Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΠΟΛΙΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΖΩΙΚΟΎ ΑΙΏΝΑ
Μέρος της χίμαιρας της διήγησης της ιστορίας της ζωής ενός πλανήτη, είναι η παρουσίαση αποδεικτικών της αλήθειας του στοιχείων.



ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ


49.

Χτες δυο χέρια γκρεμίσανε
της ψυχής μου τα όνειρα
κι οι ελπίδες που ζήσανε
στων ονείρων τα δώματα
πλακωθήκαν με πέτρες
και μ' ακάθαρτα χώματα.

Τώρα πια δεν αντέχουνε
οι ψυχές γι άλλο χτίσιμο
κι οι ιδέες που τρέχουνε
μου ζητάν να πουλήσω
τις ελπίδες και όνειρα
πια ποτέ να μη χτίσω.



50.

Με τέτοια μπόρα, μ' αστραπές και με βροντές
ίσως δε βγαίνεις και λατρεύεις άλλα είδωλα.
Κι ίσως χαθούμε γιατί οι μέρες βροχερές.
Μα πες στη φίλη –δεν σου γράφω γι’ άλλο τίποτα-
που ’χες μαζί σου, πως οι γάμπες της κοντές
και, η καημένη, θα γεννήσει δύσκολα.



51.

Μέρα ηλιόλουστη, μέρα ηλιόχαρη, μέρα ωραία.
Κι είσαι κοντά μου-και είσαι όμορφη-και είσαι
νέα:
εγώ στο είκοσι, μικρό δωμάτιο αλλά με θέα,
κι εσύ μοιράζοντας με τη μαμά σου το δεκαεννέα.


52.

Αυτά τα «ω! μακριά σου οι ώρες δεν περνάνε!»
αυτά τα «ω! δεν ξέρεις πόσο μου 'λειψες!»
αυτοί οι αβροί περίπατοι σε αλέες ανθισμένες,
αυτοί οι γονυκλινείς ερωτικοί μονόλογοι,
πώς σβήνουν κι αφανίζονται-
πώς λιώνουν
στο πρώτο χτύπημα της φτώχειας στην εξώπορτα…

Αυτά τα «σ' αγαπώ»
αυτές οι ανταλλαγές ανθέων και δώρων
πώς μια αρρώστια τα διαλύει-
πώς μία πτώχευση τα καταλεί...
αυτά τα ψέματα πώς σταματάνε τότε
κι οι άνθρωποι αυτοί
πηγαίνουνε καθένας στη δουλειά του...



53.

Ποιος είναι ο πρώτος; Ποιος μπορεί να πει
ποιος είναι ο πρώτος που έφτιαξε
τα θαυμαστά μεγάλα έργα;
Ποιος είναι ο πρώτος  που επέταξε;
Που φώτισε με το ήλεκτρο τα πλήθη,’
που εζωγράφισε, που έχτισε, που είπε,
πρώτος στην ιστορία της γης;

Ω! Αν τιμούμε ήρωες, σοφούς και πρωτοπόρους,
τιμούμε την ατίμητη μικρότητα μας μόνο
και τη ματαιοδοξία μας τιμούμε.
Γιατί κανείς δεν είναι πρώτος-όλα αυτά
έχουνε γίνει κι έχουν ξαναγίνει
σ' άλλους καιρούς,
προτού οι άνθρωποι πλάσουν το χρόνο,
σε άλλους τόπους, σ' άλλες σφαίρες,
και τούτο εδώ το ποίημα
έχει γραφτεί ποιος ξέρει πόσες πριν φορές
πριν τυπωθεί σε τούτο το χαρτί...
όλα προϋπήρχαν΄-άνθρωποι
δημιουργοί και πλάστες δεν υπάρχουν.



54.

Η καρδιά μου έσκυψε
και σήκωσε το μαντήλι σου.


ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ
 
55.

Ύπνε γλυκέ βασιλιά
στα παλάτια σου τ' άφωτα πάρε με πάλι απόψε.
Στα παλάτια σου τα χιλιοφωτισμένα
οδήγησε με πάλι απόψε.
Και φέρε στο θέατρο σου
τα πιο μαγευτικά σου σκηνικά,
τους πιο αστείους κλόουν και θεατρίνους σου
και τ' ομορφότερο κορίτσι του θιάσου.
Η μέρα ήτανε σκληρή. Μόνον εσύ
τη μνήμη της μπορείς να απαλύνεις.



