Σάββατο 26 Αυγούστου 2023


«Αλλά τί, τί τάχατες σε παρακινεί να λάβεις δια γυναίκα μίαν αλλογενή; Υστερείται η Ελλάς, ίσως, από κοράσια; Εφυγεν, ίσως, η Αφροδίτη από τον πρώτον της ναόν; Τί σε αποτύφλωσε τόσον, οπού σου φαίνονται ωραιότερα τα ζωγραφισμένα αναιδέστατα πρόσωπα των κακοηθέστατων αλλογενών, ω αναίσχυντε και όντως γιδοκέφαλε αποστάτα της πατρίδος; Νομίζεις ίσως, να σε επαινέσουν οι άλλοι αλλογενείς; Απατάσαι, δύστυχε, πάλιν εις την ιδίαν σου απάτην.
Αυτοί σε μισούν, σε καταφρονούν και σε περιγελούν παντοτινά. Καθείς από αυτούς λέγει: "ιδέ τον χοίρον, τον χυδαίον Ελληνα, δια να μετριάσει την ουτιδανότητά του, ηθέλησε να λάβει σύζυγον από το γένος μας. Αλλ’ αυτός είναι πάντοτε ο ίδιος. Τα βάρβαρα ήθη της πατρίδος του δεν τα άλλαξεν". Τί στοχάζεσαι, ω αληθή κακότυχε, πως σε αγαπά η γυναίκα σου; Μην απατάσαι, σου το ξαναλέγω! Αυτή σε περιγελά, σε ατιμάζει, σε κλέπτει, και πολλάκις σου ετοιμάζει τον θάνατον παράκαιρα....»
Από την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ» για τους ξενιτεμένους έλληνες.



ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ.
Συζητήσεις μεταξύ των δύο, με αφορμή πολιτικά κυρίως γεγονότα.
Τα περισσότερα γράφτηκαν στο Λος Άντελες της Καλιφόρνιας, την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα και
έμπαιναν στο περιοδικό «ΛΟΓΙΑ» που εξέδιδα τότε στην Αμερική.









ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Παπανδρέου άρρωστος)

(Μιας και στο Νοσοκομείο δε μπορούν οι δυο να πάνε
Από δω Μητρός και Γιάννος όσο το μπορούν βοηθάνε)

Η αρρώστια του Πρωθυπουργού συνέχεια επιδεινώνεται
Και τούτο το περιοδικό πάλι ανασκουμπώνεται
Να σώσει ανιδιοτελώς και πάλι την κατάσταση
Που είναι η χειρότερη από την Επανάσταση.
Κι αυτό γιατί αμφισβήτηση υπάρχει τεραστία
Για το αν υπάρχει πράγματι πρωθυπουργός ή όχι.
Και όσο η περίπτωση κι αν μοιάζει ναναι αστεία
Ομως η Ελλάδα σε ξηρού κάθεται τώρα κώχη.
Υπάρχει ο πρωθυπουργός ή τάχα δεν υπάρχει;
"Ναι" λέει ο επίτροπος ο κυβερνητικός.
"Οχι" ο Εβερτ απαντά ο σ’ όλα ειδικός,
"Κι αν λέει ο Χυτήρης ναι,τελείως χαμένα τάχει."
"Υπάρχει" λέει η Μιμή το σοβαρό της παίρνοντας.
"Υπάρχει" λέει το ΠΑΣΟΚ τα φτωχαδάκια γδέρνοντας.
"Υπάρχει" λεν οι γέροντες απανταχού του κόσμου.
"Υπάρχει" λέει κι ένας τυφλός: ορκίζομαι στο φως μου"
"Δεν υπάρχει" λέει με πείσμα η διωχθείσα Μαργαρίτα.
"Δεν υπάρχει" λένε όσοι του ΠΑΣΟΚ δεν τρώνε πίτα.
"Δεν υπάρχει" λεν ατάκα οι αβάσταγοι δελφίνοι.
"Δεν υπάρχει" λένε κι όσοι το βαλάντιο τους φθίνει.
Κι όλοι λένε μες στο κράτος
Και φωνάζουνε αρκούντως
"Δεν τον βλέπετε; Να-νάτος.'"
"Δεν τον βλέπουμε. Που-πούντος;"
Κι όλα τάχουν παρατήσει
Κι έχουν όλοι παλαβώσει
Να ρωτάνε αν θα ζήσει
Η' αισίως θα τα τεντώσει.

ΜΗΤΡΟΣ
Ακουσα ότι σε μία πυρετού μεγάλη κρίση
Πριν ακόμα ν’ αναπνέει με αναπνευστήρα μόνο
Φίλησε το Μητσοτάκη.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Και τον Εβερτ θα φιλήσει
Κι ίσως και τη Μαργαρίτα.
Αρκεί νάχει λίγο χρόνο.

-Λες ο θεός να τον φωτίσει
έτσι τώρα πουν' κοντά του
κι ο Αντρέας να ξεχάσει
τ’ άθεα φερσίματα του
Και ν’ απλώσει τα δυό χέρια σα Χριστός επί του Ορους
Κι από το φτωχό κοσμάκη ν' αφαιρέσει λίγους φόρους;
Λες να βρει καλό ένα λόγο και για την Αμερική;
Λες τη νέα να χωρίσει τη γυναίκα πούχει πάρει
Και τη Μαργαρίτα πάλι νάχει σταφανωτική;
Λες στα δέντρα νανεβούνε και να κελαδούν οι σπάροι;

-Δεν πιστεύω. Είδα όμως ένα όνειρο κακό.
Πως ακέφαλο εβρήκαν οι γειτόνοι μας το κράτος
Και τους άναψε το αίμα το πολύ γειτονικό
Και μας κάνανε πολέμους κι είχαν νίκες κατά κράτος.

-Μη φοβάσαι τέτοια. Οχι. Εχουμε πρωθυπουργό.       
Κι αν λιγάκι πρωτοτύπως και με τρόπο όχι γοργό
Μα η Κυβέρνηση δούλευει κι αντίς λόγων του ριπές
Από τώρα ο Αντρέας θα μιλάει με ζωγραφιές.

-Δηλαδή;    

-Να! Υποθέτω πως για ό,τι τον ρωτάνε  
Σχήματα πολλά θα κάνει που αντίς του θα μιλάνε.
Θα τόνε ρωτάνε ας πούμε τι προβλέπει για τον τόπο
Και θα ζωγραφίζει εκείνος ένα πλοίο δίχως κόπο,
που μοναχά το κατάρτι θάχει αβούλιαχτο ακόμα.  
Θα τόνε ρωτούν ελπίδες αν κρατάει για το κόμμα
Και θα ζωγραφίζει εκείνος πρόβατα που χώρια βόσκουν.
Θα τόνε ρωτάνε: "Κρίσεις στο Πολίτευμα υποφώσκουν;"
Και εκείνος, φιλαλήθης, θα σχεδιάζει πέντε βόμβες.
«Και προβλέπετε θυμάτων να υπάρξουν εκατόμβες;»
Μια σελίδα μέχρι κάτου με σταυρούς θα τη γεμίζει.
"Και τί βλέπετε σα λύση στη φουρτούνα που εγγίζει;"
Και κατάπληκτοι θα βλέπουν να σχεδιάζει ένα στέμμα.
"Μήπως είναι αυτό το σχήμα ένα ευτράπελο σας ψέμμα;
Στη Μιμή σας και στον θώκο μας ορκίζεστε επάνω;"
  Και πετώντας το μολύβι θα ψελλίζει: "να πεθάνω".

-Τελικά ποια γνώμη έχεις; Έχουμε πρωθυπουργό;   
Αν εμένανε ρώτησεις, ναι και όχι λέω εγώ.

-Αι απόψεις μας δεν ήσαν ουδεπώποτε κοιναί.
Αντιθέτως από σένα, όχι λέω εγώ και ναι.

                              -----




ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Παπανδρέου και Μιμή)


(Στράτα στράτα το μωράκι
Στράτα το πρωθυπουργάκι
Στράτα στράτα και στρατούλα
Ως τη διπλανή πορτούλα)

-Στον ουρανό σε γύρευα, στη γη σε βρήκα Γιάννο.

-Και γιατί τάχα κοίταζες να μ' έβρεις εκεί πάνω;

 -Γιατί εσχάτως Γιάννο μου πολύ χαμένα τάχω.
Και θέλω με τις γνώσεις σου να με φωτίσεις λίγο.
Και μη μου πεις "αργότερα" και μη μου πεις να φύγω
Γιατί δεν έχω δύναμη άλληνε για να ψάχω.
Ξέρεις τι ανακοίνωσε το Υπουργείο Τύπου!

-Δεν ξέρω,και αληθινά ούτε που μ' ενδιαφέρει.

-Αγριο στην ΑΥΡΙΑΝΗ εχτές έβαλε χέρι.

-Μπα! Και σε τί τον πείραξε; Τί έκανε περίπου;

-Εγώ ακριβώς θα σου ειπώ τι είπε. Είπε ότι
Χυδαία και απάνθρωπη είναι η ΑΥΡΙΑΝΗ.

-Μπράβο βρισιές. Και τάχατες γιατί; Τί είπε; Διότι…

-Γιατί έβαλε στις στήλες της τη Δήμητρα γυμνή.
Κι η όλως κωμική
Υπόθεση αυτή
Μου θύμισε εν' ανέκδοτο που διάβασα προσφάτως
Και που ταιριάζει στη Μιμή σε φάρδος και σε πλάτος.
Να! Μια γυναίκα που κι αυτή σαν όλες απιστούσε
Πιάστηκε από τον άντρα της ενώ απαυτωνότανε.
Τότε να βρίζει άρχισε αυτή όσο μπορούσε
Κι ευθύς γειτόνοι άρχισαν εκεί και μαζευόντανε.
Κι έτσι πυρρή ως την είδανε και αγριομαλλούσα
Τη ρώτησαν τον άντρα της για ποια αιτία τον βρίζει.
Αυτή σ' εκείνους το έξαλλο το πρόσωπο γυρίζει
Και: "Μ’ έπιασε ο παληάνθρωπος ενώ τον απατούσα".
Και τώρα θέλω να μου πεις ποιός είναι ο χυδαίος-
Εκείνη ή ο άντρας της;

-                                            Αυτή είναι βεβαίως.

-Επίσης θέλω να μου πεις χυδαίος είναι ποιός-
Η ΑΥΡΙΑΝΗ ή η Μιμή;

-                                         Μα η Μιμή ασφαλώς.

-Να είσαι φίλε μου καλά. Γιατί για μια στιγμή
Ενόμισα πως έγινε η ατιμία τιμή
Οπως μας λέει η σοφή ΠΑΣΟΚική Σχολή.
Γι,άννο μου μ' ανακούφισες. Σ' ευχαριστώ πολύ.
Και τώρα τούτο δω:
Και πλέον σταματώ
Και ποιός ειν' ο απάνθρωπος;

-                                          Κανένας απ' τους δυό.

-Α! Λάθος κάνεις φίλε μου. Και απορώ μαζί σου
Που ένα τέτοιο έγκλημα τ' αφήνεις και περνά
Και τον πρωθυπουργό ενώ με πίκρες τον κερνά
θέση δεν έχει ουδεμιά στη σκέψη τη δική σου.

-Ωστε απ' αυτό πειράχτηκε λες ο πρωθυπουργός;

-Και βέβαια πειράχτηκε. Και όπως ειν' ευαίσθητος
Και τόνε θλίβει έστω και μιά υπόνοια ανεπαίσθητος,
Τα πάντα του παρέλυσαν και θ’ απομείνει αργός. ΄

-Τι λες; Και να σηκώσει πια δε θα μπορεί το χέρι
Και να ζητάει τσίσα του;
Και πλέον την ποδίτσα του
Να τηνε δέσει μόνος του δε θα τα καταφέρει;

-Οχι.Και όταν έμαθε
Για τις φωτοτραφίες
Στις τόσες του αβαρίες
Κι ένα λουμπάγκο έπαθε.
 
-Ω! δυστυχία που πλάκωσε το Γένος των Ελληνων.
Να μην μπορεί να εργασθεί ο νους των ο ιθύνων.

-Ναι. Δεν μπορεί ο δύστυχος. Παράλυσε τελείως.
Απάνω στο κρεββάτι του έκλαιγε σαν παιδί
Κι έλεγε μες στο κλάμμα του:
«Ω συ Κουρή αναιδή
Η πράξις σου η ευτελής με έπληξε καιρίως.
Ω! Με τι μούτρα τώρα εγώ να έβγω σε μπαλκόνι
Και να ζητήσω απ' το λαό να με ψηφίσει πάλι
Οταν συν άλλοις το λειψό μυαλό θα του θολώνει
Η σκέψη της Μιμίκας μου και τα γυμνά της κάλλη;
Ω! Τι ντροπή! Πρωθυπουργός εγώ, κι η σύζυγός μου
Γυμνή στας στήλας ευτελών εντύπων να μοστράρει.
Αβίωτος κατέστη πια ο βίος ο δικός μου
Κι απ’ το πολύ το ντέρτι μου ο διάολος θα με πάρει.
Δε φτάναν τόσοι μου εχθροί, να τώρα κι ο Κουρής.
Και όπως παν τα πράγματα δεν είναι ν’ απορείς
Αν θα ειπεί ακόμα
Το βρωμερό του στόμα
Πως όταν πήρα τη Μιμή
δεν ήτανε παρθένα!
Ω! Τι μεγάλα βάσανα
μου βγαίνουν ένα ένα..
Ω! Πώς καλά δε φύλαξα
εγώ το γάιδαρό μου
Και πηγε-το ρημαδι-
Και η ουρά του, όταν αλλού
έτρεχε το μυαλό μου
Εσταξε στο πηγάδι…
Και όχι άλλο τίποτα,
αλλά θα σπιλωθεί
Μαζί με την υπόληψη
την πρωθυπουργική μου
Και της κλεινής συζύγου
μου της στεφανωτικής μου,
Που έχει βοηθήσει διάφορους
και σε πολλούς σταθεί.

Ω! Ως μη ώφειλον εγώ πόσον συκοφαντούμαι!
Τώρα πολλοί ανεύθυνοι μπορούν να φαντασθούν
Πως τη Μιμή μου, πριν μ’ εμέ υπερηφάνως σμίξει
Και κάποιο άλλο αντρικό χέρι την είχε αγγίξει.
Αλλά μου έχει ορκιστεί πως όχι μόνο χέρι
Μα ούτε μάτι αντρικό τα κάλλη της δεν ξέρει.
Μόνο το μάτι του φακού την έχει ιδωμένα-
Ως και των φωτογράφων
Απαίτησε τα βλέφαρα νάναι καλά κλεισμένα
Σαν του Χριστού τον τάφον.
Και τετοιόν ένα αδάμαντα αιδημωσύνης και ήθους
Βορά το δίδει ένας Κουρής στα μάτια τόσου πλήθους…»

Και δόστου έκλαιγε ο φτωχός
Με δάκρυ σαν κορομηλο
Και στων αλγούντων και αυτός
Εντάχτηκε τον όμιλο.

Μα κι ένα τούκανε καλό το τόσο του το κλάμα.
Τόσο νερό που κράταγε του έφυγε εν τω άμα.

-Νερό κράταγε μέσα του;
-                                        Ναι. Από την αρρώστια του,
Μες στο νερό επλέανε κρέατα και εντόσθια του.
Κι όταν ορθός στεκότανε τα πόδια του φουσκώναν,
Ανάποδα όταν έστεκε πρήζονταν το μυαλό του,
Σαν έγκυος εφάνταζε μπρούμυτα όταν τον στρώναν
Κι ανάσκελα,όλο το νερό ήταν στον πισινό του.

-Τον κακομοίρη. Πάντοτε του άρεσε η Αλλαγή
(Ιδεών, θηλέων, υπουργών, τόπων διαμονής)
Που ως και στην αρρώστια του μπορεί να πει κανείς
Πως τη συνήθεια του αυτή διατήρησε αρραγή:
Οποια κι αν στάση έπαιρνε, άλλαζε ευθύς και σχήμα.
Σαν άδειος ήτανε ασκός. Κι είναι μεγάλο κρίμα
Που μία μόνον αλλαγή δεν μπόρεσε να κάνει:
Εκείνη που υποσχέθηκε στο άμοιρο Λαό.
Και που θα τον εδόξαζε σαν άλλο Δαναό
Κι αμάραντο στη μνήμη του θα έπλεκε στεφάνι.
 Σαν ένας από τους πολλούς τώρα κι αυτός θα πάει
Εκεί που η παντοδύναμη η Λήθη κυβερνάει.

-Και τώρα λες πως έφυγε τόσο νερό; Και πώς;

-Δε σούπα; Δάκρυα έγινε και μούσκεψε το στρώμα.
Μα σα σε βρήκα ήτανε κι άλλος μου ο σκοπός
Και δεν τον εξεπλήρωσα Γιαννακο μου ακόμα.
Εκτός απ’ την ΑΥΡΙΑΝΗ είχα σκοπό επίσης
Τη γνώμη σου να ζήταγα και γι άλλες δυό ειδήσεις.
Τον Παπανδοέου έμαθα πως μέσα στο Ωνάσειο
Για βόλτα τόνε πήγανε πάνω σε καροτσάκι.
Κι ας ήταν το μαρτύριο γι αυτόν σχεδόν Καυκάσιο,
Αυτός εχαμογέλαγε σα νάτανε παιδάκι.

-Μπράβο του.Τώρα τι έχουνε να πουν όσοι αράδα
Λέγανε πως πρωθυπουργό δεν έχει η Ελλάδα;
Ορίστε. Εχει. Μάλιστα βγαίνει και κάνει βόλτες.

-Και μάλιστα ως τις διπλανές της πόρτας του πάει πόρτες.

-Τόσο μακριά πήγε λοιπόν;

-                                         Πήγε να σε χαρώ.
Και κείνο που οπωσδήποτε με κάνει ν' απορώ
Είναι που στη γειτονική-στο λέω εν τιμή-
Την πόρτα που πλησίασε, διαμένει η Μιμή.

-Αλλά νομίζω φίλε μου-και να με συγχωρείς-
Πως για το ζήτημα αυτό δεν είναι ν’ απορείς:
Ο Αντρέας, αν και πρακτικά από τη ζωή φευγάτος
Με όλες τις δυνάμεις του φροντίζει για το Κράτος.

-Πώς δηλαδή;

-                     Να! στης Μιμής εχώθηκε το δώμα
Ωστε προτού ανεσπλαχνα να τόνε φάει το χώμα
Ν’ αφήσει στην Κυβέρνηση πριν φύγει διάδοχό του.

-Και έτσι λες αδύναμος πέτυχε τον σκοπό του;

-Το εύχομαι. Γιατί αλλιώς, όταν πεθάνει αυτός
Κανείς να τόνε διαδεχτεί δε θάναι ικανός.
Ενώ μετά ’πο εννιάμηνη στο Κράτος αναρχία
Στο θρόνο του πρωθυπουργού ο γιός του θα καθήσει.
Και στο κακό θα βάλουμε το χάλι μας τελεία.

-Κι αν κόρη ίσως η Μιμή και όχι γιό γεννήσει;

-Το φύλο είναι αδιάφορο που θάχει το μωράκι.
Για το Λαό είναι αρκετό νάναι Παπανδρεάκι.

-Μα έχει ήδη δυό τρεις γιους. Ο Γιώργος δε μας κάνει;

-Είναι καλός, μα αλλίμονο, ο δόλιος κάπου χάνει.

-Χάνει ο Γιώργος; Πώς αυτό;

-                                            Θυμάσαι που απεργούσανε
Πριν ένα μήνα οι φοιτητές κι επίμονα ζητούσανε
Να μη τους κόψει ο υπουργός τα δωρεάν βιβλία;

-Ναι.

-            Και γνωρίζεις υπουργός ποιός ήταν στην Παιδεία;

-Του Παπαδρέου το παιδί. Αυτός ο Γιώργος ο ίδιος.

-Ξέρεις τι βγήκε το λοιπόν και είπε ο γελοίος;
Πως έχουνε οι φοιτητές δίκιο που απεργούνε.
Και τέρμα. Ήγουν δήλωσε, για όσους εννοούνε,
Πως είναι χάχας και κουτός. Γιατ' είναι η δουλειά του
Οχι να κλαίγεται μαζί με κείνους που του κλαίγονται
Μα όλα τα υπουργικά βάζοντας δυνατά του
Ν' ανακουφίσει τους φτωχούς τους φοιτητές που καίγονται.

-Αλήθεια σόϊ παράξενο όλοι οι Παπανδρέου.
Παππούς και γιός και εγγονός, ενώ ο Λαός τους θέλει
Και σα φορείς τους θεωρεί πνεύματος κάποιου νέου
Και στη Βουλή και στην Αρχή του Κράτους μας τους στέλλει,
Αυτοί αισχρά φερόμενοι πάνε και τον προδίνουνε-
 Μία στον πλήρη γάλακτος κλωτσιά τον κάδο δίνουνε
Και του Λαού μας κάνουνε τη μοίρα του χειρότερη.
 Γιός κι εγγονός, παιδί και γιός, και εναλλάξ αμφότεροι,
Σε πιό βαριά τον ρίχνουνε και μαύρη απελπισία
Κι αλλάζουνε την πίστη τους σ' αυτούς, με απιστία.

Και ψηφίζει ο λαός     
Τον Αγώνα τον Ανένδοτο
Και ο Γέρος απ’ αυτόν
Φτιάχνει εν' ανέκδοτο.

Και του φταίει ο Μητσοτάκης
Τάχα που αποστάτησε  
Και που έρμονε τον δόλιο
Γέρο απαράτησε.

Κι έχοντας πενηντατρία
Τρανταχτό τοις εκατό
Κάτι που πρωτόφαντο ήταν
Στη Γραικία ποσοστό,

Από ευθυνοφοβία    
Σπεύδει και το παρατά    
Και την υστεροφημία    
Απ’ αυτό μόνον κρατά.

Κι έχοντας ο Αντρέας όλον
Το λαό σχεδόν μαζί του
Για να πραγματοποιήσει
Τη μεγάλη Αλλαγή του,

Οχι μόνο δεν αλλάζει
Τίποτα μέσα στη χώρα,
Μα κι απ’ τη βροχή που ήταν
Τήνε βάζει μες στη μπόρα.

Κι έρχεται και ο Γιωργάκης
Ο μικρός, και λέει βλακείες
Και σαν το μωράκι παίζει
Με Υπουργεία και Παιδείες.

Πώς αν δε μας αγαπούσε
θα γελούσε ο Βασιλιάς μας
Που από φταίξιμο δικό μας
Τώρα βρίσκεται μακριά μας…

Αλλά σήμερα δεν είδα από την Τι Βι τα νέα.
Αχ θεέ μου, βοήθησέ μας τη σημερινή τη μέρα
Με το ίδιο καροτσάκι να τον πάνε παρά πέρα
Και να κάνει καρποφόρο με τη σύζυγο παρέα.

-Αλλά κι αν δεν ευδοκήσει ο θεός να τον γλιτώσει
Και στους ώμους της τετράδα θα τον πάει σηκωτό,
Από ένα έτσι πάθος μέγιστο θα τον γλιτώσει-
Και γνωρίζεις βέβαια ποιο.

-                                                 Ναι. Θα κόψει το πιοτό.

(Και το Μήτρο ο μαγνήτης της Τι Β ι τον απορρόφησε
Για να δει ο Παπανδρέου αν θα ζήσει ή αν ψόφησε
Ενώ τράβηξε ο Γιάννος κατά τη Γεθσημανή
Νιώθοντας κι αυτός χυδαίος όσο η ΑΥΡΙΑΝΗ)




ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(μπρος στου αντρεα τις δηλωσεις
τυφλα ναχουν οι διαγνώσεις)

-Τάμαθες τα νέα βρε Μητρούση;     

-Οχι.Μήπως έγινε σεισμός;

-Όχι.

-Μήπως φτώχυναν οι  πλούσ’οι;

-Ούτε.

-Μην ξανάρθε φασισμός;

-Βρε συ ο νους σου στο κακό κάθε φορά πηγαίνει.
Δε θα το βρεις. Η είδηση είναι για τον Αντρέα.

-Πέθανε;

-Φάε τη γλώσσα σου. Σου είπα πως τα νέα
Είναι καλά. Και ειν' αυτά: ο Αντρέας δεν πεθαίνει.

-Καλά. Κι η πνευμονία του; Και ο αναπνευστήρας;
Αυτός του Χάρου έκρουε μέχρι προχτές τας θύρας.

-Τις έκρουσε-τις ξέκρουσε. Τελεία-δεν πεθαίνει.

-Ας το υποθέσουμε αληθές. Και τότε τί θα κάνει;

-Θα ζήσει.

-Ειν' απίστευτο. Το είπε ο Σκαλκέας;

-Οχι, παρά το δήλωσε ο ίδιος ο Αντρέας.
 
-Πώς δηλαδή το δήλωσε; Λέγε μου μωρέ Γιάννο…

-Να, άνοιξε το στόμα του και είπε: θα πεθάνω.

-Ε και λοιπόν;

-Τί και λοιπόν; θέλεις και τίποτ' άλλο;

-Μα δε μπορώ μον' απ’ αυτό συμπέρασμα να βγάλω.
Κι αφού χαζούλιακα με λες και βλάκα και κουτό
Πες μου εσύ πώς τάχατες φαντάζει δυνατό,  
Ενώ προλέγει φανερά κάποιος το θάνατο του
Αντίς γι αυτό να εννοείς εσύ το αντίθετο του;

-Βρε ο Αντρέας δεν είχε πει απ' την ΕΟΚ θα βγει;

-Ναι.

-Βγήκε;

-Επουλήθηκε μάλιστα για να μπει.

-Μήπως δεν είχε πάλι πει "θα διώξουμε τις βάσεις";

-Ναι. Αλλά δεν τις διώξαμε, αν θες εκεί να φτάσεις.  

