Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

 ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Σημαία Αθήνας)


(Αθήνα κι Αθηνά    
Εχουν πολλά κοινά  
Μα ο Σταυρός φιλία
Δεν έχει με καμία)

ΜΗΤΡΟΣ
Τάμαθες πως απόκτησε σημαία η Αθήνα;

ΓΙΑΝΝΟΣ
-Τάμαθα.

-               Δεν εχάρηκες;

-                                        Οση χαρά έχει η χήνα
Οταν κανένας άνθρωπος κοντά της πλησιάσει.

-Α πιά! Κανένας δεν μπορεί με σε να κουβεντιάσει
Χωρίς ανρτίρρηση ευθύς σε όλα να του φέρεις.

-Μα δίκιο έχω πάντοτε. Κι αυτό καλά το ξέρεις.

-…Το ξέρω και τ’ ομολογώ. Ποια είναι το λοιπόν
Η αιτία τέτοια αντίδραση που σ’ έκανε να έχεις;

-Σκέπτομαι πως η Αθηνά θα τρέξει νάμπει πάλι
Μες στο κεφάλι του Διός μετά από τη μεγάλη
Που της έκαναν προσβολή.

-                                         Ποια προσβολή βρε Γιάννο"

-Που τηνε βάλανε κι αυτή με το Σταυρό παρέα
Στην πρώτη που εφτιάξανε των Αθηνών σημαία.

-Λες προσβολή προς το Χριστό πως η σημαία είναι;
 -Οχι βρε μπούφο. Η προσβολή στην Αθηνά εγίνει.

-Κι αυτό γιατί παρακαλώ;..
-                                     Γιατί ρε χαζο-Μήτρο
Οι Ελληνες, αν δεν τόξερες, είναι ειδωλολάτρες. –

-Μετά απο δυο χιλιόχρονα Χριστιανικής θρησκείας;

-Ναι. Μετά δυό χιλιόχρονα θρησκείας χριστιανικής,
Οι Ελληνες παραμένουνε βαθιά ειδωλολάτρες.
Δέχτηκαν το Χριστιανισμό επιπολαίως μόνον
Και ύστερα από πίεση μόνο του Βυζαντίου.

-Με τόσες πούχουμε εκκλησές, και με παπάδες τόσους
Με τόσα κατηχητικά, με τόσες λειτουργίες
Πώς να πιστέψω αυτό που λες;

-                                            Αν θέλεις πίστεψε το,
Αλλιώς μέσα στης άγνοιας σου την άμμο την παχιά
Οπως η στρουθοκάμηλος την κεφαλή σου κρύψε,
Και τη ζωή συνέχισε που κάνεις τη ζωώδη
Χωρίς να επεξεργάζεται η λογική σου όσα
Δέχονται ερεθίσματα οι αισθήσεις σου οι πέντε.

-Αλλά για πες μου Γιάννο μου και βγάλε με απ’ την πλάνη,
Και πείσε με πως ό,τι πριν μου είπες είναι αλήθεια.

-Για τους παπάδες είπες πριν. Πως τάχα είναι εκείνοι
Απόδειξη, πως οι Ελληνες πιστεύουν στο Χριστό.