56.
Ο γεωργός στη δεντρόφυτη κοιλάδα
στέκεται και λογαριάζει:
αν τούτη την κοιλάδα είχα σπαρμένη
χίλια κιλά σιτάρι
και κάθε του κιλό μου ’δινε άλλα χίλια
θ' αγόραζα μ' αυτά τα δυο της χείλια.



57.
Ένα σκότος ο κόσμος
η ζωή ένα μάτι
που γοργά ανοιγοκλείνει
και σφραγίζεται πάλι.




58.
Οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι
αφού η αγάπη αρκείται στο φιλί
η ευεργεσία στην ευγνωμοσύνη
 κι ο άνθρωπος σ’ ένα πιάτο φαγητό-
οι δύσκολοι καιροί δε θα 'ρθουν πάλι.


59.
Μέσα στου εργοστάσιου
τον μέγα βρώμιο χώρο
ένα πουλάκι αδύναμο
μπήκε και τρομαγμένο.

Οι άλλοι εθαρρέψανε
γι αυτούς πως ήταν δώρο.
Μα ήταν για με. Ήταν αυτό
που χρόνια περιμένω.

Το εκυνήγησα και να!
τα χέρια μου το κλειούνε.
Μα όσο κι αν παθιάζεται
η ψυχή, και αν το θέλει,

άτεχνα αυτά κι αμάθητα
ως είναι να κρατούνε,
φεύγει από μέσα τους και πα'
σαν γλιστερό ένα χέλι.

Κι ολημερίς εμέτραγα
τ' αμέτρητα πουλάκια
που απ' τη ζωή μου πέρασαν,
τα πόθησε η ψυχή μου,

μα κείνα δε σταθήκανε-
ανοίξαν τα φτεράκια
και πέταξαν και χάθηκαν
για πάντα απ' τη ζωή μου.

Κι ολημερίς εμέτραγα
μες στο πικρό μου δώμα
πόσο πολύ επλήγωσαν
τη ζήση μου τη λίγη

όσοι σταυροί εμπήχτηκαν
μες στο απαλό της χώμα,
σταυροί που ο καθένας τους
πουλάκι που 'χει φύγει.

Ψυχή μου όλο χασίματα
συ έχεις κερδισμένα.
Ότι λαχτάρισες, ποτέ
δεν το 'κανες δικό σου.

Όσα βαθιά τ' αγάπησες
σου έχουν γίνει ξένα
κι ειν' έξω εκείνα που 'θελες
να έκλεινες εντός σου.



60.
Λεν "το γυμνό της το κορμί".
Μα το γυμνό εννοείται όταν λέμε "το κορμί".
Γιατί όταν το κορμί είναι ντυμένο
δεν είναι πια κορμί,
μα κάποιο φόρεμα
άλλοτε άλλου χρώματος, ποιότητος, μεγέθους.

Λοιπόν πως είναι το γυμνό της εννοείται
όταν μιλάμε για κορμί.
Αλλιώς θα έπρεπε να λέγαμε πι χι,
«την είδα επιτέλους χτες,
ήταν δυο εξώνυχα παπούτσια,
δυο κνήμες που υψώνονταν σαν κύκνεια φτερά
και τα λοιπά και τα λοιπά,
ένα φουστάνι άσπρο με κίτρινα κουμπιά,
και πάνω απ' το φουστάνι ένα πρόσωπο
με μάτια σαν...και τα λοιπά,
με χείλη που… και τα λοιπά,
κι ένα καπέλο».

Αυτό θα έπρεπε να ήταν όλο
και ας αφήναμε στην πάντα το κορμί.





ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ
 

62.

Στην ίδια θέση πάντα
και το σκοπό τον ίδιο
έπαιζε στο πιάνο κάθε μέρα.

Χρόνια έτσι.
Ώσπου χτες
αντί τα δάχτυλα του να χτυπούν τα πλήκτρα,
τα πλήκτρα είδα κι αρπάζανε τα δάχτυλα του,
πάνω τους κολλούσαν,
και μαζί τους
σε κάθε νότα τα τραβούσαν.


