Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Η εκκλησία του Μήτρου)

(Γιάννος και Μήτρος εν Ελ Εϊ, προσφάτως γνωρισθέντες
κάπου συναντηθήκανε κι αλλάζουνε κουβέντες
για την που ο Μήτρος βάλθηκε να χτίσει εκκλησία-
σαν τ’ άλλα να μην έφταναν δεινά στην Παροικία.)

-Γιάννο, μιαν ανακάλυψη σήμερα έχω κάνει.
Μεγάλη ανακάλυψη. Να την ακούσεις θες;
-Γι αυτό μου ήρθες το λοιπόν πρωΐ και μάνι μάνι;
Λέγε.
                  -Η ανακάλυψη έγινε βέβαια χτες…


-Λέγε  ρε  Μήτρο.
Ετσι κι  αλλιώς πρέπει να κουβεντιάσουμε
Και   στο  περιοδικό  μετά αμέσως  να τα γράψουμε.

-Περιοδικό  ή  όχι, εγώ άκου  τι  ανακάλυψα
Και τα ρωτήματα μ' αυτό της ζήσης μου όλης κάλυψα:
Ότι τον κόσμο Γιάννο μου τον έκαμε ο Θεός.
-Καλά που το κατάλαβες Μήτρακα. Όμως πώς;
-Στο Σόλβανγκ χτες πηγαίνοντας είδα τη γη στρωμένη
Με πλήθος αγριολούλουδα. Κι ήτανε στολισμένη
Κάθε μ' αυτά λοφοπλαγιά και κάθε μια κοιλάδα.
Χρώματα τέτοια, εν τιμή στο λέω, δεν ξανάδα.
Κι είπα «ποιος άλλος απ’ Αυτόν μπορεί να επινοήσει
Χρωμάτων τέτοιων συνδυασμούς, παραλλαγές και τόνους,
Κι έτσι σοφά κι απλόχερα στη γη να τα σκόρπισει;
Ποιος άλλος τέτοια το μπορεί μια χρωματοπλημμύρα
Πάνω στης γης το γκριζωπό το χώμα να ξεχύσει;
Ποιος τον αέρα θα έκανε μύρα να ξεχειλίσει-
Ποιός τέτοια μια θα φύλαγε καλή στη γη μας μοίρα;»
Ετσι είπα. Μα ό,τι να ’λεγα κι ό,τι να πω και τώρα
Κι όσα να πω αν μίλαγα κι ως τη στερνή μου ώρα
Δεν περιγράφουν ό,τι εκεί εχτές θαυμάσιο είδα:
Δε θα ’δινα απ’ τον ήλιο του παρά μικρή μια αχτίδα.
Γι αυτό το αποφάσισα, και, Γιάννο μου θα χτίσω
Μια εκκλησιά και μέσα της θα μπω να προσκυνήσω
Τον Πλάστη πούκανε αυτή την...
 -                                                  Μπράβο σου. Γιατί όχι;
Μόνο που αν είναι αυτοί οι προσεχείς σου στόχοι
Τότε να ξέρεις Μήτρο μου πρέπει τινά ολίγα
Που θα σου γίνουν οδηγός στης εκκλησιάς το χτίσιμο
Οπως ο μίτος του Θησέα τα βήματα οδήγα
Και οι θεοί τον Ηρακλή στου Προμηθέα το λύσιμο.
Ακου λοιπόν πώς χτίζεται μια εκκλησία σήμερα-.
ένα ακόμα εφήμερο μέσα στα τόσα εφήμερα.
Και πρώτα πρέπει να σου πω ποια είναι τα υλικά-
Ως τ’ αραδιάζουνε κι αυτοί που φτιάχνουνε γλυκά:
 Ενας παπάς αδιόριστος, την ώρα που δε βλέπει
Που θα γεμίσουν και τα δυό-και στόμα του και τσέπη.
Κλέφτες τινές, άλλοι τρανοί, άλλοι κοινά κλεφτρόνια.
Θηλεα κάποια, απ' αυτά τα όντα τα χαμένα
Που βλέποντας να φεύγουνε ανέραστα τα χρόνια
Σέ έρωτα με το Χριστό πέφτουν ξελιγωμένα.
Μιας Εκκλησίας κεφαλή ανεύθυνη κι αδιάφορη,
Ενας μεσιτοπράκτορας και τύποι άλλοι διάφοροι.
Θα καμαρώνει ο παπάς όπως σκεπάρνι γύφτικο
Και ύφος παίρνοντας βαρύ και μάγκικο κι αλήτικο
Ντυμένος με τα που θαρρεί πανάγια άμφιά του
θα κάνει, σαν η εκκλησιά που θα χτιστεί ειν’ δικιά του.
