Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΙΑΤΟΠΟΥΛΑ
(Αμερική)
-Μικρή χωριατοπούλα απ’ το Μαϊάμι
γιατί σε τρίχινο ξαπλώνεις χράμι;
-To τρυφερό τρυπάει το κορμί μου
και κόβει τη φωτιά και την ορμή μου
κι αν λύσεις της ποδιάς μου το φιογκάκι
καυτό θα σου χαρίσω ένα φιλάκι
και μόνο να μου άγγιζες το χέρι
λαμπρό θα σου εχάριζα ένα αστέρι.
-Μικρή χωριατοπούλα γιατί τρέχεις;
γιατί ολόημερα στασό δεν έχεις;
-’ποσταίνοντας τις μέρες στα λαγκάδια
πιο ήρεμα διαβαίνουνε τα βράδια
κι αν έρθεις στη στιγμή θα σου χαρίσω
τ’ ωραίο το πουλί το παραδείσιο
και όλα θαν’ της Άνοιξης τα μύρα
δικά σου σα θα κρούσεις μου τη θύρα.
-Μικρούλα μου, άφησέ με να βοηθήσω
εγώ τα ξύλα σου να κουβαλήσω.
-Αψήφιστο αυτό μπροστά στο άλλο
τ’ αβάσταγο το βάρος-το μεγάλο.
κι αν λύτρωση από κείνο θα μου φέρεις
θα μάθεις μυστικά που δεν τα ξέρεις
κι αν λύσεις των μαλλιών μου τις πλεξίδες
τα χάδια θα σου δώσω που δεν είδες.
Ο ΑΤΥΧΟ
Είχε ανοίξει ένα μαγαζί
κι αυτό πήρε φωτιά. Μαζί
κάηκαν όλα τα λεφτά του
που είχε πάντοτε κοντά του.
Αυτό στα εικοσιδύο του.
Μετά πήρε απ’ το θείο του
δάνειο χιλιάδες εκατό
κι άνοιξε άλλο. Πάει κι αυτό.
Έπεσε έξω. Διόλου δουλειά.
Και το ’κλεισε. Ύστερα πουλιά
με κάποιον άλλον επουλούσε
όμως ο άλλος τον γελούσε.
Κάτι ψευτοεπαγγέλματα
κάτι ύποπτα μπερδέματα
εκαταπιάστηκε μετά
όμως δεν έβγαζε αρκετά.
Τώρα σαράντα ετών φυτοζωεί-
πώς να την πεις αυτή ζωή…
και μια κυρά που ’χε γνωρίσει
τώρα κι αυτή τον έχει αφήσει.
Ο κύκλος φαίνεται έκλεισε .
Λίγο νωρίς αλλά έκλεισε.
Άνοδο πλέον δεν καρτερεί
αυτό το άτυχο παιδί.
ΟΤΑΝ
Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς στ’ αυτιά σου να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή,
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι.
Για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.
Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.
Για δίκαιον μη μιλήσεις
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στην μάχην.
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν
που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.
Και ξέρεις δα οι νικητές τι εύκολα θυμώνουν.
ΤΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΜΟΥ
Τα κοστούμια μου όταν φεύγω
απ' το σπίτι κάθε μέρα
βγαίνουν έξω απ' τη ντουλάπα
για να πάρουνε αέρα.
Κάλτσες βάζουν και παπούτσια
τα πουκάμισα περνάνε
τις γραβάτες στο λαιμό τους
τις πολύχρωμες φοράνε
και αρχίζουνε να ζούνε
την αλλιώτικη ζωή τους
τη μακριά από τους ανθρώπους
τη σωστή κι αληθινή τους.
Δίχως φόβο, δίχως σκέψη
το τηλέφωνο σηκώνουν
προσκαλούνε κι άλλα ρούχα
και γελούν-και ξεφαντώνουν.
Και το σπίτι όλο αλλάζει
σε παράδεισο ενδυμάτων
και φωτίζονται όλα γύρω
με τη λάμψη των χρωμάτων.
Ζακετάκια, ταγιεράκια,
φουστανάκια και φουστίτσες
κι απαλά εσωρουχάκια
κι αραχνόφαντες καλτσίτσες
με κοστούμια και πουλόβερ
ταιριασμένα περπατούνε
αγκαλιάζονται, φιλιούνται
και ’λαφρώνουν… και πετούνε...
Και χαρά θωρείς να λάμπει
στα ωραία πρόσωπά τους
που για λίγο μόνον έστω
δεν ειν' άνθρωποι κοντά τους.
Μια στιγμή μόνο πριν έρθω
τα κοστούμια μου γυρίζουν
και σα διόλου να μη λείψαν
στις κρεμάστρες τους καθίζουν.
Δε γνωρίζουν ότι ξέρω
κι έτσι όπως τα κοιτάζω
με τους άλλους τους ανθρώπους
θα νομίζουν ότι μοιάζω.
Α! Να γίνω ας μπορούσα
ένα ρούχο ευτυχισμένο
ένα ρούχο όπως εκείνα
στην ντουλάπα κρεμασμένο!
Και οι άνθρωποι όταν φεύγουν
α! να ζω-κι αυτά μαζί μου-
τη ζωή κι εγώ την άλλη
τη σωστή κι αληθινή μου…
Μ' ΑΣΠΡΟ ΜΑΝΔΥΑ ΚΑΙ ΣΑΡΙΚΙ
(Για τον ιρανό Νεντ. Στην Αμερική)
Μ’ άσπρο μανδύα και σαρίκι
και με χρυσό ένα σκουλαρίκι
ο Μεντ σερβίρει τους πελάτες
χάμπουργκερ τσίλι και πατάτες.
Τόσο μακριά από τη πατρίδα
χωρίς χαρά χωρίς ελπίδα
α! ποια ζωή περνά θλιμμένη
και ποια θυμάται περασμένη…
Άραγε πόση πίκρα κρύβει
μες στις μερίδες που σερβίρει
ποιον ξεγελά πόνο κρυφό του
το ευγενικό χαμόγελό του...
Ποιος ήλιος τάχατε του λείπει
κι είναι χαμένος μες στη λύπη
και ποιο αργυρό κρατεί φεγγάρι
το γέλιο του όλο και τη χάρη;
Σοφέ θεέ όση κακία
κρύβεται μες στην ακακία
τόσο εντός σου κλείνεις μένος
για το ανθρώπινο το γένος.
Πόσο μισείς τα πλάσματά σου!
Σαν να μην ήτανε δικά σου
το θείο χέρι σου απλώνεις
και κάθε μέρα τα σκοτώνεις…
Η ΑΠΟΙΚΙΑ
Τίποτε απ’ όσα έπλασες Θεέ δεν έχει αλλάξει.
Με τ’ άγιο Μίσος σου οδηγό βαδίζει η ανθρωπότης
που το πλαισιώνουν όσα Συ έχεις σοφά διατάξει:
κακία, έχθρα, διαφθορά, υποκρισία, δολιότης.
Μισώντας πάντα εαυτούς αλλά κυρίως αλλήλους
οι άνθρωποι τρέχουν στης μικρής ζωής τον Μαραθώνιο
που έχει και ποιότητα και διάρκεια αδήλους
αλλά και μία σιγουριά-το Μίσος το Αιώνιο.
Με «αγάπης» ρούχα ντύνοντας το μίσος που κοχλάζει
ένας στον άλλο ρίχνονται με ζηλευτή μανία
κι ένας τον άλλο με τυφλή μανία κατασπαράζει:
είμαστε Θε μου μια πιστή του Μίσους Σου αποικία.
ΑΚΟΜΑ…
Σκυφτός ως περπατεί
καμιά φορά
τα μάτια του σηκώνει
και κοιτάζει τους ανθρώπους.
Δεν παραιτήθηκε ακόμα.
ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ
Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω,
επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως
αυτολυρίζω.
Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον
νεαροηχής.
Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις, ηχή
κλεψίχωλος, τετιγγώδης, δρύπτω
αύχημα, άτυμβος, βραχυβλαβής
συνοχμάζω.
ΣΤΥΛΙΑΝΉ ΑΝΤΩΝΊΟΥ
-Στυλιανή Αντωνίου.
Τι είναι αυτή η Στυλιανή Αντωνίου;
-Χριστός με Όπλο.
Πρόεδρος με Τσίπα.
Λαός Υπεύθυνος.
Τίμιος Πρωθυπουργός.
Ο Καθρέφτης του Μέλλοντός σου.
-Και, η Αντωνίου η Στυλιανή τι κάνει;
-Ξεπλένει την Ντροπή σου.
Μαθαίνει στα Παιδιά της Ανθρωπιάς το Δρόμο.
Ναρκοθετεί την Ύλη με Ιδέες.
Γράφει την Ιστορία όπως της πρέπει να γραφτεί.
-Ε και να κάνω τώρα τι
μ’ αυτή την Αντωνίου τη Στυλιανή;
-Να την υψώσεις Σημαία της Αξιοπρέπειάς σου.
Με Πανιά σου το Παράδειγμά της ν’ αρμενίσεις.
Ν’ ανάψεις στην Αγιοσύνη της Κερί τη Βουλή
και να της κάψεις Λιβάνι-Τσίκνα από των Πλούσιων τα Κορμιά.
Κι αν πάλι δε θα σηκωθείς Δούλε Λαέ,
τουλάχιστο σκυφτός έτσι όπως είσαι
στρέψε σ’ αυτή και ζήτα της συγνώμη
που πάλι τ’ Όνειδος διαλέγεις.
ΕΥΤΥΧΙΑ
Η ευτυχία είναι άπιαστο πουλί
πεζό
τρικάταρτο δε.
Ίχνη απροσδιόριστα αφήνει όπου αδιάβατα διαβαίνει.
Περιπολεί σε όρη αστείρευτα
σε θαλασσινά άνθη ανθεί
σε κόκκινες κορδέλες μαλλιών ατροφικών δένει
πρόσωπα παιδικά αγκαλιάζει
με χέρια ολάσπρα και αξεδιάλυτα.
Ιππεύει καλοκαιρινές φεγγαραχτίδες
και πόρπες χρυσών λυμένων ζωνών`
διαστέλλει φανταστικές ονειροπολήσεις
και κόρες γαλανών ματιών ιριδίζουσες.
Προκαλούσα, συμπτύσσει και εκπτύσσει
σκέλη άτριχα.
Καμιά φορά πετιέται με το κομμένο νύχι.
Η ευτυχία είναι μία σαρκαστική αντιλόπη
ασπαίρουσα κάτω από το ανοιχτό
πλησιάζον στόμα πεινώντος λέοντος.
Η ευτυχία είναι κώδων ηχών κάτω από
εκατόν πενήντα τρία βαμβακερά
στιλπνά στρώματα.
Στο πάτωμα έρπει
ανεβαίνει στα μισάνοιχτα συρτάρια
και χώνεται μέσα στα κρύα εσώρουχα`
φεύγει λίγο πριν αυτά φορεθούν.
Σε αδιάφθορα πελάγη
αδιάφθορη και κενή ταξιδεύει
αναμεσίς αφρού και πρώτου κύματος.
Στου ευκαλύπτου τη ρίζα γαντζώνεται
και προχωρεί μαζί της
μέχρι το υπόγειο νάμα.
Στο χι της χαράς σταυρώνεται
εξιλαστήριο θύμα απρόθυμο.
Τις ανταύγειες των πρωτομαγιάτικων ρόδων έλκουσα
πλαταίνει τα όρια του ιλαρού σύμπαντος
και μέσα του ανέμελα τριγυρνά.
Η ευτυχία
ερημική εκκλησιά που αιωρείται
πάνω από βωμούς αταίριαστους
και ασύδοτα ιερά.
Η ευτυχία
ατέρμων κοχλίας παραπλανητικός.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439
"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!
Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.
Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;
Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..
Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".
ΦΕΓΓΑΡΙ…
Φεγγάρι
Μια μπλούζα της δώσε μου μόνο.
Να βάλω μέσα τις γροθιές μου
Να τις δαγκώνω ως να ματώσουν.
ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι
και "όχι" ,μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις
μας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα'
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις-
εκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο θάνατος σεργιανάει κάθε ημέρα
στην αυλή του σπιτιού του
που εμείς χαρούμενοι γη ονομάζουμε.
Τα χιλιοτραγουδημένα του μονοπάτια
άνθρωποι που δεν τα γνωρίζουν
τα τραγούδησαν.
Εύκολο αυτό είναι γιατί ό,τι δεις
ο ίδιος ο θάνατος θα είναι.
Ό,τι κι αν δεις.
Όλα θάνατος είναι.
Τα δέντρα, οι υποσχέσεις, τα
φιλοδωρήματα, τα θεατρικά έργα,
οι εκδρομές σε σκιασμένα άλση με κρήνες μαρμάρινες.
Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι αισθάνεσαι,
ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΕΣ
Ένας σπασμένος ήχος είναι ο κόσμος
απ’ της συμπαντικής συμφωνίας τη μελωδία.
Ντυμένη τον ήλιο,
μόνο η ψυχή
κομμάτι της καθάριο είναι.
Την Αλήθεια αυτή μόνο
να τη γνωρίσει μπορεί, και μαζί της
αδιάσπαστα να ενωθεί.
Το σώμα να ελπίζει μόνο δύναται
να σμίξει την καρδιά του με μι' άλληνε καρδιά,
και οι δυο τους
αταίριαστες
έτσι να μένουν.
ΜΑΣ ΧΑΝΕΙ
Κατά πως θέλουν οι αδένες μας ,
τρέμουμε σα θα δούμε θηλυκό.
Κατά πως θέλει η κοινωνία
δίπλα μας τις γυναίκες τις κρατεί.
Κατά πως θέλει η φύση
Ο έρως ο ανεκπλήρωτος μάς χάνει.
Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΣΠΥΡΟΣ
Ερπετό που ξέφυγε απ' την Ιουράσιο
και μυαλό έχει λιγοστό και μασά σανό
κι ένα πρόχειρο έφτιαξε ξύλινο εργοστάσιο
κι ανεπίπλωτο έστησε σπίτι σε βουνό.
Και απάνου χέστηκε στα στρεβλά του πόδια
γιατί κάθε Σάββατο σπίτι κουβαλεί
σαν και κείνονε φυτά, σαν και κείνον βόδια
να 'χει ολοβδόμαδα συντροφιά καλή.
Μες στο λιλιπούτειο του άθλιο μετερίζι
τη σημαία μιας δύναμης ύψωσε κενής
κι υπηκόους του κράτους του όλους τους νομίζει
όμως δνε νομίζει αυτόν άρχοντα κανείς.
Αλλ' αυτός-ψώνιο γερό-κάτω δεν το βάζει-
στην κορφή του κοτετσιού πάει κι από κει
το λειρί του σείοντας κικιρί φωνάζει
κι αφού άλλο δεν μπορεί κάνει κριτική.
Τη μικρόνοια μόνη του έχοντας παρέα
όλα με το μέτρο της το αχαμνό μετρά
κι όσα έχει άσχημα τα θαρρεί ωραία
και δικό του γέννημα όλα τα φερτά.
Καμαρώστε τον! Ιδού! Από τη δουλειά του
βιαστικός στο σπίτι του πάντοτε τραβά
και βαφτίζει αρμοστά κι ίσια όσα κοντά του
κουβαλεί ανάρμοστα και κρατεί στραβά
ΕΝΑ «ΓΕΙΑ ΣΟΥ»...
Και τι να σου ’λεγα για μένα
που δεν γνωρίζεις;
Όλα στα μάτια μου ειν’ γραμμένα
που συ ορίζεις.
Με τι άλλο ν’ άγγιζα τ’ αυτιά σου;
όλα τ’ ακούνε-
μες σ΄ ένα ολόπικρό μου «γειά σου»
όλα μου ηχούνε.
Μονάχα να σου ψιθυρίσω
λόγια έχω χίλια
στ’ αυτί σου όταν θ’ ακραγγίσω
τα δυο μου χείλια.
Αυτό! Ποτάμια όχι μεγάλα
που όλα πνίγουν
μα νερο-άχνες, στάλα στάλα
τρύπες που ανοίγουν!
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά.
Μέσα κανείς δε θα ’δει.
Ο σκύλος έξω ας αλυχτά
μέσα τ' αηδόνι ας άδει.
Έξω σκοτάδια είναι πηχτά
κι εδώ το φως πλαντάζει'
μ’ ασ’ τα παράθυρα ανοιχτά
κανείς δε μας κοιτάζει.
Οι άνθρωποι είναι βιαστικοί
και δεν τους μένει ώρα
ν’ αργοπορούν εδώ κι εκεί
με φώτα χρονοβόρα.
Άνοιξε διάπλατα λοιπόν.
Το σαρκοβόρο σμάρι
έξω ας βοά μαύρων γυπών,
ας λάμνουν μέσα γλάροι.
Έργα έχουν άλλα, σοβαρά
οι άνθρωποι να πράξουν-
’σύχασε΄ ούτε μια φορά
εδώ δε θα κοιτάξουν.
Στο τέλος κάποιος κι αν δειλά
το βλέμμα εδώ γυρίσει
κι ό,τι να δει, ξέρεις καλά
πως δεν θα εννοήσει.
ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΦΙΛΙΩΝ
Παρέλαση φιλιών.
Το δικό σου πρώτο.
Σημαιοφόρος.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ-ΖΩΗ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ ΔΥΟ
Γυναίκες κι άντρες όλο ζωή και σφρίγος, για χρόνια
στου σινεμά μέσα γυρνάνε τα στενά,
και μόνο μια στιγμή μετά από τόσες, ξάφνω,
στέκουν ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλονε στα μάτια.
Και πια, πάει, αγαπηθήκανε.
Τι πράγμα άγνωστο ο έρωτας
στους σκηνοθέτες είναι! Και με τι ψέματα
φορτώνουν τη Ζωή και την ντροπιάζουν!
Ενώ Αυτή, η Ζωή, ο Μέγας Σκηνοθέτης, Αυτή,
που άντρα και γυναίκα έχει γεννήσει, ξέρει πως άλλο εκείνοι
δεν σκέφτονται κάθε στιγμή,
από την πρώτη που θα ιδωθούνε,
παρά πώς, ένας μες στον άλλο θα βρεθούν, και πώς,
πάνω στο καταπράσινο της γης το λάγνο στρώμα,
θα χτυπηθούν, θα ρικνωθούν και θα πεθάνουν, ώσπου,
όσο πιο γρήγορα μπορούν,
ν' αναστηθούν,
και το παιχνίδι τους να ξαναρχίσουν.
ΟΥΤΕ ΔΩΡΟ
Τόσο ανάξιος έμπορος ήταν αυτός λοιπόν
που δεν επάτησε ποτέ κανείς στο μαγαζί του
και το μεγάλο απόθεμα των τόσων υλικών
ακόμα ακέριο κι άθικτο μένει στην κατοχή του.
Τόσο αδέξια ήτανε η δική του τακτική
και τόσο διέφερε πολύ από αυτήν των άλλων
που όλοι προτιμούσανε και πήγαιναν εκεί
και αδιστάκτως μάλιστα και αυθορμήτως μάλλον.
Τόσο δεν ήθελε λοιπόν κοντά κανείς να ’ρθει
στο χώρο που είχε όλη του απλώσει την πραμάτεια
κι όταν την άπλωσε ήτανε σαν λούλουδο που ανθεί
και τώρα βάζο αλάβαστρο που κείτεται κομμάτια.
Και τώρα που αποφάσισε να δώσει δωρεάν
τα πλούτη που αδιάθετα του πιάνουνε το χώρο
στο κάλεσμά του οι άνθρωποι φεύγουνε ως εάν
από αυτόν δεν θέλουνε να πάρουν ούτε δώρο.
ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΠΡΩΗΝ ΕΡΑΣΤΡΙΩΝ
Εμείς που επεράσαμε
και αφήσαμε στα χείλη τους επάνω την αγάπη
δε λένε ούτε τ’ όνομά μας οι ποιητές.
Τέλος και μέση και αρχή εμείς των τραγουδιών τους.
Εμείς τις λέξεις τους φυτέψαμε στο στόμα
και στην ψυχή τους το ιερό το μάντεμα.
Κι όμως εμείς μες στα τραγούδια τους
εγίναμε η γυναίκα
και όχι η Έλλη κι η Ηρώ κι η Θωμαϊς.
Μέσα απ’ τα χείλια τους-
μέσα από της πέννας τους την άκρη
η φλόγα βγαίνει του ερωτά μας.
Σε κάθε στίχο μέσα των ποιημάτων τους
κραυγές που εμείς αφήσαμε πλαντούνε.
Και τα τριξίματα των κρεβατιών
τα επίσημα τους ντύνονται τα ρούχα
και μελωδικά τώρα ηχούν.
Ό, τι κι αν γράφετε ποιητές
είναι η αγάπη που σας δώσαμε
και που με κάθε νέο σας ποίημα,
σαν σκυτάλη
στον εραστή μας τον επόμενο περνά.
ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ
Εβγήκα στις κορφές
που φέγγουνε λαμπρές
χαρές χρυσοντυμένες.
Τις φώναξα μα αυτές
λες ήτανε κουφές
δεν ήρθαν οι καημένες.
Επήγα στη φωλιά
που στήνουν τα πουλιά
του πιο ψηλού του κλώνου.
Γεμάτη με φιλιά
εβρήκα μια αγκαλιά
κι αυτή ήτανε του πόνου.
SUNFLOWERS, MUNICH,
NOUE PINAKOTEK
(Van Gogh)
Ποιος μας ζωγράφισε πικρός ζωγράφος
κι είναι τα φύλλα μας κιτρινισμένα
κι έτσι κειτόμαστε σαν πεθαμένα
κι είναι το βάζο μας πικρό σαν τάφος;
Εμάς που στρέφαμε τα πρόσωπά μας
στο μέγα του ήλιου πυρρό στεφάνι
τώρα ένα μαύρο πικρό μελάνι
κλέβει το γέλιο μας και τη χαρά μας.
Μα ο μεγάλος μας καημός και θλίψη
είναι για σένα ζωγράφε-πλάστη:
σ’ αυτόν που έτσι μας εφαντάστη
θα έχουν κι έρωτας κι αγάπη λείψει.
ΦΙΛΟΙ ΚΙ ΕΡΑΣΤΕΣ
Αν μου ζητούσες να σε πάω στο φεγγάρι
εύκολο θα ‘ταν και θα σου ‘κανα τη χάρη.
Μα συ καλή μου μού ζητάς να κάνω απ’ το κρασί σταφύλι:
οι φίλοι γίνονται εραστές, μα οι εραστές να γίνουν φίλοι…
ΜΙΣΗΤΑ
Δωμάτια μισητά των κοριτσιών
που όταν μέσα τους εκείνα μπουν
κι όταν την πόρτα πίσω τους θα κλείσουν
αφήνουν ορφανή την οικουμένη...
Μέσα εκεί το Μέγα Μυστικό κλειέται μαζί τους.
Μέσα εκεί
μωράκια ακόμα ηδονικά
βομβίζουν τα φιλιά του μέλλοντός τους..
Μέσα εκεί-
στων συρταριών τ' ανάκατα τα ρούχα-
φωλιάζει ό,τι ζωή κι απαντοχή μας είναι:
το ανυπόμονο του πόθου
και του γλυκού χαδιού η προσμονή.
Έξω από τα δωμάτια έχουν μείνει μόνο
Η παγωνιά η νύχτα και ο θάνατος.
Κι όταν την πόρτα ανοίξουνε
και πάλι βγουν
τότε δειλά το φως ξαναπροβάλλει
φέγγοντας πλέρια μόνο σα θα γίνει φανερό
πως τα κορίτσια μέσα εκεί
θ' αργήσουν να ξανάμπουν.
ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ
Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν.
Δε θα ’τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το ’σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.
Και όχι πολυτέλειες. Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι.
Λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το ’ντυνε και με χαρτί
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).
Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δε θ’ ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ
-Τα κορίτσια.
-Τι;
-Τα κορίτσια.
-Τι τα κορίτσια;
-Τι τι τα κορίτσια;
-Είπες τα κορίτσια-τι τα κορίτσια;
-Είναι. Αυτά.
-Τι είναι;
-Κορίτσια.
-Σε ρώτησα για τη χτεσινή νεροποντή…
-Ναι.
-… πού ήσουνα όταν είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
-Ναι.
-Λοιπόν;
-Τα κορίτσια.
-Τα κορίτσια;..
-Ναι.
-Από πότε, πού, πώς, γιατί έτσι;
-Από πάντα και για πάντα, εδώ και παντού και με όποιον τρόπο ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς
-Τα κορίτσια;
-Τα κορίτσια.
-Μόνον αυτά;
-Μόνον αυτά.
-Τα κορίτσια!
-Ναι.
Η ΒΟΥΛΓΑΡΑ ΛΙΝΤΙΑ
Σε τάξη ποια του έρωτα επήγες
κι όπως αυτά μαθήματα επήρες
θεοκλεισμένο να κρατείς το μάτι
καθώς ποθοκυλιέσαι στο κρεβάτι;
Σε ηδονής ποιας πήγες το σχολείο
κι όταν τα πόδια σου ανοι’ς τα δύο
βυθίζεσαι και πάω κι εγώ μαζί σου
σε μιας τόσο γλυκιάς τα βάθη αβύσσου;
Ήλιου ποιανού η φλόγα σε τυλίγει
κι η θέρμη του-κι η θέρμη σου, σε πνίγει;
…Και άραγε κατάρα ποια βαραίνει
στη μοίρα πάνω καποιανών ανθρώπων
και αύριο θα βρίσκεσαι κλεισμένη
στα κρύα χέρια, ξένων, άλλων τόπων;
(Λος Άντζελες 1995)
ΕΞΗ ΓΑΤΑΚΙΑ
Έξη γατάκια παιχνιδιάρικα.
Να τα! Μπροστά μου!
Έξη κουκλίστικα μικρά γατάκια
στο λιόλουστο πρωινό!
Χιονάτο τρίχωμα με μαύρες βούλες!
Παίζουν τριγύρω απ’ τη μητέρα τους τόνα με τάλλο!
Ένα ζωγράφο γρήγορα!
Για το Θεό ένα ζωγράφο!
Όχι;
Μια κάμερα έστω;
Μιά κάμερα!
Ούτε;..
Ε καλά.
Είδα σήμερα πρωί κάτι γατάκια.
ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439
"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!
Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.
Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;
Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν... και συσκεφτόμασταν…
(κουράστηκα στο τέλος).
Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχτήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν..
Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ’ τους παλιο-Λατίνους".
«ΕΛΛΑΔΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΣΟΥ ΗΛΙΟΣ ΑΛΛΟΥ ΔΕ ΛΑΜΠΕΙ…»
«Ελλάδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει…»
Σε περασμένους χρόνους, σε καιρούς αλλοτινούς,
σε μια άλλη γη,
ίσως υπήρχε μία χώρα που την έλεγαν Ελλάδα.
Μα πόσο μακριά από δω; Ποιος ξέρει...
Και πόσο πέρα από το τώρα...
Και επαράδωσε σε μας ο μύθος
αυτή την αίσθηση πατρίδας
φανταστική κι απόκοσμη,
άοσμη και φευγάτη.
Ίσως.
Σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πιστεύουμε στους μύθους.
Σα μύθο τη δεχόμαστε και μεις
που δεν πτοούμαστε από μύθους.
Σε περασμένα χρόνια
σε καιρούς αλλοτινούς
λέγεται ότι ζούσαν άνθρωποι εκεί,
που ήσαν φίλοι μας, γνωστοί μας.
Και λέγεται ότι ακόμα υπάρχουνε και ότι
τάχα
μας αγαπάνε και μας σκέφτονται ακόμα.
Μα ξέρουμε ότι αυτά είναι παραμύθια.
Πως τέτοια χώρα δεν υπάρχει
πως είναι μόνο ένα όνειρο.
Ένα κενό στη φαντασία που πληρώνεται
αυτόματα
με υπολείμματα συμπαντικών αντιπόδων.
Κι οι άνθρωποι του είναι κούφια πλάσματα,
εικόνες απρόσωπες,
πλάσματα ανύπαρκτα, υποθετικά,
καθένας τους μια ατέλεια και μια έλλειψη.
Εμείς τουλάχιστον
δεν ξέρουμε καμιά Ελλάδα
και βέβαια ποτέ δεν ήμασταν εκεί
ούτε και φύγαμε απ’ αυτήν
για να 'ρθουμε εδώ. Εμείς
εδώ πάντοτε ζούσαμε
και ζούμε.
(Λος Άντζελες-Καλιφόρνια)
ΣΑΝ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Σαν μια κραυγή
Σαν μια στιγμή
Που ο χάρος τη βαραίνει
Σε φτωχική μια κλινική
Που λένε καρδιολογική
Θα σβήσουμε θλιμμένοι.
Κάποια αδελφή
Αυταρχική
Με μας και μ’ όλα ξένη
Θα μας σκεπάσει βιαστική
Καθώς θα τρέχει εδώ και κεί
Κατάκοπη η καημένη.
Κι ένας θεός
Που στοργικός
Με μας ως τώρα εδείχτη,
Την άλλη μέρα, στοργικά
Τα πλάσματά του όταν μετρά,
Θα γράψει: «μείον ένα».
ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΟ ΠΑΓΩΤΟ-ΔΩΡΟ
ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΗΣ ΓΙΩΤΑΣ
Το παγωτό που μου ’χεις δώσει Γιώτα
Τα παγωτά μου θύμισε τα πρώτα
Που μου ’παιρνε ο παππούς μου
Και μου ’φευγε ο νους μου.
Κι ωραίο έτσι που το ’χεις ζωγραφίσει
Για χρόνια και για χρόνια θα κρατήσει-
Ποτέ του δε θα λιώσει
Ποτέ δε θα τελειώσει.
Κι όλους ενώ το παγωτό παγώνει,
Το παγωτό σου αντί να με κρυώνει
Το αντίθετο συμβαίνει:
Μυστήριο: με ζεσταίνει!..
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΖΑΪΡΑΣ,
ΤΟΥ ΣΚΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΝΕΛΛΗΣ
Ως τον δρόμο της ζωής σου ετραβούσες
μαχαιριά του θανάτου στον κλείνει.
Και ξερόφυλλα εκεί όπου ανθούσες.
Και χαρά όπου σκόρπαες, οδύνη.
Ζωντανή λαμπερή και δροσάτη,
και ξυπνή και καλή κι όλη χάρη,
κάθε ανθρώπινο έτερπες μάτι
σε Τολό, Ίρια, Ασίνη, Βιβάρι.
Και στιγμή ούτε μια δεν στεκόσουν-
μόνο έτρεχες όλο, πηδούσες...
Κι όλος ήταν ο κόσμος δικός σου.
Κι αθωότητα εντός του σκορπούσες.
Μα ως τίποτα ωραίο δεν πεθαίνει
μόνο αχάλαστο στέκει απ’ τον Χρόνο
και για πάντα η ιδέα του μένει
καθώς άνθος σ’ αχάλαστον κλώνο,
έτσι εσύ σ’ άλλη τώρα μια Πλάση,
ζωντανή πιο από πριν, τριγυρίζεις.
Και πια τίποτα δε θα χαλάσει
τη ζωή που εκεί πέρα γνωρίζεις.
Με αγάπη και συ μας θυμάσαι.
Και τη Νέλλη πιο πάνω απ’ όλους,
μακριά που σε δίδαξε να ’σαι
από μίση, κακίες και δόλους.
Κι απ’ όπου είσαι, ανεξίκακο πλάσμα,
Γεφυρώνετε εσύ και η Νέλλη
Των δυο κόσμων σας το άπονο χάσμα
Με αγάπης αμάραντα βέλη.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΝΙΑΧΡΟΝΗΣ ΣΑΡΑΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΒΙ
Α! Η Σάρα μου τον Έβι
τι τρελά που τον λατρεύει!
Και κοντά του όλο πώς πάει!
Και γλυκά πώς του μιλάει!..
Το χεράκι της απλώνει
τα μαλλιά του ανακατώνει
σα λουκούμι τον κοιτάζει
κι όλο του μιλάει με νάζι.
Αχ! Βρε Σάρα πονηρούλα
πεταχτή και νοστιμούλα
τόσο είσαι ερωτευμένη,
που αδυνάτισες καημένη.
Τέτοιου έρωτα λαχτάρα
πώς και σου ’ρθε μωρέ Σάρα-
τέτοια αγάπη παλαβή
τάχα πού την έχεις βρει;
Και να! γέλια και χαδάκια,
να! γλυκούτσικα φιλάκια,
να λογάκια ερωτικά
να! γλυκούλια μυστικά.
Βρε γλυκούτσικο Σαράκι
κάνε κράτει λιγουλάκι
γιατ’ οι άλλοι σε ζηλεύουν
και φιλιά κι αυτοί γυρεύουν.
Αχ! βρε όμορφο κουκλάκι!
σαν γλυκόπετο πουλάκι,
μη σε μια εσύ αγκαλιά
μοναχά χτίζεις φωλιά,
γιατί όση η Φύση γλύκα
σου εχάρισε για προίκα
τη ζητούν κι άλλοι πολλοί-
κάθε αγόρι και φιλί.
ΚΡΙΣΙΣ ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
ΛΟΓΩ ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Δεν είμαι από τον κόσμο σας. Πάνω μου εξουσία
φασιστικά κοπρόσκυλα δεν έχετε καμία.
Δεν είμαι από τον κόσμο σας. Άλλος με κρίνει εμένα.
Κάθε σας κίνηση για με πηγαίνει στα χαμένα.
Μ’ έμπλεξε στο σινάφι σας-στα βρόχια τα φριχτά σας
η φτώχεια που την έφτιαξαν τα χέρια τα δικά σας.
Μα η ψυχή και το μυαλό που ελπίζατε να γίνει
δικό σας όργανο, σκοινί, εγίνη που σας πνίγει.
Εγώ κρατώ απ’ του βοριά τ’ αγριεμένο κύμα
εσείς ψοφίμια που ’χετε το πόδι σας στο μνήμα.
Εγώ κρατώ απ’ τη Φωτιά κι απ’ τη Μεγάλη Ελπίδα
εσάς φριχτά σας ξεγελά η όποια καταιγίδα.
Στο Σύστημα του Μέλλοντος-στο Σύστημα του Αεί
το κτίσμα σας σαν άθυρμα πανάθλιο θα καεί.
Κι εγώ το Καίον Σύστημα! -κι εγώ το Μέλλον!-νάμαι!-
εγώ που τώρα στα λερά τα πόδια σας κοιμάμαι.
Και ο θεός μου που βαθιά κατέχει την Τελειότητα
δε θα σας κρίνει όπως εσείς εμέ «κατ’ αρχαιότητα»,
παρά, αφού εφ’ ενός ζυγού-ο Μαρξ- θα σας στοιχίσει
πάνω στα γλοιώδη μούτρα σας «κατ’ εκλογήν» θα φτύσει.
POUR UNE SEULE
LE SURINTENDANT : En fait, chaque théâtre n' est bâti que pour une seule pièce, et le seul secret de sa direction est de découvrir laquelle.
(JEAN GIRAUDOUX, ONDINE, ACTE 2, SCÈNE 1)
Κάθε δεντρί για ένα ειν' άνθος.
Κάθε κορμί για μια φωτιά.
Κάθε ψυχή για ένα πάθος.
Για έναν μόνον η πρωτιά.
Για ένα στόλισμα η γιρλάντα
για ένα αγρίμι η μονιά
για έναν Δόγη η Ινφάντα
για ένα λεφτό η νια χρονιά.
