Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Παπανδρέου και Μιμή)
(Λος Άντζελες)

(Στράτα στράτα το μωράκι
Στράτα το πρωθυπουργάκι
Στράτα στράτα και στρατούλα
Ως τη διπλανή πορτούλα)

ΜΗΤΡΟΣ
Στον ουρανό σε γύρευα, στη γη σε βρήκα Γιάννο.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Και γιατί τάχα κοίταζες να μ' έβρεις εκεί πάνω;

ΜΗΤΡΟΣ
 Γιατί εσχάτως Γιάννο μου πολύ χαμένα τάχω.
Και θέλω με τις γνώσεις σου να με φωτίσεις λίγο.
Και μη μου πεις "αργότερα" και μη μου πεις να φύγω
Γιατί δεν έχω δύναμη άλληνε για να ψάχω.
Ξέρεις τι ανακοίνωσε το Υπουργείο Τύπου!

-Δεν ξέρω,και αληθινά ούτε που μ' ενδιαφέρει.

-Αγριο στην ΑΥΡΙΑΝΗ εχτές έβαλε χέρι.

-Μπα! Και σε τί τον πείραξε; Τί έκανε περίπου;

-Εγώ ακριβώς θα σου ειπώ τι είπε. Είπε ότι
Χυδαία και απάνθρωπη είναι η ΑΥΡΙΑΝΗ.

-Μπράβο βρισιές. Και τάχατες γιατί; Τί είπε; Διότι…

-Γιατί έβαλε στις στήλες της τη Δήμητρα γυμνή.
Κι η όλως κωμική
Υπόθεση αυτή
Μου θύμισε εν' ανέκδοτο που διάβασα προσφάτως
Και που ταιριάζει στη Μιμή σε φάρδος και σε πλάτος.
Να! Μια γυναίκα που κι αυτή σαν όλες απιστούσε
Πιάστηκε από τον άντρα της ενώ απαυτωνότανε.
Τότε να βρίζει άρχισε αυτή όσο μπορούσε
Κι ευθύς γειτόνοι άρχισαν εκεί και μαζευόντανε.
Κι έτσι πυρρή ως την είδανε και αγριομαλλούσα
Τη ρώτησαν τον άντρα της για ποια αιτία τον βρίζει.
Αυτή σ' εκείνους το έξαλλο το πρόσωπο γυρίζει
Και: "Μ’ έπιασε ο παληάνθρωπος ενώ τον απατούσα".
Και τώρα θέλω να μου πεις ποιός είναι ο χυδαίος-
Εκείνη ή ο άντρας της;

-                                            Αυτή είναι βεβαίως.

-Επίσης θέλω να μου πεις χυδαίος είναι ποιός-
Η ΑΥΡΙΑΝΗ ή η Μιμή;

-                                         Μα η Μιμή ασφαλώς.

-Να είσαι φίλε μου καλά. Γιατί για μια στιγμή
Ενόμισα πως έγινε η ατιμία τιμή
Οπως μας λέει η σοφή ΠΑΣΟΚική Σχολή.
Γιάννο μου μ' ανακούφισες. Σ' ευχαριστώ πολύ.
Και τώρα τούτο δω:
Και πλέον σταματώ
Και ποιός ειν' ο απάνθρωπος;

-                                          Κανένας απ' τους δυό.

-Α! Λάθος κάνεις φίλε μου. Και απορώ μαζί σου
Που ένα τέτοιο έγκλημα τ' αφήνεις και περνά
Και τον πρωθυπουργό ενώ με πίκρες τον κερνά
θέση δεν έχει ουδεμιά στη σκέψη τη δική σου.

-Ωστε απ' αυτό πειράχτηκε λες ο πρωθυπουργός;

-Και βέβαια πειράχτηκε. Και όπως ειν' ευαίσθητος
Και τόνε θλίβει έστω και μιά υπόνοια ανεπαίσθητος,
Τα πάντα του παρέλυσαν και θ’ απομείνει αργός. ΄

-Τι λες; Και να σηκώσει πια δε θα μπορεί το χέρι
Και να ζητάει τσίσα του;
Και πλέον την ποδίτσα του
Να τηνε δέσει μόνος του δε θα τα καταφέρει;

-Οχι.Και όταν έμαθε
Για τις φωτοτραφίες
Στις τόσες του αβαρίες
Κι ένα λουμπάγκο έπαθε.
 