-Μήπως αυτός δεν έλεγε "θα φύγουμε  απ' το ΝΑΤΟ";

-Το έλεγε.

-           Εφύγαμε;

-                            Οχι. Λοιπόν; Πιο κάτω.

-Δεν είπε πως ταυτότητα στους Ελληνες θα βγάλει
Και πως μ' αυτή θα διόρθωνε των πολιτών το χάλι;

-Το είπε.

-Ε,το έκανε;

-Οχ ι.Και τί με τούτο;

-Α μωρέ Μήτρακα κι εσύ! Μυστήριο είσαι φρούτο.

Μωρέ δε βλέπεις;  Ο,τι πει, ποτέ του δεν το κάνει:
Είπε "θα φύγουμε" και δεν εφύγαμε.
Είπε "θα πάμε" και ποτέ δεν πήγαμε.
Είπε "θ’ αλλάξουμε" και δεν αλλάξαμε,
"θα καζαντήσουμε", και ερημάξαμε.
Κι αφού "πεθαίνω" δήλωσε, άρα δε θα πεθάνει.

                                  ------






ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Κυβέρνηση κι Αντρέας
Δυό μάτσα σάπιο κρέας)

-Ρε Μήτρο βλέπεις κείνη εκεί την άθλια γυναικούλα
Που μοναχά που τη θωρείς σε πιάνει αναγούλα;
Που περπατεί σιγά σιγά γιατί τηνε βαραίνει
Ενας γεράκος που βογγά πάνω της γατζωμένος;

-Ναι. Δεν μου είναι άγνωστη και δεν της είμαι ξένος.
Κι αμφιβολία πως και συ την ξέρεις δε μου μένει.

-Ναι. Τήνε ξέρω βέβαια. Όμως κοντά ας πάμε
Κι από τα λόγια ας μάθουμε της ίδιας πώς αισθάνεται.
Ε, συ! κυρα-Κυβέρνηση, απ' ώρα σε κοιτάμε
Να περπατείς ασθμαίνοντας και η ψυχή μας πιάνεται.

-Πώς θέλετε να περπατώ αφού στην πλάτη φέρω
Αυτό τον πάλαι αφέντη μου και τώρα σάπιο γέρο;
Ενώ αυτός να μ' οδηγεί πρέπει, κ ι εγώ να τρέχω
Από τα βάρη λεύτερη, κι άλλη έγνοια να μην έχω
Παρά πώς για του Κράτους μας την αίγλη να φροντίζω,
Τώρα εγώ τον κουβαλώ. Για τούτο και τρεκλίζω
Κι είμαι έτοιμη να σωριαστώ- κι είμαι έτοιμη να πέσω.

-Πέτα τον κάτω το λοιπόν και τρέξε πάλι λεύτερα.

-Και γω πολύ θα τόθελα το γέρο ν’ αποθέσω
Μα τον κρατούν απάνω μου συμφέροντα υπέρτερα.
 Αλλά πολύ παρακαλώ, τραβάτε παρά πέρα
Και μη με ερωτήσεις σας μου τρώτε την ημέρα.
Οσες μου μένουν στη ζωή δυνάμεις τις κρατάω
Οχι με άσημους ποιητάς στο δρόμο να μιλάω
Μα όσο πιό γρήγορα μπορώ η έρμη να βαδίζω
Οσο τα δύο πόδια μου ακόμα τα ορίζω.

-Και συ Αντρέα δε μιλάς; Πες μας αν το μπορείς
Γιατί γατζώθηκες εκεί κι εις πείσμα όλων μένεις;
Απ’ την Κυβέρνηση γιατί πια δεν υποχωρείς;
Τι πεθυμάς; Τί καρτερείς; Τί τάχα περιμένεις;

-Πάτε ρωτήστε τη Μιμή κι αφήσατέ με ήσυχο.
Αυτή θα δώσει απάντηση στο πνεύμα σας το ανήσυχο.
Μούπε να μείνω κι έμεινα. Και μένω και θα μένω
Ως να με πάρουν από δω νεκρόν και πεθαμένο.
Της είπα "ρε κορίτσι μου, άσε ν' αναχωρήσω".
"Πάντα" μου λέει "εγώ μπροστά πηγαίνω κι όχι πίσω.
Αν φύγεις σα να έφευγα κι εγώ μαζί σου είναι.
Κι αυτό ειν’ οπισθοδρόμηση. Λοιπόν Αντρέα μείνε".

-Καλά η Μιμή αγαπητέ πρωθυπουργέ, μα η χώρα
Γιατί από την αρρώστια σας να υποφέρει τώρα;"

-Τι να σας πω μωρέ παιδιά. Εγώ δεν ξέρω τίποτα
Παρά ότι μου λείψανε μονάχα τα ηδύποτα.

-Κοίταξε χάλια πούχουνε Μήτρο μου και οι δυό τους.
Λες και βαδίζουν για να μπουν μαζί στο φέρετρό τους.

-Βρε τι κουτοί που είμαστε όλοι σ’ αυτή τη χώρα..

-Γιατί ρε Μήτρο;
 
-                               Το ρωτάς! Κοντά διακόσα χρόνια
Πάνε, που για πρωθυπουργούς μιλάμε όλη την ώρα.
Και πάμε και ψηφίσουμε με κρύο και με χιόνια,
Και ξελαρυγγιζόμαστε, και κόμματα στηρίζουμε,
Και συγκεντρώσεις κάνουμε, κι ένας τον άλλο βρίζουμε Γιατί; Για να μπορέσουμε πρωθυπουργό να βγάλουμε
Και στην Κυβέρνηση αρχηγό αμέσως να τον βάλουμε.
Ωσπου μια μέρα βλέπουμε πως όλα ειν’ ανώφελα-
Με άλλα λόγια δηλαδή δεν ωφελούν ολότελα.

-Και πώς αυτό;

-                       Τί πώς αυτό! Δυό μήνες τώρα πάνε
Που είμαστε οι Ελληνες χωρίς πρωθυπουργό.
Αλλά ρυθμό δεν έπαψε νάχει η ζωή γοργό
Και όπως πάντοτε ήτανε όλα, δεν πάψαν νάναι.
Αυτό θα πει πως άδικα ως τώρα σκοτωνόμαστε
Σαν σε δουλειά να θέλαμε να λέμε πως βρισκόμαστε
Κάθε που εγυρεύαμε πρωθυπουργό να βρούμε,
Αφού και δίχως του καλά να ζήσουμε μπορούμε.
Γιατί βεβαίως πρωθυπουργός δεν είν' εκείνος όπου
Μορφή και σχήμα και θωριά κι αρρώστιες έχει ανθρώπου,
Αλλά εκείνος που μπορεί και σκέφτεται συγχρόνως
Και τη σωστή την κρίση του δεν τη θολώνει ο πόνος.
Δε λέγεται πρωθυπουργός κάποιος θαμμένος πούναι
Στο χώρο μιας εντατικής, ο,τι και κάποιοι αν πούνε.
Δε λέγεται πρωθυπουργός εκείνος που του κρύβουνε
Ο,τι μπορώ καθημερνά κι εγώ να μάθω ακόμα.
Που ούτε τηλεόραση να βλέπει δεν του ανοίγουνε
Και που νερό μεταλλικό το μόνο του είναι πιόμα.
Γι αυτό σου λέω δεν έχουμε πρωθυπουργό, και ότι
Δε μας χρειάζεται-κι αυτό το βρήκαμε μεις πρώτοι,
Οι Ελληνες, που έχουμε και τόσα αλλά βρει,
Και στα ωραία και υψηλά είμαστε φαβορί.

-Βρε Μητρο, στάσου μια στιγμή και σκέψου πιό καλά.
Η αλλιώς αν θες τ' αστεία σου άφησε τα πολλά
Και πες καμία σοβαρή πάνω στο θέμα γνώμη.

-Γιάννο μου παρασύρθηκα και σου ζητώ συγγνώμη.
Δεν ειν' αυτό αιτία
Για πράγματα αστεία.
Και επειδή εμίλησες πρώτος για σοβαρά
Σε σένα βρίσκω πως εδώ ταιριάζει μια χαρά
Κάτι να πεις.

-                   Κάτι θα πω.
Και, Μήτρο μου, σ’ ευχαριστώ.
Λοιπόν δυό θέλω να ειπώ λόγια γι αυτό το θέμα
Που ανταριάζει των φτωχών πατριωτών το αίμα-
Για την κατάσταση αυτή που μας απασχολεί
Οπως σαφώς απασχολεί, Μήτρο, το Πανελλήνιον.
Για του Αντρέα λυπούμαστε το πάθημα πολύ
Οπως πολύ λυπούμαστε που χάσαμε τον Πλίνιον.
Για τον Αντρέα τον άνθρωπο μόνο-να εξηγούμαστε.
Για τον Αντρέα πρωθυπουργό καθόλου δε λυπούμαστε
Κι ευχόμαστε ολόψυχα γρήγορα να ψοφήσει,
Ωστε στου τόπου να βρεθεί το πρόβλημα μια λύση. Πρωθυπουργοί που δεν μπορούν στο ύψος να αρθούνε,
Σαν τούτες περιστάσεων, και να παραιτηθούνε
Αφήνοντας ελεύθερο το δρόμο σ' εξελίξεις,
Καλό στον τόπο θάκανες αν μπόρειες να τους πνίξεις.
Κι ο Εβερτ το που έστειλε γράμμα να τόχει στείλει
Ωφειλε ενωρίτερα. Κι έπρεπε οι ΠΑΣΟΚοι
Νωρίτερα ν' αρχίσουνε να στύβουν το σταφύλι-
Αργεί ο μούστος να ψηθεί-να πέσουνε οι θώκοι.
Καλός, χρυσός κι αγαπητός ήτανε ο Αντρέας
Πριν γίνει ένα ανεύθυνο κομμάτι σάπιο κρέας
Οπως ανέκαθεν εσύ κι εγώ είμαστε Μητρούση.

-Μ' αυτά που είπες Γιάννο μου μου θύμισες το σούσι. Μυστήριο και παράξενο μες στην απλότητα του
Περίεργο στην κατασκευή, μια ανοστιά στη γεύση,
Ποτέ μου δεν εγνώρισα ποια η ταυτότητα του
Και γιατί έχει αρκετούς τόσο κατακυριεύσει.

-Ανόητη παρομοίωση. Οπως και νάχει όμως
Πες μου-υπάρχει τίποτα που έχεις να προσθέσεις
Ωστε όταν στο κρεβάτι σου ψόφιος θα πας να πέσεις
Νάναι χωρίς εμπόδια του ύπνου σου ο δρόμος;

-Τι να ειπώ παρά αυτό: Θεός να τον βοηθήσει
Τη θέση του πρωθυπουργού ευθύς να παραιτήσει
Ωστε να έβρουμε κι εμείς άλλο κανένα θέμα
Κι αλήθεια μια να λέγαμε γι αυτό και κάνα ψέμα.

(Κι αφού χαιρετηθήκανε πια πήγανε για ύπνο.
Αλλ’ όμως τον καθένα τους η αυγή τον βρήκε ξύπνιο)           

                                 -----                      

 ΜΗΤΡΟΣ- ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μήτρος νοσταλγών)

ΜΗΤΡΟΣ

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξύγκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...
Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους'
πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους'
πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκυττάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.
Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη'
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.

Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.
Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!

ΓΙΑΝΝΟΣ
Κι ωραία. Πήγες. Τάβρες ολ αυτά. Μετά τι κάνεις;

-«Τι κάνω»! Θέλει ρώτημα; Μα είσαι τελείως Γιάννης;
Θα μείνω εκεί ως της ζωής το τέρμα μου της λίγης.

-Λάθος μεγάλο φίλε μου. Πάλι θα ξαναφύγεις.

-Να ξαναφύγω εγώ αφού να πάω θέλω τόσο;
Πες μέ συνέπεια το γιατί, αλλιώς θα σε σβερκώσω.

-Δεν είναι ανάγκη ως εκεί να φτάσω ωρισμένως.
Γιατί απλά, κι ας φαίνεσαι τάχα αποφασισμένος
Εν τούτοις δε θα ξαναπάς στην Κόλαση εκείνη
Και τόνειρό σου όνειρο για πάντοτε θα μείνει.
Και δε θα πας, γιατί εγώ, την ίδια τούτη μέρα
θα κάνω οι προθέσεις σου αυτές να πάνε πέρα.
Κι όχι με λόγια όπως παχιά που λένε μερικοί
Αλλά με την απλούστερη που υπάρχει λογική.

-Αλήθεια; Είμαι όλος αυτιά και όλος περιέργεια
Και αφιερώνω όληνε του νου μου την ενέργεια
Στα λόγια σου..

-    Πες μου λοιπόν, αν σ’ ένα σπίτι πας
Και όσοι μένουνε σ’αυτό σε διώξουν, ξαναπάς;

-Αλλά, γεννήθηκα σ’ αυτό το σπίτι όπως το λες.
Νομίζω οι συγκρίσεις σου πως είναι απατηλές.

-Αυτό είναι χειρότερο-σε διώξαν οι δικοί σου.

-Αλλά, το πως με διώξανε ιδέα είναι δική σου.
Εφυγα.

-           Γιατί έφυγες;

-                                     Μ’ ανάγκασε η φτώχια.

-Και ποιος στης φτώχειας σ’ έριξε τα ψυχοβόρα βρόχια;

-Ποιός μ’ έριξε.,. τι ερώτηση… Να! ήμουνα φτωχός,
Οπως ταλαίπωροι Ελληνες και άλλοι δυστυχώς.

-Και γιατί ήσουνα φτωχός; Χρηματα δεν υπήρχανε;

-Υπήρχανε. Και μερικοί-οι πλούσιοι- τα είχανε.

-"Τα είχανε"; Ποιός τους τάδωσε;

-                                          Δεν ξέρω.

-                                                            Δεν μπορεί..

-Γιάννο μου ψύλλους στ’ άχερα ζητάς με το κερί.

-Συ στην Ελλάδα θες να πας, και συ μούπες πως θες
Ν’ ακούσεις τις κουβέντες μου τις αποτρεπτικές.
Λοιπόν θες η συζήτηση να προχωρήσει ή όχι;

-Αφού μονάχος μου όπως λες πιάστηκα στην απόχη
θα προχωρήσω ως να βγω, ή ώσπου νικημένος
Να μη με νοιάζει ολότελα το των Ελλήνων γένος.
Ρωτάς λοιπόν πού βρίσκουνε οι πλούσιοι τα λεφτά.
Αν και ερώτημα αυτό είναι από τα καυτά
Και να με βάλεις σε μπελά θαρρώ πως πας γυρεύοντας
Σου απαντώ πως τα λεφτά τα βγάλανε δουλεύοντας.

-Δουλεύοντας; Γιατί, εσύ, δεν εργαζόσουν τάχα;
Γιατί λεφτά αντίς κι εσύ, αυτοί έχουν μονάχα;

-Γιατί άλλη είχανε δουλειά. Και γιατί καταφέραν
Και αυγατίσαν τα λεφτά με όποιαν τέχνη ξέραν.

-Από ποιόν παίρνοντας λεφτά πληθύναν τα δικά τους;

-Από κεινούς που, βέβαια, εζούσανε κοντά τους-
Και από σένα, κι από με, κι απ’ τους λοιπούς Γραικούς.

-Ωστε στην ίδια μέσα γη, στον ίδιο μέσα τόπο
Παίρνουν οι μεν λεφτά απ’ τους δε με τρόπους ειδικούς.
 Και γδύνοντας τους αλλουνούς πλουτίζουν δίχως κόπο.
Λοιπόν τέτοια πεθύμησες πατρίδα ν’ αντικρίσεις;
Που τόσες για τα τέκνα της ορίζει διακρίσεις;

-Μα αν πλουτίζουνε αυτοί φταίει γι αυτό η πατρίδα;

-Είπα να επροχώραγα, μα δε γυρνώ σελίδα.
Ώστε δε φταίει η πατρίς! Αλλά για πες μου όμως
μη οι πλούσιοι που σε διώξανε πλουτίζουν παρανόμως;

-Καθόλου φυσικά.  Σ' αυτό ο νόμος τους βοηθάει.

-Και ποιός το νόμο έφτιαξε τον πλούτο που γεννάει;

-Η Ελλάδα. Η πατρίδα μας.

-                                      Σε ποιόν λοιπόν οφείλεις
Το αίτιο της φευγάλας σου που πριν γι αυτήν ωμίλεις;

-Ομολογώ πως δε μπορώ απάντηση να δώσω.

-Ηρθε η ώρα τότε εγώ θαρρώ να σε σβερκώσω.
Ακου λοιπόν αν λογική καθόλου σούχει μείνει,
Ποιόν δρόμο η συζήτηση πήρε που τώρα κλείνει:
Στην ξενιτιά σ' ανάγκασε η φτώχεια σου ναρθείς.
Στη φτώχεια σε ανάγκασε ο πλούτος να βρεθείς.
Οι νόμοι καθορίζουνε του πλούτου τη μερίδα.
Τους νόμους, ω! ταλαίπωρε , τους κάνει η πατρίδα.
Ακόμα δεν κατάλαβες πως η πατρίδα η ίδια
Είναι πούστειλε ενάντια σου της ξενητιάς τα φίδια;

-Γιάννο μου τό κατάλαβα. Αυτή είναι η αλήθεια.

-Λοιπόν αυτά που μούλεγες πιο πριν τα παραμύθια
Τα ίδια ακόμα λες; Θα πας-για πες μου-στην Ελλάδα;    

-Βέβαια κι όχι. Τώρα αλλιώς τα πράγματα όλα τάδα.
Αφού αυτή με διώχνει μια. εγώ τη διώχνω δέκα.

-Ηγουν τα ίδια όπως με μια θα έκαμες γυναίκα.

 -Γυναίκα δε με έδιωξε Γιάννο εμέ καμία.

-Μπράβο. Σου είχαν φαίνεται μεγάλη αδυναμία.

-Λίγο πιό κει, και θάβρισκες το στόχο παρατρίχα.
Οχι. Καμιά δε μ’ έδιωξε, γιατί καμιά δεν είχα.
Μα τώρα ας μην αρχίσουμε για θηλυκά κουβέντα.
Πες μου, εδώ δέκα χρονιές ο νόστος δε σ' εκέντα;
Στα χώματα τα Ελληνικά να πας συ δεν ποθείς
Οπως καθώς σου είναι γνωστό γυρεύει ο καθείς;

-Οχι. Εγώ στης νέας μου πατρίδας τη γαλήνη
Θα μείνω.

-               Και αν Γιάννο μου δε σε κρατήσει εκείνη;
 
-Αν έρθει η ώρα η καλή, θα φύγω Μήτρο πάλι
Για να βρεθώ σε μιας μικρής πατρίδας την αγκάλη
Φτωχής και υπανάπτυκτης. Εκεί ελπίζω οι νόμοι
Τους ξένους να τους δέχονται με καλοσύνη ακόμη.

-Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, θα είναι γιατί οι άνθρωποι
Ακόμα δεν προλάβανε να γίνουνε απάνθρωποι.
Κι αν τέτοια χώρα μια θα βρεις, δε θάναι ο παράδεισος
Αλλά μια αδιαμόρφωτη κι άκοσμη ακόμη άβυσσος.
Το στίγμα της απανθρωπιάς, το σπέρμα του κακού
Αόρατο στων ανθρώπων της θα βρίσκεται το νου.

-Το ξέρω φίλε μου ασφαλώς. Μα η Καλή η Φύση
Που τίποτα αδοκίμαστο δεν τη βολεί ν’ αφήσει
Μία ακόμη δοκιμή με τη ζωή έχει κάνει.
Δεν πέτυχε τα πείραμα. Ξέρω. Δεν ζω στην πλάνη:
Αν η ζωή ήτανε Καλό, θα κράταγε αιώνια.
Δεν είναι, γι αυτό χάνεται-σβήνει σε λίγα χρόνια.

-Λοιπόν δε θάβρει το Καλό ποτέ η ύπαρξη μας;

-Πάντοτε Μήτρο, το Καλό το έχουμε μαζί μας.
Το κουβαλάμε μέσα μας σα φύλακα άγγελό μας-
Δε μας αφήνει μοναχούς ποτέ του το Καλό μας.
Κι όταν η ώρα μας θαρθεί, απ' τη ζωή μας παίρνει
Και πάλι στην Αγάπη Του και στη Χαρά μας φέρνει.

-Ο θάνατος είναι λοιπόν η μόνη μας ελπίδα;

-Οχι η ελπίδα-η σιγουριά. Κι ας πάει κάθε πατρίδα
Τις σχέσεις με τα τέκνα της χυδαία να βρωμίζει:
Ο θάνατος σε μια στιγμή όλα τα εξαγνίζει.

-Φοβάμαι Γιάννο. Ο θάνατος, καθώς τον είπες, μοιάζει
Σα νάναι ο ίδιος ο θεός. Και τούτο με τρομάζει.

-Αντε ωρέ Μήτρο. Είδες πού μας πήγε η δήλωσή σου;

-Ποια δήλωση;
                                Εξέχασες;  Ότι απόφασή σου
Ελλάδα ήτανε να πας.
             
-                                  Ω! Μη μου το θυμίζεις.

-Κατάφερα και σ έπεισα; Τώρα λοιπόν γνωρίζεις;

-Γνωρίζω. Αλλ’ ας πιάσουμε καλλίτερα άλλο θέμα.
Ας  πούμε-ξέρεις  τι  θα πει  νάχεις το   ίδιο αίμα…

(Μα πριν ο Μητρός τάλλο αυτό να πει
θαρρώντας ότι θέμα έτσι αλλάζει,
Κάνει το λόγο του ο Γιάννος να κοπεί:
Απ’  το δωμάτιο έξω τόνε βγάζει)








ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(ο Σάκης στη Ρωσια)

(Όπου ο Μήτρος που πολύ τον Σάκη αγαπάει,
Στο Γιάννο πάει και γι αυτόν με πάθος του μιλάει.)

Στο σπίτι του, μεσημεριού ώρα ο Μήτρος πάει
και του Γιαννιού τη σφαλιστή εξώπορτα χτυπάει.
Κι όταν ο Γιάννος έξω βγει αγουροξυπνημένος
μ’ αυτά τα λόγια του μιλεί ο Μήτρος ξαναμμένος:

-Γιάννο μου μη σου βρίσκεται λεξοτανίλ κανένα
ή ένα βάλιουμ ή ταβόρ ή έστω ένα ντεπόν;

- Ρε Μήτρο έτσι εσένανε σ’ έχουνε μαθημένα
που αχαιρέτητα έρχεσαι και μου μιλάς;.. Λοιπόν;..

- Γιάννο μου καλημέρα σου και σου ζητώ συγνώμη
μα τρέμω τέτοιαν εκδοχή και να σκεφτώ ακόμη.
Πες μου, έχεις Γιαννάκο αυτό που σου ζητάω,
ή λάθος πόρτα εχτύπησα και άνθρωπο ρωτάω;

- Στάσου ρε Μήτρο-ποια εκδοχή; Πες μου να καταλάβω.
Εξήγησέ μου γιατί αλλιώς να σου μιλάω παύω.

- Όχι Γιαννάκο μου, μη αυτό το κάνεις, να χαρείς.
Τέτοια ώρα να με βόηθαγες μόνον εσύ μπορείς.
Και για να μη πάλι ρωτάς αμέσως σου απαντάω.
Έχω δυο μέρες να χαρώ, να κοιμηθώ, να φάω,
από την αγωνία μου μη δε νικήσει ο Σάκης!
και χίλιες λάμες την καρδιά μού σκίζουνε οσάκις
κάποιος ειπεί ότι μπορεί και να μην έρθει πρώτος.

-Με άλλα λόγια είσαι βλαξ βαρέως και αδιορθώτως.

- Γιατί με βρίζεις Γιάννο μου που αγαπώ το Σάκη;
Ή είμαι ο μόνος; Κοίταξε τριγύρω σου λιγάκι
οι έλληνες όλοι άφησαν και τις ευρωεκλογές,
και σκάνδαλα, και διαφθορά και υπουργών κλεψιές
κι όλοι τα μάτια στρέψανε στη Μόσχα-στη Ρωσία-
εσένα δε σου κάνει αυτό εντύπωση καμία;

-Μήτρο μου πάντα οι έλληνες με τα φτηνά ασχολούνται
με κείνα διασκεδάζουνε, ονειρεύονται, κοιμούνται.

- Φτηνός ο Σάκης Γιάννο μου; Εγώ ακριβόν τον βρίσκω
κι όποιου στοιχήματος αν θες παίρνω εγώ το ρίσκο,
πως πρώτος θα ’ναι στη σειρά της νίκης-αμφιβάλλεις;

- Όχι, μα το ίσο ας κρατώ ενόσω εσύ θα ψάλλεις.

- Τι ίσα; τι ψαλσίματα; Εδώ η τιμή μας παίζεται
και συ κι οι όμοιοί σου Γιάννο μου αυτό το κοροϊδεύετε;

- Καλά. Μα πες μου Μήτρο μου, τι σ’ έχει τόσο κάνει
να θεωρείς ότι πουλιά στον αέρα ο Σάκης πιάνει;

- Γιάννο, δεν είδες πώς πηδά επάνω στη σκηνή!;

- Στο ύψος αγωνίζεται; Δεν είδα εγώ σκοινί.

- Με κοροϊδεύεις Γιάννο μου. Το πήδημα επάνω
του το ζητάει ο ρυθμός του τραγουδιού του Γιάννο…

- Κι ο ψύλλος Μήτρο μου πηδά βραβεία όμως δεν παίρνει.

- Ναι αλλά είδες πώς μπροστά χαριτωμένα γέρνει;

- Εδώ η Ελλάδα έγειρε και πέφτει όπου να ’ναι,
του Σάκη τα γερσίματα για σένανε μετράνε;

- Μα Γιάννο μου ο Σάκης μας; Το Όνομα; Ο Θρύλος;

- Μήτρο το Θεό να ευλογάς καλός μου που είσαι φίλος
αλλιώς αν τέτοια έλεγες γι αυτόν τον άθλιο τύπο
εκτός απ’ της καρδούλας σου θα ’νιωθες κι άλλον χτύπο:
του αγριεμένου μου χεριού στον σβέρκο σου επάνω
για ώρα, δίχως διάλειμμα ή διακοπή να κάνω.

