ΔΥΟ ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ 15-9-23
Προχτές καθόμουν βράδυ σε ένα παγκάκι.
Δρόμος γεμάτος γεμάτα εστιατόρια, νυφοπάζαρο ο δρόμος.
Από τη μεριά της θάλασσας φάνηκε ένας τύπος με ρομβία. Μια ρομβία που ήταν ντυμένη στα χρυσοκίτρινα πλουμίδια. Και όχι παλιά και ξέφτια. Πεντακάθαρη και γιορτινή.
Μα δεν ήταν κάποιος από τους συνηθισμένους γεράκους ο τύπος αυτός. Ήταν νέο παιδί, καμιά εικοσαριά χρονών, ντυμένος σεμνά και με πεντακάθαρα γιορταστικά ρούχα. Γελαστό πρόσωπο, ευγενική και φέγγουσα φυσιογνωμία-μια αποκάλυψη.
Μια κοπέλα δίπλα του ντυμένη με παντελόνι και μπλούζα τέτοια, σαν να βγήκε από την πασαρέλα του Ντιόρ. Πρόσωπο γελαστό κι αυτή, γέλιο όχι προσποιητό, κρατούσε το ντέφι ανάποδα, άδειο ακόμα. Τότε μόλις άρχιζαν τη γύρα. Μερικά μέτρα μακριά μου όντας, άρχισε το παιδί να γυρίζει το χερούλι της λατέρνας κι αυτή άρχισε να παίζει έναν μελωδικό σκοπό. Στα πρώτα βήματά τους, κανένας δεν έριξε κάτι στο ντέφι της νέας.
Οι νέοι αυτοί ήταν κάτι πρωτοφανέρωτο για μένα, συνηθισμένου να βλέπω αντί γι αυτούς γέρους άπλυτους και μια ρομβία άθλια.
Πλησίαζε η κοπέλα με ένα ωραίο χαμόγελο τους έλληνες, και έφευγε χωρίς ούτε ένα κέρμα στο ντέφι της, μα και χωρίς να χάσει από το πρόσωπό της το γέλιο και την ευφρόσυνη διάθεση.
Έφτασε σε μένα. Στην αρχή, συνεπαρμένος από την ωραία εικόνα, δεν σκέφτηκα ότι έπρεπε να ρίξω κάτι στο ντέφι. Τόσο φιλικοί και απροσποίητα ευφρόσυνοι ήσαν και οι δύο. Όταν η κοπέλα στάθηκε μπροστά μου, τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να ρίξω κάτι μέσα εκεί. Θυμήθηκα ότι είχα ένα πεντάευρο στην τσέπη μου, . Το έριξα μέσα στο ντέφι. Το πρώτο αντικείμενο μέσα εκεί. Η κοπέλα χωρίς καμιά έκφραση διαφορετική από εκείνην που είχε όλη αυτή την ώρα απομακρύνθηκε πηγαίνοντας απέναντι τώρα. Καθώς διασταυρώθηκε με τον νεαρό, εκείνος είδε το χαρτονόμισμα, και αμέσως γύρισε προς εμένα και με ένα ευγενικό., απροσποίητο και ζωηρό χαμόγελο, αλλά και με μια έκπληξη και μια, θα έλεγα ευγνωμοσύνη, μου είπε, λάμποντας ολόκληρος, «ευχαριστώ».
Του απάντησα με μια χειρονονία που έδειχνε πόσο ωραίο ήταν αυτό που μας παρουσίαζε.
Συνεννοήθηκα με τα μάτια και χωρίς καμία λέξη άλλη με κείνον τον άνθρωπο.
Τον άλλο άνθρωπο.
Πόσο σπάνια τυχαίνει αλήθεια να συμπέσει ώστε δυο άνθρωποι να νιώσουν τόσο συνεννοημένοι, δηλαδή τόσο ανθρώπινοι…
Έφυγαν
Στη χώρα τους δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ζητιανιά, ούτε επίδειξη της φτώχειας για να αποκομιστεί κέρδος.
Είχαν την ιδέα αυτοί οι δυο ότι θα μπορούσαν να βγάλουν λίγα χρήματα με αυτό τον τρόπο, και απλά το έκαναν.