Γι ένα σύννεφο το δείλι
για ένα δάκρυο η αυγή
για ένα φίλημα τα χείλη
για ένα αντίο το πρωί.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Παραλία του Β. Πήγα για φράπες.
Κλειστό το μαγαζί.
Ανοίγει στις τέσσερες το απόγεμα.
Μόνος πώς να περιμένεις;
Μία σύντροφος κάνει τη ζωή υποφερτή.
Επειδή σύντροφος δεν υπάρχει γι αυτό είναι η ζωή μου ανυπόφορη.
Στην θάλασσα δίπλα μια γύφτισσα τηγάνιζε ψάρια.
Δίπλα της καθιστός ο άντρας της περιμένοντας.
Κοντά τους το φορτηγό αυτοκίνητο γεμάτο με πιθάρια και γλάστρες με φυτά-το εμπόρευμα.
Τμήμα του εσωτερικού του αυτοκινήτου το σπίτι τους.
Κάτι σαν τροχόσπιτο.
Πήγα στη δουλειά μου.
Όταν γύρισα είχαν αποφάει.
Η γυναίκα έπλενε τα πιάτα ενώ ο άντρας είχε ξαπλώσει στο παγκάκι της παραλίας κοιτάζοντάς την.
Ζήλεψα.
Η ΧΑΖΟΓΙΑΓΙΑ
Ξέρω μια χαζογιαγιά
Που ψυχή της και καρδιά
Της τις πήραν τα ’γγονάκια-
Δυο νιογέννητα μωράκια.
Και της πήρανε μαζί
Κάθε ώρα και στιγμή
Που ’μεναν απ' τις τρεχάλες
Τις μικρές και τις μεγάλες.
Κι έτσι τώρα όλο γυρνά
Και τη ζήση της περνά
Με τα ’γγόνια της παρέα-
Με τα κόσκινα τα νέα.
Τ’ αγκαλιάζει, τα φιλά
Τους γελάει, τους μιλά
Κάθε τόσο τα ζυγίζει
Τα νταντεύει, τα ταϊζει.
Και τ’ αλλάζει όταν βραχούν,
Τα προσέχει μην ξυστούν
Κι αφού λάμπουν, τα κοιτάζει…
Τα βουτά… τα ξαναλλάζει!
Μες στην κούνια σα θα δει
Κοιμισμένο το παιδί
πλησιάζει και ’ξετάζει
Μη η κουβέρτα το πειράζει.
«Μια γκριμάτσα κάνει; Να!
Το παιδί μάλλον πονά.
Το ποδάκι του απλώνει;
Βαρύ θα ’ναι το σεντόνι.
Γιατί τώρα ξαφνικά
Πήρε ανάσα δυνατά;
Γιατί τώρα το κεφάλι
Δεξιά το στρέφει πάλι;»
Και με το φακό κοιτά
Μια σκονίτσα που πετά-
Στον αέρα τηνε πιάνει
Κι έξω ανοί’ και τήνε βγάνει.
Ερχεται μετά η σειρά
Για του μπάνιου τη χαρά
Και πλιτς πλατς αβρά σαπούνια
Και λαδάκια και ματζούνια.
Και αφού τα πλένει μια
Πάλι πλύσιμο ξανά
Κι άντε πάλι το μαλλάκι
Να το κάνει κοκοράκι.
Αχ! Μωρέ γιαγιά χαζή
Με μυαλό ούτε καν γκρι
Κι άλλες έχουν εγγονάκια
Που ’χουν μάτια και χεράκια,
Μα στα μάτια δεν κοιτούν
Τα παιδάκια-τι να δουν;-
Και του εγγονού το χέρι
Μόνιμο δεν κάνουν ταίρι.
Α! Μωρέ χαζογιαγιά!
Να τα χαίρεσαι Με γεια!
Μα τα ’γγόνια σου θ’ αντρέψουν
Και χωρίς να σε παιδέψουν.
Α! Μωρέ χαζογιαγιά!
λίγη φύλαξε μαγιά
γιατί κι άλλα 'γγόνια ερχόνται
Και να μην παραπονιόνται…
ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ
Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού
θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού.
Πρέπει να είναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.
ΣΙΓΟΥΡΙΑ
Από του πάνω χείλους τη διπλή γραμμή
Και το εξέχον προχειλίδιο
Κι από άνοιγόκλεισμα ανεπαίσθητο ένα
Των δυό ματιών της κάθε τόσο
Φαίνεται το φιλήδονο αυτής της πόρνης.
Αμίλητη
Απείραχτη απ’ τα γύρω
Ανέγγιχτη απ’ τα μέσα και τα εσώτερα
Και σταθερά προφυλαγμένη από τους άπειρους εμάς
Μέσα στην κυνικότητά της,
Ολων τα βλέμματα επιζητεί και έχει
Χωρίς αυτή κανέναν να προσέχει.
ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΑΜΑΞΙ
(«ΛΟΓΙΑ»-Λος Άντζελες 1992)
Επειδή δεν το υποφέρω
Για τ’ εμέ να ξαγρυπνάτε
Κι εναγώνια: "βρήκε τάχα
Ή δε βρήκε;" να ρωτάτε,
Σας πληροφορώ αμέσως
Πως αμάξι έχω βρει.
Και, για όσους δεν πιστεύουν
Να κι η απόδειξη γραφτή:
Το καινούργιο μου αμάξι
Είναι πια πραγματικότης.
Κι είναι κούκλα μέσα κι έξω
Κι η γραμμή του είναι πρώτης.
Κι αλλαγή μία μεγάλη
Στη ζωή μου έχει έρθει
Κι όλον τώρα με κατέχει
Μιά λαχτάρα και μια μέθη.
Πια δεν τρέμω μήπως φρένο
Σαν πατήσω δε θα πιάσει.
Δε φοβάμαι μη ενώ τρέχω
Το ψυγείο μου διψάσει.
Δε θα σταματάει τώρα
Όποτε θελήσει εκείνο
Και θ' αρχίζει όταν τ’ αρχίζω
Και θα σβήνει όταν το σβήνω.
Κι ούτε όταν μπρος το βάζω
θα πηγαίνει δώθε κείθε
Σαν εν δράσει Καζανόβας
Ή ο ΒΙG ΟΝΕ λες κι ήρθε.
Κι αν και μες σ’ αυτό αέρα
Δε θα έχω εγώ βουνήσιο,
Ομως δε θα σκάω κιόλας
Γιατί θάχω αιρ-κοντίσιο’.
Δε θα κάνω κάθε μέρα
Πόλεμο με το τιμόνι-
ΚουΚουΕ ενώ το θέλω
Δεξιά να μου δηλώνει.
Κι ασφαλώς θα ξέρω πλέον
Δίχως άργητα κι ανέτως
Οτι όλες οι γυναίκες
Μέσα του θα μπουν εφέτος
Λοιπόν παύω να διαβάζω,
Στα γραφτά μου φρένο βάζω,
Και το γκάζι μου πατάω
Και αρχίζω να γυρνάω.
ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ
Και θα πεθάνουμε.
Και η μνήμη μας θα ζει.
Και θα γυρνάει πάνω από τη γη
όπως η ανάσα του μωρού πάνω απ’ το στήθος της μητέρας.
Και θα γυρνάει στα μέρη που αφήσαμε
Και θα γυρνάει στα μέρη που εκλάψαμε
Και θα γυρνάει στα μέρη που μισήσαμε-
Στ’ αγαπημένα μέρη-
Και θα γυρνάει στα τροφαντά της γης τα μέρη
Τα στέρια και χειροπιαστά κι ακέρια
Και θα γυρνάει στης γης τις ομορφιές-Στης γης τους πόθους-
Με ανέλπιδα τα κοφτερά της δόντια πια
Και με τα νύχια της με ξεραμένα αίματα γεμάτα.
Σαν το ζητιάνο δίχως το δισάκκι του θα τριγυρνάει στα αισθητά τα μέρη.
Και κάποτε,
Όταν με των καιρών το γύρισμα
Θ’ αφανιστεί κι η γη κατ’ απ’ το χνώτο
Του παντοκράτορα Μεγάλου Εραστή-
Πηγαίνοντας το στόμα του να ευφράνει και σπαργώντας μέσα του-
Τότε σαν φάντασμα πάνω από μιά νεκρούπολη
θα σέρνεται μονάχη της η μνήμη.
Κι ούτε νεκρούπολη δεν θα υπάρχει τότε.
ΜΙΑ ΜΟΛΥΒΙΑ
Μια απροσεξία ήτανε
Μούφυγε το μολύβι
Δεν έπρεπε στο ζήτημα
Τόσο να δώστε βάθος
Αυτή η τυχαία πράξη μου
Κάτι κακό δεν κρύβει
Εξ αλλού το εδιόρθωσα
Αμέσως σαν το είδα
Πέφτει φορές ο άνθρωπος
Των περιστάσεων θύμα
Μία αδέξια μ’ έσπρωξε
Περνώντας δεσποινίδα.
ΝΥΧΤΑ ΣΙΩΠΗΣ
Νύχτα σιωπής ανάστερη
πατώντας στης βροχής τις λίμνες
έρχεται ακροπατώντας και θρονιάζεται
ως στα κόκαλά μου μέσα.
Φίλοι περαστικοί τα σύγνεφα
παίρνουν το σχήμα του σταυρού και φεύγουν
ανάερα λάμνοντας
μαύρο στο μαύρο μέσα-
στο χάος τ’ ουρανού.
ΣΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ
Κουτί της τηλεόρασης
μάτι μεγάλο ανοιγμένο
Στου σπιτιού μας τα δωμάτια μέσα,
τι εικόνες
βλέπουνε μέσα σου τα μάτια τα δικά μας...
Ποιες
εσένα,
μάτι μεγάλο πολυχρώματο,
κατάρες σε μοιράνανε
μέσα στα σπίτια τα ελληνικά
ανοησία και αποβλάκωση να φέρνεις,
και πώς
εσύ
παιδί της άμμου
και των ηλεκτρονίων και των δεντρών,
τέτοιες ανθρώπινες ανέχεσαι βρωμιές
ανίερες κι απάνθρωπες και ποταπές
να μεταδίνεις;
Τη φτώχεια μας δε βλέπεις και τη δυστυχία;
Πρέπει να τις φορτώνεις με δακρύβρεχτα γελοία,
και με απόψεις ψυχοφθόρες και φτηνές;
Πρέπει τους νέους να ξεκουτιαίνεις και τους γέρους
σε τάφο να τους κλείνεις πριν πεθάνουνε;
Και το νου να φυλακίζεις πρέπει
αντίς περήφανα και λεύτερα
επάνω ταξιδεύοντάς τον στις αχτίδες σου
ταξίδια ονειρικά να του χαρίζεις;
Η ΜΥΡΩΔΙΑ
Μες στη νύχτα
μια μυρωδιά καμένου στον υγρό αέρα.
Έμοιαζε σαν από τις ρίζες του
φωτιά το δέντρο του θεού να πήρε
και οι χυμοί του ατμίσανε.
Σε κύκλους που όλο και μεγάλωναν
μια λάμψη απλωνόταν που δεν ήξερες να πεις
αν ήτανε από τη φωτιά
ή αν ήταν οι φωνές τρομαγμένες των πουλιών
που φλέγοντσν στα δέντρα πάνω.
Και παντού στρέφοντας
Καυτές ανάσες ένα τεράστιο στόμα να βγάζει έβλεπες,
τη θέρμη μεγαλώνοντας
και φρίκη και απελπισιά τις νοτερές
νυχτερινές ποτίζοντας τις ώρες.
ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ
Ανατινάζοντας πίσω του όλες τις γέφυρες παρηγοριάς βαδίζει
ψάχνοντας την ουσία αυτού που είναι.
Γκρεμίζει μισοχτισμένους τοίχους
και να κρυφτεί μέσα σε κάποια φανταστική σκιά
δεν καταδέχεται.
Και αναθυμώντας τους αρχαίους μύθους
αποβάλλει κατασκευασμένες εξαρτήσεις
εγκαταλείπει κάθε είδους πίστη
και λυτρώνεται.