- Μα Γιάννο μου ο Σάκης μας δεν είδες πώς κουνιέται;
Πώς το κορμί του μια μπροστά και μία πίσω σειέται
και το μπλουζάκι του κι αυτό πώς το ρυθμό ακλουθάει
και μία πίσω και αυτό και μια μπροστά πετάει;
Και τ’ ότι κάνουν σαν τρελές γι αυτόν οι ελληνίδες
ούτε αυτό για σε μετρά; Ή ούτε αυτό το είδες;

- Και επειδή τα τσόκαρα της άμοιρης Ελλάδας
(που έπρεπε ένας σύγχρονος να τα τρωγε Καιάδας)
φωνάζουν και βουρλίζονται το Σάκη όταν κοιτάνε
πρέπει αυτές κι οι έλληνες οι άλλοι ν’ ακλουθάνε;

- Μα Γιάννο, ο Σάκης βρέχτηκε επάνω στη σκηνή!
Ούτε αυτό εσένανε πια δεν σε συγκινεί;

- Ναι;! Δε μου το ‘χες πει αυτό! Αν βράχηκε εντάξει!

- Βλέπεις Γιαννάκο μου; Αυτό τη γνώμη σου έχει αλλάξει!...

- Ρε βλάκα, ρε χαζόπραμα, ρεζίλι τω σκυλιώνε,
ρε κουτεντέ, ρε ντενεκέ, ρε κούφιε φανφαρόνε,
ρε όποιος, βλάκα, βρέχεται θα πει πως κάτι τρέχει;
Τότε καθείς θα έτρεχε το σώμα του να βρέχει
και πρώτος θα ’βγαινε παντού έναν κουβά κρατώντας
που θα καμάρωνε κι αυτός μέσα του δόξα κλειώντας.

- Γιάννο μου, όμως, σήμερα, του τελικού τη μέρα,
δεν άκουσες πρωί πρωί τι βγήκε στον αέρα;
Ο Σάκης, κι άλλο ένα κουμπί της μπλούζας του της άσπρης
θα ξεκουμπώσει! Τότε πια και συ θα γίνεις λάτρης
του θείου κορμιού περσότερο που τώρα θα φανεί,
πιο θείου κι απ’ τη θεία του-την άφταστη φωνή.

- Θα ΄θελα μ’ ένα Μήτρακα βαρύ βαρύ σφυρί
την κεφαλή σου να ’σπαζα φίλε μου την ξερή
να δω τι κλείνει μέσα της: άχερα ή σκατά;
Μα πάλι να την έκλεινα με προσοχή μετά
γιατ’ είσαι ο καλλίτερος φίλος μου δυστυχώς
και δίχως σου θα ένιωθα μονάχος κι ορφανός…

- Γιαννάκο μου να! μα το ναι, μου ’ρχεται να δακρύσω
που ό, τι κι αν σου τσαμπουνώ με θέλεις πάλι πίσω…
Μα άκου και τούτο που θα πω κι ύστερα αποχωρώ.
Τελειώνοντας ο Σάκης μας τον σπάνιο του χορό,
στην τελευταία πρόταση από τ’ άγιο του τραγούδι
καθώς σε βάθρο στέκεται πάνω σαν αγγελούδι,
το βάθρο, στόμα μέγα ανοί’ και ω! θαυμάσια θέα!
η ελληνική εμφανίζεται μέσα του η σημαία.
Έτσι δε διαφημίζουμε τη χώρα μας; Για πες!

-Γιάννο μου πως οι έλληνες παραείναι ρατσιστές
δε χρειαζόταν να το πει αυτό κανένας Σάκης.
Σε ρατσισμό είναι η Ελλάς όχι μονάχα αυτάρκης
μα κάνει και εξαγωγή σε όλη την υφήλιο.
Ανύπαρκτη όντας όπου αλλού κάτω από τον ήλιο,
γυρεύει έξω να ειπεί κι εκείνη πως υπάρχει
κι ας μη κανένας τηνε βρει όσο πολύ κι αν ψάχει.
Ρίζες μη έχοντας κι αρχή, προγόνους, ιστορία,
μην έχοντας πολιτισμό ή άλλη καμιάν αξία,
με νάζι τη σημαία της εδώ και κει γυρίζει
κι ως κράτος να τηνε δεχτούν οι άλλοι κλαψουρίζει.
Κι όλοι οι λαοί τη φτύνουνε και την περιγελούνε
και ολοσφιχτά κουμπώνονται να φτάνει σαν τη δούνε
και την Ελλάδα θέλουνε να ’χουνε στο πλευρό τους
όχι σαν σύντροφο μα σαν τον γελωτοποιό τους.

-Γιάννο μου μελαγχόλησα με όσα τώρα μου είπες.
Κι αν είχα ερχόντας λύπη μια, τώρα έχω χίλιες λύπες.
Ας μ’ άφηνες Γιαννάκο μου τουλάχιστο να ελπίζω
πως όντας ίσως έλληνας κάτι κι εγώ αξίζω…

- Φίλε μου, τώρα ξέροντας τι είναι η Ελλάδα
από αυτήν καλλίτερα θα έχεις μια λιακάδα.
Μιας και ατός του τίποτα δεν έχει ο λαός σου χτίσει,
ας χαίρεσαι για ό,τι απλά σου δίνει η κυρα-Φύση.

-Γιάννο μου μού άλλαξες μυαλά μ’ αυτή μας τη συζήτηση.
Κατάλαβα οι έλληνες πως είμαστε για λύπηση
κι ότι αξία δεν έχουμε καμία μες στην πλάση.
Όμως ο διάολος μπορεί, το πόδι του να σπάσει
και-σχώρα με Γιαννάκο μου-ο Σάκης πρώτος να ’ρθει;

- Αχ, η ξερή καφάλα σου ποτέ της δε θα μάθει.
Μα ρε Μητρούση φίλε μου τόσο σε αγαπάω
που από δω και ύστερα κι εγώ τον Σάκη πάω.
Κι άντε μωρέ, χαζούτσικος ας είσαι, την ευχή
κι εγώ σου δίνω, νικητής ο Σάκης σου να βγει.
                           ---------









ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
 (Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Στεφανόπουλος στην Αμερική, όπου επισκέφτηκε και τον Κλίντον)

(Και όταν απεχώρησαν οι δημοσιογράφοι
Η Προεδροσυζήτησις ιδού πώς διεγράφη)

-Ελα. Κάθησε Κωστάκη.
Πως και ήρθες εδώ πέρα    ;

-Μ' έχει στείλει ο Σημίτης
Να μαζέψω κάνα φράγκο.

-Η Ελλάδα σας τι κάνει;

-Χάλια έχει. Ζει-πεθαίνει.

-Και τι κάνει ο Παπανδρέου;

-Ανάπνεει με το ζόρι.

-Με τους Τούρκους πώς τα πάτε;

-Μας πιέζουνε αγρίως.

-Δηλαδή σαν τι σας κάνουν;

-Παραβιάζουν τα νερά μας
Παραβιάζουν τον αέρα
θέλουν το μισό Αιγαίο
θέλουν όληνε τη Θράκη
θέλουν όληνε την Κύπρο
θέλουν Χίο Μυτιλήνη
θέλουν Ρόδο, θέλουν Σάμο
Και εσχάτως εβαλθήκαν
Να μας  πάρουν και   τα Ίμια
(Και  αυτό  το  τελευταίο
η αιτία έχει γίνει
Για να μάθω εγώ κι οι άλλοι
Μέσα στην Κυβέρνηση μας
Πως εκτός απ' τα νησιά μας
Το Αιγαίο μες στα νερά του
έχει και βραχονησίδες).
Α! Δημήτρη μου, τα Ιμια
Δε θ' αφήσω να τα πάρουν.

-Και τι θέλεις από μένα.

-Να τους έλεγες δυό λόγια.

-Γιατί τάχα να το κάνω;

-Γιατί ήταν η Ελλάδα
Φωτοδότρα όλου του κόσμου.

-Τότε. Ναι. Τώρα τι κάνει;

-Είναι χώρα που στον κόσμο
Σαν αυτή δε βρίσκεται άλλη.
Τόσα σώζουν οι Αμερκάνοι
Είδη ζώων που απ’ τη γη μας
Κινδυνεύουν να εκλείψουν.
Και τους Ελληνες ας σώσουν
Που απ' τους Τούρκους κινδυνεύουν…

-Και οι Ελληνες τί έχουν
Που λαός δεν τόχει άλλος ;

-Είδες λαό που ο καθένας
Να φθονεί το διπλανό του;

-Όχι.

-Οι Ελληνες το κάνουν.
Είδςς λαό που να μην έχει
Δεύτερο βρακί να βάλει
Κι όλη μέρα να κοιμάται
Κι όλη νύχτα να γλεντάει;

-Οχι.

-Οι Ελληνες το κάνουν.
Έχεις δει λαό βρωμιάρη
να μην πλένεται για μήνες;

-Όχι.

-Οι έλληνες το κάνουν.
Εχεις δει ποτέ ανθρώπους
Που τους κλέφτες να τιμούνε
Και πρωθυπουργούς τους κιόλας
Και Προέδρους να τους κάνουν ;
Εχεις δει ποτέ οι ψεύτες
Το λαό να κυβερνάνε;
Εχεις δεν τον ένα κλέφτη
Αλλον κλέφτη να τιμάει
Κι ένας ψεύτης επιτάφιο
Να εκφωνεί σε άλλον ψεύτη;
Εχεις δει λαό κανέναν
Οπου μέσα στο μυαλό του
Ολοϊδια να μετράει
Χούντα και Δημοκρατία;!
Εχεις δει λαός να βγαίνει
Με ιδρώτα και με αίμα
Από μια σκλαβιά μεγάλη
Και την άλληνε την ώρα
Να πηγαίνει κι εκουσίως
Σ' άλληνε σκλαβιά να πέφτει;
Εχεις δει λαό για ό, τι
 Ή κακό ή στραβό του γίνει
Να μη φταίει ποτέ ο ίδιος
Αλλά πάντα κάποιος άλλος;
Έχεις δει λαό που νάχει
Για σημαία και για τιμή του
Των προγόνων του τη δόξα
Και τ’ αντίθετα εκείνος
Απ' τα έργα τους να κάνει;
Έχεις δει δήθεν γενναίους
Που ακονίζουν το σπαθί τους
Για να κάνουν τάχα αγώνα
Κα στο τέλος απ' τον φόβο
Κι απ' τον τρόμο του εχθρού τους
Μία κότα μόνο σφάζουν;
Έχεις δει ποτέ ανθρώπους
Που πορνεύουνε τους νόμους,
Που τη γλώσσα τους πορνεύουν,
Που πορνεύουνε οι ίδιοι
Τη δικιά τους ιστορία;
Έχεις τέλος δει ποτέ σου
Ο Πρωθυπουργός στη γύρα
Σαν το ζήτουλα να βγαίνει
Κι αν εκείνος αποτύχει
Και τον Πρόεδρο να στέλνει;

-Οχι, ειλικρινά δεν είδα.

-Ε, γι αυτό κι εγώ σου λέω
Το παράξενο το γένος
Να γλιτώσεις των Ελλήνων
Γιατί εκείνο έχει μόνο
Τόσες λόξες μαζεμένες.

-Θα πας και στο Λος Αντζελες;

-Θα πάω δίχως άλλο.
Καθώς εδώ, κυκλοφορεί
Κι εκεί παράς επίσης.

-Και δε μου λες, για Πρόξενο
Εκεί ποιόν έχεις βάλει;

-Ειν' ένας Ευμορφόπουλος
Που λέει πως ο λαός μου
Εχει λυσσάξει να με δει-
Πως τόσο μ' αγαπάει.

-Ξέρεις πώς τόνε μάζεψε
Τον τόσονε τον κόσμο;
Σε όλους υποσχότανε
Τραπέζι δωρεάν
Αρκεί παρών να έδιναν
Οταν εμφανιζόσουν.
Ετσι έλπιζε να μάζευε
Πολλούς για να σ' ακούσουν
Και να σου δείξει πως σκληρά
Εργάζεται στην ξένην.

-Συνηθισμένα αυτά για μας.
Ελληνικά τερτίπια.

-Ναι, αλλά ξέρεις τί έκανε
ο τύπος στη συνέχεια;
Σαν είδε πως εγέμισαν
Οι θέσεις όλες πλέον.
Τότε γι αυτούς που θέση μια
είχε υποσχεθεί,
Εκανε ότι τάχατες
Πρώτη φορά ακούει.  
Και μείναν έξω άνθρωποι
Κι ας είχαν κάνει σχέδια
Για κείνη την ημέρα τους,
Κι ας είχαν ακυρώσει
Αλλες δουλειές επείγουσες.

-Τύπος ξετύπος, άλλονε
Δεν έχουμε Βασίλη.
Ολοι οι διπλωμάτες μας
Σχεδόν, ρεμάλια είναι.
Γι αυτό σου λέω-βόηθα μας
Να μη χαθεί ο σπόρος.

-Πάλι τα ίδια συ μωρέ.
Σου είπα, θα βοηθήσω.
Αλλά ρε Κώστα, μεταξύ
Προέδρων, δε μου λες,
Είναι αλήθεια Πρόεδρος
Πως βγήκες για να μη
Πάει το ΠΑΣΟΚ σε εκλογές
Που θα τις είχε χάσει;

-Ε... Τώρα… Αυτά δε λέγονται…

-Μίλα μωρέ καημένε,
Οι δυό μας είμαστε εδώ,
Κανείς δε μας ακούει…

-Ε, ναι, αλήθεια ειν' αυτό.
Μα κάπως έτσι βγαίνουν
Όλοι οι Πρόεδροι σε μας.

-Στη χώρα που γεννήθηκε
 Παλιά η Δημοκρατία
Τώρα να οργιάζει η κλεψιά
Και η δημοκοπία…
Για δες πού καταντήσατε…

-Τα βλέπω βρε Βασίλη,
μα τί να έκανα κι εγώ;
Αφού μου δώσαν θέση
Και μάλιστα Προεδρική,
Ν’ αρνιόμουνα; Και λες αυτοί
Θα βρίσκαν καναν άλλον
Καλλίτερον να βάλουνε;

-Αυτό σωστό. Κατάλαβα
Τι ειν' η Ελλάδα τώρα.
Αλλά η ώρα πέρασε.
Με περιμένουν κι άλλα.
Λοιπόν Κωστάκη έχε γεια
Και τους χαιρετισμούς μου
Δώσε και στον Σημίταρο
Και σ’ όλον το λαό σας.
Αλλά τη χάρη κάνε μου
Και στείλε άλλον Πρόξενο
Στην πόλη του Ελ Έι.
 Δεν είναι φέρσιμο αυτό
Προξενικής Αρχής.
Καλλίτερο αν δεν έχετε
Μη στέλνετε κανέναν.
Δω πέρα αίμα φτύνουμε
Να μάθουμε τους έλληνες
Να ζούνε σαν ανθρώποι-
Να μάθουν νάναι συνεπείς,
Να πάψουν τις κομπίνες,
Να πάψουν τις μαλαγανιές,
Να πάψουν τις βρωμιές τους…
Και έρχεται ένας Πρόξενος
Και τους ξαναχαλάει…
Κώστα εδώ ο άνθρωπος
Έχει αξιοπρέπεια.
Εχει προσωπικότητα
Δική του ο καθένας
Κι όποιος αυτό δε σέβεται
θέση εδώ δεν έχει.
Κι αν έχουμε όλα τα καλά,
Μα τάχουμε πληρώσει
Με ιδρώτα αγνόν και τίμιο
Ολημερίς δουλεύοντας
Αδερφωμένοι όλοι.
Λοιπόν τον Πρόξενο αυτόν
Πάρτον απ' το Ελ Εϊ .
Κάνε μου αυτή τη χάρη εσύ
Κι εγώ μιλώ στους Τούρκους.

-Γεια σου των ΗΠΑ Πρόεδρε.
Εν τάξει. Θα τον διώξω.
Και κοίτα, ό,τι σούχω πει
Να μείνει εδώ και να μη βγει
Καθόλου παραπέρα.

-Να μείνεις ήσυχος γι αυτό.
Γεια σου. Και να μου γράφεις.


       -----








    ΜΗΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΣ

 (Ο Πρόεδρος στη Δανία)

 Ο Μήτρος πάει πρωί πρωί στου φίλου του το σπίτι
με απ’ τη δροσιά κρυώνοντας να τρέχει του η μύτη
ξυπνάει το Γιάννο και μ’ οργή κι αδύναμη μανία,
για τον Πρόεδρό μας του μιλά που είναι στην Δανία.

- Γιάννο μου απόψε ούτε λεφτό ο έρμος δεν κοιμήθηκα
κι αυτή  ’ν’ η αιτία που πρωί πρωί σου κουβαλήθηκα.
Θέλω Γιαννάκο φίλε μου κάτι να σε ρωτήσω
και μη χωρίς απάντηση με στείλεις Γιάννο πίσω.
Μα προ παντός Γιαννάκο μου το χέρι μη σηκώσεις
και στον χοντρό και μαλακό σβέρκο μου προσγειώσεις.

-Λέγε ρε Μήτρο. Σήμερα δε θα σε δείρω ολότελα.
Ίσως τ’ αφήσω γι αύριο ή για πολύ αργότερα.

-Σ’ ευχαριστώ Γιαννάκο μου που τόσο είσαι καλός
εκτός απ’ το που κι έξυπνος τυγχάνεις ασφαλώς.
Πες μου λοιπόν Γιαννάκο μου χωρίς χρονοτριβή
πού της Δημοκρατίας μας ο Πρόεδρος κατοικεί;

-Στο μέγαρό του Μήτρο μου όπως το λενε όλοι.

-Και σε ποια αυτό το μέγαρο Γιάννο μου είναι πόλη;

-Μα στην Αθήνα βέβαια. Κι αυτή στη γη επάνω.

-Επρόλαβες τη δεύτερη ερώτησή μου Γιάννο.
Κι αφού λοιπόν πάνω στη γη ο Πρόεδρος εδρεύει
δεν ξέρει γιατί η έρημη Ελλάς δεν προοδεύει
κι ανάγκη έχει να ρωτά από τη Δανία πέρα
γιατί δεν παίρνουμε κι εμείς ενέργεια απ’ τον αέρα;
Στον Άρη ζει κι ως Αρειανός να ήταν απορεί
πίσω γιατί κι όχι εμπρός η Ελλάδα προχωρεί;
Δεν ξέρει για την άφθαρτη του έλληνα τεμπελιά;
Για την που αθεράπευτη τον δέρνει ανεμυαλιά;
Για τις κλοπές; Τα σκάνδαλα; Όλων τη διαφθορά;
Κι αν αιολικών τού χτύπησε πάρκων η διαφορά
που ’χει η Ελλάδα απ’ τη σωστή και πρόσβαρη Δανία,
μόνο γι αυτά τον Πρόεδρο τον τρώει η αγωνία;
Γιατί και γι άλλα ο σεβαστός Πρόεδρός μας δεν ερώτησε-
για την Παιδεία, τη Γεωργία, για Υγεία που αρρώστησε,
για την Αλιεία, για Τουρισμό, για την Οικονομία,
για θάψιμο Πολιτισμού, για τέρας Εκκλησία;
Καθένα τους από αυτά θαρρεί καλά βαδίζει,
ή την αιτία γι αυτωνών το χάλι το γνωρίζει,
και στον Πρόεδρό μας έμενε μονάχα η απορία
γιατί ανθούν τα αιολικά τα πάρκα στη Δανία;
Δεν ξέρει ότι η πατρίδα μας σε όλα ειν’ εσχάτη-
κάτι που όλοι ξέρουνε σ΄όλης της γης τα πλάτη-
κι ότι η Δανία αντίθετα πρώτη μετράει σ’ όλα
κι όλο μηνύματα παντού σκορπάει φεγγοβόλα;
Κι ότι είναι δημοκρατική, πολιτισμένη χώρα;
Τα ξέρουν όλοι Γιάννο μου-τι να στα λέω τώρα-
ας πούμε τη μικρότερη πως έχει διαφθορά
και ότι κλέφτης βουλευτής σ’ αυτήνε δε χωρά,
ή ότι η πιο κατάλληλη πόλη είναι η Κοπεγχάγη
κάποιος να ζήσει απά’ στη γη μες στ’ αστικά τενάγη;
Και έχοντας στο στόμα του γεύση ίσως μια πικρή
τη χώρα αυτή ο Πρόεδρος τη βάφτισε μικρή!
Τότε ποια χώρα θα ‘λεγε ο Πρόεδρος μεγάλη;
Αυτά Γιαννάκο-ερώτηση καμιά δεν έχω άλλη.

-Μήτρο μου αν είσαι συ χαζός και χάνος εναλλάξ,
όμως εγώ Μητρούση μου δεν είμαι διόλου βλαξ.
Γι αυτό και για τον Πρόεδρο δε θα εκφέρω κρίση.
Έτσι το ήθελε αυτός κι έτσι έχει αυτός μιλήσει.
Πρόεδρος είναι-μην ξεχνάς-όλων μας των ελλήνων
κι όταν το στόμα του μιλά μιλάει το στόμα εκείνων.
Αν ό,τι είπε Μήτρο μου εσένα δε σ’ εκφράζει
όμως αυτό άλλον έλληνα κανέναν δεν πειράζει.
Κι είδες πως κιχ δεν έκανε κανένας έλλην άλλος
είτε μικρός είναι αυτός είτε πολύ μεγάλος
όλοι τους τον αφήνουνε να λέει ό,τι φτάνει
μιας και να λέει μόνο μπορεί μα όχι και να κάνει.

-…Με είπες βλάκα Γιάννο μου ή έτσι εγώ ενόμισα;

-Ειτ’ έτσι Μήτρο μου ή αλλιώς γλαύκα στο Άστυ εκόμισα.
Μ’ αν σ’ είπα, να! Το λόγο μου τον παίρνω πάλι πίσω.
Δεν είσαι βλαξ μα κουτεντές-σ’ αρέσει να ελπίσω;

-Ναι Γιάννο μου, το κουτεντές πολύ γλυκό μου φαίνεται
και διόλου αυτό δε μ’ ενοχλεί και δε μου κακοφαίνεται.
Γεια σου Γιαννάκο κι αύριο θα σου ξανάρθω πάλι.
-Γεια σου. Μα βιάση Μήτρο ας μη γι αυτό έχεις μεγάλη…









ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Πάγκαλος ΥΠΕΘ)

-Ακουσες τι ο υπουργός είπε ο Πάγκαλός μας;     
Τι αλήθειες απ’ το στόμα του που βγήκανε ρε Γιάννο!
-Πάγκαλος ειν' αυτός. Μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο
Παρά να βρίζει;
-                     Οχι αυτό. Δε λέω αυτό ρε Γιάννο.
Λέω ό,τι για τις Ενοπλες είπε τις Δύναμές μας.

-Τί είπε;

-Πως για νάχουμε νίκη επί των Τούρκων
Πρέπει να αποκτήσουμε , λέει, υπεροπλία.
Πρέπει λεφτά να έχουμε πολλά, και πρέπει, λέει,
Πολύν να έχουμε στρατό, κι άριστα εκπαιδευμένον,
Και αξιωματικούς καλούς, γερούς και θαρραλέους.
 Ε, τί συμπέρασμα απ αυτά τα λόγια που είπε βγάζεις;

-Πως πρέπει ή ο πρωθυπουργός να φύγει, ή εκείνος.

-Γιάννο μου τι απρόσμενη αντίδραση! Μ’ εκπλήττεις.
Και τάχα πώς αιτιολογείς τη γνώμη σου αυτήνε;

-Μήτρο, δεν ξέρω και καλά, στο σπίτι σου έχεις γάτα;

-Οχι. Τι σχέση έχει αυτό;

-                                         Καμιά γειτόνισσα έχεις
Οπου Μαρία να τη λεν, γριά, και να κουτσαίνει;

-Οχι. Δεν έχω Γιάννο μου. Τί ερωτήσεις όμως…

-Γνωστούς όμως ηλίθιους όπως εσύ θα έχεις.

-Γιάννο με πρόσβαλες δεινώς και ανεπανορθώτως.

-Άφηστα αυτά και άκου με. Μιά γάτα κι αν ρωτήσεις
Ή τη Μαρία την κουτσή, ή τον τυχόντα ηλίθιο,
Και "πώς θα γίνονταν" του πεις, "να πάρουμε  τους Τούρκους;"  
Τα ίδια θα σου λέγανε κι αυτοί, όπως εκείνος.
Το θέμα είναι ΠΩΣ αυτά τα πράγματα θα γίνουν
Και όχι ποιός θα μας τα πει για μια φορά ακόμα.
Κι αν κάθεται ένας υπουργός και χάνει τον καιρό του
Λέγοντας τέτοια που ο καθείς πάνω στη γη γνωρίζει,
Πρέπει ο Σημίτης παρευθύς να τόνε διώξει. Αν όμως
Δε θα τον έδιωχνε αυτός, τότε ο Λαός θα πρέπει
Να διώξει τον πρωθυπουργό που ανέχεται τους τέτοιους.
-Ε, Γιάννο μου. Μας έτυχε ένας βλάκας υπουργός.
Κα είδες πώς αντέδρασαν οι αξιωματικοί μας.
Κάλυψη εζητήσανε απ’ τον Σημίτη αμέσως.
-Λοιπόν βλάκα δεν έχουμε υπουργό έναν μονάχα
Μα και τους αξιωματικούς αφού ζητάνε τέτοια.
-Κα τί να κάνουν Γιάννο μου; Ν’ αφήνουν τον καθένα
Δειλούς πως είναι να τους πει, κι ακόμα ανεκπαίδευτους
Κι ότι τα όπλα πούχουνε για πέταμα είναι όλα;

-Βρε Μήτρο κουφιοκέφαλε, βρε Ελληνα γελοίε,
Βρε που μυαλό ζωγραφιστό και όχι σάρκινο έχεις,
Βρε Μήτρο ανεκδιήγητε, βρε αμόρφωτο στυλιάρι…

-Ε, φτάνει τώρα Γιάννο μου. Μου είπες αρκετά.