63.

Αυτές οι καμπάνες του βραδιού
μες στην ψυχή μου λες χτυπούν.
Αυτές οι γλυκές καμπάνες του βραδιού
στων ήχων τους τα ύψη με καλούνε.
Αυτές οι καμπάνες της γλυκιάς νυχτιάς
με λιώνουν, με σκοτώνουνε, με σβηούνε.





64.

Μια μέρα ο άντρας της της είπε:
«Μιαν άλλη αγαπώ-χωρίζουμε!»

Αυτή ήταν η αρχή.
Μετά ήρθαν τα ξεσπάσματα χωρίς αιτία
-κυρίως στην κόρη της ξεσπούσε-
το συναγέλασμα με άλλες χωρισμένες
τα κλάματα τα σιγανά
οι αδάκρυτοι οι πόνοι
οι ώρες ανίας, πλήξης, μοναξιάς
οι "θέραπιστς" με χάπια και υποσχέσεις
οι συμβουλές και οι προτάσεις τέλος
από ευαίσθητους και πρόθυμους κυρίους
(κάποιος ζωγράφος πολύ την ενοχλούσε).

Και κάποια μέρα,
αφήνοντας στην πάντα τη ζωή της
εβρέθηκε γυμνή ανάμεσα σε χρώματα μουντά,
σε πίνακες ανάμεσα ημιτελείς
και σε σπασμένα κάδρα ανάμεσα.
Και τότε πια ησύχασε.
(Η κόρη δέχτηκε αμίλητα κι αυτή την εκδοχή).

Τώρα μπορούσε με ακρίβεια να προβλέψει
ποιο θα ’ταν το επόμενο το βήμα
και το επόμενο… και το επόμενο…

Το δύσκολο ήτανε ώσπου η αρχή να γίνει.



65.

Οι διαλυμένοι γάμοι προμηθεύουν
ερείσματα σε αγάπες
και τροφή
σε όντα πεινασμένα
που τρέφονται με σάρκες ψοφιμιών.

Η μυρωδιά σαπίλας τα έλκει
μίλια μακριά
και πάνε κι επιπίπτουν με μανία
στο άψυχο το σώμα.

Και είναι άξιο απορίας πώς χορταίνουν
με σάρκες δίχως αίσθηση
μ' αίμα χωρίς ψυχή.

Μα ίσως η απορία περισσεύει.
Τι άλλο απ' αυτούς κανείς να περιμένει.
Ύαινες μονοσήμαντες.
Ερωτιδείς κενοί.


66.

Σκέψεις του Πλίνιου
πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι το πρωί.

Λοιπόν ας δούμε πώς έχει το πράγμα.
Είμαι ο Πλίνιος.
Πού βρίσκομαι;
Σ ένα κρεβάτι δανεικό
σ’ ένα δωμάτιο μέσα
απ’ όπου διώχνομαι στο τέλος του μηνός
γιατί δεν έχω να πληρώσω.

Φίλοι, κανείς.
Άνθρωποι
που θέλουν να με βλάψουν
εννέα-πρόχειρα μετρημένοι.

Κάτι ευχάριστο με περιμένει σήμερα;
Όχι.
Υπάρχει κάποιος που να μ’ αγαπά;
Κανένας και καμιά (στο διπλανό διαμέρισμα
πάλι τ’ αντρόγυνο καυγαδίζει).

Εμπρός λοιπόν!
Ας σηκωθώ.
Μία καινούργια μέρα αρχίζει.




γγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγ



ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ

67.

«Ποιος ειν’ αυτός που μ' αντικρίζει
μες απ’ αυτόνε τον καθρέφτη;
Ποιος που η θλίψη του ορμίζει
μέσα στη νύχτα που αργοπέφτει;

Ποιος ειν’ αυτός που 'χει τα χέρια
σαν αποφόρια κρεμασμένα
και δυο σβησμένα που είν’ αστέρια
τα μάτια του τα κουρασμένα;

Ποιος ειν' αυτός μ' ένοχο βλέμμα
όπου τολμάει σαν τον κλέφτη
το μέγα του να στήνει ψέμα
σε με αντικρύ-σ’ έναν καθρέφτη;»


68.

