Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Ενα αίσχος στο Ελ Ει
Που γι αυτό η Ελλάδα κλαίει)

ΓΙΑΝΝΟΣ
-Βρε Μήτρο τι κουτί ειν αυτό στα χέρια που κρατείς;
ΜΗΤΡΟΣ
- Θα σου ειπώ αφού μέσα του θα ρίξεις ένα πένι.

-Οχι αν πρώτα δε μου πεις τι διάολο συμβαίνει.

-Αφησε κάτω το κουτί σου λέω-θα κοπείς.

-Και το κουτί και σένανε εδώ θα σας κρατήσω
Της τέτοιας σου της διαγωγής το αίνιγμα αν δε λύσω.

-Αν και από το έργο μου θα με καθυστερήσεις
Θα σου το πω. Αλλιώτικα εσύ δε θα μ’ αφήσεις.

-Καλά το λες. Λέγε λοιπόν τι είναι ολ’ αυτά.

-Ακόμα δεν κατάλαβες; Μαζεύω, να!, λεφτά!

-Πώς έτσι βρε στα ξαφνικά; Γιατί και από ποιόν;
Και τούτος σου ο έρανος ποιόν τάχα έχει σκοπό;

-Γιάννο μου όλα θα στα πω, με συντομία όμως.
Γιατ’ ειν οι χρείες κάμποσες κι είναι μακρύς ο δρόμος.

- ………

-Πόσοι είναι του Λος Αντζελες οι Ελληνες γνωρίζεις;

-Αν και πολύ παράξενα μου φαίνεται αρχίζεις,
Ο Δήμαρχος των Αθηνών μας είπε τις προάλλες
Πως τις τριάντα κι εκατό εγγίζουμε χιλιάδες.

-Και πένι ένα ο καθείς Γιάννο μου αν μου δώσει
Πόσα δολάρια ο φίλος σου, μου λες, θα συγκεντρώσει;

-Χίλια τρακόσα. Και λοιπόν;

-                                              Το βήμα σ’ έχει φέρει
Στο "Αρτς αντ Κραφτς"-το κτίριο, στης Γουΐλσάΐρ τα μέρη;

 -Των λαϊκών ενδυμασιων τη φιέστα εννοείς;

-Ναι. Ακριβώς αυτό εννοώ. Επήγες να τη δεις;

-Οχι.
 -         Επήγα όμως εγώ. Κι αυτό γιατί ως Ελληνας
Αισθάνομαι περήφανος γιατί ντυμένοι ήσαν
Από παλιά οι κάτοικοι του Πόρου και της Αίγινας
Και σαν τους σάλιαγκες γυμνοί κι εκείνοι δεν εζήσαν.
Κι ήθελα ιδίοις όμμασιν αυτό να δω το θαύμα
Και αγνοώντας του ήλιου μας πήγα το μέγα κάμα.
Ηταν μια τέλεια έκθεσις. Μα λίγες βελτιώσεις…
Ειν' αναγκαίες. Θα στο πω αλλιώς για να με νιώσεις:
Μον' αν εμείς βοηθήσουμε αμέσως κι αυθωρεί
Να γίνει αυτή η έκθεση υποφερτή μπορεί.
Και πρώτα, λίγα απ’ τα λεφτά δίνοντας που θα μάσω
Ενα μικρό περίστροφο αμέσως θ  αγοράσω.
Και θα το δώσω στην κυρά που τα τικέτα βγάζει.
Ετσι όταν το τικέτο του καθένας αγοράζει
Και το περίστροφο αυτό θα κουβαλεί μαζί του
Που είναι απαραίτητο για την προφύλαξη του
Οπως ειν’ απαραίτητο σε ύπαρξη καμία
Που μόνη ξάφνω θα βρεθεί μέσα στην ερημία.
Υστερα ένα μικρούλικο θα αγοράσω ράδιο
Και θα το βάλω μέσα κει, σ’ ένα μικρό ραφάκι
Ωστε στης επιδείξεως το δώμα το ολάδειο
Ελληνικό ν’ ακούγεται κανένα τραγουδάκι.