-…Βρε που νιονιό λιγότερο έχεις απ’ τα ερπετά,
Βρε λόγος ήτανε αυτός κάλυψη να ζητάνε
Κοτζάμου αρχιστράτηγοι που ο λαός νομίζει
Πως όσα αστέρια έχουνε και τόσες έχουν γνώσεις;
-Δηλαδή τί; Τον Πάγκαλο θα έπρεπε ν' αφήσουν
Να τους προσβάλει έτσι δα; Κι αφού δεν το μπορούνε
Να κάνουν τίποτε αυτοί μιας κι είναι υπουργός,
Να τους καλύψει ζήτησαν απ1 τον πρωθυπουργό.

-Βρε Μήτρο, πιθανότητες δύο εδώ υπάρχουν.
Η' αλήθεια είπε ο Πάγκαλος ή ψέμματα. Αν το πρώτο
Τί κάλυψη γυρεύουνε απ’ τον πρωθυπουργό;
Να τους καλύψει λέγοντας ψέμμα ένα τρανταχτό;
Πως όχι, οι Δυνάμεις μας οι Ενοπλες αξίζουν
Κι ότι ο Πάγκαλος σωστά δεν είναι όσα είπε;
Εκείνο που θα έπρεπε να γίνει, είναι τούτο:
Θάπρεπε να κοιτάξουνε, αν δε το είχαν κάνει,
Αμέσως να διορθώσουνε τα’ αδιόρθωτά τους χάλια
Και να μη βγάλουν τσιμουδιά στου υπουργού τις ρήσεις.
 Αν πάλι είναι ψέματα όσα εκείνος είπε,
Θα έπρεπε με ακλόνητα στοιχεία να του δείξουν
-αν ήθελαν ν’ ασχοληθούν μ ένα γελοίο τύπο-
Πως άδικο έχει, και καλά θα κάνει να το κλείσει,
Γιατί αλλιώς το αξίωμα που τούχουν δώσει βλάφτει.

-Σα να τα λες καλά μωρέ. Δεν τόχα πιάσει έτσι.
-Γι αυτό σου λέω ανόητε, σύγχρονε Έλληνά μου,
Πως ένας θάπρεπε απ' τους δυο να είχε ως τώρα φύγει.
Ή ο Πάγκαλος που ασύστατα ψέματα αραδιάζει,
Ή ο Σημίτης, που υπουργό καλύπτει έναν ψεύτη.

-Μάλιστα λέω Γιάννο μου πως πρέπει ο Σημίτης
Ετσι κι αλλιλως να τούδινε, κάλυψει δεν καλύψει
Τους βλάκες αξιωματικούς. Γιατί, αν τους καλύψει
Σημαίνει πως ο Πάγκαλος ψεύδεται-κι αφού έναν
Ψεύτη δε διώχνει υπουργό, πρέπει αυτός να φύγει.
Αν πάλι δεν τους κάλυπτε, θα πει πως δίκιο έχει
Ο βρωμερός ο υπουργός, και πρέπει τότε πάλι
Πρωθυπουργός που στράτευμα τέτοιο στη χώρα δίνει,
Αμέσως να ξηλώνεται-ή μόνος του να φεύγει.

-Μπράβο. Σου κόβει σήμερα. Και παίρνω πίσω όσα
Πριν τα ωραία αυτά να πεις σου είχα αραδιάσει.
Δε θα σταθώ όμως εδώ. Θα προχωρήσω λίγο
Για να σου πω Μητρούση μου το πόσο δίκιο έχω
Που λέω πως οι Ελληνες είναι χαμένα όντα,
Σκιά των Ελλήνων των παλιών, χαζοί, άμυαλοι, βλάκες:
Όλοι τους με τον Πάγκαλο κάθονται κι ασχολούνται
Και υπουργό στις πλάτες τους ακόμα τον κρατάνε.

-Γιάννο μου, τέτοιος υπουργός σε τέτοιο λαό αξίζει.

-Δε σε γνωρίζω σήμερα Μήτρο μου-να σε φτύσω.

-Γιάννο μου επηρεάστηκα απ’ ό,τι πριν μου είπες,
Πως και ηλίθιος νάτανε κανείς, θαβλεπε όμως
Πώς έχουνε τα πράγματα πάνω σ’ αυτό το θέμα.

-Το ελπίζω. Και δε θαθελα έξυπνος να μου γίνεις-
Θέλω να έχω δίπλα μου εκπρόσωπο ένα βέρο
Του Ελληνικού μας του λαού, ηλίθιον τουτέστι,
Ωστε σα να τα έλεγα σε κείνο να σου λέω
Τα τόσα που αδιόρθωτα πάνω του χάλια έχει.

-Τον Πάγκαλο ας αφήσουμε Γιάννο μου όμως τώρα
Και τους χαζούς τους Ελληνες που ακόμα τον κρατάνε,
Κι ας πάμε στου Αντρέα μας τις πρόσφατες δηλώσεις.

-Μπα! Ο Αντρέας μίλησε; Και τί είπε μωρέ Μητρο;
-Είπε πως του ΠΑΣΟΚ αυτός τη συνοχή εγγυάται Και όχι μόνο αυτό, αλλά. και τη συνέχειά του. Γιάννο μου… Γιάννο τί επαθες;.. Γιατί γελάς βρε Γιάννο;
Γιάννο μου έλα… Αρκετά… Μα τι αστείο είπα;..

-Ωστε αστείο δεν ήτανε; Στα σοβαρά το είπες;

-…Θεέ μου, μα τί έπαθε; Περσότερο γελάει…

-…Ωστε ήταν σοβαρό λοιπόν… Εχεις μαντήλι Μήτρο;

-Δεν έχω. Δεν επρόβλεψα πως θα γελούσες τόσο.
-Τί άλλο νάκανα μωρέ; Σε χίλια δυο κομμάτια
Εχει διαλύσει το ΠΑΣΟΚ και τρώγονται σα σκύλοι Για το ποιός θάναι ο μέλλοντας ταλαίπωρος πρόεδρός του,
Κι αυτός μιλάει για συνοχή και για συνέχεια λέει…

-Ελα. Μη πάλι αρχινάς. Γιάννο μου σοβαρέψου Και πες και άλλο κάτι τι πάνω σ' αυτό το θέμα.
Ή αν δε θες, τότε ευθύς σ’ άλλο να πάω αμέσως.

-Τί να σου πω βρε Μήτρο μου… φαίνεται πως πεθαίνει
Και ήδη βρίσκεται εκεί που οι λέξεις δε σημαίνουν.
Οταν μιλάει για συνοχή ό,που υπάρχει διάλυση Και για συνέχεια καποιανού πούφτασε στην κατάργηση,
Τί άλλο να πω… Μα Μήτρο μου, εν πάσει περιπτώσει
Το τι στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ θα γίνει δε με νοιάζει.
Με νοιάζει τί την άμοιρη Ελλάδα περιμένει.
Και ο Αντρέας όπως δα και οι προκάτοχοί του Διάδοχο στην κυβέρνηση δεν άφησε κανένα.
Όπως  και ο Καραμανλής. Ηρθαν κι οι δυο και φύγαν
Αφού κι οι δύο με τα δυό φάγανε μάγουλά τους, Και αστάθεια μόνον πίσω τους και αναρχία αφήσαν.
Γιατί κανείς από τους δυο δεν είχε υποδείξει
Για διάδοχο του κάποιονε όταν αυτός θα λείψει.
Και το γιατί είναι γνωστό. Γιατί φοβούνταν ότι
Αν προωθούσαν κάποιονε, αυτός θα εζητούσε
Σαν αποκτήσει δύναμη, ν’ απαλλαγεί από κείνους
Και πριν η ώρα του ναρθεί, αυτός να κυβερνήσει.
Αυτά είναι τ’ αδιόρθωτα τα χάλια του λαού μας.
Τι ευλόγια για τον τόπο μας θάτανε αν είχε τώρα
Ο μέθυσος πρωθυπουργός κάποιονε διαλεγμένο
Που να γνωρίζει τα καυτά της κυβερνήσεως θέματα
Και της πατρίδας τα πολλά προβλήματα να ξέρει…
Δε θάχαμε στην πλάτη μας έναν Σημίτη τώρα
Που από γκουβέρνο που του παν τα τέσσερα δεν ξέρει.
Αυτό το μοναχό καλό θάτανε που ο Αντρέας
θάκανε στην Ελλάδα μας, αφού τη ρήμαξε άλλως.
Αν Ελληνας πρωθυπουργός υπήρχε ικανός,
 Δε θα κοκκορευόντανε Τούρκος και Σκοπιανός.
Αυτό αφού δεν τόλμησε να κάνει ο Αντρέας
Δε γνοιάζομαι στο κόμμα του τι κάνει-ενα σπίρτο
Ας πάρει, και πετρέλαιο λιγάκι, κι ας το κάψει.
Κόμματα υπάρχουν δυστυχώς πολλά. Η Ελλάδα όμως
Μια είναι και μονάκριβη, μία και πάντα πρώτη.

-Μιας και μιλάμε για ΠΑΣΟΚ, για πες μου μωρέ Γιάννο
Πόση ζωή στην τωρινή κυβέρνησή του δίνεις;

-Για ποια κυβέρνηση μιλάς; Γι αυτή την πανσπερμία
"Ολων των τάσεων του ΠΑΣΟΚ"  που έφτιαξε ο Σημίτης
Ωστε να μη τον έδιωχνε καμμία από κείνες;
Δεν ειν’ αυτό κυβέρνηση.

-                                          Έστω. Αυτό το πράγμα.
Ως πότε λες να κρατηθεί; Περίπου. Πάνω κάτω.

-Ως το Συνέδριο το πολύ.

-                                        Κι ύστερα τι προβλέπεις;

-Τι να προβλέψω; Να! Ξανά, φτου απ΄την αρχή τα ίδια.
Δολοπλοκίες, μαχαιριές, συμπράξεις και κομπίνες.
-Και ποια κατά τη γνώμη σου θάταν η λύση τώρα;

-Οι εκλογές Μητρούση μου, ώστε ο λαός να βγάλει Πρωθυπουργό που θέλει αυτός. Και όχι τιποτ’ άλλο,
Μα τότε θάταν ήσυχος ο ηλίθιος λαουτζίκος
Πως κάποιος τόνε κυβερνά που αυτός έχει διαλέξει.
Με διαλεγμένο πρόεδρο να ξέρει πως πεινάει,
Πως υποφέρει και πονά, και πως κακοπερνάει.
Αυτά ηλίθιε Μήτρο μου.

-Εχουμε Πρόεδρο όμως λεβέντη κι ενεργητικό.

-Μη μ’ ερεθίζεις Μήτρο.

-Καλά Γιαννάκο μου. Αφού δε θες, δε συνεχίζω.
Μα όσα κι αν του βρεις κακά, ένα καλό έχει μόνο:
 ότι δεν είναι βασιλιάς.
-                                     Ωστε και συ είσαι θύμα
Της άθλιας που κάνουνε ωρισμένοι προπαγάνδας;

-Γιάννο μου τι; Βασιλικός μήπως κι εσύ μου είσαι;

-Ακου γελοίε βάτραχε,που κοπελιά εσένα
Καμιά ποτέ δε θα βρεθεί ναρθεί να σε φιλήσει
Και να σε κάνει πρίγκηπα, και να γλιτώσω έτσι
Απ τις μωρίες που σειρά για μήνες μου αραδιάζεις.
Ακου λοιπόν. Μα μη μετά κουβέντα πεις καμία,
Γιατί όρεξη την ώρα αυτή δεν έχω για ν’ αρχίσω
Συζήτηση για βασιλιά-τόσο σπουδαίο θέμα-
Και μάλιστα με σενάνε, ένα βλάκα πατεντάτον.
Και για το θέμα άλλη φορά αν θέλεις συζητάμε.
Λοιπόν από το βασιλιά ποιο θάχαμε άκου κέρδος:
Πρώτα,θα είχαμε Στρατό με Σίγμα κεφαλαίο.
Θα είχαμε εγγύηση πάντα ομαλής συνέχειας
Στα θέματα τα ζωτικά της δόλιας μας πατρίδας
Κι ό,τι  ήθελε δε θάκανε ο κάθε καραγκιόζης
Μες στην Ελλάδα. Κι έξω της θα μας σεβόνταν όλοι.
Και την αγάπη θάχαμε αν όχι τη βοήθεια
Απ όσα κράτη βασιλιά θα είχανε κι εκείνα.
Και πρώτα πρώτα βέβαια της κραταιής Αγγλίας.


-Μα…
-Σούπα! Τίποτα μην πεις. Και τράβα τώρα. Γεια σου,
                         Και  μια φορά στη ζήση σου αν το μπορείς στοχάσου.
Γεια σου… Βρε  ούτε που άκουσε. Εφυγε  σαν αέρας!












ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Ενα αίσχος στο Ελ Ει
Που γι αυτό η Ελλάδα κλαίει)

-Βρε Μήτρο τι κουτί ειν αυτό στα χέρια που κρατάς;

-Γιάννο, αντί να με ρωτάς μέσα του ρίξε ένα πένι.

-Οχι αν πρώτα δε μου πεις τι διάολο συμβαίνει.

-Αφησε κάτω το κουτί σου λέω-θα κοπείς.

-Και το κουτί και σένανε εδώ θα σας κρατήσω
Της τέτοιας σου της διαγωγής το αίνιγμα αν δε λύσω.

-Αν και από το έργο μου θα με καθυστερήσεις
Θα σου το πω. Αλλιώτικα εσύ δε θα μ’ αφήσεις.

-Καλά το λες. Λέγε λοιπόν τι είναι ολ’ αυτά.

-Ακόμα δεν κατάλαβες; Μαζεύω,να, λεφτά!

-Πώς έτσι βρε στα ξαφνικά; Γιατί και από ποιόν;
Και τούτος σου ο έρανος ποιόν τάχα έχει σκοπόν;

-Γιάννο μου όλα θα στα πω, με συντομία όμως.
Γιατ’ ειν οι χρείες κάμποσες κι είναι μακρύς ο δρόμος.

-…….

-Πόσοι είναι του Λος Αντζελες οι Ελληνες γνωρίζεις;

-Αν και πολύ παράξενα μου φαίνεται αρχίζεις
Ο Δήμαρχος των Αθηνών μας είπε τις προάλλες
Πως τις τριάντα κι εκατό εγγίζουμε χιλιάδες.

-Και πέννι ένα ο καθείς Γιάννο μου αν μου δώσει
Πόσα δολάρια ο φίλος σου, μου λες, θα συγκεντρώσει;

-Χίλια τρακόσα. Και λοιπόν;

-                                              Το βήμα σ’ έχει φέρει
Στο "Αρτς αντ Κραφτς" το κτίριο, στης Γουΐλσάΐρ τα μέρη;

 -Των λαϊκών ενδυμασιων τη φιέστα εννοείς;

-Ναι. Ακριβώς αυτό εννοώ. Επήγες να τη δεις;

-Οχι.
 -         Επήγα όμως εγώ. Κι αυτό γιατί ως Ελληνας
Αισθάνομαι περήφανος γιατί ντυμένοι ήσαν
Από παλιά οι κάτοικοι του Πόρου και της Αίγινας
Και σαν τους σάλιαγκες γυμνοί κι αυτοί δεν περπατήσαν.
Κι ήθελα ιδίοις όμμασιν αυτό να δω το θαύμα
Και αγνοώντας του ήλιου μας πήγα το μέγα κάμα.
Ηταν μια τέλεια έκθεσις. Μα λίγες βελτιώσεις…
Ειν' αναγκαίες. Θα στο πω αλλιώς για να με νιώσεις:
Μον' αν εμείς βοηθήσουμε αμέσως κι αυθωρεί
Να γίνει αυτή η έκθεση υποφερτή μπορεί.
Και πρώτα, λίγα απ’ τα λεφτά δίνοντας που θα μάσω
Ενα μικρό περίστροφο αμέσως θ  αγοράσω.
Και θα το δώσω στην κυρά που τα τικέτα βγάζει.
Ετσι όταν το τικέτο του καθένας αγοράζει
Και το περίστροφο αυτό θα κουβαλεί μαζί του
Που είναι απαραίτητο για την προφύλαξη του
Οπως ειν’ απαραίτητο σε ύπαρξη καμία
Που μόνη ξάφνω θα βρεθεί μέσα στην ερημία.
Υστερα ένα μικρούλικο θα αγοράσω ράδιο
Και θα το βάλω μέσα κει, σ’ ένα μικρό ραφάκι
Ωστε στης επιδείξεως το δώμα το ολάδειο
Ελληνικό ν’ ακούγεται κανένα τραγουδάκι.

-Θέλεις να πεις πως μέσα κει κανένας δεν πατάει;

-Οσο ο έλλην στα καρφιά, στο Αστυ, περπατάει.
Και άδικο οι Ελληνες νομίζω πως δεν έχουνε
Γιατί ενώ για να βρεθούν στην έκθεσή τους τρέχουνε  
Και μέσα κάνουνε να μπουν, παύουν αυτοί να τρέχουν
Και τρέχει ο ιδρώτας τους. Κι αυτό δεν το αντέχουν,
Κι αμέσως ξαναβγαίνουνε. Γι αυτό ένα αιρ-κοντίσιον
Θα πάρω, και στην έκθεση με αγάπη θα χαρίσω.

-Δεν έχουνε;

-    Δεν έχουνε. Πόνταραν στον καιρόν-
Πως πάντα θα τον είχανε κρύο και παγερόν
Και δεν το περιμένανε η έστα, πως θα πιάσει.

-Τι κρίμα που το ξαφνικό δεν είχαν λογαριάσει.
Και άλλη ποια με τα λεφτά θα κάνεις αγορά;

-Κοίτα: στο χώρο μπαίνοντας του Ελληνικού Μουσείου
Μία ταμπέλα βρίσκεται, που είναι μια χαρά
Στις λύπες τις αδιάκοπες του εθνικού μας βίου.
Και η ταμπέλα γράφει αυτή εκείνων τα ονόματα
Που δώσανε τα χρήματα ώστε να επιτευχθεί
Αυτό το τερατούργημα, κι έτσι να μη χαθεί
Η ευκαιρία, κι άψυχα να δει το μάτι εκτρώματα.
Και με ολόχρυσα εκεί είναι γραμμένοι γράμματα
Μπακάληδες, μανάβηδες, Πρόξενοι, Αδελφότητες,
Και άλλα τετοια εθνικά και Γραικικά όλως πράγματα.
Ετσι γνωρίζουμε ακριβώς των όντων τις ταυτότητες
Που μας πρόσφεραν τ’ αγαθά που δίχως τους αυτή
Δε θάχε η πανάθλια η έκθεση φτιαχτεί.
Αυτή  η ταμπέλα το λοιπόν, τον ήμισυ είχε κλείσει
Το χώρο που το μάτι σου μπορούσε  ν’ αντικρίσει.
Θα διπλασιάσω το λοιπόν το μήκος της ταμπέλας
Ωστε και να διαβάζονται οι έμποροι ευκολότερα
(Από αυτούς όπου φτηνές πουλάνε καραμέλες
Μέχρις εκείνους που πουλάν ακίνητα και κόττερα)
Μα κι όλο να καλύπτεται το αίσχος της εκθέσεως
Κι η αισθητική να περπατεί μετά τινος ανέσεως.

-Τόπο λοιπόν εκάνανε την έκθεση διαφήμισης;

-Και διαφημίσεως, αλλά, ουχ’ ήττον και δυσφήμισης
Γιατί όλα δυσφημίζουνε κει μέσα την Ελλάδα.
Αλήθεια, τέτια "έκθεση" Γιάννο μου δεν ξανάδα.
Τέλος, να μην πολυλογώ, και κάτι άλλο ακόμα:
Θα πάω σ’ ένα μας χωριό, μικρό είτε μεγάλο,
Στο πρώτο που στους δρόμους του θα βρω θα έμπω σπίτι
Και αναιδώς φερόμενος, και δίχως τσίπα μπήτη
Οποίαν θα έβρω  μέσα του θα πάρω φορεσιά
Και θα την πάω στης έκθεσης ευθύς την απλωσιά
Ωστε να μη ντρεπόμαστε που ειν' αυτή δική μας.
Και θάναι αυθεντικότερες, και θάναι λαμπερότερες,
Και θάναι ωραιότερες, και θάναι περισσότερες,
Απ’ όσες μας επλάσαρε η έκθεση η φριχτή μας.
Και με την πράξη μου αυτή μεγάλως θα πλουτίσω
Την έκθεση που αντίς εμπρός μας πάει μόνο πίσω.

-Τετοια πτωχεία Μήτρο μου την έκθεσή μας δέρνει!;

-Πιότερη. Τίποτε απ’ αυτήν όποιος θα πάει δεν παίρνει.

-Τότε γιατί την κάνανε;
-                                        Για να διαφημιστούνε
Εκείνοι που πελάτες τους θέλουνε να μας δούνε,
Και για να έχουν ύστερα να λένε πως φροντίζουν
Για την πατρίδα τη γλυκιά, ενώ την ονειδίζουν.
Και πως για κείνη κόπτονται, και πως την λογαριάζουν
Ενώ αυτοί την κόβουνε και την κατασπαράζουν.

-’Μένα μου κάνει εντύπωση πώς όντα τόσο πλούσια
Μία ιδέα κατάφεραν, σεπτή και υπερούσια
Μπερντέ να τήνε κάνουνε να μοιάζει Καραγκιόζη
Που από ανευθυνότητα κι αδιαφορία όζει.
Κι είναι η πιο μεγάλη μου βρε Μήτρο απορία
Πώς ενώ μες στης έκθεσης την άθλιαν ιστορία
Εμπλέχτηκε κι ο Πρόξενος-θα πει η Ελλάδα η ίδια-
Πώς πάλι αυτή η έκθεση είναι για τα σκουπίδια.
Γιατί όπως ειν’ αδύνατο ο όνος να πετάξει
Αδύνατο κι η Ελλάδα μας να μη μπορεί να φτιάξει
Μιαν έκθεση της προκοπής. Εκτός, αν, υποθέτω,
Είναι προβλήματα πολλά που έχει η Ελλάδα φέτο.

-Μπα… δε νομίζω νάναι αυτά χρήματα της Ελλάδας-
Αυτή δε θάφτιαχνε ποτέ εκθέσεις της αράδας.
Τα χρήματα ο Πρόξενος θα τα αρύσθηκε άλλοσε:
Απ τις εισπράξεις των κρασιών λίγα δολάρια θάδωσε.
Αυτά είχα για την έκθεση Γιάννο μου να σου πω.
Μα όταν σου τα έλεγα δεν είχα για σκοπό
Να ψέξω τους συνέλληνες για τούτα που ευθύνονται-  
Από αγύρτες σαν αυτούς πράγματα τέτοια γίνονται.
Αυτό που ειν' ασυγχώρητο σ αυτή την τραγωδία
Δεν είναι ό,ποια λίγο πριν σου αράδιασα ατιμία.
Είναι μια ασυγχώρητη βλακεία μεγάλη άλλη
Που με τις άλλες θάβγαινε πρώτη σε ό,ποια πάλη:
Οι κούκλες όπου πάνω τους στέκουνε τα φορέματα Στηρίζονται-ναι Γιάννο μου, δε σου το λέω ψέματα,
Σε σιδερένια ράβδο μια, απ' το πάτωμα που βγαίνει
Και στον πρωκτό τους αφού μπει, κι όλο τους διαπεράσει
Το αχυρένιο το κορμί, στην κεφαλή τους μπαίνει
Και σταματάει στα οστά του θολού όταν φτάσει.
Ράβδους οι Τούρκοι σιδηράς για αιώνες ανύψωναν
Και για αιώνες τους φτωχούς Ελληνες παλουκώναν.
Ηταν ανάγκη και νεκρούς οι εδώ απόγονοι τους
Δύο αιώνες ύστερα και σε μια ξένη γη τους
Πάλι να τους σουβλίζουνε; Λίγη ευαισθησία
Λίγη ντροπή, και, -ναι,τολμώ- και λίγη φαντασία
Χάθηκε απ’ τους εγκέφαλους τους παροικιακούς
Και δεν ελέγαν λόγια δυό έστω τους τεχνικούς
Που υποτίθεται αυτό το λάθος ότι κάνανε
Παρά, αδιστάκτως, στου λαού τα μάτια το μοστράρανε;..
Γι αυτό σου λέω Γιάννο μου, αφήνοντας τ’ αστεία
Οσα λεφτά από τούτη δω βγάλω την επαιτεία
Θα πάνε όλα σ’ ειδικούς που αμέσως θα φροντίσουνε
Τη βρωμερήν απανθρωπιά αυτή να εξαλείψουνε.
Αχ Αθανάσιε Διάκε μου, πού νάξερες πως πάλι
θα σε ανασκολοπίζανε οι Ελληνες οι μεγάλοι
Με τα τρανά ονόματα και τη χαμένη τσίπα-

(υπόλοιπο χαμένο)














ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Μήτρος και Γιάννος πιάσανε, εδώ, στην εξορία,
κουβέντα  για μια που ’γινε παλιότερα ιστορία.)