Οι κλέφτες τώρα οι τρανοί, καθ' ένα-δύο μήνες
θα κάνουν μια συγκέντρωση, σαν τις μαζώξεις κείνες
Που κάνουνε οι ύαινες γυρω από το ψοφίμι,
Ή που οι ιερόδουλες κάνουν στο καλντερίμι,
Όταν τον ίδιο κυνηγούν πολλές μαζί πελάτη.
Και θα ’ναι όλη η έγνοια τους, και θα ’χουνε κεσάτι
Τ' όνομα τίνος θα γραφτεί Μήτρο μου πα' στο φτυάρι
Που στα θεμέλια του ιερού θα θάψουνε, τη μέρα
Που θα θεμελιωθεί ο ναός με του Χριστού τη χάρη.
Τότε, κι ενώ λόγια παχιά θα πλέουν στον αέρα
Εκεί  Μήτρο θα θάψουνε το φτυάρι, με γραμμένα
Τ' όνομα πάνω του εκεινού
Πούχει τη χάρη τ' ουρανού
Γιατί απ' τους άλλους πιότερα έχει λεφτά κλεμένα.
Σκέψου την Άγια Τράπεζα παρέα μ' ένα φτυάρι
Που πάνω του το όνομα γραμμένο θα μοστράρει
Ενός απ' του Λος Αντζελες τους πιό μεγάλους κλέφτες,
Τους πιό μεγάλους άθεους, τους πιό μεγάλους ψεύτες.
Να Μήτρο πώς κερδίζεται η ουράνια βασιλεία.
Ο Πάπας αν επούλαγε παληά συχωροχάρτια
Και χάριζε οικόπεδα στα επουράνια, άρτια,
Σήμερα η ίδια η αισχρή γίνεται ιστορία
Κι όχι απ' τον Ποντίφηκα, αλλ' απ' τον Πατριάρχη
Κι απ' τον Αρχιεπίσκοπο, εδώ σε μας που άρχει.
Ως για τα θήλεα, ειν' αυτά, γυναίκες ή ερωμένες
Που αν και δίχως δεύτερο βρακί μεγαλωμένες
Στην εκκλησία χρήματα θέλουνε να χαρίσουν
Ώστε κι αυτές προνόμια πάνω της ν' αποκτήσουν.
Γιατί να ξέρεις άξεστε και άμυαλε συ φίλε μου-
Και αν δεν είναι όπως στα πω, φάσκελα πέντε στείλε μου-
Εκεί κοντά στον άμβωνα στασίδι ένα θα ’ναι
Πάντοτε άδειο κι έτοιμο πάνω του να δεχτεί
Αυτόν που τα περσότερα έχει λεφτά δοσμένα
Και άλλον πισινό ποτέ δε θα καταδεχτεί.
Αυτά να ’χεις υπόψη σου αν εκκλησιά θα χτίσεις.
Κι αν απορία σούμεινε, εδώ είμαι-να ρωτήσεις.
Κι ακόμα κάτι: όταν πια το χτίσιμο τελειώσει
Μη μες στην εκκλησιαστική τη φούρια σου την τόση
Του Εγκελάδου φοβηθείς τα δυνατά κουνήματα
Και τον προσοδοφόρο σου ναό πας ν’ ασφαλίσεις-
Τζάμπα μη δώσεις τα πολλά που σου αποφέρει χρήματα.
Αλλιώς τα μέγιστο αυτό το θέμα να το λύσεις:
Μια λειτουργία ονόμασε "κατά του Εγκελάδου",
Και το θεό υπεύθυνο για το ναό Του κάνε
Και για τα εκ των δονήσεων ανθρωποκέρδη του Αδου.
Ασε τους άλλους τους φτωχούς χρήματα να χαλάνε
Και της ασφάλειας εσύ έτσι το χρήμα τσέπωσε
Που ο Λαός κερί κερί στην εκκλησιά σου έδωσε.
Και να βλογάς που βρέθηκα και στα ’πα όλα τούτα
Ωστε να τα ’χεις έτοιμα σαν το κρασί στην κούπα.

-Δεν το περίμενα ποτέ να λοιδωρείς τα θεία
Ούτε να κάνεις τους ναούς γέλωτος αντικείμενο.

-Αν τ’ είναι «θείον» ήξερες, αστείο υποκείμενο,
Δε θάβγαινε απ' το στόμα σου αυτή η τρανή βλακεία.     ^ λ
Και ως να μάθεις (αν ποτέ αυτό το καταφέρεις),
Να σε ρωτήσω ήθελα αν έμαθες-αν ξέρεις
Απ' την Ελλάδα τίποτα νέα που να σχολιάσουμε-
Ή νέα της παροικίας μας, λίγο για να καγχάσουμε.

