Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

 Μονόλογος της Γαλάτειας-από το έργο "ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ"

(μπαίνει η Γαλάτεια)
ΓΑΛΑΤΕΙΑ

Τι θάμα είναι σήμερα που εγίνη!
Ο σκοτεινός πώς εφωτίστη ο κόσμος!
Γεμάτη με γητέματα και μάγια
η φύση πώς γλυκάστραψε μπροστά μου!
Κι ούτε γεννήθηκα πριν από χρόνια.
Τo σήμερα εμένα έχει γεννήσει.
Και του Νηρέα εγώ παιδί δεν είμαι-
ο Έρως μάννα μου κι αυτός πατέρας.
Σήμερα ο Άκις μού ’πε μ’ αγαπάει-
ότι κι αυτόν τον χτύπησαν τα βέλη
Τον φτερωτού Θεού για με. Αχ! Έρω!
Διπλά σ’ ευχαριστώ απ' την καρδιά μου.

Η κάθε λύπη μου πια έχει φύγει
κι αλάφρυνα που λες και θα πετάξω.
Αχ! Έρωτα! Σε φίλτρο ποιό βυθίζεις
τα βέλη σου και όποιονε χτυπήσουν
την ευτυχία τον κάνουνε να νιώσει…
Πριν ήμουνα μια Νύμφη όπως όλες.
Τώρα είμαι μια Νύμφη που αγαπάει
και, Ερωτα, μια Νύμφη που αγαπιέται.
Τo σώμα μου μια γλύκα το κατέχει.
Χαρά μια χύθηκε μες στην ψυχή μου-
χαρά και γλύκα μου τα μάτια τον Άκι.

Τι κι αν αθάνατη τάχατες ήμουν!
Και τι να το ’κανα της ζωής το δώρο
αν μακριά μου έμενε η αγάπη;
Μα έχω απ' αγάπη πλημμυρίσει.
Θεοί! Αυτό λοιπόν το μυστικό σας!
Θεά είμαι κι εγώ κοντά σας τώρα.
Τώρα κι εμέ της ευτυχίας ο ήλιος
με φέγγει όλη. Κι είναι και δικιά μου
η γνώση όλη κι όλη η δύναμή σας.

Πριν σαν τη Γη την προγιαγιά μου ήμουν,
ως ήσαν oι Θεοί πριν την καρπίσουν.
Όπως εκείνην τα θεριά σπαράζαν
κι άγριοι δράκοντες την μακελλεύαν,
έτσι κι εμέ η θλίψη με κρατούσε.
Και τα θεριά του πόνου με ξεσκίζαν.
Κι όπως αυτή στολίστηκε με ρυάκια,
και με δεντρά και με πουλιά και μ’ άνθη
έτσι και 'γω 'μαι τώρα στολισμένη
με μύρια δώρα. Και λαλώ-κι ανθίζω.

Σ’ αυτά τα μέρη η ζήση μου περνούσε.
Με τις πολλές παρέα τις αδερφές μου
έπαιζα όλη μέρα και γελούσα.
Καμιά η θάλασσα της Σικελίας
κρυφή απ' τις χάρες της δε μου κρατούσε.
Και των βυθών της τη χρυσή μαγεία
και των νερών της τις τερπνές εικόνες
και τον φωτόλουστο τον λευκαφρό της
όλα για μάς λες τα ’χε φυλαγμένα.
Μα κι αν δεν τα ’χε ποιός τήνε ρωτούσε;
ποιος στα τρελά της νιότης μας παιχνίδια
κάποιον φραγμό να βάλει θα μπορούσε;..
Όμως σαν νιό κι εκείνη κοριτσάκι
γελούσε και χαιρότανε μαζί μας
μ’ όποιο ξεφάντωμα νεανικό μας.

Αλλ' άψυχη χαρά ήταν εκείνη
και στη σπηλιά μας βράδυ σα γυρνούσα
οι πέτρες της βαραίναν την ψυχή μου
κι ένιωθα τη χαρά μου προδομένη.
Κι εγώ, η αθάνατη, μες στου θανάτου
τα βρόχια ήμουνα παγιδεμένη.
Κενό ένα μέγιστο ένιωθα εντός μου
σα να μη γίνανε όσα είχαν γίνει
και σαν αυτά που ήτανε να γίνουν
αξία μέσα τους καμιά δεν κλείναν.
Και μέσα βυθιζόμουνα στον πόνο
που η έλλειψη μαζί της πάντα φέρνει.
Πόσες ευχές δεν έκανα στο Δία
θνητή παρακαλώντας να με κάνει
ώστε ο θάνατος να με λυτρώσει
απ’ όσους η ζωή μού ’δινε πόνους...
Ή πάλι του ’λεγα: «Δία Πατέρα
κάνε με μια πετρούλα-εν' ανθάκι
Κάνε με ένα ρυάκι, ένα πουλάκι
τον πόνο της αγάπης να μη νιώθω».

Αλλά ο Δίας δε μ’ άκουγε. Και τώρα
βλέπω γιατί- Θεέ, Μεγάλε Δία,
μ’ άφησες όπως ήμουν γιατί άλλο
σχεδιάζανε τα φρένα σου για μένα.
Μ’ άφησες όπως ήμουν για να νιώσω
την πιο μεγάλη απ’ όλες ευτυχία.
Και να! Μες στη ζωή μου όλα αλλάξαν
κι όλα της τα κενά έχουν γεμίσει
απ' της αγάπης τη γλυκιά τη χάρη.
Νερά, τώρα σα μέσα σας θα μπαίνω
σαν άγνωστη έτσι να ’μαι θα σας μοιάζω-
σαν κάποιο άλλο να κρατείτε σώμα.
Και σεις, συντρόφισσες των παιχνιδιών μου,
θα με κοιτάζετε σα να ’μουν ξένη.

(Μπαίνει η Γλαύκη, βλέπει τη Γαλάτεια να μιλάει και κάθεται παράμερα, αθέατη από αυτήν).

Είναι που τώρα μόνη μου δεν είμαι.
Είναι που τώρα όπου και να πάω
του Άκι την ψυχή έχω μαζί μου
σφιχτά με τη δικήνε μου πλεγμένη.
Είναι που του Άκι μου η κάθε σκέψη
και σκέψη έγινε γλυκιά δική μου.
Είναι σ’ αιώνιο ένα φιλί που δέσαν
οι δυο υπάpξεις μας, καθώς δεμένο
το ακρογιάλι με το κύμα είναι.
Μ’ ας πάω τώρα στις καλές μου φίλες
τον νέο μου εαυτό να τους γνωρίσω.
Ας πάω για να δουν οι αδερφές μου
Την αλλαγή που μού ’φερε η αγάπη.
Και να στολίσω ας πάω το κορμί μου
όπως να κάνουν ξέρουν οι γυναίκες,
γιατ’ η ομορφιά θαρρώ μαγνήτης είναι
που την αγάπη τη γλυκιά τραβάει.