«Κι αν καεί καμμιά σημαία
Είναι τούτο για τα νέα;»

ΓΙΑΝΝΟΣ
Θυμάσαι στην επέτειο για το Πολυταχνείο
Που κάποιοι κάψαν φοιτητές μια Ελληνική σημαία;

ΜΗΤΡΟΣ
Θυμάμαι. Συνελήφθησαν λέει πολίτες δύο
Κατόπιν επεμβάσεως κάποιου εισαγγελέα
Γιατί υποστηρίξανε ότι σπουδαίο δεν ήτανε
Που πάνω στη διαδήλωση μια δυό σημαίες καήκανε.

ΓΙΑΝΝΟΣ
-Και τί τον έγνοιαξε αυτόν που στις φωτιές που ανάψανε
 μες στ’ άλλα τους οι φοιτητές και μια σημαία κάψανε;

ΜΗΤΡΟΣ
-Δεικνύει λέει ασέβειαν προς την ιδέα «πατρίς».

ΓΙΑΝΝΟΣ
-Και δεν είναι ασέβεια και μεγαλύτερο έγκλημα
Οταν οι κυβερνήτες μας κλέβουν κάθε δυο τρεις,
Παρά όταν αναφλέγεται του Εθνους μας το έμβλημα;
Τέτοιο ανάφτει μέσα μας ολόφλογο καμίνι.
Και κείνο παρανάλωμα πυρός άπαξ ας γίνει.
Μα τα στραβά κι ανήθικα του τόπου δεν τα βλέπει
Που γίνονται στον τόπο μας ο κύριος αυτός;
Κι αν ναι γιατί επέμβαση δεν κάνει ό,που πρέπει;!
Κι αν όχι, να παραιτηθεί δεν είναι πια καιρός;
Δε βλέπει που οι μαθητές αντί να μορφωθούνε
Στραβώνονται στα Ελληνικά σχολεία όταν μπούνε;
Δε βλέπει πως υπάλληλος κανένας δε δουλεύει;
Δε βλέπει τον αγλέουρα κάθε υπουργός που κλέβει;
Δε βλέπει που σκοτώνονται Αθηναίοι συνεχώς
Γιατί ασηματοδότητη κάθε τους είναι οδός;
Δε βλέπει που οι γεωργοί τα φρούτα τους πετάνε
Κι ούτε κι αυτοί κερδίζουνε, κι οι Ελληνες πεινάνε;
Δε βλέπει πως οι έφοροι θρασέως χρηματίζονται;
Δε βλέπει πως οι βουλευτές ένας τον  άλλο βρίζουνε;
Δε βλέπει κάτι Ελληνικά τραγούδια που σκοτώνουνε
Κάθε ωραίου αίσθηση, κι ευθέως εγκληματούν
Κατά της νοημοσύνης μας, κι ότι ποδοπατούν
Κάθε καλό και όμορφο και το καταπληγώνουνε;
Δε βλέπει πως οι έμποροι κερδοσκοπούν αθέμιτα;
Είναι τυφλός για όλα αυτά και μοναχά επρόσεξε
Πως κάηκε η σημαία μας; Μωρέ, σιγά τα αίματα.
Με τέτοιους βέβαια λειτουργούς η Ελλάδα μας επρόκοψε.
Εδώ βρακί την κάνουνε οι Εγγλέζοι τη σημαία τους
Και τηνε κάνουνε χαλί και πάνω της χορεύουν
Μα την παληά δεν άλλαξαν με τούτο την ιδέα τους-
Πάλι διαιρούν, κι αιματηρά και πάλι βασιλεύουν.
Κύριε εισαγγελέα μου νομίζω πως λαθέψατε
Και τη γλυκιά πατρίδα μας μ’ ένα πανί μπερδέψατε.
Πατρίδα είναι η ψυχή στα στήθια των Ελλήνων.
Αυτήν, στην κατανόηση των νόμων εμβαθύνων
Σαν άλλη κόρη οφθαλμών πρέπει να προστατεύετε
Και για τις άλλες τις φθορές κάλλιον να κωφεύετε.
Αυτό είναι το καθήκον σας κύριε εισαγγελεύ.
Αλλιώς ωιμένα και αλλί, και οίμοι κι ελελεύ!

ΜΗΤΡΟΣ
 -Βρε Γιάννο, τόσην ώρα συ που λες και λες και λες
Ξέρεις τί σκέφτομαι εγώ;-και συ ό,τι θέλεις πες.
Ενα πανάκι έχω μικρό για της κουζίνας χρήση.
Και χτες λιγάκι τόκαψα και λίγο έχει μαυρίσει.
Και νάναι γαλανόλευκο ο διάολος έχει δώσει.
Λες νάρθει ο εισαγγελεύς και να με μπαγλαρώσει;

 ΓΙΑΝΝΟΣ
Πάψε κουτέ. Στη μακρινή εκείνος την Αθήνα
Πώς ξέρει στου Λος Αντζελες τι κάνεις την κουζίνα;

ΜΗΤΡΟΣ
Και κάτι άλλο θα σου πω, μα μη με κυνηγήσεις.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Αυτό εξαρτάται απ’ το πως και τί θα ξεφουρνίσεις.

ΜΗΤΡΟΣ
Ξέρεις καλά πως ο ουρανός μπλε είναι της πατρίδας.
Κι ακόμα πως τα σύννεφα πολλές φορές ειν' άσπρα.
Λοιπόν αν σαν πρελούντιο καμίας καταιγίδας
Ρίξει ο θεός μας αστραπές απ’ τα ψηλά Του κάστρα
τότε δε μοιάζει σαν φωτιά ο ουρανός να παίρνει;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Νομίζω πως κατάλαβα η σκέψη σου πού φέρνει.

ΜΗΤΡΟΣ
-Να… Μήπως, σκέφτομαι, αυτός, ο νομογνώστης κύριος
Για ασέβεια προς τα πάτρια και τον Θεό μηνύσει.
Κι όποιος στο δικαστήριο από τους δυό νικήσει
Εκ των πραγμάτων βέβαια η νίκη θάναι... πύρρειος.
Κι αν ο θεός θα νικηθεί, θα ’χουμε αθεΐα.
Και τότε θα δικαιωθούν και οι κουμουνιστές.
Κι οι ΗΠΑ θα…

ΓΙΑΝΝΟΣ
                          Θεούλη μου, τί μπούρδες είναι αυτές… Σταμάτα Μήτρο μέχρι εδώ, γιατί θα φας καμία…
(Και σήκωσε το χέρι του ο Γιάννος στον αέρα
Κι ο Μητρός εσταμάτησε το λόγο του εκεί πέρα)

















ΓΙΑΝΝΟΣ ΜΗΤΡΟΣ
(Μείωση μισθού Μήτρου)


Στο σπίτι πάει τρέχοντας ο Μήτρακας του Γιάννη
χτυπάει την πόρτα δυνατά κι όταν αυτή ανοίγει
κοιτάει το Γιάννο τρέμοντας και: «Γιάννο μου» του κάνει,
«η φτώχεια που ο Σαμαράς μας έφερε με πνίγει.
Μου κόψανε διακόσα ευρώ απ’ το μιστό που έπαιρνα
και με καμάρι χαρωπό στο σπίτι μου τον έφερνα,
προσεκτικά τον μοίραζα εκεί δια του τριάντα-
χωρίς να βάζω τίποτε από αυτόν στην πάντα,
και κάθε μέρα έπαιρνα όσο ήταν το πηλίκο
το σώμα μου σιτίζοντας με κείνα το αγροίκο.
Και τώρα πώς μ’ εφτά ευρώ τη μέρα ολιγότερα
θα ζήσω, που, αντίθετα, χρειαζόμουν περισσότερα;»

Κι ο Μήτρος ερωτώντας τον κι ο Γιάννος απαντώντας
περάσανε ένα δίωρο οι δυο τους συζητώντας:


ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου πώς εφτάσαμε σε τούτη την κατάντια
να είναι η πατρίδα μας σκαρί με δίχως ξάρτια
και να μην έρχεται κανείς να τήνε ρυμουλκήσει…
Τάχα της μέλλει στων νερών τον πάτο να βυθίσει;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Όπως σε βλέπω Μήτρο μου και όπως με θωρείς,
πάει-καπούτ-τετέλεσται η δόλια σου η πατρίς.

ΜΉΤΡΟΣ
Μα πώς Γιαννάκο μου-γιατί; ποια είναι η αιτία;
Μία πατρίδα σαν αυτήν, με τέτοια ιστορία
πάνω στης γης την απλωσιά θα πάψει να υπάρχει
και μάλιστα χωρίς καν μια να δώσει έστω μάχη;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ήτανε ληξιπρόθεσμο κράτος η Ελλάδα Μήτρο
όσο είν’ απάνω στην κιτριά το χαλασμένο κίτρο.

ΜΉΤΡΟΣ
Εσύ μιλάς Γιαννάκο μου για κίτρα χαλασμένα
ενώ για την Ελλάδα μας μιλώ εγώ σε σένα.
Πάψε αυτά να τσαμπουνάς και πες μου-ζωή να ’χεις-
τι τα βιβλία τα σοφά που ολημερίς συ ψάχεις
λένε για την κατάντια μας΄ και πες μου, αυτό το χάλι
που έχει η πατρίδα μας πότε θα το αποβάλει;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου δεν χρειάζονται βιβλία και σοφοί
ούτε να έχει κάποιος μας με αμβροσία τραφεί,
για να μπορέσει να ιδεί πού η Ελλάς τραβάει:
ευθεία στην αφάνεια της και στο χαμό της πάει!

ΜΉΤΡΟΣ
Και ποιος εκεί την οδηγεί; Γιάννο μου αυτό συ πες μου
γιατί το ακώ, αλλά –παρόλ-δεν το ’μαθα ποτέ μου.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Αφού έμαθες και το παρόλ, ε, τότε το αξίζεις
να μάθεις ό,τι ως σήμερα Μήτρο μου δε γνωρίζεις.
Άκου λοιπόν ποιος στο γκρεμό πηγαίνει την Ελλάδα!..

ΜΉΤΡΟΣ
…Γιάννο μου μη σου βρίσκεται καμιά πορτοκαλάδα
γιατί τα λόγια σου πολύ νομίζω θα τραβήξουν
κι ηλεκτρολύτες αν δεν πιω στον ύπνο θα με ρίξουν
κι η που θα κάνεις διάλεξη  θα πάει έτσι στο βρόντο.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ώστε στον ύπνο σου λοιπόν δεν κάνεις λίγο σκόντο
όταν για την πατρίδα σου θα μ’ άκουγες να λέω;

ΜΉΤΡΟΣ
Για σένανε Γιαννάκο μου δεν είναι κάτι νέο
ότι τον ύπνο αγαπώ. Αλλά ξέρεις ακόμα
όταν μιλάς πως κρέμομαι απ’ το δικό σου στόμα.
Πες μου λοιπό’ αν σου βρίσκεται κάποιο ποτό ή όχι
γιατί το θέλω όπως η γη ζητάει το πρωτοβρόχι.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Βρίσκεται. Πήγαινε λοιπόν και πάρε το ποτό σου
και μ’ αϋπνία και με ζωή φίλε Μητρούση ζώσου
και άκου το που ζήτησες να μάθεις-ποιος ο φταίχτης
που η Ελλάδα χάνεται-αυτό αφού ορέχτης.
… Την ήπιες;

ΜΉΤΡΟΣ
                          Ναι Γιαννάκο μου.

ΓΙΆΝΝΟΣ
                                                 Ωραία. Λοιπόν άκου.
Μα δώσε λίγη προσοχή να μη μιλώ του κάκου…

ΜΉΤΡΟΣ
Και προσοχή κι ανάπαυση κι επ’ ώμου κι ό,τι πεις.
Λέγε-σ’ ακούει ο πιο καλός στον κόσμο ακροατής.

 ΓΙΆΝΝΟΣ
Άκου λοιπόν Μητρούση μου πώς έχει το όλο θέμα
κι απ’ όσες λέξεις θα ειπώ καμιά δε θα’ ναι ψέμα.
Πεθαίνει η Ελλάδα απ’ αυτούς που κάποτε τη γέννησαν:
Τη θέλησαν-τη χτίσανε. Τη μίσησαν-τη γκρέμισαν.

ΜΉΤΡΟΣ
Σε δυο προτάσεις Γιάννο μου τα όσα εγίναν έκλεισες
Γόρδιος Δεσμός λες ήτανε και με σπαθί τον έλυσες;
Πες μου με λόγια πιο πολλά τι έχει γίνει Γιάννο
με τρόπο που κι ο βλαξ εγώ το νόημα να πιάνω.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Λοιπόν η επανάσταση Μήτρο του εικοσιένα
που τόσο μεγαλειώδικη σου φαίνεται εσένα
δεν ήταν επανάσταση κουτέ κάποιων ελλήνων
αλλά ανάγκη των τρανών Δυνάμεων εκείνων
όπου εκείνο τον καιρό  θέλαν θυσία πάσει
τα εδάφη που εκράταγε η Τουρκία να τα χάσει.
Μέσα σε κείνα Μήτρο μου κι η Πελοπόννησο ήτανε.
Οι ευρωπαίοι το λοιπόν μέσα σ’ αυτήν εμπήκανε
τους τούρκους διώξαν και απέ, σ’ όσους εκεί εζούσαν
τον τόπο αυτό τους νοίκιασαν για να τονε διοικούσαν
όσο εκείνοι θα ’θελαν. Κι αν άλλαζε η βουλή τους
το ακίνητο θα πήγαινε πάλι στην κατοχή τους.
Κι έτσι εφτιάχτηκε η Ελλάς γι αυτήν που εσύ σκοτώνεσαι
κι όταν τον ύμνο της ακούς σαν χάνος μεταρσιώνεσαι.

ΜΉΤΡΟΣ
Δηλαδή Γιάννο η Ελλάς ήταν καπρίτσιο κάποιο
των ισχυρών Δυνάμεων; Το κίτρο ήταν το σάπιο;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Όπως το λες Μητρούση μου. Και στους αρχόντους πήγανε
που ξεζουμίζαν το Μωρηά, κι εκεί τρεις ώρες μείνανε
και «το Μωρηά τον δίνουμε χτήμα δικό σας να ’ναι
όσο τα χρόνια φεύγουνε και οι καιροί γυρνάνε
για να τον έχετε και σεις και οι απόγονοί σας.
Κλέβετε και ρημάζετε και όσο θέτε φάτε΄
για μάς αυτό ειν’ αδιάφορο. Κι όποτε το ζητάτε»,
τους είπαν, «σ’ ότι θέλετε θα είμαστε βοηθοί σας.
Μόνο να βάλετε καλά στο κούφιο το μυαλό σας
πως τίποτ’ από τούτα δω δε θα ’ν’ ποτέ δικό σας-
πως όποτε το κρίνουμε, μία ωραία μέρα,
σας στέλνουμε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα
και δίχως νάζια φεύγετε κι εμείς αναλαμβάνουμε.»
Κι είπαν αυτοί: «Ναι αφέντες μας, αυτό ακριβώς θα κάνουμε.
Κι ευχαριστούμε σας πολύ για την προτίμησή σας.
Και τώρα αντέστε στο καλό και ο θεός μαζί σας.»
Και από τότε κι ύστερα εκείνοι κυβερνήσαν
κι ύστερα γιοι κι αγγόνια τους κι όσοι αυτά γεννήσαν.
Κι ακόμα αυτοί αρμέγανε την άμοιρη Ελλάδα
που ένα κάνει η συννεφιά και δέκα η λιακάδα.
Ως τώρα. Γιατί έφτασε Μητρούση μου η ώρα
να πάρουν πίσω οι ισχυροί την που λατρεύεις χώρα.

ΜΉΤΡΟΣ
Καλά, μα γιατί κόβουνε εμένα το μιστό;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Χρήμα για να γεμίσουνε την τσέπη τους ζεστό.
Μήτρο οι παραδίδοντες σου κόβουν το μιστό σου
ώστε να φαν πριν φύγουνε ότι έχεις συ δικό σου.

ΜΉΤΡΟΣ
Και δεν τους φτάνουν οι εταιρείες που έχουν οι οφσόρ
και οι πισίνες και τα γιωτ και όλα τα κομφόρ
παρά γυρεύουν και μιστούς από φτωχούς ανθρώπους;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γιατί ολ’ αυτά τα αποκτούν με τους δικούς σου κόπους.

ΜΉΤΡΟΣ
Και δε μου λες Γιαννάκο μου, καλά οι τότε κλέφτες.
Μα οι κλέφτες οι σημερινοί κι οι σημερνοί οι ψεύτες
ποια σχέση έχουν –όχι, πες!-
με εκεινούς του χτες;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου άλλοτε με γιους που κάνουνε αβέρτα,
με κουμπαριές άλλες φορές που γίνονται στα σβέλτα,
με γνωριμιές, με παντρειές, με συνεταιρισμούς
και μ’ άλλους που αναπτύσσουνε παράνομους δεσμούς,
αλλάζουν χέρια οι τρανές θολές περιουσίες
και πάνε από τον ένανε στον άλλο λωποδύτη.
Και καθώς πάντα στη ζωή το χρήμα κυβερνάει,
και η εξουσία στον ένανε από τον άλλον πάει.
Κι οι ίδιες οικογένειες πάντα σε κυβερνάνε.
Κι αυτές και τις αδύναμες τις σάρκες σου θα φάνε
ώστε όταν θα τους πάρουνε οι ξένοι το γκουβέρνο
να μη αυτοί στις τόσες τους σπατάλες βάλουν φρένο,
αλλά με άλλο πρόσωπο, και μ’ όνομα  ίσως άλλο
αυτοί να έχουν πάντοτε κομπόδεμα μεγάλο.

ΜΉΤΡΟΣ
Κι ο Σαμαράς λες Γιάννο μου ότι κι αυτός ακόμα
στο ίδιο ανήκει των αισχρών καταστροφέων το κόμμα;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Απ’ όλους περισσότερο.

ΜΉΤΡΟΣ
                                            Συμπέρασμα πώς τέτοιο
Γιάννο μου βγάζεις-ειν’ αυτός πρωθυπουργός-δεν είναι;!..

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ε και;

ΜΉΤΡΟΣ
               Τι ε και; Τον θεωρείς κι αυτόν κλεψιάς υπαίτιον;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Στο πρωθυπουργιλίκι του εσύ Γιάννο μου μείνε.
Όμως εγώ που όπως εσύ δεν είμαι βλάξ κι ανόητος
απ’ όσα λες εσύ γι αυτόν, μένω, Μητρούση, απτόητος.
Έγγονο έναν, βουλευτή, που έχει παραδώσει
τη χώρα του απροκάλυπτα-θα πει έχει προδώσει-
στα νύχια τότε της Αντάντ, και που στην Κατοχή
κόλος με τους εθνικιστές ήτανε και βρακί…
έγγονο έναν έμπορου που λήστεψε λαούς
και ήρθε εδώ και ύψωσε στο φασισμό ναούς…
έγγονο έναν μιας κυράς που ’γραφε παραμύθια
ενώ ο κόσμος γύρω της διψούσε την αλήθεια…
γιο έναν πάμπλουτης κυράς ελέω Ιπποκράτους
όπου τα στήθη άρμεγε του ταλαιπώρου κράτους…
από έναν τέτοιο άνθρωπο τι τάχα περιμένεις
όπου ποτίζει ολοζωής κήπους φυτείας ξένης;
Όπου όταν θέλει χρήματα τους μισθωτούς ρημάζει
ενώ ο κάθε φίλος του από το χρήμα σκάζει;
Που προστατεύει βουλευτές του ίδιου του του κόμματος
ενώ στους άλλους γίνεται βαρύς και μονοκόμματος;
Που συγκαλύπτει διαφθορά ΜΜΕ και υπουργών του
και κάνει ό,τι του ειπεί η φωνή των ελεγκτών του;
Που την Ελλάδα έδεσε στο άρμα της Ευρώπης
για να της φέρονται εκεί σαν να ’τανε της Πόπης;
Που αφήνει αφορολόγητους μεγαλοκαρχαρίες
και φορομπήχνει τους φτωχούς και τις κουρελαρίες;
Που δίνει εκατομμύρια στο πατρικό του Ίδρυμα
ενώ γεννάει καθημερνά η δυστυχία δίδυμα;
Που είναι με λόγο ένανε μεγάλη μαλαγάνα
κι είναι ατσίδα στην κλεψιά και στη ρεμούλα μάνα;
Που ενώ κάνει όλ’ αυτά μούτρα έχει και μιλάει
κι ένα κρατώντας θυμιατό Γεθσημανές πουλάει;
Που μ’ ένα λόγο συντηρεί κάθε παρανομία
ενώ απόφαση σωστή δεν πήρε ούτε μία;
Που την αντίσταση του λαού τη λέει τρομοκρατία
ενώ τη χούντα που έστησε τη λέει δημοκρατία;
Τι περιμένεις το λοιπόν Μήτρακα από κείνον
που κόβει εσένα το μισθό κι αξαίνει των κηφήνων;

ΜΉΤΡΟΣ
Το τελευταίο Γιάννο μου το ’πιασα και μου άρεσε.
Λάμψη ελέους το είναι μου Γιάννο μου το εβάρεσε
γιατί μου λες αν κι έμμεσα, πώς είμαι εργατικός
αν και δεν ξέρω από πού το έβγαλες και πώς.
Όμως με όλα τ’ άλλα σου για Σαμαρά που είπες
νομίζω πως μες στο νερό έκανες μόνο τρύπες.
Γιατί για λίγους μοναχά μετράν οι κατηγόριες-
γι άλλους αυτές είν’ από θεού ευχές και παρηγόριες.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Αλήθεια! Να που Μήτρο μου έχεις πολύ προοδέψει.
Με σκέψεις το κεφάλι σου θα ’χεις πολύ παιδέψει
για να μπορέσει και σ’ αυτό να φτάσει το συμπέρασμα.
Βλέπεις η σκέψη τελικά που έχει αποτέλεσμα;

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου εσκεφτόμουνα και πριν-πολλές φορές!
Και σκέψεις μάλιστα έκανα κάποιες φορές γερές.
Να, όπως όταν σκέφτηκα πως σαν η νύχτα πέφτει
οι άνθρωποι των αστεριών τα φώτα τους ανάβουν
γι αυτό στον άλλως άναστρο ουράνιο καθρέφτη
τ’ αστέρια βγαίνουν τις νυχτιές και κόβουνε και ράβουν.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μπράβο ρε Μήτρο. Αληθινά σκέψη πολλών αστέρων!
Θα ’ναι περήφανος για σε ο ουράνιος ο γέρων.

ΜΉΤΡΟΣ
Ποιος;

ΓΙΆΝΝΟΣ
               Άστο Μήτρο μου. Γερές μη σκέψεις κάνεις άλλες
Τη μπόρα μην αποζητάς. Αρκέσου στις ψιχάλες.

ΜΉΤΡΟΣ
Τι μπόρες και ψιχάλες λες; Μη θες να με μπερδεύεις.
Κι ας μην αλλάξουμε την πριν που είχαμε κουβέντα.
Και πες μου, γίνεται κι εμείς νομίζεις-τι πιστεύεις;-
στο πόκερ της παλιοζωής να κάνουμε μια κέντα
αντί ζευγάρι ένα η δυο οι ντίλερς που μας δίνουνε
και κάποτε πρωθυπουργοί Γιάννο κι εμείς να γίνουμε;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μητρούση μου πρωθυπουργοί γίνονται οι ματσωμένοι
Είδες κανένανε φτωχό πρωθυπουργός να βγαίνει;

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου όμως όλοι τους έχουν καλά σπουδάσει
κι έχουνε όλοι τους  γι αυτό το γένος τους δοξάσει.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ναι. Όμως πώς; Αλλάζοντας σε σένα τον αδόξαστο…
Αχ! Έχεις Μήτρο μου μυαλό άσκεφτο και αστόχαστο.
Έχουν λεφτά, πηγαίνουνε στα πιο καλά σχολεία
και έρχονται και βγάζουνε σε μας την Παναγία.
Σπουδάζουν πώς να γίνουνε βασανιστές ανθρώπων
στα μήκη όλων των χωρών, στα πλάτη όλων των τόπων.  
Σπουδάζουν καπιταλισμό και «στέρεη παιδεία»-
μα που ούτε είναι στέρεη ούτε είναι και Παιδεία.
Σπουδάζουν πώς να κλέβουνε αυτοί και οι δικοί τους
σπουδάζουν πώς να καταντούν τους άλλους ρακενδύτους
σπουδάζουν πώς θα κάνουνε να μη σπουδάσουν άλλοι
και πώς στη θέση της ψυχής να έχουνε κεφάλι.
Και παν και ζούνε ταιριαστά με άλλους όμοιούς τους
που τους λαούς αρμέγουνε καθείς τους τους δικούς τους.
Σπουδάζουν την απανθρωπιά, σπουδάζουνε τη βία,
το ψέμμα, το ξεγέλασμα, το μίσος, την κακία.
Με λόγια απλά σπουδάζουνε πώς θα επιβληθούνε
σε λαούς που στην κατάσταση του ζώου τους κρατούνε.

ΜΉΤΡΟΣ
Μιλάς για όλους τους λαούς Γιάννο, της οικουμένης;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Για της Ελλάδας το Λαό μιλάω της βλαμμένης,
χώρας που όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι
καθένας τον αγκλέουρα ολοζωής του τρώει
και για όσους άλλους απ’ αυτούς που ζουν στις άλλες χώρες
τις ίδιες με το Σαμαρά τραβάνε κατηφόρες.
Γιατί αλλού υπάρχουνε και σώφρονες ανθρώποι
που το λαό τους ωφελούν οι όσοι κάνουν κόποι
και που δε ζουν για να ρουφούν εργαζομένων αίμα,
δεν ξέρουν τ’ είναι διαφθορά, δεν ξέρουν τ’ είναι ψέμα
και το λαό να υπηρετούν η μόνη τους ειν’ έγνοια
και όχι ξένων ηγετών να έχουνε την εύνοια.