-Ω! δυστυχία που πλάκωσε το Γένος των Ελληνων.
Να μην μπορεί να εργασθεί ο νους των ο ιθύνων.

-Ναι. Δεν μπορεί ο δύστυχος. Παράλυσε τελείως.
Απάνω στο κρεββάτι του έκλαιγε σαν παιδί
Κι έλεγε μες στο κλάμμα του:
«Ω συ Κουρή αναιδή
Η πράξις σου η ευτελής με έπληξε καιρίως.
Ω! Με τι μούτρα τώρα εγώ να έβγω σε μπαλκόνι
Και να ζητήσω απ' το λαό να με ψηφίσει πάλι
Οταν συν άλλοις το λειψό μυαλό θα του θολώνει
Η σκέψη της Μιμίκας μου και τα γυμνά της κάλλη;
Ω! Τι ντροπή! Πρωθυπουργός εγώ, κι η σύζυγός μου
Γυμνή στας στήλας ευτελών εντύπων να μοστράρει.
Αβίωτος κατέστη πια ο βίος ο δικός μου
Κι απ’ το πολύ το ντέρτι μου ο διάολος θα με πάρει.
Δε φτάναν τόσοι μου εχθροί, να τώρα κι ο Κουρής.
Και όπως παν τα πράγματα δεν είναι ν’ απορείς
Αν θα ειπεί ακόμα
Το βρωμερό του στόμα
Πως όταν πήρα τη Μιμή
δεν ήτανε παρθένα!
Ω! Τι μεγάλα βάσανα
μου βγαίνουν ένα ένα..
Ω! Πώς καλά δε φύλαξα
εγώ τον γάιδαρό μου
Και πηγε-το ρημαδι-
Και η ουρά του, όταν αλλού
έτρεχε το μυαλό μου
Εσταξε στο πηγάδι…
Και όχι άλλο τίποτα,
αλλά θα σπιλωθεί
Μαζί με την υπόληψη
την πρωθυπουργική μου
Και της κλεινής συζύγου μου
της στεφανωτικής μου,
Που έχει βοηθήσει διάφορους
και σε πολλούς σταθεί.

Ω! Ως μη ώφειλον εγώ πόσον συκοφαντούμαι!
Τώρα πολλοί ανεύθυνοι μπορούν να φαντασθούν
Πως τη Μιμή μου, πριν μ’ εμέ υπερηφάνως σμίξει
Και κάποιο άλλο αντρικό χέρι την είχε αγγίξει.
Αλλά μου έχει ορκιστεί πως όχι μόνο χέρι
Μα ούτε μάτι αντρικό τα κάλλη της δεν ξέρει.
Μόνο το μάτι του φακού την έχει ιδωμένα-
Ως και των φωτογράφων
Απαίτησε τα βλέφαρα νάναι καλά κλεισμένα
Σαν του Χριστού τον τάφον.
Και τετοιόν ένα αδάμαντα αιδημωσύνης και ήθους
Βορά το δίδει ένας Κουρής στα μάτια τόσου πλήθους…»

Και δόστου έκλαιγε ο φτωχός
Με δάκρυ σαν κορομηλο
Και στων αλγούντων και αυτός
Εντάχτηκε τον όμιλο.

Μα κι ένα τούκανε καλό το τόσο του το κλάμα.
Τόσο νερό που κράταγε του έφυγε εν τω άμα.

-Νερό κράταγε μέσα του;
-                                        Ναι. Από την αρρώστια του,
Μες στο νερό επλέανε κρέατα και εντόσθια του.
Κι όταν ορθός στεκότανε τα πόδια του φουσκώναν,
Ανάποδα όταν έστεκε πρήζονταν το μυαλό του,
Σαν έγκυος εφάνταζε μπρούμυτα όταν τον στρώναν
Κι ανάσκελα, όλο το νερό ήταν στον πισινό του.