Μα όχι κακομοίρικα . Αντρίκια και λεβέντικα. Και με σεβασμό για εκείνους από τους οποίους, σιωπηλά, περίμεναν να τους δώσουν κάτι.
Θα είναι από κείνες τις χώρες που εμείς, οι έλληνες, τους κοροϊδεύουμε και τους «οικτίρουμε». Χώρες όπου οι κάτοικοι έχουν την περηφάνια απαραίτητο συστατικό της γονιδιακής αρματωσιάς τους, αλλά και την ευγένεια και την βοήθεια του ενός για κάθε ανάγκη του άλλου.
Χώρες ας πούμε όπως Πακιστάν, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές.
Την ίδια μέρα λίγο πριν, μου έπεσε ένα χαρτί με σημειώσεις καθώς περπατούσα. Μην μπορώντας να σκύψω, κλωτσούσα λίγο λίγο το χαρτί ώστε να πάει δίπλα στο παγκάκι, και να στηριχτώ επάνω του για να σκύψω να το πιάσω.
Δυο πακιστανοί νέοι κάθονταν στο παγκάκι και με κοίταζαν με απορία, μη πηγαίνοντας το μυαλό τους γιατί κλωτσούσα το χαρτί.
Και με κοίταζαν.
Όταν κατάλαβαν γιατί το κάνω, σχεδόν είχα φτάσει δίπλα τους, και τότε αυτόματα, και οι δυο, πεταγόμενοι σαν ελατήρια επάνω, σκοτώθηκαν ποιος να το φτάσει πρώτος και να μου το δώσει. Ίσα που τους πρόλαβα και το πήρα μόνος μου. Και πρόλαβα να δω στα πρόσωπά τους την απορία ζωγραφισμένη μαζί με την συγνώμη που με το ύφος τους ζητούσαν, γιατί δεν είχαν καταλάβει και δεν είχαν προλάβει να το φτασουν αυτοί για μένα.
Και , μην αμφιβάλλετε-είμαι αρκετά γέρος για να καταλαβαίνω από τα πρόσωπα τις σκέψεις και τις προθέσεις των άλλων.
Την ευγένεια και την ανθρωπιά την έβλεπα και στην Αμερική όντας, από τους λαούς αυτούς.
Την είδα κι εδώ ξεκάθαρα.
Τώρα που είπα ότι καταλαβαίνω από τα πρόσωπα τις σκέψεις και τις προθέσεις των άλλων, μου ήρθε στο νου το ποίημα που έγραψα για τον Παπαντωνόπουλο το Μίμη, κουμουνιστή, στην Τρίπολη.
Έμαθα για τον θάνατό του όταν έλειπα από την Τρίπολη, όπου έμενα κοσαριά χρόνια πριν.
Πέθανε όταν βρισκόμουν στην Αθήνα για κάτι δουλειές.
Και έστειλα στην σύζυγό του τους παρακάτω στίχους:
(Σηκώθηκα και έψαξα στα παλιά χαρτιά μου να το βρω. Δεν το βρήκα το ποίημα αυτό. Θα ξαναδώ αύριο με το φως της ημέρας. Ελπίζω να είναι κάπου φυλαγμένο. Περιττό να σας πω πόσο λυπάμαι όταν χάνω κάτι τέτοια …
Όμως θα πω κάτι άλλο. Το ποίημα το έλαβε η γυναίκα του και όταν επέστρεψα από την Αθήνα και πήγα να την συλλυπηθώ, μου είπε πόσο της άρεσε το ποίημα αυτό, και πόσο θα άρεσε και στον μεταστάντα…
Πέρασαν μήνες. Και η ποιήτρια της Τρίπολης (μία έχει, η μόνη ποιητική φωνή στηνπόλη), μου εκμυστηρεύτηκε ότι το ποίημά μου αυτό το είχε γράψει σε μέταλλο -ή μάρμαρο δεν θυμάμαι- η σύζυγος πάνω στο μνήμα του συζύγου της. Αλλά δεν το λέει σε κανέναν, «ξέρεις τώρα…»
Ναι, «ήξερα τώρα». Για να μην συνδέσει το όνομά της με έναν ποιητή, που οι τριπολιτσώτες «ποιητές» του είχανε κηρύξει τον πόλεμο γιατί αυτός έγραφε ποιήματα και όχι «ποιήματα», και γιατί μέσα στη σφηκοφωλιά των Χιτών, αυτός ήτανε κουμουνιστής.