-Μα οι παπάδες φίλε μου είναι αστεία όντα.
Τίποτε απ' την πνευματική δε νιώθουνε τη σχέση
Που κατά της Χριστιανικής της πίστεως το πνεύμα
Πρέπει να έχει ο χριστιανός με τον Θεό-Χριστό.
Απ' τη θρησκεία μοναχά ο παράς τους ενδιαφέρει-
Αν αύριο ο εργοδότης τους τους πει να υμνούν τον Ήλιο,
Αμέσως θα το κάνουνε. Άστους αυτούς στην πάντα
Καθώς και όσα είπες πριν για κατηχητικά
Για εκκλησές και λειτουργιές. Αυτά είναι μια μόστρα
Μόνο για να λεγόμαστε τάχατες Χριστιανοί.
Μα να ποια του ζητήματος είναι η ουσία Μήτρο,
Και βάλε τα καλά στο νου να μη τα ξαναλέω.
Ο Ελληνας σαν και κείνονε τον θέλει το θεό του-
Να τρώει, να ερωτεύεται, να πίνει, να γλεντάει.
Μα μη γυρνά το μάγουλο αλλά να πολεμάει.
Δε νοιάζεται αν στον ουρανό θα πάει σαν πεθάνει
Μα θέλει τώρα, εδώ, στη γη, ωραία να περνάει.
Και δεν περίμενε ο θεός να πλάσει τους ανθρώπους
Παρά εκείνος έπλασε θεούς όπως τους θέλει.
Και επειδή και οι λαοί όπως και οι ανθρώποι
Οπως γεννιούνται μένουνε ωσότου να πεθάνουν
Και δεν αλλάζουν σύνηθα, και δεν αλλάζουν γνώμη
Γι αυτό σου λέω κι ο Ελληνας δεν άλλαξε καθόλου
Κι η πίστη του στους δώδεκα θεούς θάναι δοσμένη
Χίλιοι κι αν έρθουνε Χριστοί και σταυρωθούν στη γη μας
Χίλιοι και αν Απόστολοι θα τους διδάξουν Παύλοι.
Κι όχι την πίστη μοναχά αλλά και τη λατρεία
Ο Ελληνας δεν άλλαζε καθόλου στη ζωή του
Παρά μον’ όσο χρειαζονταν για να τη μετατρέψει
Και στη λατρεία του Χριστού τη νέα να την ταιριάξει.
Και να και παραδείγματα Μήτρο μου ξεροκέφαλε
(Ή μήπως θάπρεπε να πω Μήτρο μου ανεγκέφαλε;)
Ο σημερνός ο Ελληνας πιστεύει στις νεράιδες
Οπως επίστευε ο παλιός. Πιστεύει σαν πεθάνει
Οτι δεν πάει στον ουρανό, αλλά τραβάει στον Αδη.
Στις Μοίρες και στις Χάριτες πίστευει, και ακόμα
(Κι αυτό είναι το κυριότερο) όταν λατρεύει αγίους
Στη θέση τους δε βρίσκονται οι άγιοι που ξέρουμε.
Αυτοί αντικαταστάθηκαν με τους παλιούς μας ήρωες
Ή τους παλιούς μας τους θεούς. Οι Διόσκουροι ας πούμε
Είναι οι Κοσμάς και Δαμιανός. Και τώρα αντίς ο Δίας,
Στις υψηλές βουνοκορφές βρίσκεται ο Ηλίας.

-Τότε γιατί υπάρχουνε οι εκκλησίες Γιάννο!

-Οσο κι εγώ κι αν σκέφτομαι,απάντηση καμία
Δεν το μπορώ Μητρούση μου να έβρω παρά μία:
Για ν' ασελγούν οι ιερείς στα ιερά τους πάνω.
Και νάχουν φιέστες και γιορτές, να δίνουν παραστάσεις...

-Τα άλλα τα κατάλαβα. Σημαίνουν διασκεδάσεις.
Μα "παραστάσεις" τί θα πει;                             

-                                    Δεν ξέρεις ούτε αυτό; Ντροπή.
Μα τότε είσαι αγράμματος ολότελα νομίζω.
Πώς έχουνε τα θέατρα κι οι κινηματογράφοι;
Πώς έχουνε τα καμπαρέ; Ετσι κι αυτές.                                                         
-                                                            Γνωρίζω.
Μα κι οι εκκλησιές παράσταση; Θεούλη μου. Νισάφι

-Μάλιστα. Μόνο που αυτές δουλεύουν το πρωί
Και όχι καθημερινά, μα κάθε Κυριακή.
Κι έτσι διπλά έχουν έσοδα.