Απ' αυτό το τραπέζι λείπει η αγάπη.
Απ! αυτή τη ζωή λείπει η χαρά.
Απ' ό,τι κανείς έχει πάντα λείπει κάτι
όπως απ’ το βάτραχο λείπουν τα φτερά.


69.
Η ζωή η λίγη ειν’ ένας αγώνας
για να βρει καθείς κείνο το κρυφό
που όπως τ’ αβρό έαρ κρύβει ο χειμώνας
έτσι μες στη ζήση μας κρύβεται κι αυτό.

Μα ή το βρει κανείς κείνο το κρυμμένο
που πολύ ζητάει, είτε δεν το βρει,
δε μετράει γιατί γύρωθε ειν' κλεισμένο
όπως μες στη μέλισσα είναι το κεντρί.




70.

Πέφτει η βροχούλα απαλά
πέφτει η βροχούλα σιγανή
και για τα σκότη μας μιλά
και μας μιλάει για τη θανή.

Πέφτει η βροχούλα απαλή
πέφτει η βροχούλα σιγανά,
τη διψασμένη γη φιλεί
κι αυτή ζωή και φως γεννά.


71.

Για αγέρηδες σφοδρούς που πνέουν στις έρημους,
για ήρεμα μελτέμια,
για σκληρούς βοριάδες κρύους και τσουχτερούς,
για αύρες που η θάλασσα ξερνά,
για λίβες καφτερούς έχω ακούσει.

Μα εμέ σε τούτονε τον κάμπο,
τον άχρωμο,
ο μόνος που με φυσάει αέρας
είναι ο αέρας που μου στέλνει αυτό το τραίνο
πελώριο και γοργό καθώς περνά.

Εν' αγριόχορτο είμαι
χωρίς αξία καμιά.
Μα νόμιζα πως όποιος άνεμος
τύχαινε να με δέρνει
δε θα ’ταν άνεμος συμμετρικός
μεταλλικός και ξένος
σαν τεχνητός.

Τώρα ένα χέρι σπλαχνικό ας με ξεριζώσει
αφού ο θάνατος αυτός ο προγραμματισμένος
που τέσσερες φορές τη μέρα μ’ επισκέπτεται
αλλιώς δεν πρόκειται να σταματήσει-πια το ξέρω.


72.
Θέλω να σβήσω το "εγώ" απ' το λεξιλόγιο μου.
Μα πώς αφού ό,τι βλέπω είναι τα μάτια μου  
αφού ό,τι ακούω είναι οι χτύποι της καρδιάς
πολλαπλασιασμένοι,
αφού ό,τι πιάνουνε τα χέρια μου
είν’ η προέκταση τους
κι ό,τι οσμίζομαι δεν είναι πάρα
το άγουρο το χρώμα των ερώτων μου;

Πώς αφού ό,τι γεύομαι δεν είναι
παρά των γευστικών θηλών μου οι πόθοι και οι σχεδιασμοί,
και ό,τι νιώθω
του εγκεφάλου μου είναι οι επιταγές
και τα κελεύσματα;
 
Πώς
εγώ
ν' απαλλαγώ απ’ τον εαυτό μου;




ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ


73.

Μες στο δωμάτιο ήτανε πλήθη
οι επίδοξοι νυμφίοι.
Εσύ, σκορπώντας χάρη κι ευωδιά,
μπήκες σαν άυλη και κρυστάλλινη-
σαν οπτασία.
Τους προσπέρασες όλους χαμογέλια σκορπώντας
και στο πλάι μου ήρθες κι εστάθης.
Και μου πήρες το χέρι
και το ύψωσες έτσι
σαν ιαχή νικητήρια.

Όλοι βλέπαν.

Και κρυστάλλινη έτσι και άϋλη
κι έτσι σαν οπτασία
αγκαλιά μου σε σήκωσα.
Και το πλήθος εμέριασε να διαβούμε.
Κι έτσι σαν ιαχή νικητήρια
το μυστήριο του έρωτα σ' όλους μπρος φανερώθη.
Μόνο εγώ απορούσα
πώς τρισμέγιστος όντας
στις μικρές σου λεξούλες χωρούσα
που απαλά με εκύκλωναν
που απαλά με αναμέριζαν
που απαλά με δονούσαν.