ΑΡΡΩΣΤΗ
Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;
Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να 'ναι και να καιν;
Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη
γιατ' η ανάρρωση θα 'ν' αργή:
ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτοια αγκαλίτσα-τέτιο κορμί..
Η ΠΡΩΤΗ
Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.
Τα πόδια της ελύγισε
και 'στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.
Κατόπι εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι
ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".
ΝΥΧΤΑ
Οι πληγές ανοιχτές και ακατάσχετα αιμάσσουσες.
Η μοναξιά τριδιάστατη.
Τα φαντάσματα όλα παρόντα.
Οι ακίδες σπαθιά εν ενεργεία.
Η ώρα σπασμένη σε τέταρτα τουλάχιστον.
Το πλήθος με πέτρες στα χέρια.
Η υπομονή απούσα.
Νύχτα.
ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ
Στην τελευταία ντυμένες μόδα,
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες,
τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων-
για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη'
κι ουτ' έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη'
Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.
ΑΙΘΙΟΠΙΣ
Πεσμένος στα πόδια ζωή σε ικετεύω
Κοντά μου και πάλι να φέρεις εκείνη
Που αφότου την είδα τρελά τη γυρεύω
Και σκέψη μονάχη αυτή μούχει γίνει.
Θερμά σου προσπέφτω κοντά μου να φέρεις
Το σώμα το τέλεια σοφά καμωμένο
Που πόσο το θέλω συ μόνο το ξέρεις
Κι η σκέψη μου η κρύφια που το ’χει ιδωμένο.
Τα μάτια της θέλω να εύρω και πάλι
Που το ιδανικό τους εκείνο το βλέμμα
Κι η θλίψη που εντός τους αείανθα θάλλει
Θερμαίνουν, φλογίζουν, πυρώνουν το αίμα.
Και τότε-α τότε ξανά δε θ' αφήσω
Ποτέ από κοντά μου-ποτέ να μου φύγει.
Κοντά της για πάντα-γιά πάντα θα ζήσω
Πολλή αν μου μένει ζωή η και λίγη.
Κι αν δε μου τη δώσεις αυτήν που ζητάω
Τη μνήμη μου νέκρωσε και κάμε με εμένα
Γι αυτή σαν ακούω πλατιά να γελάω
Σαν νάτανε όλα παλιά, ξεχασμένα.
Και κάμε ακόμα καθώς παιχνιδίζουν
Τα μύρα που φέρνει φυσώντας ο μπάτης
Στην αίθριαν εσπέρα, να μη μου θυμίζουν
Τ' αξέχαστο εκείνο λεπτό άρωμά της.
(Λος Άντζελες 1986)
ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Οταν τ’ αγρίμι θέλει να φωλιάσει
Καμιά είδες φωλιά να τ’ αρνηθεί-
Το έμπα της με κάτι να σκεπάσει
Και άστεγο τ’ αγρίμι να βρεθεί;
Ακράτηγα όταν το θολό ποτάμι
Στης θάλασσας χιμάει την απλωσιά
Είδες τη θάλασσα πίσω να κάμει
Στην άλογη του κατεβασιά;
Όταν η μέλισσα στ’ άνθος ορμάει
Σπρωγμένη από του πόθου το κεντρί
Τ’ άνθος ποτέ τα φύλα του σφαλάει
Το μέλι του εκείνη να μη βρει;
Ο έρωτας Κολέτ δεν περιμένει-
Σαν ορθωθεί παμφάγος κι ερυθρός
Κάθε "αργότερα" τόνε πεθαίνει-
Η λέξη "αναμονή" φριχτός του εχθρός.
Του Ερωτα ο Καιρός είναι το «ΤΩΡΑ"
Τ’ «ΑΜΕΣΩΣ» είναι του Ερωτα ο Καιρός.
Είναι το «ΠΑΝΤΑ» του Ερωτα η Ωρα
Το «ΝΑΙ» ο μπροστάρης του ο φλογερός.
Θεός κι ο Ερωτας-και όταν λάμψει
Όλβιος ο που τη λάμψη θα δεχτεί
Κι ίδια και κείνος σα θεός θ’ ανάψει
Να κάψει ό,τι έχει ορεχτεί.
Κι όποιος προσμένοντας-τι ποιός τον ξέρει-
Του έρωτα δεν δρέψει τη χαρά
Αυτός ένα σβησμένο είν’ αστέρι
Κι είναι θεός με δίχως ιερά.
Ζωή Κολέτ δεν είναι η σπουδή μας-
Το ξύπνημα-το κοίμισμα-η δουλειά-
Του Ερωτα οι στιγμές μόνη ζωή μας-
Ζωή μας μόνο τα θερμά φιλιά.
Ζούμε μονάχα σα μας έχει ο Ερως.
Τις άλλες ώρες είμαστε νεκροί.
Κι αφού-αλί-σχεδόν είμαι πια γέρος
Εκανες τη ζωή μου πιό μικρή.
(Λος Άντζελες 1991-Σάντα Μόνικα)
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΑΛΕΞΙΑ
(στην ποιήτρια της Venice Beach του Λος Άντζελες)
Νάμουν απ' τους ανθρώπους τους καλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους πολλούς
Νάμουν απ’ τους ανθρώπους τους κουτούς
Καλά από μένανε μόνο ν’ ακούς…
Να τάβλεπα όλα φιλικά
Να τάβλεπα όλα μαγικά
Να τάβλεπα όλα ηθικά
Και να γελούσα βλακικά…
Ω! Τι καλά που θάτανε!
Αράχνη η πέννα νάπιανε
Κι οι χέρες μου να κάνουν
Αυτά που τώρα γράφουν…
Μα κι έτσι που δεν είναι
Αλέξια αγαπητή μου
Την αψευδή διαλύω
Για σήμερα βουλή μου
Μ’ αναληθείς γιρλάντες
Τα λόγια μου στολίζω
Από αισχύνη παύω
Και πόνο να γογγύζω,
Και έτσι έστω ντυμένος-
Τόσο μπορώ καλά-
Γιά τις γιορτές που φτάνουν
Σου λέω ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.
Κι αν το τολμώ σε σένα
Να γράφω τέτοια λόγια
Είναι γιατί την ίδια
Με μένα έχεις ευλόγια:
Να ξέρεις ότι κάπου
Γλυκιά μας καρτερά
Κι ένα με μας θα γίνει
Η Αληθινή Χαρά.
ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΙΧΩΝ
Μες στο κελλί της φυλακής
Όπου τον είχαν
Κλαίγονταν πως δεν ειναι ελεύθερος
"Μες σ' ένα χώρο να κινείσαι
Δύο επί τρία μέτρα…
Αυτή είναι σκλαβιά
Αυτή είναι έλλειψη ελευθερίας!.."
Τα χρόνια γρήγορα περάσαν
Και τον έβγαλαν.
Τώρα μες σ’ ένα χώρο τριγυρίζει μεγαλύτερο
Και ο καημένος χαίρεται και λέει
«Ω! Τώρα ειμ' ελεύθερος αλήθεια!
Τώρα μπορώ όπου θέλω να βρεθώ!»
Σα να ’ταν η ελευθερία ζήτημα τοίχων
Σαν να ’ταν η ελευθερία ζήτημα αριθμών.
Ω! Τι καλά να ήμουν κι εγώ καθώς εκείνος.
Το μέτρο μου κι εμένα
τόσο να ήταν εύκολο
τόσο χειροπιαστό.
ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ
Σε μία χώρα μακρινή
Σ’ ενός βουνού τα πλάγια
Την ώρα που την αυγινή
Το λέει η κουκουβάγια,
Που τα ελάτια τα ψηλά
Ψιλή κουβέντα στήνουν
Με το νεράκι που κυλά
Από τις πηγές, και δίνουν
Στον γύρω αέρα ευωδιά
Και σιγουριά στο χώμα
Ενώ μερεύει την καρδιά
Το πράσινό τους χρώμα,
Εκεί ο ήλιος ο πρωινός
Μεριάζοντας τις σκάλες
Κατρακυλά και χαρωπός
Γλυκοφιλάει τις στάλες
Της παγωμένης της δροσιάς
Σα να ’ναι αγαπημένος
Που της καλής του φορεσιάς
Τ' ασημικά ντυμένος
Έρωτα νέον ξεκινά
Και γνώρα νέα δένει
Με κάθε στάλα σαν με μια
Καινούργια αγαπημένη…
Στη μακρινή αυτή πλαγιά
Που έλατο μυρίζει,
Μέσα στων δέντρων τα κλαδιά
Ένα χωριό ανθίζει.
Εκεί ο νους μου τριγυρνά
Κι η σκέψη μου πετάει.
Εκεί και θέλω στα στερνά
Του βίου να με πάει
Η Μοίρα εμέ-να ξαπλωθώ
Στο χώμα του επάνω-
Τούτο ειν’ όλο που ποθώ-
Και έτσι να πεθάνω.
Η ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ
Κάθε που μαύρα σύννεφα τον ουρανό σκεπάζουν
Κι η μέρα νύχτα γίνεται σα να ’ναι άλλη Πλάση
Πόσο είν’ της θλίψης τα φτερά πλατιά και με τι βιάση
Μες στην ψυχή απελπισία κι απόγνωση στοιβάζουν…
Μα όμως σαν τ’ ατσάλινα τα σύννεφα τρυπήσει
Με το γλυκό κι επίμονο φώς της μια ηλιαχτίδα
Μαζί της πώς μες στην ψυχή γεννιέται η ελπίδα!
Κι αν δεις της θλίψης τα φτερά πια έχουνε μαδήσει.
ΛΥΠΗΜΕΝΗ
Φωτογραφία απέναντί μου
Στέκει στον τοίχο κρεμασμένη
Εκστατική κι αγαπημένη
Βάλσαμο σκέψης αποδήμου.
Ένα τοπίο νησιού Πατρίδας
Κομμάτι Χώρας-το λιμάνι.
Όπου να δει το μάτι φτάνει
Φως απ’ τον λύχνο της ελπίδας.
Όπου τ’ αυτί μπορεί ν’ ακούσει
Γέλια, χαρές, φωνές, τραγούδια
Και πολυχρώματα λουλούδια
Που και σε πέτρες πάνω ανθούσι.
Σπίτια κάτασπρα από ασβέστη
Χρυσή λαμπράδα στον αέρα
Ηλιογιορτή κάθε ημέρα
Κάθε στιγμή Χριστός ανέστη.
Μες στο χαρτί χιλιάδες μάτια
Μ’ αποζητούνε-με φωνάζουν.
Αλλά αλμυρά νερά σκεπάζουν
Του γυρισμού τα μονοπάτια.
Φωτογραφία κρεμασμένη
Στέκει στον τοίχο απέναντί μου.
Κι ειν' το τοπίο της ερήμου.
Κι ειν' η θωριά της λυπημένη.
ΟΙ ΙΘΥΝΟΝΤΕΣ
Αφήνουνε στην πάντα τόσα ωραία
που άνθρωποι πεθαμένοι τώρα
τραγούδησαν, ζωγράφισαν κι έχουνε πει,
και γεμίζουν με σκουπίδια
τις αίθουσες και τις τηλεοράσεις και τα σπίτια.
Γιατί;
Γιατί οι ατάλαντοι να προβληθούνε πρέπει
τους ισχυρούς για να στηρίξουνε
που αυτοί στο πόστο που είναι-στον αγώνα
ενάντια στην καλαισθησία των ανθρώπων-
τους προώθησαν.
ΔΕΚΑ
Ο Χρόνος, η Ανάγκη και η Βία
Εκάτσαν μαθητούδια τα θρανία.
Και ο Θεός με δύσκολες ’ρωτήσεις τους ’πελέκα.
Να δει ποιος είναι άριστος δάσκαλος στους ανθρώπους.
Και γρήγορα αποφάσισε χωρίς μεγάλους κόπους:
Οι δυο πήρανε μηδέν κι ο Χρόνος πήρε δέκα.
ΡΟΝΤΕΛΟ
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Κι όλα όσα θέλει γίνονται δικά του.
