ΚΩΣΤΟΥΛΑ
ή
ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
(Αύγουστος 1959)
Κακοτράχαλο αμάξι
κακοτράχαλη ζήση
μες στις πέτρες βροντούσαν
οι σκληρές του οι ρόδες
(η γραμμή του ήταν άγονη).
Στη δίπλα μου θέση η Κωστούλα
με μια βαλιτσούλα στα πόδια
σε λίγες ημέρες μπαρκάρει
για τη μακρινή Αυστραλία
(είχε φτώχεια ανυπόφορη).
Φταίει η τρέλα της νιότης;
To αυγουστιάτικο βράδυ;
Της Κωστούλας τα χείλια;
Τα γλυκά της τα μάτια;
(ήταν πράγματι όμορφη)
Μα όποια και να 'ταν η αιτία
στη άναστρη, σφύζουσα νύχτα
καθώς ο οδηγός σβει τα φώτα
εκείνη κι εγώ γίναμε ένα
(εκοιμόνταν οι γύρω μας)
Ω! Για πάντα δική μου
τρυφερή της αγάπη!
Ω! Για πάντα δική της
πονεμένη καρδιά μου!
(Ω! Οι κραυγές μας οι άφωνες!)
Ω! Τ' όνειρο! ήρθε σε μένα
κι ας το 'φερε ύπνος θανάτου!
Ω! Χάρη! μου εδόθης κι ας είχε
βαρύς ο πέλεκυς πέσει
(Ω! Συ! κρύφιο ξεφάντωμα!)
Ω! Βελούδινη σάρκα!
Ω! Πρωτόφαντη αγνότη!
Ω! Σεπτό κι ώριο δόσιμο!
Ω! Αμόλυντο πάθος!
(Ω! Πεντάγλυκη θύμηση!)
To ξέρω,όπου να 'σαι καλή μου
για μένα η καρδιά σου χτυπάει
κι αντίλαλοι εκείνης της νύχτας
οι ανήσυχοι χτύποι της είναι
(μου το λεν όλα μέσα μου)
Ξέρω-είσαι μονάχη
κι η μονάξα σε θλίβει
ξέρω-πόνοι μεγάλοι
σ' έχουν μύριοι πονέσει
(Ω! Και πάλι ας βρισκόμαστε...)
Και ξέρω και ξέρεις πως είναι
το βάλσαμο η νύχτα εκείνη
για κάθε πικρή σου Αυστραλία
για κάθε φριχτό μου ναυάγιο
(και τα χρόνια διαβαίνουνε...)