-Θέλεις να πεις πως μέσα κει κανένας δεν πατάει;

-Οσο ο έλλην στα καρφιά, στο Αστυ, περπατάει.
Και άδικο οι Ελληνες νομίζω πως δεν έχουνε
Γιατί ενώ για να βρεθούν στην έκθεσή τους τρέχουνε,
Και μέσα κάνουνε να μπουν, παύουν αυτοί να τρέχουν
Και τρέχει ο ιδρώτας τους. Κι αυτό δεν το αντέχουν,
Κι αμέσως ξαναβγαίνουνε. Γι αυτό ένα αιρ-κοντίσιον
Θα πάρω, και στην έκθεση με αγάπη θα χαρίσω.

-Δεν έχουνε;

-    Δεν έχουνε. Πόνταραν στον καιρό-
Πως πάντα θα τον είχανε κρύον και παγερό
Και δεν το περιμένανε η ζέστα, πως θα πιάσει.

-Τι κρίμα που το ξαφνικό δεν είχαν λογαριάσει.
Και άλλη, ποια με τα λεφτά θα κάνεις αγορά;

-Κοίτα: στο χώρο μπαίνοντας του Ελληνικού Μουσείου
Μία ταμπέλα βρίσκεται, που είναι μια χαρά
Στις λύπες τις αδιάκοπες του εθνικού μας βίου.
Και η ταμπέλα γράφει αυτή εκείνων τα ονόματα
Που δώσανε τα χρήματα ώστε να επιτευχθεί
Αυτό το τερατούργημα, κι έτσι να μη χαθεί
Η ευκαιρία, κι άψυχα να δει το μάτι εκτρώματα.
Και με ολόχρυσα εκεί είναι γραμμένοι γράμματα
Μπακάληδες, μανάβηδες, Πρόξενοι, Αδελφότητες,
Και άλλα τετοια εθνικά και Γραικικά όλως πράγματα.
Ετσι γνωρίζουμε ακριβώς των όντων τις ταυτότητες,
Που μας πρόσφεραν τ’ αγαθά που δίχως τους αυτή
Δε θάχε η πανάθλια η έκθεση φτιαχτεί.
Αυτή  η ταμπέλα το λοιπόν, τον ήμισυ είχε κλείσει
Το χώρο που το μάτι σου μπορούσε  ν’ αντικρίσει.
Θα διπλασιάσω το λοιπόν το μήκος της ταμπέλας
Ωστε και να διαβάζονται οι έμποροι ευκολότερα
(Από αυτούς όπου φτηνές πουλάνε καραμέλες
Μέχρις εκείνους που πουλάν ακίνητα και κόττερα)
Μα κι όλο να καλύπτεται το αίσχος της εκθέσεως
Κι η αισθητική να περπατεί μετά τινος ανέσεως.

-Τόπο λοιπόν εκάνανε την έκθεση διαφήμισης;

-Και διαφημίσεως, αλλά, ουχ’ ήττον και δυσφήμισης
Γιατί όλα δυσφημίζουνε κει μέσα την Ελλάδα.
Αλήθεια, τέτοια "έκθεση" Γιάννο μου δεν ξανάδα.
Τέλος, να μην πολυλογώ, και κάτι άλλο ακόμα:
Θα πάω σ’ ένα μας χωριό, μικρό είτε μεγάλο,
Στο πρώτο που στους δρόμους του θα βρω θα έμπω σπίτι
Και αναιδώς φερόμενος, και δίχως τσίπα μπήτη
Όποιαν θα έβρω  μέσα του θα πάρω φορεσιά
Και θα την πάω στης έκθεσης ευθύς την απλωσιά
Ωστε να μη ντρεπόμαστε που ειν' αυτή δική μας.
Και θάναι αυθεντικότερες, και θάναι λαμπερότερες,
Και θάναι ωραιότερες, και θάναι περισσότερες,
Απ’ όσες μας επλάσαρε η έκθεση η φριχτή μας.
Και με την πράξη μου αυτή μεγάλως θα πλουτίσω
Την έκθεση που αντίς εμπρός μας πάει μόνο πίσω.

-Τετοια πτωχεία Μήτρο μου την έκθεσή μας δέρνει!;

-Πιότερη. Τίποτε απ’ αυτήν όποιος θα πάει δεν παίρνει.