Του βάζει ένα χαμόγελο στα χείλη
Κι αξιοποιώντας τη γλυκεία του πύλη
Μπορεί τα πάνω και τα φέρνει κάτου.
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ-
Ατού μεγάλο έχει στα χαρτιά του
Και λυ’ και δένει όπου η ζωή τον στείλει
Χάμου πατώντας την αξιοπρέπεια του.
Και δε τον κατακρίνουνε οι φίλοι,
Γιατί έχει γνώμη όπως τη δικιά του
Κάθε άντρας που κατέχει ένα θήλυ.
Η ΒΟΥΛΓΑΡΑ ΛΙΝΤΙΑ
Σε τάξη ποια του έρωτα επήγες
κι όπως αυτά μαθήματα επήρες
θεοκλεισμένο να κρατάς το μάτι
καθώς ποθοκυλιέσαι στο κρεβάτι;
Σε ηδονής ποιας πήγες το σχολείο
κι όταν τα πόδια σου ανοι'ς τα δύο
βυθίζεσαι και πάω κι εγώ μαζί σου
σε μιας τόσο γλυκιάς τα βάθη αβύσσου;
Ήλιου ποιανού η φλόγα σε τυλίγει
κι η θέρμη του-κι η θέρμη σου, σε πνίγει;
…Και άραγε κατάρα ποια βαραίνει
στη μοίρα πάνω καποιανών ανθρώπων
και αύριο θα βρίσκεσαι κλεισμένη
στα κρύα χέρια, ξένων, άλλων τόπων;
ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ
Κουράστηκα μ’ αυτή τη διαπραγμάτευση.
Πάω ανυπέρθετα για μετανάστευση.
Αντί να έχω κι άλλο ένα μνημόνιο
Καλλίτερα να πιω ένα κιούπι κώνειο.
Αντί ν’ αρχίσουν πάλι για κουρέματα
Πιο ήρεμος θα είμαι μες στα ρέματα.
Και από το ν’ ακούω για φι πι α
Λέω στη χώρα μου πως φτάνει πια.
Ν’ ακούω δε θέλω όλο για ευρώ.
Άλλον πιο ελαφρύ θα βρω σταυρό.
Αντί τo «ναι» απ’ τη γριά δραχμή
μωρό ένα κάλλιο να μου λέει «αχ! μη!...»
Θα φύγω μακριά απ’ την κοινωνία
Να μη με φτάνει μείωση καμία
Σύνταξης ή μιστού ήδη μειωμένου
Ή όποια εθνικίλα του Καμένου.
Βαρέθηκα ν’ ακούω στο δημοψήφισμα
αν «ναι» ή «όχι» υπερτερεί στο ζύγισμα.
Εμπούχτισα ν’ ακούω για ανεργία.
Και το έι τι έμ μου φέρνει πια αλλεργία.
Γι αξιοπρέπεια και για περηφάνια
Που στην Ελλάδα αμφότερα είναι σπάνια
Βαρέθηκα ν’ ακούω πως αφθονούν
Ενώ γιατί μας λείπουν μας πονούν.
Πρωθυπουργοί λαούς που κοροϊδεύουν
Βαρέθηκα το νου μου να παιδεύουν.
ΥΠΟΙΚ που την Ευρώπη λοιδωρούν
Τα μάτια μου δεν θέλουν να θωρούν.
Πρωθυπουργό καβάλα σε καλάμι
Πρωθυπουργό ο θεός ας τονε κάμει.
Για μένα αίσχος είναι και ντροπή-
Αλλιώς δεν πάει η πένα να το πει.
Σουλάτσα στην Ευρώπη δε μ’ αρέσουν
Τάχα πως συμφωνία παν να δέσουν-
Ουσία κοροϊδεύουν το λαό τους
Και κάθε όσιο μιαίνουν κι ιερό τους.
Ν’ ακούω δεν μπορώ υποσχέσεις φρούδες
για Ισημερινό να ζουν αρκούδες
και ύστερα να παίρνουνε-το είδες!-
του Ισημερινού ως και τις καρύδες.
Κι αγανακτώ να βλέπω να επαιτούνε
Και να ισχυρίζονται πως απαιτούνε.
Περφάνια κι αξιοπρέπεια ένας ζητιάνος;
Ναι, όσο κρέας ο φουσκωτός ο διάνος.
Να κλέβουν τα λεφτά δεν το αντέχω
Κι ύστερα «δώστε-τα ’φαγα-δεν έχω»,
Και να μιλάνε γι αποζημιώσεις
Αυτοί που αγγίζοντάς τους θα λερώσεις.
Δεν το μπορώ η Ευρώπη να δανείζει
Και την Ευρώπη ο που χρωστάει να βρίζει.
Δεν το μπορώ για το άθλιο ριζικό μας
Να μην είναι αίτιο τίποτα δικό μας.
Δεν το μπορώ σαν χάχες να γελάνε
Την ώρα που τη χώρα τους χαλάνε.
Δεν το μπορώ για πέντε όλους μήνες
Με δάκρυ οι έλληνες να βρέχουν κλίνες.
Δεν το μπορώ ο λαός ν’ αποφασίζει
Κι όχι το φως μα σκότος να ψηφίζει.
Δεν το μπορώ το λαό οι λαοπλάνοι
Ανδράποδό τους να τον έχουν κάνει.
Οι αναξιοπρεπείς δεν το αντέχω
Και να θαρρούν πως διόλου δεν κατέχω,
Και να μου λεν πως είναι αξιοπρέπεια
Η ιταμότητα κι η δουλοπρέπεια.
Δεν το μπορώ να βλέπω στο ψητό
Να παίρνουν όλοι τον πρωθυπουργό
Και –ναι, πιστέψτε το, είναι αλήθεια!-
Εκείνος να γελάει μόνον ηλίθια.
Κυβέρνηση που όλη είν’ ένα τσίρκο
Και κυβερνάει τη χώρα μου με ρίσκο
Καταστροφή μόνον αυτή θα φέρει
Σε όποιον έβαλε λαό στο χέρι.
Δεν το αντέχω αναξιοπιστία
Να μας χρεώνουν απ’ την Εσπερία
Και πιότερο που αυτό αλήθεια είναι
Και δεν το λένε για το θεαθήναι.
Πρωθυπουργό που δεν ενημερώνει
Λαό, για κείνο που του ξημερώνει
Άλλο αδυνατώ να τον αντέξω.
Θα φύγω από δαύτονε. Θα τρέξω.
Οι ευρωπαίοι ενώ με τόσους τρόπους
Ζητούνε να μας κάνουνε ανθρώπους
Αρνούμαι με οδηγούς εμείς δυο ζώα
Να μένουμε στα ζωώδη τα πατρώα.
Δεν το μπορώ ανθρώπους ν’ απειλούμε
Που απ’ αυτούς υπάρχουμε και ζούμε.
Αηδία νοιώθω κι εμετού έχω τάση
Που μερικοί εκεί μας έχουν φτάσει.
Δεν το μπορώ πρωθυπουργό να γλύφει
με σάλιο που ελλήνων είναι ψήφοι
εκεί που με το ίδιο πρώτα σάλιο
έφτυνε-εκατάβρεχε πες κάλλιο.
Δεν το μπορώ να βλέπω έναν χαμένο
Πρωθυπουργό, με ύφος τονισμένο
Να λέει η ήττα του πως είναι νίκη
Και στην παράταξή του αυτή ανήκει.
Δεν το μπορώ με στόμφο να μιλάει
Αντί σε μοναστήρι ένα να πάει
Και μέσα κει για πάντα να κλειστεί
Ενός λαού ελπίδων το ληστή.
Και δεν μπορώ πως είναι αριστερός
Να λέει δεξιόστροφος κοχλιός
Και την Αριστερά να δυσφημίζει
Πολιτική, σε όποιον δε γνωρίζει.
(Πέμπτη, 9 Ιουλίου 2015)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ;!
Μ’ ένα πόδι δεξιό
κι ένα πόδι αριστερό
πώς μπορεί πάνω στη γη
μια πατρίς να περπατεί;
Μ’ έναν πρόεδρο δανδή
Και πρωθυπουργό παιδί
Τι χαϊρι να ιδεί
Η πατρίδα η καψερή;
Κι είναι πρόοδος μια τέτοια
Που μας μέλει περιπέτεια;
Τι ο πρωθυπουργός φοβάται
Και τα τέτοια μηχανάται;
Αλλά έτσι Τσίπρα έρμε
Είτε θέλουμε ή δε θέμε
Ούτε πίσω ούτε μπροστά
Η Ελλάς θα προχωρά,
Παρά ακίνητη θα μένει
Σαν να είναι πεθαμένη
Αφού λίγο αν κινηθεί
Σωριασμένη θα βρεθεί.
Κρίμα στην αριστερή
Που πρεσβεύεις τακτική.
Την πατρίδα θες τ’ ανέμου;
Άλλαξε όνομα κανέμου,
Και σε όλους φώναξέ το
Να σε λέμε από φέτο
Όχι όπως ήσουν: ΣΥΡΙΖΑ
Μα όπως θα ’χεις γίνει: ΣΥ-ΝΔ-ΡΙΖΑ
28 ΟΧΤΩΒΡΗ
Ή
ΤΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΙ
Η επέτειος του ΟΧΙ. Που μεγάλο λέμε ότ' ήταν.
Που μας είχεν οδηγήσει στη μεγάλη μας την ήτταν
και απόδειξε σε όλους η φυλή η ελληνική
πόσο είναι χαζοβιόλα και καθόλου λογική.
Μα ως γνωστόν εκτός απ’ τ’ ΟΧΙ-
γνώσεις είν' αυταί κοιναί-
κάθε γλώσσας μοίρα το 'χει
να ’χει μέσα της και ΝΑΙ.
Και στων ΝΑΙ του άθλιου πλήθους
θα σας φέρω τη ζαλάδα,
φαινομένου πλέον συνήθους
για τη δόλια την Ελλάδα.
Γιατί ΝΑΙ για χρόνια τώρα
λέμε σ' όλα τα στραβά
και γι αυτό συνέχεια η χώρα
τον κατήφορο τραβά.
Και πλατιά σφραγίδα βάζουν
στην καινούργια αυτή ορμή της
οι υπουργοί που τής ρημάζουν
τα λεφτά και την τιμή της.
ΝΑΙ λοιπόν το γκόβερνό μας
έβαλε βουλή να λέει
σ’ ό,τι ενάντιο στα όνειρά μας
και στα πάτρια είναι κλέη.
ΝΑΙ στο όργιο των σκανδάλων,
ΝΑΙ στο σκύψιμο της μέσης,
ΝΑΙ στην ειρωνεία των Γάλλων,
ΝΑΙ σε ψεύτικες εκθέσεις.
ΝΑΙ στο δράμα της Παιδείας
ΝΑΙ σ Μέρκελ και σ' ΕΟΚ
ΝΑΙ στο χάος της ανεργίας
ΝΑΙ στων εκδοτών τα μπλοκ.
ΝΑΙ στων δημοσίων πόρων
την αλόγιστη σπατάλη,
ΝΑΙ στων δημοσίων χώρων
την κατάντια και το χάλι.
ΝΑΙ στην έλλειψη σχολείων
ΝΑΙ στις βίλλες υπουργών
ΝΑΙ στους διορισμούς φιλίων-
σ’ απολύσεις ΝΑΙ απεργών.
ΝΑΙ στης άσφαλτου το αίμα
ΝΑΙ στο ξάφρισμα, στη ζούλα,
ΝΑΙ στη διαφθορά, στο ψέμα
στην κλεψιά και στη ρεμούλα.
ΝΑΙ σε κάθε σαλτιμπάγκο,
ΝΑΙ σε κάθε μασκαρά
που του έλληνα τον πάγκο
ερημώνει από χαρά.
ΝΑΙ σε Tούρκων απαιτήσεις
ΝΑΙ στις τόσες τους φοβέρες-
στων σκαφών τους τις προκλήσεις,
στις Αιγαίες τους κρουαζιέρες.