-                                   Καλά μα ο θεός
Μπορεί τα ίδια δυο φορές ν' ακούει ο καψερός;

Οχι δυο μα ούτε μία.
Δεν ακούει αυτός καμία.
Όλα αυτά τα μέγα αίσχη
Με θεό δεν έχουν σχέση.

Γίνονται οι λειτουργίες
Ωστε νάχουν τις αργίες
Κάτι οι Γραικοί να κάνουνε
Κι από πλήξη μην πεθάνρυνε.

Για να φάνε οι παπάδες
Χρήματα με τις οκάδες
Για να δείξουν τα φουστάνια
Τα χαμένα γυναικάρια

Για να δείξουν οι άντρες όλοι
Το παχύ τους πορτοφόλι
Για ν' ανοίξουν νιτερέσα,
Για να γίνουν συνοικέσια,

Για να κλέψουν οι εστιάτορες
Κι οι Ρωμηοί οι μαγαζάτορες,
Για να πουληθεί σαρδέλα
Ως ν' αδειάσει η κασέλα.

Μπίζινες για να κλειστούνε
Και κοιλιές για να πρηστούνε.  
Για να βγουν πεντέξη δίσκοι
Κι ο παπάς λεφτά να βρίσκει

Και να κλέβει ασυστόλως
Για να του χοντραίνει ο κόλος.
Κάρα, βίλες ν’ αγοράζει
Και τον κόσμο να ρημάζει,

Κλέβοντας του ό,τι έχει
Κι ότι, ο φτωχός, δεν έχει.
Και να χτίζει δωματιάκια
Που στεγάζουν γεροντάκια
 
Με ρεστρούμ και με κουζίνα
Και να κλέβει κι από κείνα.
Μερικοί για να πλουτίσουν
Και δολλαρια να κερδίσουν,

Μερικοί για ν' αγοράσουν
Και δολάρια να χάσουν.
Μερικοί για να ιδούν
Μερικοί για να ειπούν

Μερικοί για να φωτίσουν
Την Εδέμ με μια λαμπάδα
Μερικοί να τη σκοτίσουν
Με καμμια παλιοφυλλάδα.

-Πολλά δεν είναι βέβαια δολάρια πεντακόσα
Που κάθε χρόνο στο ναό δίνουνε οι πιστοί
Για να κρατούν τη θέση τους στην εκκλησιά ζεστή.
Θα άξιζε να δίνανε ακόμα κι άλλα τόσα.

-Δίνουνε. Και περσότερα. Με διάφορες αιτίες.
Ας πούμε όταν ο παπάς θέλει να ματσωθεί
Και να μπορέσει αφειδώς να έχει ό,τι ποθεί
Πολλές μπορεί κάθε φορά να βρει δικαιολογίες,

Για να μαζέψει χρήματα
Σβήνοντας όσα κρίματα
έχουνε κανει όσοι
Το χρήμα τούχουν δώσει.

-Αλλα αυτό πολύ παλιά το πράγμα εγινόταν,
Από τον Πάπα όταν χαρτί συχώρεσης δινόταν.

-Και τώρα Μήτρο γίνεται.

-                             Πώς δηλαδή;

-                                                    Να πως:
Ας πούμε ότι γίνεται κάποιος τρανός σεισμός.
Τάχα για νάχει ο παπάς να χτίσει απ’ την αρχή
Την εκκλησία απ' το σεισμό που έχει ρημαχτεί,
Γυρεύει από τους πιστούς ντόλαρς πολλές χιλιάδες.