74.

Μια καλοκάμωτη έρχεται τα βράδια στα όνειρα
μου.
Χυμούς γεμάτη μια, μικρή, λαχταριστή μικρούλα.
Σεμνή και χαμηλόβλεπη στριμώχνεται κοντά μου
και στέκει εκεί ολάνθιστη, ευώδης και γλυκούλα.

Κα σ' όλα ένα βάλσαμο σκορπά και μια αθωότη.
Και μπρος μου βλέπω ιδεατά, πυρέσσοντα δυο στήθια
δύο χειλάκια δροσερά στη λάμψη τους την πρώτη
κι ένα κορμί λαγνόπλαστο δώρα γεμάτο πλήθια.

Και βλέπω μες στο βλέμμα της το πάθος να 'χει
απλώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της της ηδονής τ' αχνάρι.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να δώσει.
Και βλέπω μες στο βλέμμα της τον πόθο για να πάρει.

Όλο το είναι της Φωτιά, Λαχτάρισμα και Ζήση.
Όλ’ η ύπαρξη της Πεθυμιά, και Δόσιμο και Μύρο.
Και ώσπου τ' όνειρο άλυπο κι ανάλγητο να
σβήσει
γεμάτος είμαι απ’ αυτό κι εγώ και όλα γύρω.

Κι ας με καλεί με όλα της εκτός απ' τη μιλιά της,
Κι εγώ τη σάρκα ορέγοντας τη ροδαλή ας λιώνω-
κάποιος αναίτιος δισταγμός με κάνει στης
δροσάτης
της μυγδαλίτσας τους γλυκούς καρπούς να μην
απλώνω.

Νομίζω του ονείρου μου ξέρω τη σημασία.
Λόγο δεν έχω άλλονε κανέναν να ρωτήσω.
Αυτή η ανείπωτα γλυκιά, ονειρώδης παρουσία,
ειν' Ζωή που με καλεί πάνω της ν’ ασελγήσω.

75.

Άνθρωποι ρίξτε μια ματιά
τριγύρω σας και δείτε
όσα ο θεός απλόχερα
σας δίνει, και σκεφτείτε.

Λιμοί, σεισμοί, καταστροφές,
πείνα, κατολισθήσεις,
 αρρώστιες, πόνοι αβάσταγοι...
Κι αν κάτι θα ζητήσεις

που δε χωρούσε να σταθεί
 μέσα στο γύρω χώρο
ο θεός μες στην ανθρώπινη
ψυχή το 'δωσε δώρο.

Φόβος και άγχος μας κρατεί
κι απελπισιά μας δέρνει.
Της νύχτας τα φαντάσματα
τρων ό, τι η μέρα φέρνει.

Κακία, ψέμα κι αδικιά,
 βία, συκοφαντία,
μίσος και περιφρόνηση,
απάτη, προδοσία,

και ολ’ αυτά κι άλλα πολλά
η θεϊκή η κρίση
στον λογικό τον άνθρωπο
έχει σοφά χαρίσει.

Έτσι λοιπόν πρέπει και σεις
στους άλλους τους ανθρώπους
με του θεού να φέρεστε
τους ταιριαστούς τους τρόπους.

Δώστε μαχαίρι και φωτιά
σ' όποιον θα δείτε μπρος σας
και μη φροντίζετε άλλονε
παρά τον εαυτό σας.

Πολέμους κάντε φονικούς
 και κάθε εχθρό αφανίστε
κι ύστερα το μαχαίρι σας
στο φίλο σας γυρίστε.

Κλέψτε του αδύνατου το βίος
και πάρτε του απ' το στόμα
ό, τι με δάκρυ έβγαλε
και κόπους απ' το χώμα.

Λεφτά αποκτήσετε πολλά
κι όσα μπορείτε πλούτη
κι ας έχετε για είκοσι
ζωές όπως ετούτη.

Άνθρωποι πράττοντας αυτά
κι η ορμή αν δε σας λείψει
ο θεός που σας τα δίδαξε
γενναία θα σας αμείψει.

