Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

             Ο   ΣΕΠΤΟΣ

Σ’ έναν πλανήτη άνθρωπος ήρθε ένας.
Με κεφάλι και δυο πόδια.
Με τη διαδικασία της «γέννας»
ήρθε στον κόσμο. Τα εμπόδια

όλα ξεπέρασε, και χρόνια
πολλά έζησε, αργά γερνώντας.
Για τα φυτά ένιωθε συμπόνια.
Τα ζώα χαιρετούσε περπατώντας.

Πλενότανε κάθε πρωί στη βρύση.
Θορυβώδικα έβρεχε πολύ
το πρόσωπό του. Και βιαζόταν να κλείσει
το νερό. Με έγνοια έσκεπε απαλή     

το κάθε τι που είχε μπροστά του.
«Πρέπει» και «βέβαια» ήταν λέξεις
που δεν τις είπε. Κοντά του
μπορούσες ήρεμα να παίξεις.

Πρόσεχε πάντα τα παιδιά του
που όπως εκείνος γεννηθήκαν.
Ευθύς τις ώρες του καμάτου
στεκόταν. Γύρω του απλωθήκαν

μέρες-ήλιου γυρίσματα-κακές
πικρές κι αφώτιστες ημέρες
ημέρες που αβάσταχτες, βαριές
του φέραν και φριχτές φοβέρες.

Μία πετσέτα είχε συνήθως
μπλε ή γαλάζια το πολύ.
Μ’ έξω εβάδιζε το στήθος.
Ήξερε πως δεν ωφελεί

σε τίποτα πολλά να πει
σε τίποτα πολλά να κάνει.
Και πέρασε ως αστραπή,
κι ως πυρκαγιά σ’ ένα ρουμάνι.

Όταν δεν είχε πια δυνάμεις
να περπατεί ή να μιλάει,
«πέθανε». Πια ό,τι να πεις
κοντά μας δεν ξαναγυρνάει.