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
πως ανεύθυνοι μετράμε,
ΝΑΙ σε κάθε τι που δείχνει
μακριά πως δεν κοιτάμε ...
Και μας πέφτουνε στην πλάτη
βουρδουλιές τα τόσα ΝΑΙ
βρίσκοντάς μας σε ραχάτι
μες σε κάποιον καφενέ.
Και σα βλάκες πια γελάμε
και κανένας δεν κοιτάει
πως οι έλληνες μετράμε
της Ευρώπης το προσφάϊ.
Τέτοιοι είμαστε. Ωραία. Δεν πειράζει. Τι να γίνει.
Αλλ’ ας μη γινόμαστε όμως σαλτιμπάγκοι κι αρλεκίνοι
να θαρρούμε ότι κάποια και για μας στη γη αυτή
θέση έχει στην πορεία της προόδου φυλαχτεί.
Κακομοίρηδες για πάντα θ' απομένουμε κι αχρείοι
κι ένα ΟΧΙ κάθε χρόνο θα ψελλίζουμε -οι γελοίοι!-
λες κι αυτό μας δίνει κλέος-μάλιστα έχοντας τη λόξα
ότι τάχα των ελλήνων μονοπώλιο είν' η δόξα.
Ω! Γελοία καραγκιοζάκια που ποζάρετε γι ανθρώποι!
Στου πολέμου την ανάγκη δόξα παίρνουν όλοι οι τόποι.
Δάφνες πρέπουν στους πολίτες της πατρίδας μόνο εκείνης
που τη δόξα την κερδίζουν στους αγώνες της ειρήνης!
ΔΕΚΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ
ΑΜΕΡΙΚΗ-ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ
ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Υπάρχω άραγε ή δεν υπάρχω;
Απάντηση δε βρίσκω όσο κι αν ψάχω.
Όταν δουλειά ζητάω
Σκουπίδια να πετάω
Να πλένω πιατικά
Η ρούχα ή τζαμικά,
«Για εργασία», μου λένε, «αδίκως κύριε ψάχνετε.
Λυπούμεθα εκδήλως, μα όμως δεν υπάρχετε.»
«Και τόσο σίγουρος γι αυτό πώς είστε;»
«Μα σοσ' σεκιούριτυ νάμπερ στερείστε».
Μα όταν κύριοί μου
Κοιτώ στο κάτοπτρο μου
Το πρόσωπο το οικτρό μου
θα δω απέναντί μου.
Και τετρακόσα τα ’χω:
Πώς λέτε δεν υπάρχω;!
Μα πάω για ψώνια στο μπακάλη ωστόσο
Κι αφού-μέσα μου λέω-δεν υπάρχω
Δεν πρέπει βέβαια και να πληρώσω.
Και για λεφτά στην τσέπη μου δεν ψάχω.
Όμως ο μάνατζερ με σταματάει
Κι αγριωπός δολάρια μου ζητάει.
"Υπάρχω;" τον ρωτάω "κύριέ μου;"
"Βεβαίως υπάρχετε αγαπητέ μου
Και δώσατέ μου μιαν επιταγή σας
Αν θέλετε γερή την ύπαρξη σας".
Και πάω τον καημό μου βράχο βράχο
Κι αναρωτιέμαι-υπάρχω… δεν υπάρχω;
Και όταν οι αρρώστιες μ’ επισκέπτονται
(Αυτές τουλάχιστο ευτυχώς με σκέπτονται)
Τραβάω μια και δύο
Για το νοσοκομείο:
"Κύριοι την ύπαρξη μου την άθλια διατηρήστε.
Το φλέγον μου το σώμα ταχέως θερμομετρήστε
Και δώστε μου ενέσεις και άλλα γιατρικά
Που κι όλα κι ένα ένα τον θάνατο νικά".
Εκείνοι τα σοφά τους βιβλία συμβουλεύονται
Κι ενώ τα δυό μου χείλη από τη θέρμη καίγονται
"Κύριέ μου, σας λυπούμαι, αλλά πρέπει να μάθετε
Στις άλλες σας τις γνώσεις και ότι δεν υπάρχετε".
"Και πώς και δεν υπάρχω αφού έχω τέτοια χάλια;"
"Γιατί, αγαπητέ μου, δεν έχετε ασφάλεια".
Τρέμοντας και τρεκλίζοντας
Στο φαρμακείο πάω
Και ταΐλενόλ ζητάω
Και λέω τουρτουρίζοντας:
"Να βάλω κυρ-σπετσέρη
Στην τσέπη μου το χέρι;
Πέστε μου ετούτο μόνο:
Υπάρχω ή δεν πληρώνω;"
"Υπάρχετε.Υπάρχετε.
Διόλου μην αμφιβάλλετε".
Το δισθενές μου παίρνω
Κι εγώ πυρέσσον σώμα
Και άπρακτος το γέρνω
Επάνω εις το στρώμα.
Μετά κινώ και πάω στο Δημαρχείο
Όπου κρατούν των ζώντων το αρχείο.
Και την ανάσα μου κρατώ
Και τον αρμόδιο ερωτώ:
"Πέστε-ω! πέστε φίλε μου σ’ ένα της ζωής ξωμάχο,
Των άλλων οι κουβέντες κολοκύθια.
Σε σας θα μάθω μόνο την αλήθεια:
Πέστε μου φίλε-πέστε μου-υπάρχω ή δεν υπάρχω;"
Κι εκείνος "τάχα ποιός μιλά;
Δε βλέπω εγώ κανένανε».
Τα μάτια γύρισα ψηλά-
Όσο ψηλά πηγαίνανε
Και"θε μου" λέω στον πλάστη μας
και στον Συμπάντων Κύριο
"Μ' έπλασες ή όχι τάχατες και με τον αλιτήριο;
Όλες της γης σου οι γωνιές αγνοούν την ύπαρξη μου.
Τουλάχιστο πες μου Θεέ-Εσύ είσαι μαζί μου;"
Μ’ αντίς γι απάντηση, θωρώ τη θεϊκή παλάμη
Των ανοιχτών δαχτύλων Της το σήμα να μου κάνει.
Φαίνεται αμάρτησα πολύ στην ταπεινή μου ζήση
Γι αυτό και θύρα καθεμιά έχει για μένα κλείσει.
Η τελευταία μου ελπίς είναι ένας δικηγόρος.
"Της δικιοσύνης πες μου συ ο φύλαξ δορυφόρος.
Υπάρχω ή όχι;" Και μου λέει: "Να πάρεις όταν είναι
Είσαι ένα ον ανύπαρκτο. Μα σαν είναι να δώσεις
Υπάρχεις ασυζητητί. Και απροπό ω! ξείνε,
Τη συμβουλή που σου ’δωσα αδρά θα την πληρώσεις".
(Λος Άντζελες 1989)
ΜΕΤΑ ΔΕΚΑ ΕΤΗ
(Οπου ο Γιάννος σκέφτεται ότι σε λίγους μήνες
Δέκα χρονιές κλείνει εδώ απίθανες και φίνες)
Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη…
Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ’ είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αεροπλάνο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δεν γερνώ…
…Αφότου η πατρίδα μου μου είπε «τράβα χάσου!»
Κι εγώ χωρίς αντίρρηση υπάκουσα ευθύς
Και με παρέα μόνη τα σάλια του Πηγάσου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής.
Βρε κοίτα πως περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΗΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω «κιχ»
Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα να ’βρω και άλλη οδό.
Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία…
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους…
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους…
Που στην ωραία χωρά μου ακώλυτα ανθούν…
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…
…Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν’ αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που «ευτυχώς» εσκέφτηκα «δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η που ’φαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα…
Βρε κοίτα πως περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς α δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα,
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα…
Βρε πως περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντάνα, χωρίς να βλέπω αλώνια,
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ' εμπόρους…
…Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια,
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…
Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντένα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα εγέννα
Που ’γραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.
Γιατί εκεί πέρα είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάρριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τετοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.
Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ώσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.
Ο ΑΝΤΡΕΑΣ (ΠΑΠΑΝΤΡΕΟΥ) ΑΡΡΩΣΤΟΣ
(από το περιοδικό «ΛΟΓΙΑ»-Λος Άντζελες)
(Μιας και στο Νοσοκομείο δεν μπορούν οι δυο να πάνε
Από δω Μητρός και Γιάννος όσο το μπορούν βοηθάνε)
Η αρρώστια του Πρωθυπουργού συνέχεια επιδεινώνεται
Και τούτο το περιοδικό πάλι ανασκουμπώνεται
Να σώσει ανιδιοτελώς και πάλι την κατάσταση
Που είναι η χειρότερη από την Επανάσταση.
Κι αυτό γιατί αμφισβήτηση υπάρχει τεραστία
Για το αν υπάρχει πράγματι πρωθυπουργός ή όχι.
Και όσο η περίπτωση κι αν μοιάζει να ’ναι αστεία
Όμως η Ελλάδα σε ξηρού κάθεται τώρα κώχη.
Υπάρχει ο πρωθυπουργός ή τάχα δεν υπάρχει;
"Ναι" λέει ο επίτροπος ο κυβερνητικός.
"Οχι" ο Εβερτ απαντά ο σ’ όλα ειδικός,
"Κι αν λέει ο Χυτήρης ναι, τελείως χαμένα τάχει."
"Υπάρχει" λέει η Μιμή το σοβαρό της παίρνοντας.
"Υπάρχει" λέει το ΠΑΣΟΚ τα φτωχαδάκια γδέρνοντας.
"Υπάρχει" λεν οι γέροντες απανταχού του κόσμου.
"Υπάρχει" λέει κι ένας τυφλός-'Ορκίζομαι στο φως μου."
"Δεν υπάρχει" λέει με πείσμα η διωχθείσα Μαργαρίτα.
"Δεν υπάρχει" λένε όσοι του ΠΑΣΟΚ δεν τρώνε πίττα.
"Δεν υπάρχει" λεν ατάκα οι αβάσταγοι δελφίνοι.
"Δεν υπάρχει" λένε κι όσοι το βαλάντιό τους φθίνει.
Κι όλοι λένε μες στο κράτος
Και φωνάζουνε αρκούντως
"Δεν τον βλέπετε; Να-νάτος.'"
"Δεν τον βλέπουμε. Που-πούντος;"
Κι όλα τα ’χουν παρατήσει
Κι έχουν όλοι παλαβώσει
Να ρωτάνε αν θα ζήσει
Η' αισίως θα τα τεντώσει.
-Άκουσα ότι σε μία πυρετού μεγάλη κρίση
Πριν ακόμα ν’ αναπνέει με αναπνευστήρα μόνο
Φίλησε το Μητσοτάκη.
-Και τον Εβερτ θα φιλήσει.
Κι ίσως και τη Μαργαρίτα. Μόνο να ’χει λίγο χρόνο.
-Λες ο θεός να τον φωτίσει έτσι τώρα που ειν’ κοντά του
Κι ο Αντρέας να ξεχάσει τ’ άθεα φερσίματα του,
Και ν’ απλώσει τα δυό χέρια σαν Χριστός επί του Όρους
Κι από το φτωχό κοσμάκη ν’ αφαιρέσει λίγους φόρους;
Λες να βρει καλό ένα λόγο και για την Αμερική;
Λες τη νέα να χωρίσει τη γυναίκα που ’χει πάρει
και τη Μαργαρίτα πάλι να ’χει στεφανωτική;
Λες στα δέντρα ν’ ανεβούνε και να κελαδούν οι σπάροι;
-Δεν πιστεύω. Είδα όμως ένα όνειρο κακό.
Πως ακέφαλο εβρήκαν οι γειτόνοι μας το κράτος
Και τους άναψε το αίμα το πολύ γειτονικό
Και μας κάνανε πολέμους κι είχαν νίκες… κατά κράτος.
-Μη φοβάσαι τέτοια. Όχι. Έχουμε πρωθυπουργό.
Κι αν λιγάκι πρωτοτύπως και με τρόπο όχι γοργό
Μα η Κυβέρνηση δουλεύει κι αντίς λόγων του ριπές
Από τώρα ο Αντρέας θα μιλάει με ζωγραφιές.
