μου-και μόνος μου θα μείνω.
Γι αυτό πριν φύγω απίστομα τη λήκυθο γυρνώ
και ασυλλόγιστα τ' αβρό το μύρο της κερνώ
σε όντα που λαφιάζονται όταν αυτό τ' αγγίσει
σαν να τα είχε αόρατο χέρι βαρύ ραπίσει.