-Τον κακομοίρη. Πάντοτε του άρεσε η Αλλαγή
(Ιδεών, θηλέων, υπουργών, τόπων διαμονής)
Που ως και στην αρρώστια του μπορεί να πει κανείς
Πως τη συνήθεια του αυτή διατήρησε αρραγή:
Οποια κι αν στάση έπαιρνε, άλλαζε ευθύς και σχήμα.
Σαν άδειος ήτανε ασκός. Κι είναι μεγάλο κρίμα
Που μία μόνον αλλαγή δεν μπόρεσε να κάνει:
Εκείνη που υποσχέθηκε στο άμοιρο Λαό.
Και που θα τον εδόξαζε σαν άλλον Δαναό
Κι αμάραντο στη μνήμη του θα έπλεκε στεφάνι.
 Σαν ένας από τους πολλούς τώρα κι αυτός θα πάει
Εκεί που η παντοδύναμη η Λήθη κυβερνάει.

-Και τώρα λες πως έφυγε τόσο νερό; Και πώς;

-Δε σούπα; Δάκρυα έγινε και μούσκεψε το στρώμα.
Μα σα σε βρήκα ήτανε κι άλλος μου ο σκοπός
Και δεν τον εξεπλήρωσα Γιαννακο μου ακόμα.
Εκτός απ’ την ΑΥΡΙΑΝΗ είχα σκοπό επίσης
Τη γνώμη σου να ζήταγα και γι άλλες δυό ειδήσεις.
Τον Παπανδοέου έμαθα πως μέσα στο Ωνάσειο
Για βόλτα τόνε πήγανε πάνω σε καροτσάκι.
Κι ας ήταν το μαρτύριο γι αυτόν σχεδόν Καυκάσιο,
Αυτός εχαμογέλαγε σα νάτανε παιδάκι.

-Μπράβο του.Τώρα τι έχουνε να πουν όσοι αράδα
Λέγανε πως πρωθυπουργό δεν έχει η Ελλάδα;
Ορίστε. Εχει. Μάλιστα βγαίνει και κάνει βόλτες.

-Και μάλιστα ως τις διπλανές της πόρτας του πάει πόρτες.

-Τόσο μακριά πήγε λοιπόν;

-                                         Πήγε να σε χαρώ.
Και κείνο που οπωσδήποτε με κάνει ν' απορώ
Είναι που στη γειτονική-στο λέω εν τιμή-
Την πόρτα που πλησίασε, διαμένει η Μιμή.

-Αλλά νομίζω φίλε μου-και να με συγχωρείς-
Πως για το ζήτημα αυτό δεν είναι ν’ απορείς:
Ο Αντρέας, αν και πρακτικά από τη ζωή φευγάτος
Με όλες τις δυνάμεις του φροντίζει για το Κράτος.

-Πώς δηλαδή;

-                     Να! στης Μιμής εχώθηκε το δώμα
Ωστε προτού ανεσπλαχνα να τόνε φάει το χώμα
Ν’ αφήσει στην Κυβέρνηση πριν φύγει διάδοχό του.

-Και έτσι λες αδύναμος πέτυχε τον σκοπό του;

-Το εύχομαι. Γιατί αλλιώς, όταν πεθάνει αυτός
Κανείς να τόνε διαδεχτεί δε θάναι ικανός.
Ενώ μετά ’πο εννιάμηνη στο Κράτος αναρχία
Στο θρόνο του πρωθυπουργού ο γιός του θα καθήσει.
Και στο κακό θα βάλουμε το χάλι μας τελεία.

-Κι αν κόρη ίσως η Μιμή και όχι γιό γεννήσει;

-Το φύλο είναι αδιάφορο που θάχει το μωράκι.
Για το Λαό είναι αρκετό νάναι Παπανδρεάκι.

-Μα έχει ήδη δυό τρεις γιους. Ο Γιώργος δε μας κάνει;

-Είναι καλός, μα αλλίμονο, ο δόλιος κάπου χάνει.

-Χάνει ο Γιώργος; Πώς αυτό;

-                                            Θυμάσαι που απεργούσανε
Πριν ένα μήνα οι φοιτητές κι επίμονα ζητούσανε
Να μη τους κόψει ο υπουργός τα δωρεάν βιβλία;

-Ναι.