-Η παροικία Γιάννο μου, όσο να τη στολίσεις
Κι άλλα θα μείνουν να της πεις-αρκεί να το θελήσεις.
Το ίδιο κι η πατρίδα μας: με τόσο χάλι πόχει:
Οσα της τα προβλήματα και ψόγου τόσοι στόχοι.
Μα τίποτα δεν έμαθα ευκαιριακά καινούργιο
Από των επικαίρων τους ειδήσεων το μπούγιο.
Εφημερίδα Ελληνική αφού δε διαθέτω
Κι ούτε κομπιούτερ και τι βι αγόρασα κι εφέτο
Πίσω και πάλι απόμεινα σε νέα και ειδήσεις.
Μήπως για κάτι έχεις συ Γιάννο μου να μιλήσεις;

-Αν και τι ζώον τετράποδον είσαι σ' αυτά γνωρίζω,
Εν τούτοις κάτι θα σου πω που μ' έχει ξεσηκώσει
Και που το νου μου απόσπασε-διόλου ας μη τ’ αξίζω-
Από το σκότος, και φωτός μι αχτίδα μουχει δώσει:
Μία γρηούλα ρώτησα τις άλλες συμπαθή.
"Γιαγιά τί κάνετε;", κι αυτή,αμέσως μουχε πει
"Να γiόκα μου-γυρίζουμε να μη ρημάξει ο τόπος".
Πες μου βρε Μήτρακα λοιπόν, που χάσκεις αδιακόπως,
Πες, στη φρασούλα αυτή μπορείς, την έτσι απλά ειπωμένη
Οληνε νάδεις την ψυχή του Ελληνισμού κρυμμένη;
Μπορεί το λίγο σου μυαλό-πες μου-να διακρίνει
Πόση η απάντηση αυτή σοφία εντός της κλείνει;

 -Καμμία. Είναι κοινότατος λόγος, που συ μονάχα
Νομίζεις ότι κάποιανε σοφία κρύβει τάχα.
Αντί τα λόγια μιας γρηάς ν' αναθυμάσαι τώρα
Κανά χαρτί ας έπαιζες για να περνά η ώρα.

-Μα τότε βρε ζωντόβολο θάμουνα χαρτοπαίχτης.

-Μία απάτη ας έκανες.
                                        
                                               -Θάμουνα θεομπαίχτης.

 -Τηλεόραση ας έβλεπες;
                                      
                                               -Θάμουνα σαν και σένα-
Φυτό και ετερόφωτος και με μυαλά χαμένα.  

-Ας δούλευες ελεύθερος καιρός να μη σου βρίσκεται
Ωστε να μη σε θέματα παρόμοια αναλίσκεσαι.

-Τότε θα ήμουνα ρομπότ.
                                             
                                            -Μία γυναίκα ας είχες
Παρά να παίρνεις για σοφά θέματα τάχα αμπάριζα.

 -Γυναίκα νάρχονταν σε με; Μη λες ρε Μήτρο τρίχες.
Και βέβαια αν ερχότανε, μ' αυτά θα σαχλαμάριζα;  

-Έχε ένα χόμπι. Παίξε γκολφ. Κάνε μια συλλογή.

-Και γιατί σώνει και καλά να κάνω κάτι τέτοιο;  
Γιατί η δική σου λογική είναι αρχαϊκή,
Και σ’ ό,τι σούπα, αυτή χαράς καμιάς δε βρίσκει αίτιο,
θα πρέπει να μη σκέπτομαι γιατί εσύ δε σκέπτεσαι;
Γιατί ο νους σου στα κοινά τόσο πολύ εξέπεσε
Ίδιον και γω με σένανε πρέπει να έχω νόα;
Και τότε πώς θα διέφερα-μου λες-από τα ζώα;
Και άκου κι άλλο κάτι τι που άκουσα επίσης
Και ας αφήσει αδιάφορες όλες σου τις αισθήσεις:
«Του Χάρου να κρεμάγεται, εγώ δεν τον πιστεύω!».
Και από ρήσεις λαϊκές ενώ, έστω άκων, νήστευα,
Ξάφνου ετούτα άκουσα τα πλέρια Ελληνικά.
Μια τέτοια ρήση φίλε μου ευθύς κατανικά
Κάθε του βίου σκοτεινιά, και μία πέρα ως πέρα
Το άκουσμ;a της ευτυχή μου κάνει δώρο μέρα.
Μήτρο γελοίε, φουκαρά, που κυνηγάς το κάλλος
Εκεί που το αναζητά κάθε όμοιός σου άλλος,
Που της Φυλής τα όμορφα τα νιώθεις τόσο μόνο
Όσο σου αρκεί για να μπορείς να ζεις χρόνο το χρόνο,
Τόξερα πως θα ήτανε αυτά για σένα ξένα.
Έλα όμως που η έννοια τους με συνεπαίρνει  εμένα…
Μα αφού η μοίρα μούδωσε εσένα για συντρόφια
Και την ασχετωσύνη σου ακέρια και ατόφια,
Κι αφού κανέναν άλλονε δεν έχω να μιλήσω
Γυρνώ από δω-γυρνώ από κει, σε σένα έρχομαι πίσω.