-Μου φαίνεται Γιαννάκο μου πως λες πολλές λωλάδες.
Σήμερα στην Αμερική και η κουτσή Μαρία
Πρώτιστα ασφαλίζεται κι έχει ζωή ευχάριστη.
Γι αυτό μεγάλη μου γεννούν τα λόγια σου απορία:
Υπάρχουν οίκοι του θεού σήμερα ανασφάλιστοι;
Και μάλιστα σ' αυτό εδώ της Καλιφόρνιας το έδαφος
Που τόχει κάνει στέκι του μόνιμο ο Εγκέλαδος;

-Οι πολύ καλοί παπάδες που μεγάλη έχουν πίστη
Την ασφάλεια αναθέτουν του ετοιμόρροπου ναού
Στα θαυματουργά τα χέρια του θεού,του Μέγα Κτίστη,
Και ελεύθερα πια κείνοι αφιερώνουνε το νου
Στην προσπάθεια πώς την άθλια τη ζωή τους να ηδύνουν,
Πώς να φάνε, πώς να πιούνε, πώς εν τέλει να παχύνουν.

-Ω σεις, πώς σας κατάντησαν καλές μου εκκλησούλες
Που σας εγνώρισα εγώ δίπλα σε κρύες βρυσούλες
Να συναγωνιζόσαστε ποια είναι πιό πολύ
Εκείνη που τον μοναχό διαβάτη ωφελεί:
Η βρύση που έδινε νερό για το κορμί, ή εκείνη
Που στης ψυχής τις απλωσιές τα νάματά της δίνει!
Πού είσαστε εκκλησούλες μου που όταν κανείς σας θώρειε
Να υψωθεί ως το θεό μον’ απ’ αυτό έμπορειε!
Πού είσαστε εκκλησούλες μου, που αν ήθελε, ό,ποιος, νάμπει
Μέσα στη γλάστρα έβλεπε κλειδί γλυκά να λάμπει.
Πού είσαστε εκκλησούλες μου που μέσα σας ακουόταν
Τρέμουσα του παπά η φωνή... που επονούσατε όταν
Μέναν τα καντηλάκια σας ανάναφτα μια μέρα.
Που καθαρόν κρατούσατε μέσα σας τον αγέρα.
Που παίρνατε μια προσευχή και σωτηρία δίνατε.
Πού είσαστ' εκκλησούλες μου; Πού πήγατε; Τί γίνατε;
Ω! Πώς χαιρόταν η ψυχή μέσα σας, σαν παιδάκι
Πούβρε τ’ αγαπημένο του πούχασε παιχνιδάκι!
Ω! Πώς σαν θάλασσα ο θεός μέσα σας απλωνόταν
Και πως εμείς καθένας μας ψαράκι εγινόταν
Που σιγουριά και θαλπωρή εγεύονταν εντός Του
Πώς γίνονταν ο κόσμος μας ο κόσμος ο δικός Του..
Και κει, απέξω, στην αυλή, αγνά τι πανηγύρια!
Τα γλέντια πόσο αμόλυντα κι απλά κι ανυστερόβουλα.
Και πόσο ήταν μακριά της προδοσιάς τ’ αργύρια
Ανάμεσα στους πλάτανους και τα κυπαρισσόπουλα.
Και το κερί που άναβες στην εκκλησία μπαίνοντας
Σαν το Χριστό εφώτιζε, στα ουράνια ανεβαίνοντας.
Κι οι φαλμουδιές που άνθιζαν στου ιερέα τα χείλη
Λες απ' το ίδιο βγαίνανε το στόμα του θεού.  
Κι οι τόνοι τους εστόλιζαν το χώρο του ναού
Και στο ρυθμό τους χόρευε η φλόγα στο καντήλι.
Και της Φυλής τα Ιερά και της ψυχής μας τ’ Αγια
Με γάμον όσιο δένονταν. Κι όταν αλλάζαν βέρες
Ολες του κόσμου σβήνονταν-χάνονταν οι φοβέρες
Κι η Πλάση εγέννα θάματα και πλαστουργούσε μάγια.
Ω! Εκκλησιές αλλοτινές! Ολόζεστες φωλιές!
Που εντός σας επωάζατε χαμογελά κι ελπίδες
Και βγαίναν από μέσα σας αγάπες κι αγκαλιές.
Και βγαίναν από μέσα σας πίστης θερμές αχτίδες. Ω.Εκκλησιά Ελληνική! Λίκνο και θρέμμα του Εθνους!
Ω! Εκκλησία Ελληνική! Ω! Κιβωτέ του Γένους!
Ω! Πώς σε καταντήσανε οι σημερνοί παπάδες-
Δωμάτιο "σόου" και κουμπαρά για λούσα και παράδες…

-Μα εδώ είναι Λος Αντζελες και εικοστός αιώνας
Οχι για ελπίδα προσμονή μα για δολάριο αγώνας.