-            Και γνωρίζεις υπουργός ποιός ήταν στην Παιδεία;

-Του Παπαδρέου το παιδί. Αυτός ο Γιώργος ο ίδιος.

-Ξέρεις τι βγήκε το λοιπόν και είπε ο γελοίος;
Πως έχουνε οι φοιτητές δίκιο που απεργούνε.
Και τέρμα. Ήγουν δήλωσε, για όσους εννοούνε,
Πως είναι χάχας και κουτός. Γιατ' είναι η δουλειά του
Οχι να κλαίγεται μαζί με κείνους που του κλαίγονται
Μα όλα τα υπουργικά βάζοντας δυνατά του
Ν' ανακουφίζει τους φτωχούς τους φοιτητές που καίγονται.

-Αλήθεια σόϊ παράξενο όλοι οι Παπανδρέου.
Παππούς και γιός και εγγονός, ενώ ο Λαός τους θέλει
Και σα φορείς τους θεωρεί πνεύματος κάποιου νέου
Και στη Βουλή και στην Αρχή του Κράτους μας τους στέλλει,
Αυτοί αισχρά φερόμενοι πάνε και τον προδίνουνε-
 Μία στον πλήρη γάλακτος κλωτσιά τον κάδο δίνουνε
Και του Λαού μας κάνουνε τη μοίρα του χειρότερη.
 Γιός κι εγγονός, παιδί και γιός, και εναλλάξ αμφότεροι,
Σε πιό βαριά τον ρίχνουνε και μαύρη απελπισία
Κι αλλάζουνε την πίστη τους σ' αυτούς, με απιστία.

Και ψηφίζει ο λαός     
Τον Αγώνα τον Ανένδοτο
Και ο Γέρος απ’ αυτόν
Φτιάχνει εν' ανέκδοτο.

Και του φταίει ο Μητσοτάκης
Τάχα που αποστάτησε  
Και που έρμονε τον δόλιο
Γέρο απαράτησε.

Κι έχοντας πενηντατρία
Τρανταχτό τοις εκατό
Κάτι που πρωτόφαντο ήταν
Στη Γραικία ποσοστό,

Από ευθυνοφοβία    
Σπεύδει και το παρατά    
Και την υστεροφημία    
Απ’ αυτό μόνον κρατά.

Κι έχοντας ο Αντρέας όλον
Το λαό σχεδόν μαζί του
Για να πραγματοποιήσει
Τη μεγάλη Αλλαγή του,

Οχι μόνο δεν αλλάζει
Τίποτα μέσα στη χώρα,
Μα κι απ’ τη βροχή που ήταν
Τήνε βάζει μες στη μπόρα.

Κι έρχεται και ο Γιωργάκης
Ο μικρός, και λέει βλακείες
Και σαν το μωράκι παίζει
Με Υπουργεία και Παιδείες.

Πώς αν δε μας αγαπούσε
θα γελούσε ο Βασιλιάς μας
Που από φταίξιμο δικό μας
Τώρα βρίσκεται μακριά μας…

Αλλά σήμερα δεν είδα από την Τι Βι τα νέα.
Αχ θεέ μου, βοήθησέ μας τη σημερινή τη μέρα
Με το ίδιο καροτσάκι να τον πάνε παρά πέρα
Και να κάνει καρποφόρο με τη σύζυγο παρέα.

-Αλλά κι αν δεν ευδοκήσει ο θεός να τον γλιτώσει
Και στους ώμους της τετράδα θα τον πάει σηκωτό,
Από ένα έτσι πάθος μέγιστο θα τον γλιτώσει-
Και γνωρίζεις βέβαια ποιο.

-Ναι. Θα κόψει το πιοτό.

(Και το Μήτρο ο μαγνήτης της Τι Βι τον απορρόφησε
Για να δει ο Παπανδρέου αν θα ζήσει ή αν ψόφησε
Ενώ τράβηξε ο Γιάννος κατά τη Γεθσημανή
Νιώθοντας κι αυτός χυδαίος όσο η ΑΥΡΙΑΝΗ)