ΜΉΤΡΟΣ
Όλα καλά Γιαννάκο μου γιατί όμως είπες ότι
βλαμμένη ειν’ η Ελλάδα μας; Με πείραξε αυτό.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γιατί σε όλα τ’ άσχημα Μήτρο αυτή είναι πρώτη
και τελευταία σε κάθε τι ωραίο ή σωστό.
Και το χειρότερο γιατί, δεν το καταλαβαίνει
και πιο βαθιά στο χάλι της κάθε ημέρα μπαίνει.

ΜΉΤΡΟΣ
Μα ο λαός της Γιάννο μου τι φταίει ο κακομοίρης;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Φταίει γιατί στον τόπο του δεν είναι νοικοκύρης.
Γιατί τα εύκολα ζητά και όχι τα καλά
και τη ζωή του άκοπη τη θέλει να κυλά.
Γιατί αφήνει σαν το ζω’ να τον μεταχειρίζονται
εκείνοι που στο αίμα του επίορκα ορκίζονται.
Γιατί το «θα» αν και τ’ άκουγε δεκαετίες τώρα
τις δυστυχιές που του ’φερνε τις έπαιρνε για δώρα
και φάντασμα ένα ψήφιζε για να τον κυβερνήσει.
Κι όταν του «θα» τον όλεθρο είχε κατανοήσει-
και χρειαστήκανε γι αυτό σαράντα πέντε χρόνια-
τότε σε  άλλην έπεσε λούμπα, πιο καταχθόνια.
Αυτήνε που και σήμερα τον διαφεντεύει ακόμα
κι απ’ τη ζωή του και το φως του παίρνει και το χρώμα
και πλέον σκότιος κι άχρωμος στη γη του τριγυρίζει
και δεν χτυπά-και δεν ορμά-μονάχα κλαυθμηρίζει.
Και ειν’ αυτή το χαοτικό-το λαοβόρο «πρέπει»!
Πόσα δεν πήρε αυτό λεφτά από του λαού την τσέπη
κι άνομο πλούτο τα ’κανε για τους πολιτικούς!
Πόσα… μα ας μη και άλλα πω αφού δεν με ακούς…

ΜΉΤΡΟΣ
Με συγχωρείς Γιαννάκο μου, τη μύγα έβλεπα αυτή
που η κακομοίρα δεν μπορεί-κοίτα την-να πετάξει…

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γι αυτό σου λέω Μήτρο μου, η μοίρα έχει γραφτεί
ενός λαού που δεν μπορεί μέσα του να κοιτάξει
και τα φτερά του να ιδεί τα σύρριζα κομμένα
κι όχι της μύγας… κι ύστερα… μου λες εσύ εμένα…

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου μη μια μύγα εκεί το λόγο σου τελειώσει
που εγώ τον επερίμενα με αδημονία τόση…
Συνέχισε να μου μιλάς και να με δασκαλεύεις…

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο δεν ξέρω τι από με να σου ειπώ γυρεύεις,
αλλ’ αν μια μύγα κέρδισε τόσο την προσοχή σου
πιότερο απ’ τη συζήτηση που κάνω εγώ μαζί σου
τότε να συνεχίσουμε διόλου δεν ωφελεί
(όχι κι ως τώρα τάχατες που ωφέλησε πολύ…)
Γι αυτό και άλλο Μήτρο μου από μένα μη ζητάς
αφού εγώ λέω, κι άφτερη μια μύγα εσύ κοιτάς.
Και πήγαινε στο σπίτι σου και δες μες στον καθρέφτη
ένα λαό μες στου χαμού το βάραθρο να πέφτει.

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου βλέπω θύμωσες. Γι αυτό άλλο δε μιλάω
παρά στο σπίτι μου όπως λες θα φύγω και θα πάω,
κι αν ξεθυμώσεις Γιάννο μου μου λες κι εγώ ξανάρχομαι
αντί στο σπίτι μόνος μου δίχως παρέα να κάθομαι.


ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου δεν εθύμωσα-και πώς να σου θυμώσω
αφού τόσο είμαι φίλος σου και σε πηγαίνω τόσο.
Μα να, κι εγώ κουράστηκα μόνο να τσαμπουνώ
και να μην παίρνω  τ’ όπλο μου να πάω στο βουνό…
Γιατί νοιώθω ένοχος να ζω σε μία κοινωνία
που ενώ τάχα πολεμώ με τόση μια μανία
μα στη ουσία τρέφεται αυτή από τα λόγια
του κάθε που παραμιλά χαζού και κουτομόγια.
Κατάλαβες Μητρούση μου;

ΜΉΤΡΟΣ
Κατάλαβα Γιαννάκο.
Ή τέλος πάντων γρήγορα λέω θα καταλάβω.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Έτσι Μητρούση φίλε μου. Καλά τα λες και μπράβο
που ελπίζεις ότι κάποτε στο νόημα θα μπεις.

ΜΉΤΡΟΣ
Ευχαριστώ Γιαννάκο μου που έτσι μ’ επαινείς
σοφός εσύ, εμένανε, τον άμαθο κι αγροίκο.

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου σουτ! Μην προχωρείς! Εν δήμω μη τα εν οίκω…

ΜΉΤΡΟΣ
Αυτό δεν ξέρω τι θα πει, μα κι ούτε θα ρωτήσω
γιατί απ’ αυτό η κουβέντα μας μπορεί ν’ αρχίσει πίσω
κι εσύ δεν θα το ήθελες. Γι αυτό γεια σου Γιαννιό μου.
κι αν με θελήσεις πάρε με-έχεις το νούμερό μου…

ΓΙΆΝΝΟΣ
Γεια σου ρε Μήτρο κι αν καμιά ερώτηση πάλι έχεις
μη πάλι απάντηση ζητάς κι εδώ τρεχάτος έρθεις…

ΜΉΤΡΟΣ
Και τι να κάνω Γιάννο μου; Στην απορία μου ποιος
απάντηση θα έδινε μεγάλος ή μικρός
αν όχι εσύ που με όρεξη και λέξεις όχι λίγες
μου τα εξηγείς…

ΓΙΆΝΝΟΣ
                               …ενώ εσύ χαζολογάς με μύγες…

ΜΉΤΡΟΣ
Καλά είπα ’γω μου θύμωσες-βλέπεις, το ξαναλές!

ΓΙΆΝΝΟΣ
Μήτρο μου τράβα στο καλό. Και γράψε μου ότι θες.

ΜΉΤΡΟΣ
Δε θα σου γράψω-θα σου ’ρθώ- αλλιώς τι φίλος θα ’σουν;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Καλά, μα λίγες άφησε ημέρες να περάσουν…

ΜΉΤΡΟΣ
Μήπως Γιαννάκο δε με θες; Μήπως…

ΓΙΆΝΝΟΣ
                                                     Ρε Μήτρο τράβα!
προτού αντί για τον καπνό το ηφαίστειο βγάλει λάβα.
Κουράστηκε το χέρι μου να γράφει τόσην ώρα…

ΜΉΤΡΟΣ
Γιατί δεν μου το έλεγες; Φεύγω αμέσως τώρα!

(Κι ευθύς ο Μήτρος έφυγε και ο Γιαννιός ευχόταν
να μη όπως κάνει πάντοτε γρήγορα ξαναρχόταν)










ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Ο κακός ψυχρός καιρός μας
και ο νέος πρωθυπουργός μας)

-Γιάννο φοβάμαι. Τ’ ειν' αυτοί οι θόρυβοι που ακούγονται
Σαν αλόγα να χλιμιντρούν, τεντζέρια να συγκρούονται
Και σαν προς ζωντανά οκνά οτρύνσεις αγωγιάτη;
Πράγματα ασυνήθιστα. Συμβαίνει νέο κάτι;

-Πως νέος μας πρωθυπουργός έγινε ο Σημίτης
Κι ότ’ είναι Ευρωπαϊστής μεγάλος  αγνοείς;

-Και πώς μπορώ να τ’ αγνοώ; Αλλά μη μ' επιπλήττεις
Με τούτο αν δεν εννοώ ό,τι εσύ εννοείς.
Πες μου λοιπόν τί ειν’ αυτός ο ασυνήθης πάταγος;

-Ειν' όλο το Ελληνικό Μήτρο νοικοκυριό μας
Που ο Σημίτης βιαστικός πάντοτε και αβάσταγος
Φορτώνει πάνω στ' αχαμνό και βρώμιο μόνιππό μας
Και στην Ευρώπη σβουριχτό να πάει το οδηγεί.
Κι όληνε μονοκόμματη τη χώρα προσπαθεί
Να τηνε κάνει όσο μπορεί πιο γρήγορα Ευρώπη.

-Μα όσοι κι αν καταβληθούν γι αυτό Γιάννο μου κόποι
Ποτέ η Ελλαδίτσα μας Ευρώπη δε θα γίνει.

-Αυτό σε κείνον να το πεις που έχει παραμείνει
Με την ιδέα πως αυτό θα επιτευχθεί στα σίγουρα.

-Οσο μπορούν να γίνουνε μάτια τα ματοτσίνουρα.
Τόσο κι αυτό θα γίνονταν. Μα τόσο είναι ανόητος
Ωστε σε τέτοια θέματα να προχωρεί απτόητος;

-Ναι. Τόσο είναι δυστυχώς. Ομως από την άλλη
Υπάρχουν κι άλλοι πούχουνε μυαλό μες στο κεφάλι
Και μες στην που μας έβρηκε μεγάλη παραζάλη
Φροντίζουν για το μέλλον τους σωστά και δίχως άργητα.
Και τους θωρείς να τρέχουνε με βιάση και με μάνητα
Αλλοι να βρούνε το πανί, άλλοι να το σχεδιάσουν,
Αλλοι να το γαζώσουνε, και ότι ετοιμάσουν
Να το πουλήσουν σε τιμή ψηλη σε κάθε Ελληνα.

-Αυτά σου τα λεγόμενα φιδίσια είναι και χέλινα.
Πες μου ευθύς τι φτιάχνουνε οι άνθρωποι που λες.

-Τί φτιάχνουν! Δε μπορείς να δεις; Μα, φίλε μου, ποδιές.
-Και τί τις θέλουν τις ποδιές άντρες παιδιά και γέροι;

-Βρε κουτεντέ, αυτό πλην σου, άλλος καθείς το ξέρει.
Τις θέλουν για να τις φορούν είτε σαν καμαριέρηδες
Ή σαν γκαρσόνια, ή σαν καλοί λακέδες και πορτιέρηδες
Ωστε σωστά να υπηρετούν έτσι τους Ευρωπαίους
Που θα μας φτάσουν στους καιρούς που έρχονται τους νέους.

-Ωστε υπηρέτες όλοι μας θα γίνουμε στους ξένους;

-Ναι.  Όπως πάντοτε οι φτωχοί στους οικονομημένους.
Μόνο που τώρα θάμαστε υπηρέτες με ταυτότητα
Κι η ΕΟΚ θάχει απάνω μας την αποκλειστικότητα.
Γιατί αυτό Μήτρο η Ελλάς για την Ευρώπη θάναι:
Το μέρος όπου διακοπές οι εταίροι θα περνάνε.

-Μα οι εταίροι Γιάννο μου δε θέλουνε κι εταίρες;

-Γι αυτό το θέμα ας ειν' καλά οι Ελληνες πατέρες.
Αυτοί θα προμηθεύουνε εταίρες στους εταίρους,
Τους νέους, τους μεσόκοπους, ακόμα και τους γέρους,
Εχοντας σαν αντάλλαγμα χρήμα Ευρωπαϊκό.

-Ω! Τι μεγάλο Ελλάδα μου που σ’ έβρηκε κακό!
Για χρήμα τα κορίτσια σου σε λίγο θα εκδίδονται.

-Γιατί; Μήπως εκδόσεων παρόμοιων τώρα φείδονται;
Κορίτσια και ανύπαντρες, γρηές και παντρεμμένες,
Στον πληρωμένο έρωτα είναι παραδομένες.
Η διαφορά η μοναχή θα είναι ότι τότε
θα τις γλεντούν αλλοδαποί-ξένοι χρηματοδόται.

-Εκεί ο Σημίτης οδηγεί το κράτος μας λοιπόν;

-Ναι. Συνεπικουρούμενος κι υπό άλλων αλητών.

-Αλήτης ο Σημίτης;

-                                             Σαν κάθε ΠΑΣΟΚίτης.
-Ωστε δεν έχει τίποτα επάνω του καλό;

-Τίποτα. Και αν θες αυτό υπευθύνως στο δηλώ. Πρωθυπουργό καινούρνιονε έχουμε Μήτρο άχρηστον.
Το μόνο ενθαρρυντικό είναι το επώνυμό του.
Για’  είναι ισραηλίτικο. Κι αυτό δίνει ελπίδες
Πως απ' τον ήλιο το μικρό και τον ασήμαντό του
Μπορούν να ξεπηδήσουνε κάποιες λαμπρές αχτίδες.
Και πριν, αιώνια απόρων, και πάλι με ρωτήσεις
Ετσι γιατί το νέο μας πρωθυπουργό στολίζω,
Αρώτητα από μένανε θα έχεις απαντήσεις
Εξ όσων μου έτυχε απλά ως τώρα να γνωρίζω.
Και πρώτα θάταν αρκετό αν σούλεγα πως όλοι
Οι Ευρωπαίοι, χαίρονται που βγήκε ο Σημίτης.
Γιατί όπως ο Ομηρικός έκανε αισυμνήτης
Για τήρηση θα μεριμνά των τύπων μες στην πόλη
Ενώ θα ρέβουν οι φτωχοί μες στη σκληρή βιοπάλη
Κι ενώ θα οργιάζουνε οι πλούσιοι και πάλι.
Κι άκου και τούτο. Ακουσες τι απάντηση έχει δώσει
Οταν τον κατηγόρησαν ότι  των Ναυπηγείων
Το θέμα, όντας υπουργός, το είχε χαντακώσει;
Είπε πως όποιος νάτανε σ' αυτό το υπουργείο
Τίποτε δε θα έκανε κι αυτός, όπως κι εκείνος.
Με άλλα λόγια ο άνθρωπος μας λέει υπευθύνως
Ότι τελείως απέτυχε στη θέση του υπουργού.
Και μεις ευθύς του δώσαμε θέση πρωθυπουργού
Σαν αμοιβή για την τρανή ανικανότητα του.
Ναι! Και ακόμα έχει πει, η σημερνή εποχή
Πως για να πάει χρειάζεται, μπροστά, καινούργια πράγματα.
Και είναι αυτά,διευκρίνισε, "ιδέες και οράματα".
Και η Ελλάδα θα σωθεί και θα μεγαλουργήσει
Αν τρία, λέει, προβλήματα, μπορέσει να επιλύσει.
Και να ποια είναι η σειρά αυτών των προβλημάτων
Που δέον να επιλυθούν βραδύτερον ή θάττον:
Πρώτον να μη μας κλέφτουνε στο ζύγι οι μαγαζάτορες
(Ξύλο που θα του δίνανε αν άκουαν οι προπάτορες..)
Του περιβάλλοντος μετά έρχεται η προστασία,
Και τρίτον, η βελτίωση των Συγκοινωνιών
Γι αυτά ο νέος πρωθυπουργός θα γίνει λέει θυσία.

-Φαίνεται κάνει σύγχυση ο ταλαίπωρος εννοιών.

-Μπορεί και όχι Μήτρο μου. Για σκέψου λιγουλάκι.
Ισως η Ελλάδα χειριστή καλόν νάχει στο δοιάκι
Κι εμεις να μην το ξέρουμε
Κι αδίκως υποφέρουμε.

Μπορεί όταν την ατμόσφαιρα
Τελείως καθαρίσει
Το οξυγόνο, καθαρό,
Το νου μας να ξυπνήσει,

Και ξαφνικά να γίνουμε
Οι Ελληνες πρώτοι σ’ όλα
Οπως στου Αντρέα τη ζωή
Ητανε η Κοκκόλα.

Και ξαφνικά το Εθνικό
Το μένος να μας πιάσει
Κι οι μέγιστοι να γίνουμε
Ηρωες μες στην Πλάση.

Να μπούμε στην Αγια Σοφιά
Να πάρουμε την Πόλη
Και τα Βαλκάνια το μικρό
μας νάναι περιβόλι.

Να είμαστε ηγήτορες
Της Κολλητής Ευρώπης
Οπως ο Δίας ήτανε
Της άλλης της Ευρώπης.

Και στη φούρια του Σημίτη
Την περιβαλλοντική
Κάθε άλλη δραστηριότης
Συνεπώς θα υπαχθεί .

………………………
(το υπόλοιπο χαμένο)

















ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Οπου η καρδούλα του Καρντάκ
Κάνει μπαμ-μπουμ αντί τικ-τακ)


Αχ! Δύο μέτρα το νερό
Νάτανε πιό ψηλά
Δε θα υπήρχα σα νησί
Και θάταν πιό καλά.

Τ’ ήτανε τούτο πούγινε;
Τι φασαρία μεγάλη!
Κι όλη αυτή για μένανε-
Για μένα όλη η ζάλη.

Πού νάξερα η ασήμαντη
Εγώ, πως θα ερχόταν
Ενας καιρός όπου για με
Κόσμος θα σκοτωνόταν…

Για μένα-ένα ξερόβραχο
Μία μικρή εκεί πέρα
Που τρέμω και στο φύσημα
Ακόμα του αγέρα…

Μοίρα που δεν εζήλεψα
Μ’ ήβρε. Με  ήβρε  τύχη
Που δε  θα το φαντάζονταν
ούτε του Ομέρ οι  στίχοι.
 
Εγώ καλά καθόμουνα
Στ' αυγά μου τα νερένια
Χωρίς σκοτούρα στο μυαλό
Και δίχως μία έγνοια.

Εγώ καλά στεκόμουνα
Μες στα νερά τα Αιγαία
Τα όμορφα και τα καλά
Και τα γλυκά κι ωραία.

Ενα νησάκι! Μιά γωνιά
Μικρή αυτού του κόσμου
Που όλονε τον ένιωθα
Σα νάτανε δικός μου.

Δίπλα από τη μητέρα μου
Βρίσκομαι, την Τουρκία
Και μ' όλα νιώθω γύρω μου
Συγγένεια και φιλία.

Κοντά σε δυό αδέρφια μου
Γιγάντια κατοικώ
Που μ' αγαπούν και τ’ αγαπώ:
Την Κάλυμνο και Κω.

Και την αλήθεια ξέρουνε  
Φαίνεται οι ΠΑΣΟΚοι
Και μ’ έχουν ολοσούσουμη
Πάλι στους Τούρκους δώκει.

Κι αν δύο όπως άκουσα
"Οχι" είπαν βουλευτές τους
Ποιδς τους ακούει-πνίγηκαν
Στων άλλων οι φωνές τους-

Ξεκάθαρη η δήλωση
Του κύριου Σημίτη:
"Πάρτε εκείνο το πανί
Από το ξένο σπίτι:"

Και η σημαία έφυγε-
Πληγή πάνω στη ράχη μου-
Και πάλι θάμαι ήσυχη
Καθάρια και μονάχη μου.

Κι αν ίσως με ρωτήσετε
Για όνομα, δεν έχω-
Δεν είχα μάλλον. Σήμερα
Έχω και παραέχω.

Ιμια οι Ελληνες, Καρντάκ
Οι Τούρκοι λεν εμένα.
Για σκέψου! Δυό ονόματα
Νάχω από κανένα…

Τέλος. Καλά. Με ονόμασαν.
Μα τι τα θέλαν τ' άλλα
Τα αίσχη που εκάνανε
Τ' αμέτρητα μεγάλα;

Ητανε λέει πάνω μου
Σημαία Ελληνική
Κι οι Τούρκοι τήνε βγάλανε
Και βαλαν Τουρκική.

Τούρκους αυτό τους Ελληνες
Τους έκανε ευθύς
Που νόμισα θα φίλιωναν
Πιά σαν ομοεθνείς-

Τούρκοι οι μεν, Τούρκοι κι οι δε,
Ε, είπα, θα τα βρούνε.
Μα κείνοι όχι εμένανε-
Κανένα δεν ακούνε.

Αρχισαν να φωνάζουνε
Κι από τα δυο μέρη
Κι αυτή η φαγωμάρα τους
Μ' άλλη δεν είχε ταίρι.

Και πόλεμο θα κάνανε
Αν οι Αμερικάνοι
Δεν είχαν μιαν ουδέτερη
Χειρονομία κάνει:

Τους είπαν "Φύγετε κι οι δυο
Απανω απ' το νησί!»
(Κλίντον μου γεια στο στόμα σου
Κι οι δρόμοι σου χρυσοί.)
 
«Και γύρω απόνα κάτσετε
Συζήτησης τραπέζι
Και βρείτε τα-με πόλεμου
Φωτιά κανείς δεν παίζει".

Μα οι Ελληνες δεν άκουσαν
Κι άρχισαν να φωνάζουν
πως ήμουν λέει Ελληνική,
Κι όλο χολή να στάζουν.

Και γιατί είμαι Ελληνική;
 Κάτι "συνθήκες" λέει _
Στους Ελληνες "με δώσανε".
Αστούς να πα να λένε.

Εμένα να ρωτήσουνε
Που ξέρω την αλήθεια
Και όσα και να λεν αυτοί
Τ' ακούω παραμύθια.

Γιατί να είμαι Ελληνική;
 Γιατί οι προπαππούδες τους
Λέει, με κατοικούσανε
Μαζί με τις γρηούλες τους.

Συλλογισμός αληθινά…
Τότε γιατί δεν πάνε
Στους Ευρωπαίους "φίλους" τους
Την Πόλη να ζητάνε;

Κι εκεί εκατοικήσανε
Αιώνες οι δικοί τους.
Τι έχει άραγε να πει
Γι αυτό η λογική τους;

«Αλλά δε μας την έδωσε
απαντούν, καμιά συνθήκη»
Θαυμάστε τους κακόμοιρους
Που με τα όπλα νίκη

Γιατί ποτέ δεν καρτερούν,
Προσμένουν η Ευρώπη
Να τους χαρίσει όσους λεν
Πως ειν’ δικοί τους τόποι.

Ω. Τους κακόμοιρους. Που ενώ
Τόσο κι αν προσπαθήσουνε
Δυο γαïδουριώνε άχερα
Δεν ξέρουν να χωρίσουνε,

Ζητάνε δύσκολες πολύ
Να μάθουν συναρτήσεις.
Τι να τους πεις, και πώς μ' αυτούς
Να πας να συζητήσεις…

Ανόητοι. Κοροϊδεύουνε
Τους άλλους, μα εκείνοι
Πιο πίσω απ’ όλους αυτουνούς
Έχουνε απομείνει-

Αφήνουν τον καθένανε
Την εξουσία να παίρνει
Και τόνε βλέπουν ήσυχα
Το δέρμα τους να γδέρνει

Κι επάνω δεν σηκώνονται
Να επαναστατήσουν
Κι αληθινά Ελληνική
Κυβέρνηση να στήσουν.

Αλλ’ από ζήλεια με κείνους
Τα βάζουνε, που δήθεν
Τους παίρνουν όσα ήτανε
Δικά τους -τάχα-αρχήθεν.

Και σα μικρά κακά παιδιά
Φωνάζουν και γκρινιάζουνε
Κι Ευρώπη και Αμερική
Με φωνασκίες ταράζουνε.

Κι όλων αυτών παρακαλώ
Ποια είναι η κατάληξη;
Ντυμένοι παληοκούρελα
Να βγαίνουν κάθε Ανοιξη

Κι Ευρώπη και Αμερική
Τριγύρω να τις φέρνουνε
Κι απλώνοντας το χέρι τους
Κάτι να ζητιανεύουνε.

Πότε Αιγαίο και σύνορα,
Πότε Μακεδονίες
Πότε νησάκια ξερικά
Και συναφείς αηδίες.

Και τους βαριούνται οι δυνατοί
Κι όλοι γελούν μαζί τους
Και με τις απαιτήσεις τους
Τις τόσον ανόητους.

Κι έρχονται τώρα να ειπούν
Πως είμαι εγώ δική τους.
Κι ως και κατσίκια παρδαλά
Γελάσανε μαζί τους.

Κι ήρθαν εδώ πλοία πολλά
Ελληνικά και Τούρκικα
Και με την τόση αντάρα τους
Με πρήξαν τα μαγκούφικα.

Και από κει που πουθενά
Δε μ’ ήξερε κανένας
Στην άκρη αμέσως βρέθηκα
Κάθε χειλιού και πέννας.

Κι ασχοληθήκανε με με
Οι δυνατοί της γης
Κι έγινα αντικείμενο
Μελέτης και σπουδής

Πρωθυπουργών και υπουργών,
Προέδρων, Βασιλέων,
Σα να μην ήμουνα λαγός
Αλλ’ ένας άγριος λέων.

Κι Επιτελείων γέμισα
Τους αιμοβόρους χάρτες
Και έριξα τις μετοχές
Και πλούτισα τους γδάρτες,
 
Και μεραρχίες κίνησα,
Σε πλοία άλλαξα ρότες
Κι έκλεισα επιφυλακή
Τους Ελληνες στρατιώτες.

Και δύο έκανα λαούς
Τα σοβαρά ν' αφήσουνε
Κι ένα γελοίο κι οι δυό τους φλερτ
Με μένανε ν' αρχίσουνε.

Κι ενώ εγώ είμαι τουρκική
Απ' τα παλιά τα χρόνια
Δική τους τώρα με ζητούν
Τα Ελληνικά κοθώνια.
 
Ποιάν; Μια νησίδα τόση δα,
Μία βραχονησίδα
Που αγνοώ αν έχω καν
Και υφαλοκρηπίδα.

Να πεις εγώ πως ήθελα
Σε κάποιον να δοθώ;
 Καθόλου. Δόξα τω θεώ
Το έχω ότι ποθώ.

Το κύμα γύρω γύρω μου
Που έρχετ' αγριεμένο
Και μ' αγκαλιάζει δυνατό
Κι αφροστεφανωμένο

Ειν' ο καλλίτερος γαμπρός-
Στο στρώμα πά’ της άμμου
Μαζί του κάθε μέρα μου
Σαν πρώτη μέρα γάμου.

