Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ
(μπαίνει στο σπίτι του Γιάννου)


Γιάννο μου άκουσα αυτά που έλεγες μοναχός σου.
Αλήθεια, έχουμε χρονιές δέκα σ’ αυτή τη χώρα.
Αν κι ήξερα, πάλι άκουσα ποιος είναι ο καημός σου
που και δικός μου είναι καημός.

-Πολλήν άκουγες ώρα;

-Ναι. Και αυτά που άκουσα ταιριάζουν στο σκοπό
αυτού που εδώ ερχόμουνα Γιάννο μου να σου πω:


-Γιάννο το αποφάσισα. Θα κάνω τα χαρτιά μου
Για να γινώ Αμερικανός πολίτης.
-                                                Παναγιά μου.
Τι μεγαλεία ειν’  αυτά βρε Μήτρο που στοχεύεις;
Και   θα γενείς  Αμερκανός;  Αλήθεια το πιστεύεις;
-Και  γιατί  όχι;  Γίνανε    πολλοί γνωστοί μου ως τώρα.
Και  δρέπουν Αμερικανού πολίτη  τώρα δώρα.
Λοιπόν το αποφάσισα. Πολίτης θα γενώ.
Και  θα καλύψω ένα τρανό της ζήσης μου κενό.

Θα μπορώ να περπατάω
Με την κεφαλή ψηλά
Και η ζήση μου όπου πάω
Τιμημένη θα κυλά.

Θα ψηφίζω όχι για κάλο
έλληνα πρωθυπουργό
 μα για Πρόεδρο να βγάλω
κάποιον, Αμερικανό.

Κι όμηρον αν με κρατήσει
κάποιος αεροπειρατής
τ’ όνομά μου θα γνωρίσει
Τότε ο κόσμος παρευθύς.
 
Κι ένα μέγα θάναι έθνος-
το Αμερικανικό
που θα βυθιστεί στο πένθος
αν εν τέλει θα χαθώ.

Και καμαρωτός θα δείχνω
την καινούργια μου ταυτότητα
κι έτσι πλήρως θ' αποδείχνω
και τη νέα μου εθνικότητα.

Και θα είμαι κραταιού
κράτους μες στη γη πολίτης
και του κόσμου του σκαιού
δε θα είμαι πλέον αλήτης.

Και θα σταματήσεις Γιάννο
να μου κοκορεύεσαι
αλλά σαν Αμερικάνο
τότε θα με σέβεσαι.

Μόνο που έχω Γιάννο μου ένα δίλημμα μεγάλο
που απ’ αυτό τρανότερο δε βρίσκω να ’ναι άλλο.
Λένε αυτοί που ευτύχισαν να γίνουνε πολίτες
ότι η πρώτη ερώτηση των εξετάσεων τους
ήταν: "Και τί θα κάνατε σε πόλεμο αν πιάνονταν
η Αμερική με την παλιά που είχατε πατρίδα;"
Και τί αλήθεια να τους πω; Ν ' απαρνηθώ Γιαννάκο
τον τόπο που με γέννησε και μ’ έχει μεγαλώσει;
Δεν το μπορώ. Πάλι να πω ότι θα πολεμήσω
τον τόπο που με δέχτηκε και ζω ωραία τώρα;
Από τα δύο δε μπορώ κανένα να διαλέξω.
Τί λες και συ; Τί θα ’κανες στη θέση μου αν ήσουν;