-Τότε γιατί την κάνανε;
-                                        Για να διαφημιστούνε
Εκείνοι που πελάτες τους θέλουνε να μας δούνε,
Και για να έχουν ύστερα να λένε πως φροντίζουν
Για την πατρίδα τη γλυκιά, ενώ την ονειδίζουν.
Και πως για κείνη κόπτονται, και πως την λογαριάζουν
Ενώ αυτοί την κόβουνε και την κατασπαράζουν.

-’Μένα μου κάνει εντύπωση πώς όντα τόσο πλούσια
Μία ιδέα κατάφεραν, σεπτή και υπερούσια
Μπερντέ να τήνε κάνουνε να μοιάζει Καραγκιόζη
Που από ανευθυνότητα κι αδιαφορία όζει.
Κι είναι η πιο μεγάλη μου βρε Μήτρο απορία,
Πώς, ενώ μες στης έκθεσης την άθλιαν ιστορία
Εμπλέχτηκε κι ο Πρόξενος-θα πει η Ελλάδα η ίδια-
Πώς πάλι αυτή η έκθεση είναι για τα σκουπίδια.
Γιατί όπως ειν’ αδύνατο ο όνος να πετάξει
Αδύνατο κι η Ελλάδα μας να μην μπορεί να φτιάξει
Μιαν έκθεση της προκοπής. Εκτός, αν, υποθέτω,
Φταίει προβλήματα πολλά που έχει η Ελλάδα φέτο...

-Μπα… δε νομίζω νάναι αυτά χρήματα της Ελλάδας-
Αυτή δε θάφτιαχνε ποτέ εκθέσεις της αράδας.
Τα χρήματα ο Πρόξενος θα τα αρύσθηκε άλλοσε:
Απ τις εισπράξεις των κρασιών λίγα δολάρια θάδωσε.
Αυτά είχα για την έκθεση Γιάννο μου να σου πω.
Μα όταν σου τα έλεγα δεν είχα για σκοπό
Να ψέξω τους συνέλληνες για τούτα που ευθύνονται-  
Από αγύρτες σαν αυτούς πράγματα τέτοια γίνονται.
Αυτό που ειν' ασυγχώρητο σ αυτή την τραγωδία
Δεν είναι ό,ποια λίγο πριν σου αράδιασα ατιμία.
Είναι μια ασυγχώρητη βλακεία μεγάλη άλλη
Που με τις άλλες θάβγαινε πρώτη σε ό,ποια πάλη:
Οι κούκλες όπου πάνω τους στέκουνε τα φορέματα Στηρίζονται-ναι Γιάννο μου, δε σου το λέω ψέματα,
Σε σιδερένια ράβδο μια, απ' το πάτωμα που βγαίνει
Και στον πρωκτό τους αφού μπει, κι όλο τους διαπεράσει
Το αχυρένιο το κορμί, στην κεφαλή τους μπαίνει
Και σταματάει στα οστά του θολού όταν φτάσει.
Ράβδους οι Τούρκοι σιδηράς για αιώνες ανυψώναν
Και για αιώνες τους φτωχούς Ελληνες παλουκώναν.
Ηταν ανάγκη και νεκρούς οι εδώ απόγονοί τους
Δύο αιώνες ύστερα και σε μια ξένη γη τους
Πάλι να τους σουβλίζουνε; Λίγη ευαισθησία
Λίγη ντροπή, και, -ναι,τολμώ- και λίγη φαντασία
Χάθηκε απ’ τους εγκέφαλους τους παροικιακούς
Και δεν ελέγαν λόγια δυό έστω τους τεχνικούς
Που υποτίθεται αυτό το λάθος ότι κάνανε,
Παρά, αδιστάκτως, στου λαού τα μάτια το μοστράρανε;..
Γι αυτό σου λέω Γιάννο μου, αφήνοντας τ’ αστεία
Οσα λεφτά από τούτη δω βγάλω την επαιτεία
Θα πάνε όλα σ’ ειδικούς που αμέσως θα φροντίσουνε
Τη βρωμερήν απανθρωπιά αυτή να εξαλείψουνε.
Αχ Αθανάσιε Διάκε μου, πού νάξερες πως πάλι
θα σε ανασκολοπίζανε οι Ελληνες οι μεγάλοι
Με τα τρανά ονόματα και τη χαμένη τσίπα-

(υπόλοιπο χαμένο)