Όπως οι λύκοι ορμούν στ’ αρνιά
και σεις γινείτε λύκοι
αν θέτε να 'στε άτρωτοι
από τη Θεία Δίκη.


76.

Αυτό που η αίσθηση μόνο κρατεί
κι αδύνατο είναι τα λόγια να εκφράσουν
αυτό πρέπει ν 'ναι για ένα ποιητή
το ύψος που οι στίχοι του πρέπει να φτάσουν.
Κι ούτε είναι απαραίτητο θριαμβική
υφή ή ουσία να έχει το ποίημα.
Μα ειν' απαραίτητη η μουσική-
κι αυτό είναι πάντα το δύσκολο βήμα.


77.

THE RABBLE…: “LAERTES KING!...”

Μπορεί ένας δίκαιος βασιλιάς τη ζωή του ν'
αναλώσει
στην ευτυχία των πιστών, ως τους θωρεί, υπηκόων'
μα τέλος,  όπως πάντοτε, τα φίδια θενά νιώσει
να σφίγγουνε το σώμα του, σαν άλλος Λαοκόων.

Ακόμα κι αν στη χώρα του όλοι θα ευτυχούνε
πάντα απ’ αυτόνε το λαό θα βγει ένας εθνεγέρτης
κι οι άδικοι αλαλαγμοί στ' αυτιά του θ’ αντηχούνε:
"Λαέρτης! Λαέρτης βασιλιάς! Για βασιλιάς Λαέρτης!..."







78.
SUPERVISER ISABEL

Σε βλέπω αντίκρυ και κινώ να σ' ανταμώσω
μα ένας τοίχος αόρατος το δρόμο μου μού φράζει.
Κι είναι ψηλός και δυνατός φτιαγμένος τόσο
που κάθε μου προσπάθεια πάνω του πάντα σπάζει.

Και πιάνω εδώ πέτρες πολλές-μικρές συνήθειες
και πιάνω άσπρη άσβεστο-αυτές που 'χες γνωρίσει-
και πιάνω πρόκες παρεκεί-αγωνίες βύθιες
τσιμέντο απροσπέλαστο-κάτι άγνωστα μου μίση.

Κι ένα κομμάτι πιο σκληρό κι από ατσάλι-
οι προσδοκίες οι τρανές κι οι φαντασίες κι οι
πόθοι-
που όσες φορές κι αν ζήσουμε, πάλι και πάλι
καθείς με τρόπο απόλυτο ιδιαίτερα θα νιώθει.


ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ



79.

Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτε πάνω τους να τραβάει το μάτι
προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.

Ξένος προς ότι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει,
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει.

Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας,
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει,
ερείσματα όπου θέση δεν έχουν.

Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω,
Ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ ν’ αρθρώσω,
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
και, σαν άλλος εγώ, να σ' αγοράσω.






80.

Χτες τέτοια ώρα ήσουν εδώ.
Τα μάτια σου κοιτάζαν
τα μάτια μου, και τα ’καιγαν,
τα λιώναν και τα σφάζαν.

Καταλαβαίνεις βέβαια
πως χτες δεν εγινόταν
να σου μιλήσω. Ασφαλώς
αυτό θα το 'κανα όταν

σ’ έβρισκα μόνη, ή, το πολύ,
με μια σου φιλενάδα.
Αλλ’ από χτες που έφυγες
πάλι δε σε ξανάδα.

Κι ίσως να μη σε ξαναδώ.
Άλλα μου έλεγε όμως
καθώς τ’ αυτί σου έψαυε
 ο αλάθητός σου ώμος.

Άλλο μου βροντοφώναζαν
καθώς ηχούσαν τέλεια
τη χλαλοή σκεπάζοντας
τα πρόστυχα σου γέλια.    

Άλλα μηνύματα εχτές
μου 'στελνε το κορμί σου
τ' ώριμο αυτό κι αδάγκωτο
μήλο του παραδείσου.

Μ' άλλες μου λέγανε φωνές
τ' αναίσχυντα σου πόδια
πως είναι η στράτα που φρουρούν
ελεύτερη από 'μπόδια

Κι επιζητούσαν εύσαρκα,
με λιγωμένη αυθάδεια
όσα μες στ’ άδεια χέρια μου
φτεροκοπούσαν χάδια.