Και να μην τόθελα εγώ
Το χάδι του αγέρα
Μ’ ανατριχιάζει ερωτικά
Και νύχτα και ημέρα.

Και δίνομαι στου κύματος
Την άσπρη την αγκάλη
Και γεύομαι της γλύκας του
Τη μοναχή τη ζάλη.

Και δίνομαι στον ήλιο μου
Δίνομαι στο φεγγάρι
Και δίνομαι στων αστεριών
Τη μαγεμένη χάρη.

Και στην ημέρα δίνομαι
Και δίνομαι στο δείλι
Που πλάθει ολοπόρφυρο
Του Πλάστη μας η σμίλη.

Και στα πουλιά και στα ερπετά
Και στα ζωάκια δίνομαι
Και ένα με τη γύρω μου
Εγώ τη Φύση γίνομαι.

Δεν ήθελα περσότερα.
(Σκέψου,τι άλλο νάθελα;
Αν ναι, ε, τότε όλα αυτά
Δικαίως να τα πάθαινα)-

Δεν ήθελα. Ούτε ειμ' εγώ
Σαν τις γυναίκες κείνες
Που, ξένες για τον έρωτα,
Άλλες τις δέρνουν πείνες.

Δεν ειμ' εγώ όπως αυτές
Τις παστρικές κοκώνες
Που προσκυνούνε του Χριστού
Και των αγίων εικόνες

Ενώ την ίδια σκέφτονται
Την ώρα το φουστάνι
Πούδανε χτες στα μαγαζιά
Πόσα δολάρια κάνει.

Δεν είμαι εν’ ανερμάτιστο
Εγώ σαν κείνες ον
Στις δεξιώσεις μοναχά
Να δίνω το παρόν

Κι άλλη γιά με στον κόσμο αυτό
Να μην υπάρχει έγνοια
Παρά τσάντες κροκόδειλου
Και ρούχα μεταξένια.

Όχι-σαν του Λος Αντζελες
Δεν είμαι εγώ τα θήλεα
Που όποιαν δε μοιάζει σαν αυτές
Τήνε χτυπούν ανήλεα.

Που ότι ζουν το ξέρουνε
Μόνο γιατί μπορούνε
Να τρώνε και να πίνουνε
Και να αποπατούνε.

Που αν τις ρωτήσεις απ' αυτά
Κάτι άλλο, θα σου πούνε
Οτι για πρώτη τους φορά
Το πράγμα αυτό ακούνε.

Που λέξεις ξέρουν μοναχά
Οσες τους επιτρέπουνε
Οταν τις πουν, τις τρύπες τους
Τις διάφορες να τέρπουνε.

Που όλη τους η προσπάθεια
Κι η έγνοια μες στη ζήση
Είναι πώς πλούσιο καθεμιά
Σύζυγο θ' αποκτήσει,

Ωστε για κείνηνε αυτός
Σαν σκύλος να εργάζεται
Κι αυτή-και κείνο αναίσθητα-
Μόνο να συνουσιάζεται.
 
(Κι όχι με τον ταλαίπωρο
Το σύζυγο βεβαίως
Αλλά με όποιον θάτανε
Πιο πλούσιος και πιο νέος).

Σαν τις Λοσαντζελιώτισσες
Οχι-δεν είμαι εγώ
Που λες και κάναν το χρυσό
Και το μεγάλο αυγό,

Θέλουν για κείνες όλοι τους
Μόνο να συζητάνε
Κι ούτε λεφτό-κι ούτε στιγμή
Μακριά τους να μην πάνε,

Παρά να τις κοιτάουνε
Που λεν μέσα στα μάτια
Κι όλες οι άλλες τους δουλειές
Ας πάνε στα κομμάτια.

Οχι-σαν του Λος Αντζελες
Δεν είμαι τις κυρίες
(Τις Ελληνίδες πάντοτε)
Που κάνουν αβαρίες

Σε σύζυγο και σε παιδιά
Σε σπίτι κι οικογένεια
Και που γι αυτές ειρωνικά
Μιλάει η ομογένεια.

Που κάτω απ’ τα βαμμένα τους
Μαλλιά, μυαλό δεν έχουνε
Κι άλογα μέσα στης ζωής
Γοργά το στίβο τρέχουνε.

Εγώ είμαι μια ήσυχη
Μικρή βραχονησίδα
Που με αγάπη δέχομαι
Την κάθε καταιγίδα

Κι ευχαριστώ τον Πλάστη μου
Που μου την έχει δώσει.
Ως για τα τόσα τα κακά
Που μέχουνε πλακώσει

(Πλοία και ελικόπτερα,
Πόλεμος και σημαίες)
Που μαύρες τις ημέρες μου
Εκάναν τις ωραίες-


Οσο για τούτα τι να πω-
θεός να τους φωτίσει
Ωστε και τούρκοι κι Ελληνες
Καθείς ν' ακολουθήσει

Των Αμερκάνων τη σοφή
Κι απλή και μόνη λύση
Ο ένας με τον άλλονε
Για με να συζητήσει,

Για να μη πάλι μ’ έβρουνε
Πολέμου φασαρίες
Που δε γνωρίζει από γιορτές
Και σκόλες και αργίες,

Παρά σκοτώνουν μοναχά,
Χαλάν και καταστρέφουν
Και μίσος κι έχθρητα κι οργή
Για τους ανθρώπους τρέφουν.

             -----














ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ελλήνων του Ελ Εϊ η μερίς
Στα κλέη πούχε ως τώρα η πατρίς)
.
-Λοιπόν το ξαναβρήκανε το πράγμα οι Αμερκάνοι
Και τώρα υποστηρίζουνε τους Ελληνες-ναι Γιάννη;

-Ναι. Κι έμαθες τι έτρεξε ώστε αυτό να γίνει;

-Οχι. Κι η περιέργεια ήσυχον δε μ' αφήνει.

-Ακου λοιπόν. Πήγανε τρεις Ελληνοαμερκανοί
Και βρήκανε τον Πρόεδρο στο Ασπρο του το Σπίτι.
Αλλ' άκου τα με τη σειρά. Οι Σύλλογοι οι τρανοί
Των Ελληνοαμερικανών μίλησαν του Σημίτη
Και τούπανε: "Το κέρδος μας ποιό θάναι ρε Κωστάκη
Τη γνώμη αν αλλάξουμε στο Αμερικανάκι;"
 "Σας δίνω εκατομμύρια εξήντα του καθένα".

"Οχι. Δε θέλουμε λεφτά. Χάρισμα αυτά σε σένα."

"Θα διώξω απ’ την Κυβέρνηση όποιους μου πείτε εσείς…
Θα σας αφήσω εμπόριο να κάνετε χασίς...
Τρία Συμβούλια απόδημου θα κάνω Ελληνισμού…
Θα πάψω νάμαι υπέρμαχος του Ευρωπαϊσμού..."
Και μετά τέτοιες κάμποσες υπόσχεσες ευτράπελες
"Τον Πρόξενο", ξεστόμισε, "θ' αλλάξω του Λος Αντζελες".
Αυτό ήταν. Η υπόθεση αμέσως συμφωνήθηκε
Αφού αντάξιο της δουλειάς το κέρδος τους εκρίθηκε.
Και μια και δυό εστείλανε στον Κλίντον μία νότα
Πως θα περάσουν γρήγορα του Οίκου του την πόρτα.
Ο Κλίντον, όταν έλαβε την είδηση, ευθύς
Όλοι του διέταξε να παν εκεί οι επιτελείς.
Και τους δηλώνει τρέμοντας πως έρχονται Γραικοί.
Αμέσως μία σύγχυσις παρετηρήθη εκεί.
Ωσπου είπε κάποιος: «Πρόεδρε θα το αντιμετωπίσουμε.
Ο,τι πολύτιμο έχετε στο Σπίτι θα το κρύψουμε
Ώστε το κάθε Ελληνικό που θάρθει υποκείμενο
Να κλέψει να δυσκολευτεί κάποιο μας αντικείμενο.»

«Δεν ειν' αυτοί οι φόβοι μου εμένα αγαπητέ μου.
Εχω πολλά. Δυο τρία χρυσά ας πάνε κατ' ανέμου.
Εγώ τας αλλάς σκέπτομαι μεγάλας συνεπείας
Που η επίσκεψη εδώ έστω τριών Ελλήνων
Στας τόσο Ηνωμένας μας θα έχει Πολιτείας.
Ξεχνάτε πως απόγονοι είναι αυτοί εκείνων
Που ήρωες τα συγγράμματα τους λεν της Ιστορίας
Και που αθλημάτων έκαμε καθένας του σωρείας;
Μελέαγρος και Ηρακλής, Θησεύς και τόσοι άλλοι
Κάναν ανδραγαθήματα που να σε πιάνει ζάλη.
Τα βάζαν με ολόκληρους λαούς και τους νικούσαν,
Θηρίων εννιακέφαλων κεφάλια πελεκούσαν,
Σκοτώνανε Μινώταυρους, σκοτώνανε λιοντάρια,
Με μία λέξη άφταστα ήτανε παλληκάρια.
Αλλά και κάποιος Διγενής στου Βυζαντίου τα χρόνια
Που όπως λεν Ελληνική είχε και κείνος ρίζα
Δε νίκησε τη θρυλική κι εκείνος Μονοβύζα
Κι έμεινε ο άθλος του αυτός μ' άλλους πολλούς αιώνια;
Λοιπόν, αφού ειν' Ελληνες κι αυτοί, μπορεί σαρθούνε
Ν’ αρχίσουνε να σπάζουνε κι εδώ και να χαλούνε.
Κι αφού τον Οίκο το Λευκό έτσι θα μας ξηλώσουνε
Κατόπι και τη χώρα μας ανήλεα θα δηώσουνε.»

«Τόσος στρατός μας Πρόεδρε, δεν θα τους εμποδίσει;»

«Οι Πέρσες είχαν πιότερο στρατόν απ’ τον δικό μας
Και όμως τάφος έγινε γι αυτούς ο Μαραθώνας.
Οι Ελληνες! Οι Ελληνες!  Ποιος θα τους σταματήσει;»

«Πρόεδρε, απαντήστε τους ότι τη μέρα εκείνη
Δε θάστε εδώ κι αν θέλουνε ημέρα νάρθουν άλλη.
Κι ύστερα βλέπουμε…»  

«Μ’ αυτό τίποτα δε θα γίνει.
Χειρότερο η χώρα μας θα πάθει τότε χάλι
Γιατί αυτό οπωσδήποτε πολύ θα τους θυμώσει
Κι ό,τι μπροστά του βρει ο καθείς θα το ισοπεδώσει…
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό-σκέπτεστε τι θα πούνε
Οι Ρώσοι όταν μ' Ελληνες παρέα θα μας δούνε;
Πως συμμαχήσαμε μ' αυτούς θα βγάλουν το συμπέρασμα
Και θα μας πάψουνε ευθύς κάθε που στέλνουν έμβασμα.
Κι η Ευρώπη τη μακάρια της θα χάσει ηρεμία
Οταν θα δει πως κάναμε μια τέτοια συμμαχία.
Ως για την ήπειρον αυτή την Αμερκανική μας
Θα πάψει τότε σίγουρα να είναι πια δίκη μας
Αφού κι εδώ Ελληνικό ποδάρι θα μυρίσει.»

«Μα θα τα βάλουν οι Ελληνες μ’ ολόκληρη τη Δύση;»

«Γιατί; Αυτοί δεν τάβαλαν με την Ανατολή;
Κάποιος Αλέξανδρος παλιά, δεν πήγε στην Ασία
Και προπαγάνδα Ελληνική έκανε εξαισία;
Και στων Ελλήνων λένε αυτός ανήκε τη Φυλή.»

-Πρόεδρε, μόνο η Ελλάς αυτό το ισχυρίζεται.

-Ειν' ισχυρή κι ό,τι θα πει αυτή, υπολογίζεται.
Γι αυτό σα λεω-δεν μπορώ μ’ Έλληνες να τα βάλω.
Τι να σας κάνω… Πρόεδρο διαλέξτε αμέσως άλλο
Που των Ελλήνων τη θωριά να μη τήνε φοβάται,
Και κάτσετε μ' αυτόν και σεις, για να τόνε φυλάτε.
Αυτοί αναστατώσανε ολόκληρη τη γη
Και στη μικρή Αμερική θα κάνουνε εξαίρεση;
Δε βλέπετε που ανάστατη κάνανε την Ευρώπη;
Που η Γαλλία ό,τι αυτή της πούνε πάντα κάνει;
Τη Γερμανία πως παίζουνε σαν λαστιχένιο τόπι  
Κι όποιος μαζί τους εθνικά θα μπλέξει ότι χάνει;

-Καλά οι άλλοι Πρόεδρε, αλλά με την Αγγλία
Νομίζω επιρροή σ’ αυτή δεν έχουνε καμία.
 
-Πώς όχι; Τον χειρότερο της έχουν δώσει ρόλο:
Τη βόηθησαν μεγάλονε να φτιάσει ένα στόλο
Και τηνε κάνανε νταντά, την Κύπρο να προσέχει.
Κι όποιος θα τηνε πείραζε, ευθύς να του τις βρέχει.

-Ομως αυτή τις έβρεξε πρώτα σ' αυτούς τους ίδιους.

-Στους Ελληνες οφείλεται κι αυτό τους επιτήδειους:
 Επειδή όλα ήτανε εν τάξει μες στη χώρα τους
Ζήτησαν να τους δείρουνε για να περάσει η ώρα τους.
Και για να έχουν κάτι τι και πλάκα για να σπάνε
Τα Σκόπια δημιούργησαν, μαζί τους να γελάνε.
Και είπανε στους Αλβανούς, στους Ελληνες εκεί
Απάνθρωπα να φέρονται πολύ, ώστε κάθε τρεις
Οι διμερείς οι σχέσεις τους να έχουν εμπλοκή
Κι άεργη να μην κάθεται η μεγάλη τους πατρίς.

-Καλά τα λέτε Πρόεδρε, αλλ' ας μη γενικεύουμε.
Ας μη τους Έλληνες αυτούς με τους εδώ μπερδεύουμε-
Αυτοί εδώ που θάρθουνε σε λίγο να σας δούνε
Δεν έχουν δα και τίποτα για να περφανευτούνε
Και ούτε τόσο ειν' άγριοι όσο οι γηγενείς των
-Δεν εγεννήθηκεν εδώ ακόμα ο Διγενής των.

-Τι μακριά που είσαστε όλοι σας νυχτωμένοι…
Οι εδώ ειν' οι χειρότεροι κι οι πιο διαβολεμένοι-
Οι πλέον παραδοσιακοί Ελληνες πατριώτες
Είναι (πλησιάστε να σας πω) ειν' οι Λοσαντζελιώτες.

-Τόσο που και η μνεία τους ακόμα ν' αξιώνει
Τον Πρόεδρο τη στεντόρεια του φωνή να χαμηλώνει ;

-Ω! Είναι φοβερότατοι. Δαιμόνιοι τω όντι.
Καθείς τους όσο δυό Θησείς ή δέκα Τζίμυ Λόντοι.
Μα κρύβονται. Φυλάγονται μεγάλοι να μη δείξουν
Και λάδι μέσα στη φωτιά που τους ανάβει ρίξουν.
Στο ίδιο κύμα ανήκουνε με κείνους τους αρχαίους
Κι ας δείχνουν άλλη διαγωγήν, κι ας έχουν τίτλους νέους.
Στο ίδιο κύμα ανηκουνε, αλλά σε άλλη φάση
Το κύμα ως τον αιώνα μας κυλώντας έχει φτάσει.
 Και τώρα φέρονται όλοι τους οι ύστατοι σα νάναι,
Ενώ στους πρώτους πάντοτε-πιστέψτε με-μετράνε.
Τώρα ενώ στην κορυφή στέκουνε των Γραμμάτων Κάνουνε υποκριτικά πως βρίσκονται στον πάτον.
Αντί στις Τέχνες νάχουνε την ίδια θέση πάλι
Τώρα σα Γιόγκι κάθονται με κάτω το κεφάλι.
Κι αν πεις για την πολεμική την τακτική τους,
τώρα
Αδυναμίες κάνουνε σα νάχουνε πληθώρα.
Κι αντίς συγγράμματα σοφά κι αιώνια να μας δίδουνε Μονάχα μια κατάπτυστη παλιοφυλλάδα εκδίδουνε.
Κι αντίς για Ευριπίδεια θέατρα και Διονύσια
Θέατρα ανεβάζουνε που μοιάζουν παιδιακίσια.
Και "Ιλια Νταρλινγκ" τόλμησαν. Και διάλεξαν την Ίλια Απ’ την ψυχή του ρόλου της τόσα ν’ απέχει μίλια
Που, αν και υποκρινόμενος κι εκείνος απιθάνως
Δική του την παράσταση να κάνει «ο Αμερκάνος».
Για Ποίηση ευπρόσωπη κάλλιο ας μη μιλώ
Ούτε για δείγμα ποίημα δε φτιάχνουνε καλό.
Κι ενώ οι παλιοί τους πρόγονοι λάτρευαν τα βιβλία Αυτοί δε θέλουν νάχουνε σχέση μ’ αυτά καμία.
Κι οι Σύλλογοι που υπάρχουνε υπέρ πατρίδος τάχα
Από τις εκδηλώσεις τους που κάθε τόσο κάνουνε
Η άμοιρη τους και φτωχή πατρίς λείπει μονάχα
Και είναι η διασκέδαση μόνος σκοπός που βάνουνε.
Και λένε «η συγκέντρωσις αυτή σκοπόν θα έχει
Της Κύπρου την ελευτεριά απ' το ζυγό των Τούρκων»
Αλλ’ από κάθε τοιούτον τι η συγκέντρωσις απέχει
Μόνο στου φαγοπιόματος κυλίονται τον βούρκον.
Και λένε "Για να διώξουμε τους Τούρκους απ’ τα Ιμια"
Μα ούτε του βραχόνησου το όνομα δε λένε
Οταν στου οίνου τα ερυθρά πελάγη μέσα πλέ’νε
Και στου Ευρωπαϊκού χορού χάνονται τα τσαλίμια.
Δεν είναι ακόμα συνεπείς ούτε σα λένε πως
"Η εκκλησία της σύναξης της τάδε είν' ο σκοπός"
Γιατ' οι εισπράξεις πούχουνε από τίκετς και λοιπά,
Στην εκκλησία δεν παν, αλλά, στην τσέπη του παπά.
Κι αν θα τους πουν πως πόλεμος γίνεται στην πατρίδα τους
Αυτοί ξαπλώνουν πιο πολύ ετότε την αρίδα τους
Και ο καθείς τους αρχινά τραγούδι να σφυρίζει
Που ο σκοπδς του θούριο μονάχα δε θυμίζει.
Ναι. Τετοια κάνουν θέλοντας να μας καθησυχάσουν
Ωστε σαν έρθει η ώρα τους γερά πολύ να δράσουν.
Και ήρθε η ώρα τους παιδιά. Και σας παρακαλώ
Σώστε με από τους Ελληνες που φτάνουνε φουριόζοι-
Σώστε με και σε όλους σας εύχομαι ό,τι καλό".
Μα ενώ τέτοια έλεγε, νάσου και μες στον Οίκο
Αχός βαρύς ακούστηκε σα νάπεφταν κανόνια
Η' σα σε μια βουνοπλαγιά να κύλαγαν κοτρώνια.
Κι όλοι έσκουξαν σαν πρόβατα που μυριστήκαν λύκο:
"Οι Ελληνες!" Κι ακούστηκε βαρύς απ' άκρη σ' άκρη
Ο αντίλαλος: "οι Ελληνες!" στου Ασπρου Σπιτιού τα μάκρη.
Πίσω απ’ την πολυθρόνα του ευθύς ο Κλίντον κρύφτηκε
Κι όλο το πλήθος γύρω του πάραυτα εξαφανίστηκε.
Και μπαίνει στο Ωοειδές η Αγία Τριάς Γραφείο.
Κι ο τρόμος μπήκε μέσα κει μαζί της και το κρύο.
Ψάχνουν, τον Κλίντον βρίσκουνε, ορθόνε τόνε στήνουν
Κι αρχίζουνε να τον χτυπούν και να τον ανακρίνουν.

Εσύ 'σαι ο Πρόεδρος;

-                      Εγώ                
-    
-                                   Εσύ είπες τη σημαία
Τα δυό να κατεβάσουνε τα κράτη από τα Ιμια;

-Εθάρεψα πως ήτανε μια ενέργεια αναγκαία
Αλλιώς κάποια θα γίνονταν σύγκρουσις επιζήμια.

-Κι Ελληνικά δε σκέφτηκες ότι τα Ιμια ήταν;
Γιατί έκοψες και έδωσες και εις τους Τούρκους πίταν;

-Σχωράτε με και έφταιξα. Σχωράτε με και φταίω.

-Χειρότερο κανένας μας δεν έχει ακούσει νέο.
Λοιπόν τσακίσου γρήγορα και τράβα να διορθώσεις
Το άδικο που έκανες, αλλιώς θα μετανιώσεις.