-Μην έτσι Γιάννο μου μιλάς γιατί θα εντραπώ.
Και δε θα έχω τότε πού να πάω να κρυφτώ.
Κι αν έτσι εγώ γεννήθηκα και συ αλλιώτικός μου
Δεν παύεις όμως νάσαι συ φίλος αδελφικός μου.
Κι αν λίγο βλαξ σου έτυχα, νέρωσε το κρασί σου
Και μη όλο με κατηγορείς σα βρίσκομαι μαζί σου.

-Δίκιο έχεις Μήτρο-σχώρα με. Το έχω παρακάνει.
Σε πρόσβαλα. Με συγχωρεί ς. Μα τώρα τέρμα. Φτάνει.
Για δυο ημέρες συνεχώς δε θα σου ξαναπώ
Το πόσο είσαι ανόητος ,στουρνάρι και φυτό.

-Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ. Αλλά μην ξεχαστείς
Και το διήμερο αυτό Γιάννο το υπερβείς
Γιατί πολύ δε θα άντεχα βρισιές να μην ακώ
Αφού μ' αξίζουν, και αφού, αν μου λείψουν τις ζητώ.

-Δε θα ξεχάσω. Το λοιπόν γεια σου για μέρες δύο.

-Α! Μιά. στιγμούλα Γιάννο μου. Προτού σου πω αντίο
θέλω και κάτι να σου πω
που από ώρα έχω σκοπό
Αλλά το ξέχασα, γιατί αλλού έχει τραβήξει
Η που όταν σε συνάντησα κουβέντα πούχε ανοίξει-
Η εκκλησία που εγώ να χτίσω αποφάσισα
Και που με διέκοψες γι αυτή σα να σου λέω άρχισα,
Σχέση δεν έχει ούτε μια με όσα εσύ αράδιασες
Και μ’ όσες πα' στις εκκλησιές βρωμιές εσύ αράδειασες.

Τη δική μου εκκλησία
θα τη χτίσω  στην ψυχή μου
 Και θα κάνω μες σε κείνη
Στο θεό την προσευχή μου.

Στης ψυχής μέσα το βούρκο
Μιά γωνιά θα καθαρίσω
Και κει μέσα τον που θέλω-
Που ποθώ, ναό θα χτίσω.

Και αυτήνε τη γωνία
Καθαρή θα την κρατάω
Και αντίς κερί, με πίστη
Και μ' αγάπη θα φωτάω.

Και αμόλυντη θα είναι
Απ' τη βρώμα των παπάδων
Κι από των κλεφτών την όψη
Κι απ' τον ήχο των παράδων.

Στο ναό θα μένω Γιάννο
Μόνο εγώ και ο θεός μου
Κι όταν εκεί μέσα μπαίνω
Θα ’μαι Γιάννο μοναχός μου.

Θα ’ναι μία εκκλησία
Ιερά κι υπερουσία.
Μες στον πονηρόν τον βίον   
Θα ’ναι τ' Αγια των Αγίων.  
 
Και ο διάολος να με πάρει
Αν θα έχει μέσα φτυάρι.


-Μήτρο μου δε φανταζόμουν
Όπου τόσα σου ’χω πει.
 Με αλώνει η μετάνοια
Και με λιώνει η ντροπή.

Θα μπορούσες κάποια μέρα
Να με συγχωρήσεις ίσως;
-Ναι. Καθώς τον Σόλωνά μας
Εσυγχώρησε ο Κροίσος.

-Σ' ευχαριστώ αδέρφι μου.
Και θα στο ξεπληρώσω-
Οι μέρες τρεις θα γίνουνε
Που δε θα σε μαλώσω.

(Κι οι δύο φίλοι εχώρισαν
για να ξαναβρεθούνε
όταν για νέο κάτι τι
θα είχανε να πούνε)

              ----