-Ναι. Βέβαια. Αλλο εδώ και άλλο εκεί. Και άλλο
Το τότε νοικοκύρεμα από τον τώρα σάλο.
Σήμερα όταν πας στην εκκλησία
Την Κυριακή, τη λειτουργιά ν' ακούσεις,
Αντίς, απ' την Ωραία Πύλη βλέπεις
Να βγαίνει ο παπάς κι όχι να ψάλλει
Ή να μας εξηγεί τον Θείο Αόγο
Αλλά με διαφημίσεις ν' ασχολείται.
Γιατρούς να διαφήμιζει, δικηγόρους,
Ταβέρνες, ψυχολόγους και σουβλάκια,
Και προφυλακτικά, και κιλοτίτσες,
Χτένες, πουδριέρες, κρέμες κι ό,τι άλλο
Ο νους ενού πιστού μπορεί να βάλει.
Και ξεφαντώματα μεταμφιεσμένων,
Και πάρτυ, και χορούς που θα γινούνε
Για διάφορες αιτίες κι επετείους.
Αυτά τ’ αυτιά σου ακούν στην εκκλησία.
Κι αν πεις για το τι βλέπουνε τα μάτια,
Ούτε κεριά δε βλέπουν ούτε εικόνες,
Ούτε μπορούνε τη μεγαλοπρέπεια
Του πλούσιου του διακόσμου να θαυμάσουν,
Γιατί τη θέα τους κλείνουν τα δολάρια
Που μπρος τους είναι και τα βλέπουν όλο
Αφότου μπούνε μες στην εκκλησία:
Δολάριο το κερί για ν’ αγοράσεις,   
Δολάριο το κερί για να τ’ ανάψεις,
Δολάριο το κερί για να το σβήσεις.
Δολάρια βλέπεις να κυκλοφορούνε ,
Μες σε πανέρια και σε πανεράκια
που πάνε κι έρχονται χέρι με χέρι.
Δολάριο στην καρέκλα για να-κάτσεις,  
Δολάριο αν να σηκωθείς θελήσεις,
Δολάριο σα θα φταρνιστείς ή βήξεις,  
Δολάριο όταν τον Εσταυρωμένο ,
Περιδεής θα πας να προσκυνήσεις.
Δολάρια δύο για να μεταλάβεις,  
Και το αντίδωρο δολάρια τρία.
Κι αντίς για τη μορφή του Θεανθρώπου
Ο Ουάσιγκτων μπροστά σου φιγουράρει  
Όσο στην εκκλησία μέσα είσαι.
Αλλ’ αποζημιώνεσαι αρκούντως  
Γιατί γραμμένη πάνω στο δολάριο
Η λέξη GOD  τουλάχιστον υπάρχει.
Κι όταν τελειώνουνε οι διαφημίσεις,  
Κι όταν τελειώνει η δολαριοπλημμύρα,
Μία πλημμύρα σε προσμένει άλλη:
Εκείνη των δακρύων του ιερέως  
Που χύνει όταν στα γόνατα πεσμένος
Εκλιπαρεί να μη κανείς ξεχάσει   
Τη συνδρομή εγκαίρως να του στείλει.
Αυτά συμβαίνουν μες στην εκκλησία.
Κι αν πεις στον πρόναο να πας να κάτσεις,
Ω! Αλλη εκεί σε καρτερεί μεγάλη
Κι άγρια εκμετάλλευση των θείων:
Κάρτες πουλιούνται. Και πουλιούνται ενθύμια.
Και βίοι Αγίων. Και βιβλιαράκια,
Και ταραμάς, και ρέγγες, και σαρδέλες.
Με  όλα αυτά παράξενο δεν είναι
Πως είναι η μόνη των πιστών ελπίδα
Για επικοινωνία με το θείο
Έξω σα βγουν από την εκκλησία.
Αν ένα πρόβατο από το κοπάδι
Ξεστράτισε και κάπως κινδυνεύει
Τότε ο βοσκός πηγαίνει και το σώζει.
Μα οι παπάδες απ’ το ποίμνιο τους
Μονάχα παίρνουνε: Μαλλί και γάλα
Και κρέας, και τα κόκκαλα ακόμα.
Αλλ' αρκετά σου είπα μέχρι τώρα.
Κατάλαβες νομίζω τι συμβαίνει.
Λοιπόν τι λες; Στην εκκλησιά θα πας για να βαφτίσεις;