-Δηλαδή;
-Να! Υποθέτω πως για ό,τι τον ρωτάνε
Σχήματα πολλά θα κάνει που αντίς του θα μιλάνε.
Θα τόνε ρωτάν ας πούμε τι προβλέπει για τον τόπο
Και θα ζωγραφίζει εκείνος ένα πλοίο δίχως κόπο,
που μοναχά το κατάρτι θα ’χει αβούλιαχτο ακόμα.
Θα τόνε ρωτούν ελπίδες αν κρατάει για το κόμμα
Και θα ζωγραφίζει εκείνος πρόβατα που χώρια βόσκουν.
θα τόνε ρωτάνε «Κρίσεις στο Πολίτευμα υποφώσκουν;»
Και εκείνος, φιλαλήθης, θα σχεδιάζει πέντε βόμβες.
«Και προβλέπετε θυμάτων να υπάρξουν εκατόμβες;»
Μια σελίδα μέχρι κάτου με σταυρούς θα τη γεμίζει.
«Και τί βλέπετε σα λύση στη φουρτούνα που εγγίζει;»
Και κατάπληκτοι θα βλέπουν να σχεδιάζει ένα στέμμα.
«Μήπως είναι αυτό το σχήμα ένα ευτράπελο σας ψέμα;
Στη Μιμή σας και στον θώκο μας ορκίζεστε επάνω;»
Και πετώντας το μολύβι θα ψελλίζει «να πεθάνω».
-Τελικά ποια γνώμη έχεις; Έχουμε πρωθυπουργό;
Αν εμένανε ρωτήσεις, ναι και όχι λέω εγώ.
-Αι απόψεις μας δεν ήσαν ουδεπώποτε κοιναί.-
Αντιθέτως από σένα, όχι λέω εγώ και ναι.
(Λος Άντζελες)
ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ
Θεούλη μου οι όπου πλανή-
τη γης ξενιτεμένοι
Καθένας από Σένανε
Βοήθεια περιμένει.
Δε Σου ζητάνε και πολλά.
Να τους βοηθήσεις μόνο
Να βγούνε τέλος νικητές
Στην πάλη με τον πόνο.
Για Σε δεν είναι δύσκολο.
Μια σκέψη Σου μονάχα
Κι αμέσως όλα γίνονται.
Δύσκολο είναι τάχα;
Στο κάτω κάτω της γραφής
Σκέψου πως άμα γίνει
Κάνεις το θαύμα Σου και Συ,
Βολεύονται κι εκείνοι.
ΑΠΟΡΙΕΣ
…………………………………………..
Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Αραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;
Αραγε η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα ειν' οι τράγοι;
Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι υπάλληλοι πεινούν\
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;
Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι Έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;
Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γρηές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δε ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι χωροφύλακες πουλιούνται για το σεξ;
Ακόμα τάχα οι πλούσιοι πατούν επί πτωμάτων;
Ακόμα κλαιν οι μένοντες τη μοίρα των φευγάτων;
Τι ερώτησεις! Μα κι εγώ πως πήγα και θυμήθηκα
Τα βρώμια όλα της παλιάς πατρίδας και τ' ανήθικα;
Και τάχα αυτοί καμιά φορά που ’χουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στ’ άλλο το πιοτό
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;
Θυμούνται την ασκήμια μου; Τ' ανύπαρκτα μαλλιά μου;
Τα γούστα μου; Τα έργα μου; Την αναπαραδιά μου;…
Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-
Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός.
Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή,
Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.
(Την έκλεισα και έκατσα κοιτάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο)
ΤΟ ΡΟΖ ΚΟΡΙΤΣΙ
(Όταν δούλευα βαφέας. Ο Γκρέγκορυ της Τάνιας
ήταν το αφεντικό μου-L.A. CAL, 1989)
Γυρίζαμε από μια δουλειά τόσο μικρή
που ακόμα ανέβαινε ο ήλιος.
Λίγα αυτοκίνητα στον ίσιο δρόμο
με τα μοντέρνα σπίτια και τους πλούσιους κήπους.
Ωραία δέντρα δεξιά κι αριστερά.
Η πάχνη μόλις η πρωινή είχε διαλυθεί.
Ο Γκρέγκορυ εσφύριζε χαρούμενα
Με το ’να μόνο χέρι οδηγώντας.
Τρέχαμε με τριάντα μίλια και σκεφτόμασταν
Πόσο ξεκούραστη αυτή θα ’ταν η μέρα.
Κι ενώ βρισκόμαστε στο πιο ψηλό σημείο
Του Coldwater Canyon
στο δεξιό του δρόμου μέρος είδα ένα κορίτσι.
Ένα κορίτσι διάφανο. Κρυστάλλινο.
Ένα αλαβάστρινο μικρό κορίτσι
μ’ αντίς για φλέβες μάρμαρου νερά
κι ερωτοτράγουδα στη θέση των ματιών.
Όταν το είδα
Τα χέρια του ετύλιγαν τριγύρω στο κορμί
Ένα μικρό, πλεχτό, γλυκό ροζ χρώμα σάλι
με το φουστάνι χρώμα ίδιο.
Τα πόδια δεν ακούμπαγαν στη Γη.
Απ’ όνειρα φτιαγμένο το κορμί και από ρόδα-
Όνειρα ροδοκάμωτα και ρόδα ονειρεμένα.
Μια ύπαρξη που διάβηκε τα σύνορα του ωραίου
κι αιθέρια ήρθε κι άυλη να μείνει ανάμεσά μας.
Άφωνος τήνε κοίταζα και τήνε βλέπω ακόμα:
τη ροζ επιδερμίδα της, το ροζ μικρό της στόμα…
Βέβαια παραλογίστηκα.
Ένα παιχνίδι ήταν αυτό που ’πλασε η φαντασία.
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε- μια οπτασία ήταν.
Κορίτσι αυτό δεν ήτανε-ήτανε πλάσμα ένα
Που άπό ’να ροζ εξέφυγε ανθένιο παραμύθι.
Τέτοια κορίτσια ιδανικά η Φύση δεν τα πλάθει.
Όλα εξηγούνται έτσι δα.
Μία φευδαίσθηση ήταν
Κι ένα ονείρεμα απ’ αυτά
Που πλέκει κάποια ανάγκη.
Ήταν η ώρα πρόσφορη,
Η μέρα ήταν εμπρός μου,
Τα μάγια τους εφόρεσαν
Οι πόθοι μου οι χρυσοί
και την αέρινη έπλασαν
και άυλη μορφή.
Βέβαια. Ή εξήγηση
δε γίνεται να ’ναι άλλη
τέτοια κορίτσι δεν μπορεί
να υπάρξουν-είν’ αστείο
ένα παιχνίδι μοναχά
μου ’παιξε η φαντασία.
Το μόνο που στην άποψη
αυτήνε δεν ταιριάζει
είναι που ο ήλιος άψυχος
την άγγιζε και κρύος
κι όταν την άφηνε ήτανε
ζεστός κι ευτυχισμένος.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΤΗΣ ΛΕΝΙΩΣ
(Πράβι, 1970, σπίτι Μπεμπέκας)
Κρυφόπλεχτα-κρυφόπλαστα-κρυφομεγαλωμένα
Τα κοριτσάκια της Λενιώς τα μοσκομυρισμένα
Κρυφά μιλούν κρυφά γελούν κι απόκρυφα φιλάνε
Κρυφά το ποδαράκι τους στην εκκλησιά πατάνε,
και στον παπά τον αυστηρό κρυφά ξεμολογάνε.
Παπά, απ’ όσα κρίματα τα δυο σου μολογάνε
Τα κοριτσάκια της Λενιώς τα κρυφολαγγεμένα
Χίλιες φορές περσότερα έχουνε καμωμένα.
ΚΡΥΟ
(Πράβι, 1970)
Του χτες ήταν τ’ αρώματα
και τα παιχνίδια
Του χτες ήταν τα χρώματα
κι οι πασχαλιές
Η ώρα της Αλήθειας ήρθε τώρα
κρύα σα χιόνι
Η ώρα της Αλήθειας ήρθε τώρα
και μας σκοτώνει.
ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
Το πράσινο τώρα θα εξυψωθεί
Πέρα από τις συνήθεις ανατάσεις
Μέσα από σύννεφα ιοστεφή
Κι από ουρανούς γαλάζιους
Κι από σύμπαντα.
Μες από χίλια εμπόδια
Κι από οδοφράγματα περνώντας
Το πράσινο τώρα θα εξυψωθεί.
Οι τάφοι ανίσχυροι να το κρατήσουν
Τρυπά τις σάρκες και προβάλλει
Από τα γυναικεία πόδια αρπάζεται
Γαντζώνεται
Αναρριχάται
Κι απ’ των μαλλιών τις άκρες
Εκτοξεύεται ολολύζον.
Και ούτε στέκει αναποφάσιστο διστάζοντας
Για την κατεύθυνση που πρέπει να τραβήξει
Ξέρει αυτό
Ό,τι οι άνθρωποι ποτέ τους δεν μαθαίνουν
Πως όποιο δρ’ομο και να πάρει
Εξύψωση
Θα ’ναι η απόληξη της πορείας.
ΑΠΟΨΕ
Απόψε δεν ήρθες
Σαν όλες τις άλλες ημέρες λοιπόν.
Τα όρνια δε μάκρυναν.
Το θάμπος του νου και της σκέψης δεν έλειψε διόλου.
Απόψε δεν ήρθες
εκοίταξα πάνω
σε όλα τα πλάγια επίπεδα,
εσήκωσα όλες τις πέτρες της νύχτας
και λύγισα όλους τους σάπιους αρμούς της
(μερικοί σπάσανε).
Απόψε δεν ήρθες.
Μα αργά μες στη νύχτα
Κοιτάζοντας μέσα στο μπλε το τετράδιο
σέ είδα εκεί
στην έκτη σελίδα
γερά σφηνωμένη ανάμεσα σ’ ένα «κατόπιν»
και σ’ ένα «γιατί».
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Κάποτε πίστευα οι παροιμίες
πως τη σοφία δείχνουν του λαού.
Όμως θαρρώ επίστευα σ’ αηδίες
κι ότι η σοφία βρίσκεται αλλού.
Λένε πως «μια του κλέφτη δυο του κλέφτη
και την κακή του μέρα λένε τρεις».
Μα, κι αν εμένα λόγος δε μου πέφτει-
οι βουλευτές μας τρώνε ολοχρονίς.
«Οι ψεύτες και οι κλέφτες,»
μουρμουρίζουν,
«την πρώτη μόνο χαίρονται χρονιά»-
Μα οι βουλευτές μας κλέβουν και ψευτίζουν
Από τη μια στην άλληνε γενιά!
Και το σακούλι το γεμίζουν με τη μιά
κι όχι μαζεύοντας φασούλι το φασούλι.
Κι αν δεν αλλάξουμε λέω μυαλά,
από κεινούς θα φαγωθούμε ούλοι…
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Ανοίγω το ραδιόφωνο
ακούω ψαλμουδιές.
Το κλείνω. Λέω κάτι καλό
άλλο θα βρω ορισμένως.
Το ψάχνω πάλι- μα για γκολ
ακούω και κλωτσιές
και για σποτάκια μου μιλά
με πάθος και με μένος.
Μπάλα, σποτάκια, ψαλμουδιές
τα ερτζιανά γεμάτα.
Θεός, διαφήμιση, φουτμπόλ
το ράδιο μου αλώνουν
και μεταξύ τους ολ’ αυτά
φτιάχνουνε μια σαλάτα,
που τ’ άντερά σου, αν τη φας,
θλιμμένα σε μαλώνουν.
Η μοίρα το ’χει φαίνεται
της άμοιρης Ελλάδας
να μην αντέχουν σοβαρό
τίποτα οι κάτοικοί της
και με μανία και βουλιμιά
να τρώνε φασουλάδα
ενώ φαγιά λαχταριστά
γεμάτος ο πλανήτης.