Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Γιάννος και Μήτρος συζητούν και τα δικά τους λένε
κι οι έξυπνοι μ’ αυτά γελούν και οι ανόητοι κλαίνε.)



-Ρε Μήτρο γιατί μου ’φτασες πρωί πρωί τρεχάτος
και μάλιστα περίφροντις και απορία γεμάτος;

-Πώς να μην είμαι Γιάννο μου; Και να γιατί απορώ:
Με γράμμα του ο Ρουσόπουλος προς τον πρωθυπουργό
του είπε πως στις εκλογές δε θα ’ναι υποψήφιος!
Πες μου Γιαννάκο μου εσύ γιατί εγώ ειμ’ ηλίθιος:
γιατί μας το ’κανε αυτό; ποια είναι η αιτία;

-Αλήθεια με την τόση σου Μητρούση μου βλακεία-
και παρ’ αυτήν…- απάντηση δε γίνεται να δώσεις.
Άκου λοιπόν. Ο φίλος μας αφού τα ’χει τσεπώσει
και την του νόμου ελπίζοντας τσιμπίδα να γλιτώσει
σου λέει: «ας φύγω μόνος μου προτού με κυνηγήσουν
και όσα ως τώρα έφαγα πίσω μου τα ζητήσουν.
Και τσαμπουνάω πως έφυγα γεμάτος αξιοπρέπεια
κι ας είμαι όλος σκεπαστός από ανομίας λέπια.»
Γι αυτό έφυγε Γιαννάκο μου- Κατάλαβες;

                                                                     -Ναι Γιάννο,
Μα ερωτήσεις μια ή δυο ακόμα θα σου κάνω:
Δεν έπρεπε προς το λαό το γράμμα του να στείλει
αντί για τον πρωθυπουργό-τουτέστι δεν οφείλει
λόγο να δώσει στο λαό και στη δικαιοσύνη;
Και Γιάννο μου, όποιος το λοιπόν κλέψει απ’ το Δημόσιο
με γράμμα ένα βδελυρό προς κάποιονε ανόσιο
έτσι για όλα πια ξοφλά τα βρώμια που ’χει κάνει;

-Ρε Γιάννο, αφού έμαθες μέχρι και το «τουτέστι»
και το ‘χεις φέρει ως εδώ κι ας κάνει τόση ζέστη,
τότε είμαι σίγουρος πολύ ότι θα εννοήσεις
όσα απαντώντας θα σου πω σ’ αυτές τις ερωτήσεις.
Λοιπόν χαζέ και άσκεφτε και κουτεντέ μου φίλε
άκου και πλέον στ’ άχρηστα τις απορίες σου στείλε.
 Με τέτοιον βλάκα κι άχρηστο λαό που ’χει η Ελλάδα-
χώρα που ένα η συννεφιά κι εννιά κάνει η λιακάδα-
κάποιος να στείλει γράμμα αρκεί κι ας είναι και στο διάολο,
αυτό ο λαός το θεωρεί πράγμα πολύ μεγάλο
και λέει μέσα του «αυτός είναι γραμματισμένος.
Ξέρει τι λέει. Αχ! Τι καλός! Δε φταίει ο καημένος!...»
Και λέει «τι άλλο να ’κανε; Να ‘στελνε δεν μπορούσε
σ’ εκατομμύρια έλληνες γράμματα- θ’ αρρωστούσε-
γι αυτό στου λαού τον εκλεκτό ένα έχει στείλει γράμμα
και φως φανάρι-πια μ’ αυτό διορθώθηκε το πράγμα.»
Ως για το αν έτσι εξοφλά τις όποιες του βρωμιές
έτσι το πράγμα Μήτρο μου γίνεται για γενιές.
Έρχονται κι αφού το άμοιρο Δημόσιο κατακλέψουν
πως παραιτούνται ύστερα λεν και πάνε να χωνέψουν.
Ή αν το κόμμα απ’ τις κλεψιές που κάνανε χωλαίνει
εκείνο εν δόξει και τιμή στο σπίτι τους τούς στέλνει
ή δεν τους βάζει πάλι, απλά, στην βρωμερή του λίστα
ενώ ο λαός κοιμάται ή, γλαρώνει από τη νύστα.
Κατάλαβες Μητρούση μου ή πάλι να στα πω;

-Κατάλαβα και μ’ έκανες Γιάννο μου να ντραπώ
που τέτοιος είμαστε λαός. Και, Γιάννο, η Ζαχαρέα
δεν ήτανε γυναίκα του που έλεγε τα νέα;

-Ήτανε.      
              
                    -Κι επιτρέπεται σε τέτοια μία θέση
να ’ναι η γυναίκα εκεινού που κόμμα κουμαντάρει;
Αυτό είναι τάχα φυσικό ή σ’ όλους τάχα αρέσει,
που κάλτσες δεν τη στείλανε στο σπίτι να μαντάρει;

-Μήτρο Ελλάδα ειν’ εδώ. Θα πει μια χώρα νούλα
που έχει φτιαχτεί από βρωμιά κι άδικο και ρεμούλα.
Για εδώ είναι παράξενο όχι ό,τ’ είναι τίμιο
μα ό,τι αλλού θα ήτανε άτιμο κι επιζήμιο.
Γι αυτό σαν την πατρίδα μας άλλη δεν είναι χώρα.
Γκέκε;
           
              -Ναι, γκέκε Γιάννο μου. Όμως ας φύγω τώρα
για να σ’ αφήσω ήσυχον όσα είπαμε να γράψεις.
Και μη για βλάκα κι άχρηστον Γιάννο με περιγράψεις.

-Ρε Μήτρο μου, ό,τι και να πω για σένα κι ό,τι γράψω
φίλο να σ’ έχω κι αδερφό ποτέ μου δε θα πάψω.
Κι αν κατηγόριες άσωστες για σε έχω στα γραφτά μου,
μα Μήτρο μου ξέρεις καλά πως σ’ έχω στην καρδιά μου.

-Σ’ ευχαριστώ Γιαννάκο μου. Και φεύγω όλος χαρά
σφαλιάρα εσύ που σήμερα δε μου ’δωσες καμιά.
Για πάντα τις σφαλιάρες σου Γιάννο θα σταματήσεις;

-Ναι, τις βλακώδεις σου κι εσύ αν πάψεις ερωτήσεις.

-Ωχ! Κι άλλο ξύλο πρόκειται ο άμοιρος να φάω.

-Ναι αλλά Μήτρο μην ξεχνάς ότι σε αγαπάω…

(Κι οι δύο φίλοι χώρισαν βαρέως βλαστημώντας
μα κι ο ένας τους τον άλλονε πάντοτε αγαπώντας.)