-Όχι, έτσι που κατάφερες να μου τηνε στολίσεις.
Αλλα και τι; Αβάφτιστο ν’ αφήσω πάς μπορώ
Το τρυφερό του φίλου μου μικρούλι κοριτσάκι
Που τόσον επερίμενα να γεννηθεί καιρό
Για να βουτήξω στο νερό τ' αγνό του το κορμάκι;

-Φίλε μου οχι. Μόνο να! Ας κάνουμε κάτι άλλο.
Πολύ απλό, πολύ όμορφο μα και πολύ Μεγάλο:
Εξω ας βγούμε και μαζί κι οι δυο μας ας βαφτίσουμε
Το τρυφερό του φίλου σου μικρούλι βλασταράκι.
θάθελες;

-               Ναι.θα τόθελα. Στην εξοχή καλλίτερα
Και όχι μέσα σ' εκκλησιά που έλεγα πρωτύτερα.

-Λοιπόν ας βγούμε στους αγρούς
Που λάμπουν ανθηροί
Και ας μαζέψωμε ανθούς
Με διάθεση ιλαρή.

Φόρεμα ας φτιάξουμε λιτό
Με μύρα κι ευωδιές
Και τις αγνούλες του μ’ αυτό
Ας ντύσουμε εμορφιές.

Με του αγέρα την πνοή
Του ήλιου τα φιλιά
Στεφάνι ας πλεξωμ' ελαφρύ
Να βάλει στα μαλιά.

Και ας καλέσουμε ναρθούν
Στο γλέντι-στο χορό
Πουλιά που ανάλαφρα πετούν
Και μηρμηγκιών στρατό.

Και ζουζουνάκια εαρινά
Λαμπρίτσες ερυθρές
Και πεταλούδες με λαμπρά
Φτεράκια, ζωηρές.

Τα ολόγλυκά τους τα βιολιά
Τζιτζίκια θα βαρούν
Και τ' αηδονάκια μια αγκαλιά
Τραγούδια θα μας πουν.

Και το τραγούδι θα κυλά
Κι οι χαρωπές φωνές
Και θα γλεντήσουμε τρελά
Ημέρες και νυχτιές.

Μόνο για λίγο-μιά στιγμή
Ο αχός θα σιγαθεί
Το γλεντοκόπι στη σιγή
Για λίγο θα σταθεί

Κι η κυρα-Φύση έτσι εκεί
Νουνά της γιορτινή  
Το ονοματάκι της θα πει
Με σοβαρή φωνή.

-Καλά τα είπες Γιάννο μου. Μπράβο σου. Να σε φτύσω.
Ετσι του φίλου μου κι εγώ την κόρη θα βαφτίσω.
Οπως βαφτίστηκε ο Χριστός
Κι όπως το θέλει ο θεός.

(Κι αφού τα συμφωνήσανε,
Αλλο χωρίς να πούνε,
Ένας τον άλλο φτύσανε
Να μην αβασκαθούνε).