Κι όλη ακκιζόσουν, σειόσουνα,
τανυόσουνα, ελυγούσες,
λες και σ’ αόρατης χαράς
τα δίχτυα σπαρταρούσες.

,.,Σήμερα επερίμενα
να ξαναδώ στη θέση
που τώρα στέκεται κενή
το σώμα που μ' αρέσει.

Μα δεν το βλέπω και βαριά
με κυβερνάει μια ζάλη:
όπως εχτές μου το 'ταζες
κρίμα-δεν ήρθες πάλι.

Δεν ήρθες-λίγο η χαρά
θα λυπηθεί η καημένη'
δεν ήρθες-λίγο η λύπη μου
θα 'ναι πιο λυπημένη.



81.

(THE SUPERINTENDENT: EACH THEATER EXCELLANCY, IS BUILT FOR ONE PLAY AND ONE PLAY ONLY.)

Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.

Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.

Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.


82.

Όπως με μια μονάχα γέννηση
γεννάει πολύδυμα μια μήτρα,
από μεγάλη λεν μια έκρηξη
δημιουργήθηκε το σύμπαν.

Και με τεράστιες λεν, ταχύτητες,
απομακρύνονται αλλήλων
αστέρες νάνοι, αστέρες γίγαντες
και τα συστήματα των ήλιων.

Και στη ζωή τα ίδια γίνονται.  
Μετά τη γέννα τους, καθένα
τ' αδέρφια όλο απομακρύνονται
ώσπου μια μέρα να 'ναι ξένα.


83.

Δε θα ξανάρθω να σε δω
και ας το θέλω τόσο.
Την τελευταία εικόνα σου
δε θέλω να προδώσω.

Θέλω ως αυτήνε τη νυχτιά
σ' είδα να σε κρατήσω
όταν στα χρόνια που θα' ρθουν
γυρνά η μνήμη πίσω.

Πάνω στον σκούρο καναπέ.
πίσω μισογερμένη.
Σε κάμψη κνήμες και μηροί.
Γύρω τους κλειδωμένη

η ποθαγκάλη των χεριών.
Να διίστανται λιγάκι
οι θείες κνήμες, κι από κει
σα δροσερό ανθάκι

να ξεπροβάλει θριαμβικό
το τρυφερό σου αιδοίο
σπαργούν, αυθάδες, καφτερό
και σα βελούδο λείο.

Και με καλούσε ως με καλεί
στη μνήμη μου και τώρα
να τ' αλαφρώσω απ' τα βαριά
και ακριβά του δώρα.

Όχι, Δε θα 'ρθω να σε δω
και τ' όνειρο να σβήσει-
Η μνήμη ως 'κείνη τη βραδιά
Σ’  είδα θα σε κρατήσει.


84.

Το σάλι σου είναι ζωντανό
κι ερχότανε κοντά μου.
Κι ας μου ερχόταν ορφανό
ζέσταινε την καρδιά μου.
Κάθε μου 'λεγε νιο μυστικό σου
Μ’ αγαπούσε κι ας ήταν δικό σου.

Μου 'λεγε ποιόνε αγαπάς
πότε είσαι λυπημένη
πού κάθε βράδυ θε να πας
και ποιος σε περιμένει.
Και μαζί του όταν συ είχες φύγει
της μονάξας μας δέρναν τα ρίγη.

Μα τώρα μου 'φυγε κι αυτό
και μόνος μου θα μείνω.
Τώρα-για σένα τι κακό-
δε σ' αγαπά πια εκείνο.
Και ξεφεύγει απ' τους άσπρους σου ώμους
και μονάχο του παίρνει τους δρόμους.





ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι

ΑΤΙΤΛΑ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΑ



85.

Ωραία πουν’ η αγάπη μου γεμάτη καλοκαίρι!
Δεμάτι το κορμάκι της και δρέπανο το χέρι
κι ο λίβας της ανάσας της δε στέλνει κατά μένα
τα ολόχρυσα μαλλάκια της μα στάχυα μεστωμένα.