-Εγώ και τώρα να σου πω μπορώ, πριν με ρωτήσεις:
θα πολεμήσω τη Γραικιά με νύχια και με δόντια.
Και τώρα. Ετούτη τη στιγμή, αν πόλεμος θα γίνει
εγώ θα είμαι ο πρώτος που απάνω της θα πέσω
και με μανία και με τυφλή θα τη χτυπήσω λύσσα.
Γιατ' η Ελλάδα ειν' η γωνιά του κόσμου που γεννάει
όντα τελείως διάφορα από τ’ αρχαία εκείνα,
που ’χαν μυαλό, και αίσθηση, και σύνεση, κι αντρεία.
Και θάνατος στις βρωμερές χρειάζεται πατρίδες.
Αλλιώς κάθε που μέσα τους φανεί κάτι ωραίο
λάσπη κι εκείνο και βρωμιά σε λίγο θα ’χει γίνει.
Κάτω οι πατρίδες που κοιτάν με μίσος τα παιδιά τους.
Κάτω οι πατρίδες που ’χουνε μοναδικό σκοπό τους
να πλάθουν αλλοπρόσαλλα, δυστυχισμένα τέκνα.
Που ούτε μυαλό τους δίνουνε ορθά για να σκεφτούνε
και ευνομούμενα κι αυτά να ζήσουν όπως όλοι
οι άλλοι άνθρωποι της γης. Ναι. Κάτω οι πατρίδες
που είναι μέγαιρες κακές για τ' άτυχα παιδιά τους
και που τα βασανίζουνε, και τα βαριοπληγώνουν
και που τα κατατρέχουνε και που τα εξορίζουν.
Και ζήτω η Δημοκρατική του Κλίντον η πατρίδα.
Η Αμερική των λίμπεραλς. Η Αμερική του τώρα.
Η Αμερική του αύριο. Η Αμερική η αιώνια.
Και ζήτωσαν οι ευκλεείς και ζείδωρες πατρίδες.
Και ζήτω η Αμερκάνικη μοναδική πατρίδα.
Που όχι μόνο τα παιδιά φροντίζει τα δικά της
 αλλά κι εκείνα που έρχονται ικέτες στους βωμούς της.
Ζήτω η Αμερκάνικη πατρίδα που σκοπός της
Έχει τα τέκνα της να ζουν όλα ευτυχισμένα.
Ζήτω η Αμερικάνικη πατρίδα που σαν λιόντας
τα δίκια υπερασπίζεται πάντοτε των παιδιών της.
Ζήτω του κόσμου η μοναχή για λευτεριά ελπίδα.
Ζήτω του κόσμου ο μοναχός ζυγός Δικαιοσύνης.
Ζήτω η μόνη πα' στη γη πατρίδα που απονέμει
ό,τι στο κάθε της παιδί αξίζει να λαβαίνει.
Αμερική! Αμερική! Χώρα του μεγαλείου!,
είτε αυτό είναι υλικό, ή Πνεύματος, ή Τέχνης.
Αμερική! Αμερική! Πατρίδα των πατρίδων.
Γεια σου φωλιά χαρούμενη για τα πουλιά σου όλα.
Γεια σου αποδημητικών γιάτρισσα και ταγίστρα.
Γεια σου βοηθέ του αδύναμου. Γεια σου ισχυρών η φίλη.
Γεια σου αδίκων τιμωρός. Γεια σου δικαίων προστάτις.
Γεια σου δουλειά των άνεργων. Χαρά των πονεμένων.
Γεια σου Κολόμβου γέννημα. Μέστωμα Ουασιγκτώνα.
Γεια σου των τέκνων όλων σου το πέρφανο το θρέμμα.
Γεια σου Αγγλίας ράπισμα. Κουμουνισμού το κνούτο.
Γεια σου η φωτοδότειρα και η τροφός του κόσμου.
Γεια σου η πρώτη στο Καλό, στο Υψηλό, στ' Ωραίο.
Γεια σου ο Πυγμαλίωνας του κάθε προικισμένου.
Γεια σου ταλέντων σιγουριά. Γεια σου του νου προστάτη.
Γεια σου όλων των ανθρώπινων δικαίωση των κόπων.
Γεια σου πενίας μακέλεμα. Δουλείας καταλύτρα.
Γεια σου τρανή Αμερική. Μπρος σου το γόνυ κλίνουν
Λαοί τρανοί κι αδούλωτοι-Εθνη μικρά μεγάλα.
Και η Ρωσία η κραταιή, σε προσκυνάει κι εκείνη.
Γεια σου μεγάλη Αμερική. Αν κάποτε η Ελλάδα
Με σε θα ’ρθει αντιμέτωπη, και πάλι στο δηλώνω
Από τους πρώτους μαχητής ενάντια της θα είμαι.
Δος μου ένα όπλο μοναχά και βρίσκω εγώ το στόχο.
Δώσε μου το δικαίωμα μόνο να πολεμήσω.
Σε δυο αφεντάδες δεν μπορεί κανένας να δουλεύει.
Υποκρισία και ψευτιά κρύβει μια σχέση τέτοια.
Πρέπει κανείς οριστικά και πλέρια να διαλέξει.
Κι εγώ εσένα διάλεξα. Για σε θα πολεμήσω
κι αν κάποτε το χρειαστείς για σένα θα πεθάνω.