Θα ψάξω να το βρω αύριο.
Και ακόμα να πω σχετικά, ότι ο Μπακομιχάλης (νομίζω θυμάμαι καλά το όνομά του), ποιητής και συγγραφέας (μου είχε αφιερώσει το βιβλίο του «Σταλίτσες»), κάποια μέρα, κραδαίνοντας το ποίημά μου αυτό, μπήκε στην αίθουσα όπου μαζεύονταν οι «ποιητές» της Τρίπολης, και ανεμίζοντάς τους το ποίημα αυτό, «Αυτός είναι ποιητής!» τους έλεγε.. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκέπει.
Θα μου πείτε πού τα θυμήθηκα όλα τούτα. Να, τόνα φέρνει τάλλο. Από που ξεκίνησα και πού βρέθηκα…
Και μιας και τα θυμήθηκα σε ποιόνε να τα πω; Ο βασιλικός στο μπαλκόνι μου δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα των ανθρώπων. Ούτε η σακούλα με τα στέιπλερς απέναντί μου.
Ο Μπακομιχάλης μάλιστα, είχε παντρευτεί την κοπέλα με την οποία ήμουν συμμαθητής στην ογδόη Γυμνασίου, στην Τρίπολη.
Τον χρόνο εκείνον είχε χωριστεί η ογδόη τάξη σε Πρακτικό και Κλασσικό Τμήματα, και στο Πρακτικό ήμασταν δεν ξέρω πόσοι μαγκλαράδες, και δυο κοπέλες-η μία από αυτές είναι που είχε παντρευτεί τον Μπακομιχάλη… Ιστορίες….)
Αλλά να τελειώνω.
Ο τίτλος μιλάει για δύο καλές πράξεις.
Η δεύτερη:
Καθισμένος στο παγκάκι, παρακολουθώ ένα κοριτσάκι που κάθεται με δύο κυρίες μαζί σε ένα τραπέζι του απέναντι εστιατορίου. Σοβαρές οι κυρίες, παιχνιδιάρικο και ζωηρό το κοριτσάκι. Αλλά τετραπέρατο, και χωρίς να υπερβαίνει τα παιδικά-προς το άτακτο ή προς το κακότροπο.
Πέρασε η ώρα, παράγγειλαν, έτρωγαν όταν εγώ σηκώθηκα και τράβηξα για το πάρκο.
Γυρίζοντας, ήταν ακόμα εκεί.
Πλησίασα.
Είχα στην τσάντα μου τα υπέροχα παιδικά ποιήματα μεγάλων αγγλοσαξόνων ποιητών, τα από μένα μεταφρασμένα.
Πήγα προς αυτές.
«Χαίρετε. Ένα δώρο για το κοριτσάκι.!» είπα, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι το βιβλιαράκι. Φυσικά με κοίταξαν παραξενεμένα, αλλά όχι αδιάφορα. Και βέβαια με μια περιέργεια. Δεν τους άφησα περιθώριο να μου μιλήσουν-τι να έλεγαν δυο καθώς πρέπει κυρίες σε έναν άγνωστο καμπούρη γέρο που ξαφνικά τις χαιρετάει;
«Σας έβλεπα από πριν. Έχετε ένα κοριτσάκι πανέξυπνο και με καλούς τρόπους. Να το χαίρεστε!»
Και απομακρύνθηκα-τι άλλο να λέγαμε ή να έλεγα;
Ένα «ευχαριστούμε» είπαν οι δυο κυρίες όταν κατάλαβαν ότι εκείνος που τους μιλούσε έλεγε σοβαρά ό,τι έλεγε, ενώ την ίδια στιγμή τα μάτια και των δυο έλαμπαν από ευχαρίστηση και λαμπράδα.
Με κείνα τα βλέμματα και με κείνα τα «ευχαριστώ» κοιμήθηκα έναν βαθύ και ξεκουραστικό ύπνο το βράδυ εκείνο.