Τα ποδαράκια της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες.
Τα μπράτσα αξεσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες.
Κι ο κόρφος της-α! ο κόρφος της!-δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις μικρές πρωινές δροσοσταλίτσες.

Το φουστανάκι μια κολλά στο σώμα και με λιώνει
μια πλαταγίζει και πετά, μια πέφτει και διπλώνει-
βρε αγεράκι πονηρό τι πρόφαση ήβρες πάλι
για να χαρείς της θερινής κοπέλας μου τα κάλλη;..

Το κεφαλάκι της γυρνά και στα ουράνια νεύει'
βλέπει τον ήλιο και γελά, τ' αστέρια και χορεύει.
Τη βλέπει ο ήλιος και γελά και πιότερο φλογίζει
βλέπει να νταβραντίζεται κι ο πόθος τον ζαλίζει.

Στων λογισμών μου τα νερά, στου νου μου τ’ ακρογιάλια
στιλβώνει το κορίτσι μου τα κρύφια του τα οπάλια.
Εκεί βουτάει αποβραδίς και λούζεται το γιόμα
εκεί ομορφαίνει το καυτό και ρόδινό της στόμα.

Ωραία πουν' η αγάπη μου τώρα το καλοκαίρι!
Σαν σε μιαν έρμη εκκλησία το μοναχό αγιοκέρι.
Σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σα νύφη στολισμένη.
Ωραία πουν' η αγάπη μου στα θερινά ντυμένη!


86.

Τώρα που μέσα βρίσκομαι στη θέρμη και στην
κάψα
του θέρους, αν μου μίλαγε κανένας για το χιόνι
για νύχτες χειμωνιάτικες, για της βροχής την κλάψα,
αρρώστια κάποια του μυαλού  θα 'λεγα ότι τον ζώνει.

Θα 'λεγα πως μου μίλαγε για κάποιο παραμύθι
που η αρρωστημένη του έπλασε φαντασία,
ή που νεκρό τ' ανάσυρε απ' των καιρών τα βύθη
ώστε δεν κλείνει μέσα του καμία πια αξία.

Έτσι συμβαίνει και με σε. Προτού να σε γνωρίσω
δε ζούσα. Δεν υπήρξανε για μένα ώρες άλλες.
Ύπαρξη μου ειν' αδύνατο δίχως σου να νοήσω
 κι άλλες από τα δάκρια μου να υποθέσω στάλες.


87.

-Πουλί λαλείς και κελαδείς
για της αγάπης πάθη.
Μα έλα, ξέρεις να μου πεις
τι είναι η αγάπη;

-Ειν' εν' απότομο, βαθύ,
αγύριστο φαράγγι
μέσα όποιος έμπει θα χαθεί-
μαύρο τον τρώει κοράκι.


88.
 
Με ξεβαμμένο μπλε
και τσιγάρο στο στόμα,
γριά
κι αγαπιέσαι ακόμα.


 89.

Χτες βράδυ ο ύπνος δε μ' έπαιρνε,
στη σκέψη μου είχες χωθεί
Ο πόνος κοντά του με γύρευε
ολόκληρος του είχα δοθεί.

Επάνω σερνόμουν στο στρώμα μου
σαν κάποιος που κρίμα βαρύ
παιδεύει. Και ήταν το στρώμα μου
βαριά φυλακή τρομερή.

Και είναι αλήθεια-αμάρτησα.
Στο δείλι εχτές το μελί
τις πίκρες σου όλες τις άρτυσα
και δεν σου επήρα φιλί.


90.

Συ τρύπησες το χέρι σου στ' αγκάθια
το χέρι μου επόνεσε ευθύς.
Παθαίνω του κορμιού σου όλα τα πάθια
όπου είσαι κι όπου ήθελε βρεθείς.

Αλλ' αν είναι δικοί μου οι πόνοι σου όλοι
δεν είναι του κορμιού σου οι χαρές
θολώνεις της χαράς το περιβόλι
τις πίκρες σου μου δίνεις καθαρές.

Σε άλλονε χαρίζεις το φιλί σου
σε άλλον τις γλυκές σου τις ματιές
για κείνον οι χαρές του παραδείσου
της κόλασης για μένα οι φωτιές.