 -Επήρες φόρα Γιάννο μου. Όμως εγώ υποβάλλω
Χαρτιά πολίτης να γενώ. Κι όχι εσύ.

-                                                    Το ξέρω.
Τι θα ’λεγα είπα μοναχά εμένα αν ρωτούσαν.

-Λένε πως να περάσουνε δέκα χρονιές θα πρέπει,
Για να ξεχάσεις εντελώς την παλαιά πατρίδα.
Εσύ προτού καλά καλά τα δέκα χρόνια κλείσεις
Οχι την ξέχασες, αλλά, την έχεις και μισήσει.

-Λάθος και πάλι έκανες Μήτρο. Ετούτα όλα
ειν’ ένα δείγμα μοναχά απ’ ότι έχεις ν’ ακούσεις
όταν τις δέκα τις χρονιές αισίως εδώ θα κλείσω.
Και να το ξέρεις, απηχώ Μήτρο μου τις απόψεις
όλων των στο Λος Αντζελες που ζούνε των Ελλήνων.

-Βλέπω όμως Γιάννο μου πολλούς έλληνες εδώ πέρα
που χρόνια έχουν είκοσι, ή και τριάντα ακόμα
Που απ’ την πατρίδα λείπουνε, κι όμως την αγαπάνε.
Γι αυτήνε πάντοτε μιλούν, πηγαίνουν και τη βλέπουν,
κι έχουνε πάντα ένα καλό λόγο γι αυτή να πούνε.
Των δέκα χρόνων ο κανών για κείνους δεν ίσχύει;

-Ολοι αυτοί συμφέροντα έχουνε στην Ελλάδα.
Γι αυτό και πως την αγαπούν ακόμα προσποιούνται.
Κατάλαβες Μητρούση μου;

-                                     Οχι τελείως Γιαννιό μου.

-Αυτοί δε θα ξεχάσουνε ποτέ τους την Ελλάδα
όσο σαν κότα τη θωρούν που αυγό χρυσό γεννάει.
Όμως αυτοί που εργάζονται και ζουν εδώ, στις ΗΠΑ,
τη γη ετούτη θ' αγαπούν, γι αυτήνε θα πονάνε,
Κι αυτήνε για πατρίδα τους μοναδική θα ξέρουν.

-Αλλά, για δες τα χέρια τους πώς τα ’χουν απλωμένα
Προς της πατρίδας τα γλυκά μέρη τ' αγαπημένα.
Ζητούν να τη χαϊδέψουνε-λίγο να την αγγίξουν.
Μου μοιάζουν χέρια ναυαγών που σαν να χαιρετάνε
Λίγο προτού στου πελάγου τα σκότια να βυθίσουν,
ή σαν να θέλουν από μια σανίδα να πιαστούνε.

-Ούτε είναι χέρια ναυαγών, ούτε σε χάδι απλώνουν.
Ούτε και αποχαιρετούν. Είναι αρπάγων χέρια.
Απλώνουν για να γδάρουνε και για να λεηλατήσουν.
Κι αυτή 'ναι η μονάχη τους με την πατρίδα σχέση.