-Αμέσως… Ο,τι θέλετε… Μόνο παρακαλώ σας
Να με θεωρείτε πάντοτε δούλο πιστόν δικό σας.
Και για να δείτε τι πιστός που είμαι Ελληνές μου
Μια εμπειρία θα σα πω απ’ τις προσωπικές μου.
Ξέρετε πως υπάρχει εδώ-ναι, εδώ, μέσα στις ΗΠΑ
Κάποιος που ενώ ακόμα εσείς ούτε ότι υπάρχει ξέρετε
Αυτός κατ' απ' τα πόδια σας ανοίγει μία τρύπα
Έτσι που εσείς μέσα σ' αυτήν ανύποπτοι να πέσετε.
Πρόκειται για ένα ποιητή, ένα βρωμιάρη γέρον
Που λέει πως τον "ψεύτικο" τον πατριωτισμό σας
Τόνε κινεί-απίστευτο!-μονάχα το συμφέρον
Που έχετε στον τόπο σας εσείς τον πατρικό σας…
Αυτός ψυχήν Ελληνικήν δεν έχει ωρισμένως
Αφού ενάντια στρέφεται σε σας με τόσο μένος.
Αισχρός. Αλλα εσείς γι αυτόν να μην ανησυχείτε
Γρήγορα από τη χώρα μας διωγμένου θα τον δείτε.    
Ασχετος. Πού να ξέρει αυτό το γέρικο γαϊδούρι
Τι πατριώτες φλογεροί είσαστε σεις και πούροι.
Αλλ’ αν εκείνος τ' αγνοεί και λόγια λέει τ' αέρα
Ξέρω εγώ. Αφήστε τον αυτόν να πάει πέρα.
Ξέρω εγώ με τι θολό απ' το ξενύχτι μάτι
Ήρθατε και με βρήκατε με αγωνία γεμάτοι
Όταν το δράμα παίχτηκε εκείνο με τα Ιμια.
Σας είδε ο πορτιέρης μου και μούπε ο αδαής
"Πρόεδρε, γύφτοι ήρθανε και φέρνουνε κιλίμια"-
Αλλά εγώ που φίλος σας τυγχάνω ολοζωής
Αμέσως εκετάλαβα. Και πράγματι χωρίς
Διόλου καιρό να χάσετε: "Δημήτρη, να χαρείς
Πρώτη φορά για το νησί όλοι αυτό ακούμε.
Πού βρίσκεται; Σου βρίσκεται χάρτης κανείς να δούμε;"
Και λέγοντας, αγέρωχα σειόντανε το δασύτρι-
χο και μακρύ μουστάκι σας (ω! τι υπερηφάνεια
Όταν με είπατε απλά κι αυθόρμητα Δημήτρη
Ένιωσα τη φιλία σας που απόλαυα τη σπάνια…)
Γι αυτό σα λέω-ξέρω εγώ όσο κι εσείς κατέχετε
Γραμμένη την πατρίδα σας στα τρία σας πως έχετε:
Κορμί, Ψυχή και Διάνοια. Και από κει εκείνη
Σοφίας, κάλλους κι αρετής τα νάματα ξεχύνει.
Ξέρω εγώ πως ο Σταθμός ο ραδιοφωνικός σας
Όλο για θέματα εθνικά μιλάει με τας τόσας
Που κάθε τόσο προσκαλεί Ελληνιζούσας γκιόσας-
Και όλο θέματα ιερά εκπέμπει Ιστορίας
Εξαίρων των ενδόξων σας προγόνων τας θυσίας.
Κι όλο ζωντάνια και παλμό είναι πανάθεμά τον
Που τόνε δείχνω στους μικρούς δικούς μας τους Σταθμούς
Καλώντας τους να πάρουνε απ’ αυτόν το μάθημά των
Και να μιλούνε και αυτοί πλέον με βρυχηθμούς.
Ξέρω εγώ που σας θωρώ μαζί μου όταν πίνετε
Οίνους ξηρούς βουργουνδικούς, και χάφτετε και μπρικ
Πόσο για την πατρίδα σας καυτά τα δάκρυα χύνετε
Χωρίς να επιστρατεύσετε γι αυτό κανένα τρυκ.
Ξέρω εγώ που έκπληκτος κοιτάζω τας κυρίας σας
(Πού αι ιδικαί μας νάχανε τέτοιαν ευαισθησίαν…)
Να λιγοστεύουν τον μισθόν εις τας υπηρετρίας σας
Και στην Ελλάδα το ποσόν να στέλλουν κατευθείαν.
Ξέρω εγώ, ο ελάχιστος, που βλέπω τους παπάδες σας
βίλλες να χτίζουν σ' όμορφες λίμνες με τους παράδες σας
Ωστε να χρησιμεύσουνε-τι προνοια!-γιά εκκλησίες
Οταν οι Τούρκοι φτάσουνε μέχρι τις παροικίες.
Ξέρω εγώ που όλους σας τους Σύλλογους θωρώ
Χορούς να διοργανώνουνε και μουσικής βραδιές
Γιατί, σου λέει, αν έρθουνε των Τούρκων οι ορδές
Να ξέρουμε του Ζάλογγου όλοι μας τον χορό
Για να μην πάμε στο γκρεμό χωρίς χαρά και χάρη
Και τότε η Οικουμένη μας τι δίδαγμα θα πάρει…
Ξέρω εγώ που η μοναχή φυλλάδα του Λος Αντζελες
Ολο με θέματα εθνικά και κείνη ασχολείται
Και όχι μονό αλλά βαθιά σε κάθε τρύπα χώνεται
Οπου του hοmo sariens η νοημοσύνη απλώνεται,
Που τόση πείρα απόκτησε στις τρύπες με καιρό
Ωστε την πιο μεγάλη της την κάνει στο νερό.
Εμένα να ρωτήσετε να μάθετε λοιπόν.
Τα ξέρω-υπό τον ήλιον ουδέν είναι κρυπτόν.
Και ξέρω πόση δύναμη στα χέρια σας κρατείτε
Και σεις κι οι άλλοι Ελληνες που ζούνε στην πατρίδα σας.
Γι αυτό και σας παρακαλώ-αφέντες μου να ζείτε
Και πάντοτε ν’ απλώνετε ραθύμως την αρίδα σας-
Μες στην ισχύ την τόση σας κι εμάς μη μας ξεχνάτε-
εννοώ τους Αμερικανούς-και να μας αγαπάτε.
Στρέψτε ευήκοον το ους στας τόσας παρακλήσεις μας
Κι "όχι" μην πείτε κραταιοί στας ταπεινάς αιτήσεις μας. Στείλτε μας μια βοήθεια γερή οικονομική
Των Αμερκάνων τ' άντερο να λαδωθεί λιγάκι
Και λίγη απ' τη σοφία σας δώστε μας δανεική
Γιατί μας τέλειωσε αυτή πούχαμε απ' το Δουκάκη.
Κι όπλα παλιά σας τίποτα αντί να τα πετάτε
Στη χώρα μας παρακαλώ-εδω να τα περνάτε.
Κι ας πάψει πια η πλάστιγγα στο Μεξικό να γέρνει-
Δεκα αυτή, κι η χώρα μας μονό εφτά να παίρνει.
Και αξιωματικούς δυο τρεις Ελληνες στείλετέ μας
Και δι αυτών την τακτική πολέμου μάθετέ μας.
Κι αν η Ευρώπη από μας ζητά την Καταλίνα
Κάντε της εν' αποκλεισμό να τηνε κόψει η πείνα
Κι αφήστε τη σημαία μας πάνω να κυματίζει
Στη νήσο που ανέκαθεν η Αμερική ορίζει.
Και βάσεις όσες θέλετε βάλτε στο έδαφος μας-
Δικό σας να λογιάζετε το χώμα το δικό μας.
Κι αν καποιοι στην Πρεσβεία μας θα ρίξουνε ρουκέτες Αυτό μη σας στενοχωρεί, ω κραταιοί ηγέτες.
Πράγματα που συμβαίνουνε και στο Παρίσι ακόμα,
Ας μη κι εμείς τα πιάνουμε στο φιλικό μας στόμα.
Και αν η Κούβα τόλμαγε τα χωρικά της ύδατα
Στα δώδεκα αντί τριών να τα επεκτείνει κύματα Παρακαλούμε βάλτε τη στη θέση της και γρήγορα
Και λόγια στείλετε σε μας μέσω ΟΤΕ παρήγορα.
 Κι είναι τα παρακάλια μας θερμότερα απ' τη φλόγα
Το μυστικό αν και σε μας κάποιος σας θα 'μολόγα
Πώς διάολο καταφέρατε πάνω σ' αυτή τη γη
Και στο μηδέν ερίξατε τη φοροδιαφυγή.
Και μερικά μαθήματα για Σοσιαλισμό
Δώστε μας, για να διώξουνε τον Καπιταλισμό
Και όλοι μες στο κράτος μας νάμαστε όπως εσεις
Ισόπλουτοι, ισόδικοι κι ισοδημοκρατείς.
Προσωπική θα χρώσταγα δε χάρη ουρανομήκη
Σε όποιον από λόγου σας μια μέρα θα μπορέσει
Να μούστελνε να μίλαγα λίγο με το Σημίτη
Να δω πώς τέτοια ατράνταχτη έχει εξουσία δέσει
Ωστε ενώ πρωθυπουργεί για ένα μόνο μήνα
Ανάστατη εμπόρεσε όχι μόνο την Αθήνα
Αλλά και την Ουάσιγκτον και την ΕΟΚ να κάνει-
Θάχα πολλά από τέτοιονε να μάθω μπεχλιβάνη.
Αλλά δε θα μπορούσατε να πείτε και στον Πάγκαλο
Το μάτι του να έστρεφε και προς τα δω το ευάγγελο
Κι όταν βρεθούμε σ’ εθνική μεγάλη καμιά κρίση
Μιας κι αγνοούμε τέτοια εμείς, για μας αυτός να βρίσει;
Αλήθεια πως αλλάζουνε τα ήθη κατά κόρον
ΥΠΕΞ τώρα να γίνονται εγγόνια δικτατόρων
Και νάχουν την πολιτική την εξωτερική
Ωσάν καμιά να ήτανε Βουλή Ελληνική
Κι όλη τη γη υποτακτική να έχουνε τη μαύρη
Οχι με πόλεμο ή πειθώ, μα μ' ένα γαμοσταύρι..
Μπορεί ένα κατάλογον υβρεολογικόν
Νάκανε και να έστελνε-τα έξοδα δικά μας-
Και στον δικό μας υπουργό των Εξωτερικών,
Απ' τους γειτόνους μας κι εμείς να βρούμε την υγειά μας;
Ισως να πείτε φίλοι μου πολλά πως σας ζητώ
Ομως θα συμφωνήσετε πως είναι θεμιτό
Μία μικρά όπως εγώ κι αμελητέα δύναμις
Μίας μεγάλης να ζητά τα φώτα και την πείρα της.
Και τώρα πάω την εντολή πιστά να εκτελέσω
Και τη νησίδα Ίμια στο άρμα σας να δέσω.
Κι αν θέτε και τα Τούρκικα τα μέρη να οικήσετε,
Ευθύς να το ζητήσετε διόλου μην αμελήσετε-
Ένα σημαίνον βλέμμα σας σε μένα όλο κι όλο
Και όλοι οι Τούρκοι βρίσκονται μεμιάς στο Βόρειο Πόλο.
Μονάχα, ω! του Λος Αντζελες Ελληνες παντοδύναμοι
Που απ’ την πατρίδα σας γνωστή μονάχα είναι η ρίγανη
Μια χάρη απ’ όλες πιό τρανή κάντε μου και μεγάλη:
Κάτι αν να μου ζητήσετε θελήσετε και πάλι
Μην έρθετε αυτοπρόσωπα γιατί όταν σας ακούω-
Γιατί όταν μόνο αισθάνομαι να είσαστε κοντά μου-
Τα δόντια μου-ιδέτε με-από τον τρόμο κρούω
Και με μαχαίρι κόβονται τα δόλια γόνατά μου».

-(ΜΗΤΡΟΣ)
Ξέρεις φορές τι σκέφτομαι; Τι η πατρίς θα γίνονταν
Αν λείπαν οι απόδημοι.

-(ΓΙΑΝΝΟΣ)
                                    Α! Τότε θα ευθύνονταν
μονάχη για το χάλι της. Ενώ κι εκείνοι τώρα
Βοηθάνε να δεινοπαθεί η άμοιρή μας χώρα.

-Σιωπή. Αυτά δε λέγονται Γιάννο μου δημοσία.
Μ' αυτά δεν της προσφέρουμε καλήν υπηρεσία.

-Δεν ξέρεις που μια ρήση μας λέει από τις σοφές
"Να θεωρούμε εθνικόν ό,τι είναι αληθές"ί

-Ε, τότε Γιάννο λέγε τα χωρίς σταλιά ντροπής
Ετσι αφού την άθλια μας πατρίδα υπηρετείς.

(Και χώρισαν σκεφτόμενοι "Με Ιμια η δίχως Ιμια
Χειρότερη δε θάτανε η φτώχεια μας κι η γύμνια")

                       -----


















ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ
(Ο Μήτρος τα χαλάει με τη Βιβή)

-Γεια σου ρε Μήτρο. Αρκετές δε σ' έχω δει ημέρες.
Τί γίνεται; Περάσατε με τη Βιβή τις βέρες;

 -Α! Οχι. Τα χαλάσαμε.   

-                                         Ναι; Και για ποιάν αιτία;
-Τι να στα λέω Γιάννο μου… Ολόκληρη ιστορία.

-Πες μου γιατί ενδιαφέρομαι. Ξέρεις πως σ' αγαπώ.

-Αφού το θέλεις, σύντομα, έστω, θα σου τα πω.
Γιατ’ η Βιβή δεν ήθελε να παντρευτεί δια βίου,
Και από μένα σύντομο τον χωρισμό ηξίου.
Υστερα θα παντρεύονταν για δεύτερη φορά,
Κι αφού και πάλι χώριζε,  μου είπε καθαρά,
Οτι θα παντρευότανε πρωθυπουργό κανένα.

-Πρωτάκουστα καμώματα είναι αυτά για μένα.
Καλά... πώς τέτοια έλεγε; Δεν ήταν στα καλά της;

-Ήτανε. Αλλά ήτανε αυτό το πρόγραμμα της.
Γιατί τα ίδια έκανε, λέει, και η Μιμή
Και σύζυγος πρωθυπουργού έγινε στη στιγμή.

-Αλλά αεροσυνοδός ήταν αυτή επίσης.

-Αυτό κι εγώ της είχα πει. Μα βρέθηκε η λύσις:
Είπε ότι θα πήγαινε σχολείο για να σπουδάσει.

-Θεέ μου πού η μίμησις των θηλυκών θα φτάσει…
Όμως και πάλι ελλιπής θάταν πρωθυπουργίνα
μεγάλα αν δεν ήτανε τα δύο της εκείνα..

-Κι αυτό το εκανόνίσε. Εκανε πλαστική.

-Νοοτροπία αληθινά έχει Ελληνική-
Η ζήλεια της την οδηγεί σ' ένα σωρό αηδίες.
Καλά ολ' αυτά. Αλλά γυμνές έχει φωτογραφίες;

 -Εχει. Και μου τις έδειξε και μένα τις προάλλες.
Εγχρωμες και ασπρόμαυρες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες.

-Και άλλο τί σοφίστηκε σε κείνη για να μοιάσει;

-Τρίτη φορά ως να παντρευτεί φίλους πολλούς να πιάσει.
-Για να γυρεύει κι η Βιβή Μήτρο μου τέτοια δόξα
θα πει πως αναντίρρητα έχει μεγάλη λόξα.
Ομως κι αν όλα τ'  άλλα αυτή θα τάχει ευχερώς
Φίλους για νάβρει μπόλικους θα χρειαστεί καιρός.

-Μπα! Πάει στο ίδιο το σκολειό που πήγε κι η Μιμή
Κι εκεί όλα τα μαθαίνουνε εκτός από το "μη".

-Και τι θα κάνεις Μήτρο συ; Θα ψάξεις νάβρεις άλλη;

-Ναι. Λες να μπλέξω άσχημα και να την πάθω πάλι;

-Τι να σου πω. Δοκίμασε κι έχε στο Θεό τα θάρρη.
Μπορεί η γυναίκα που θα βρεις νάναι από τον Αρη.

-Και του Άρη λες τα θηλυκά για λογικά περνάνε;

 -Δεν ξέρω. Μα καλλίτερα από τα γήινα θάναι
Τα θήλεα όποιου αστεριού και όποιου Γαλαξία.

-Γιάννο μου από το στόμα σου κι ίσα στ' αυτιά τα θεία.
Τώρα σ' αφήνω. Χάρηκα. Και θα σε ξαναδώ.

-Γεια σου και σένα Μήτρο μου. Και ψάχνε με φειδώ.









ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Οπως κοτσιλιές η κλώσσα,
έτσι λάθη και η γλώσσα)

-Μήτρο μου για να μη θαρρείς πως το μικρό Σταθμό μας
Τόνε δουλεύουν άνθρωποι με άγνοια Ελληνικών
Κι ότι μες στ’ άλλα είναι κι αυτός ακόμα ένα κακόν
Και για ν’ αλλάξεις τας ζαβάς γι αυτόν που έχεις γνώμας
Ενα μονάχα θα σου πω-ότι λεξούλες λέει
Που με Ελληνικότητας τόνε γεμίζουν κλέη.
Και άκου αυτό που άκουσα εχτές στα Ερτζιανά
Που απ’ τη μια γέλιο πολύ στους Ελληνας γεννά
Μα θλίψη από την άλληνε κερνά για το κατάντημα
Αυτού που νάναι θάπρεπε της Παροικίας το καύχημα.
Χτες η "Μελίνα μας" λοιπόν, τον ένα χρόνο έκλεινε
Που χάθηκε. Και ο Σταθμός, δάκρυα μαύρα έχυνε.
Κάποια κυρά εκεί λοιπόν
Είπε με ύφος λυπηρόν
Οτι γι αυτό "η Ελλάδα μας, «μεσίστια είναι σήμερα».

-Μη μου το λες-ειπώθηκε τετοιο μαργαριτάρι;

 -Μάλιστα. Κυριακάτικα, τ Αγιο-Γρηγόρη ανήμερα.
Και την ιεροσύνη της διόλου δεν εσεβάστηκα
Κι αμέσως την Ελλάδα μας να κρέμεται φαντάστηκα
Από τη μέση ενός κοντού με πάνω της τους Ελληνες
Και να την παν εδώ και κει ό,που φυσάν οι αγέρηδες.
Κι ως η σημαία πλατάγιζε και δίπλωνε κι αυλάκωνε
Το γερο-Ολυμπο έβλεπες την Αίγινα και πλάκωνε,
Την Κέρκυρα στο πέλαγο το Αιγαίο να βυθίζεται,
Τη Θεσσαλία απ’ την κορφή της Ιδης να ξεσκίζεται,
Και γενικά μια ρούσικη εγίνανε σαλάτα
Κάμποι, οροπέδια και βουνά και πέλαγα δροσάτα.
Κι όταν λεβάντες ήτανε, ελιώνανε τα χιόνια
Κι οι Αγγλοι μας επαίρνανε και πάλι τα Ιόνια.
Κι όταν πουνέντες, η Τουρκιά, αμαχητί η αλανισσα,
Ολο το Αιγαίο έπαιρνε κι όλα τα Δωδεκάνησα,
Ενώ στην Οστρια πήγαινε όλη η Μακεδονία
Και ίσια πάνω έπεφτε στα Σκόπια με μανία.
Και με τις τέτοιες πούκανε κινήσεις η Ελλάδα
Απάνω της τους Ελληνες τους έπιανε ζαλάδα
Γιατί πήγαιναν κι έρχονταν κι αυτοί με την ορμή της
Γερά απ το κοκκαλιάρικο πιασμένοι το κορμί της.

-Τι θάλεγες να κάναμε μιαν αίτηση να λέει
Να κλείσει ο Σταθμός αυτός-το ντρόπιασμα του Ελ Εϊ;

-Φίλε καλέ μου και πιστέ, και ακριβέ και μπούφο
Δεν ήξερα μες στ’ άλλα σου και μέγα ότι είσαι ούφο.
Και πρώτον πώς εσκέφτηκες πως κάτι τόσο ανόητο
Μπορεί καμία δύναμη να κάνει να σιγήσει;
Θα προχωρεί αδίστακτο και θα εκπέμπει απτόητο
Τις πλήθιες σαχλαμάρες του σ’ Ανατολή και Δύση.
Δεύτερον πού να κάναμε μιαν αίτηση παρόμοια;
Αυτό το κατασκεύασμα όχι μονάχα τέλος
Μα ούτε Αρχή έχει καμιά. Ειν' ένα απ’ τα προνόμια
Που έχει μόνο όποιος στο κλαμπ του ανεύθυνου είναι μέλος.
Και τρίτο και χειρότερο εκείνους ποιος ακούει
Που διαφημίζονται σ αυτή τη χαζοεκπομπή
Που έχουν το μαζοχιστικό και κερδοφόρο χούι
Του ραδιοφώνου, Κυριακή, πατώντας το κουμπί
Ν’ ακούνε τη συνέντευξη που έδωσαν προσφάτως
Στο που τη δόλια εκπομπή καθυποτάσσει θήλυ;
Βλέπεις, κανείς πριν δράσει, αυτά να τα σκεφτεί οφείλει.

-Γιάννο, δεν είναι εύκολο, ξέρεις, να βρεις τις λέξεις.
Πολλές ίδια έννοια έχουνε και πρέπει να διαλέξεις.
Και λέξεις αλλοπρόσαλλες μη τις παρεξηγείς
Αν σ’ οδηγούν αυτές αντίς, συ να τις οδηγείς.
Ανθρωποι είμαστε όλοι μας και όλοι λάθη κάνουμε.    
Μα και οι δυο πως Ελληνες είμαστε, ας μην ξεχάνουμε.
Και αν γελοία μια εκπομπή είναι, μα μην το λες-
Δες τις πλευρές τις άλλες της που έχει-τις καλές.

-Σαν ποιες ρε Μήτρο δηλαδή; Για πες μου συ καμία.

-Το γεγονός ότι κρατεί δυο ώρες είναι μία.
Σκέψου διπλά να κράταγε, ή νάταν κάθε μέρα…
Ύστερα πως η εκπομπή δε βγάζει στον αέρα
Ασχετα λόγια μοναχά, μα βγάζει και τραγούδια.
Και αν γινότανε κανείς διαγωνισμός ασμάτων
Να δούμε ποιος χειρότερα βάζει Σταθμός λουλούδια,
Πρώτοι θαρχόμασταν εμείς, κι οι άλλοι θα πιάναν πάτον.
Κι ακόμα αν κάποιος δε μπορεί να κοιμηθεί ο φτωχός
Γιατί η ζωή τα νεύρα του τεντώνει συνεχώς,
Τότε ακούει την εκπομπή κι αποκοιμιέται ευθύς.
Τέτοια καλά δεν το μπορείς πως έχει ν’ αρνηθείς…
Και θέλεις κι άλλα να σου πω; Να! Τα εθνικά μας θέματα.
Ολο με τούτα ο Σταθμός έχει να κάνει-ψέματα;
Αντί όταν θα ερωτηθεί τι έχει καταφέρει
Στη θέση όπου βρίσκεται για ένα τώρα χρόνο
Ο δήμαρχος των Αθηνών, να λέει αρλούμπες μόνο,
Η εκπομπή αντίθετα-αυτό καθείς το ξέρει-,
Κάνει κάτι άλλο χρήσιμο: με λόγια ψυχωμένα
Για το ανεπανάληπτο μιλάει Εικοσιένα.
Αντίς μία στο θέατρο να έκανε διαφήμιση
Που για του Μίδα τα ονικά θα μίλαγε αυτιά του,
Σε άλλα δείχνει θέματα-τα εθνικά-προτίμηση
Και για τη θεία μας μιλά δράση του Ακομινάτου.
Κι αντίς Προξένων και λοιπά παροικιακά κεφάλια
Να βάζει και να μας μιλούν για ό,τι αυτοί σκαρώνουν
(Εκθέσεις, φιέστες, μάζωξες, πικ-νικ και τέτοια χάλια)
Ωστε "αριστοκρατικά" πολύ να τα τσακώνουν),
Ο Εθνικός μας ο Σταθμός μιλάει για Φερραίους,
Και για Καραϊσκάκηδες και Κολοκοτρωναίους.
Και ολ' αυτά τα αγνοείς και βρίσκεις να γκρινιάξεις
Για μία λέξη μοναχά που έτυχε ν' αρπάξεις.
Και το ύφος παντογνώστισσας μία φωνή που παίρνει
Και που μ' αυτό κάθε αίσθημα σκοτώνει σοβαρότητας
Δεν πρέπει συναισθήματα αηδίας να σου φέρνει
Πάρτο σα μίαν αφορμή γέλιου και ιλαρότητας.

-Αλλά, ρε Μήτρο, κι αν εγώ πολύ το διασκεδάζω,
Μα όταν τα Σκοπια, την Τουρκιά και την ΕΟΚ κοιτάζω
Δάκρυα μού έρχονται πικρά για το κατάντημα μας.
Εκεί που θάπρεπε αγνός να λάμπει ένας αδάμας
Υπάρχει ένα κάρβουνο, ανάναφτο κι εκείνο-
Μία τσουκνίδα ό,που τ’ αγνό έπρεπε νάναι κρίνο. –
-Βλέπω πως σε Βοτανική και Ορυκτολογία
Επίδοση έχεις Γιάννο μου αλήθεια θαυμασία.

-Βοτανική με μάθανε της εκπομπής τα βλήτα
Κι έμαθα περί ορυκτών σα νάταν αλφαβήτα
Απ’ τις πολλές που πάνω μας πετάει αυτή κοτρώνες.

-Ισως μιμούμενη κι αυτή τους τόσους μας αγώνες
Μπήκε στη μάχη ορμητικά, κι άλλο όπλο μη διαθέτοντας
Πως αγωνίζεται θαρρεί κοτρώνες τέτοιες πέτοντας.

-Ναι. Πού να ξέρεις καθενός πώς το μυαλό δουλεύει…
Μα να νυχτώσει για καλά Μητρουση μου κοντεύει.
Ας πάμε στα τσαρδάκια μας. Και να ονειρευτείς
Σου εύχομαι την Ελλάδα μας. Δε θα δυσκολευτείς
Να την αγγίσεις, όπως πριν, που άλλα μέτρα ίσχυον:
Τώρα την έχεις χαμηλά. Πλησίον σου. Μεσίστιον!..»

                                  -----

















ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Όπου ο Μήτρος αγαπά πολύ τους τρομοκράτες
και για να τον ξεφορτωθεί ο Γιάννος βάζει πλάτες.)

Ο Μήτρος έρποντας σχεδόν-μέχρι τη γη να γέρνει-
κοιτάζοντας καχύποπτα δεξά κι αριστερά του
και βήμα σέρνοντας αργό τα χοντροπόδαρά του
τέλος στου Γιάννου το τσαρδί να φτάσει καταφέρνει.
Κοιτάζει εναγύρω του και σιγανά φωνάζει:
«Γιάννο μου άνοιξε! Μ’ ακούς; Γιάννο μου άνοιξέ μου!
Εγώ είμαι Γιάννο μου, άνοιξε! Ο Μήτρος αδερφέ μου!»
λέει και κατάμαυρα γυαλιά στα μάτια του ταιριάζει.
Και τρέμοντας ο Μήτρακας, η πόρτα ανοίγει διάπλατα
κι ο Γιάννος μισοξύπνητος μες απ’ αυτήν προβαίνει.
«Τι θες ρε Μήτρο πρωί πρωί με τα μαλλιά σου ανάκατα
και άνιφτος και τρέμοντας; Τι έχεις; Τι συμβαίνει;»
Αλλά ο Μήτρος, ως να πει τα λόγια αυτά ο Γιάννος
ορμάει στο σπίτι βιαστικός σαν άραβας χαγάνος
«Άσε τα λόγια Γιάννο μου, την πόρτα σφιχτοκλείσε
και πες μου, μήπως Γιάννο μου τους τελευταίους μήνες
θυμάσαι αν κάποιος μάστορας στο σπίτι εσύ όταν είσαι
μπήκε να φτιάξει κάτι τι; Κι εσύ τις ώρες κείνες
που εκείνος εργαζότανε, ήσουν κοντά του πάντα;
Και φρόντιζες και κοίταζες τι έχει μες στην τσάντα;
Με λίγα λόγια ξέρεις αν κάποιος σου έχει βάλει
καμία κάμερα κρυφή ή ίσως κοριό κανένα;
Κι απ’ τη δουλειά όταν με βαρύ εγύριζες κεφάλι
έβλεπες όλα αν ήτανε ως τα ’χες αφημένα;
Έψαχνες πόρτες και κομμούς, κρεβάτια και συρτάρια,
δοχεία, πίνακες, χαλιά, ντουλάπια και κελάρια;
Κι αν σου ’δωσαν απ’ τη δουλειά ποτέ κανα δωράκι
πρόσεξες μήπως σου ’βαλαν μέσα κανα τσιπάκι
και όσα λες τ’ ακούν κι αυτοί  σα να ’ταν μέσα εδώ;
ολ’ αυτά τα ’χεις προσέξει-
δηλαδή τα ’χεις ελέγξει;
Μάλλον όχι. Ε λοιπόν άσε μένα να τα δω…»
Κι ο Μήτρος εσηκώθηκε τον έλεγχο ν’ αρχίσει
μα δεν επρόλαβε ούτε καν ο έρμος να ξεκινήσει.
Γιατί ο Γιάννος έπιασε τα δύο του χέρια δυνατά
και πάλι τον εκάθισε πάνω στο κάθισμά του.
Κι ύστερα ως ήτανε ορθός εστάθηκε μπροστά του
με το Μητρούση έκπληκτος κι ωχρός να τον κοιτά.
Κι αυτός μετά ο διάλογος έγινε μεταξύ τους
που εγώ τον καταγράφω εδώ σα να ’μουνα μαζί τους.
-Ρε Μήτρο αποζουρλάθηκες; Τι κάθεσαι και λες;
Τι ερωτήσεις ειν’ αυτές που κάνεις παλαβές;
Γι αυτό με ξύπνησες μωρέ απ’ τ’ άγρια χαράματα;
Για να μου πεις αυτά που λες τα λωλαμένα πράματα;
Τι κάμερες μου λες κρυφές; Τι σου ’ρθε ξαφνικά;
Κι όχι ότι φερόσουνα πιο πριν κανονικά
μα τώρα το παράκανες. Και θέλω παρευθύς
με λόγια δυο-αν το μπορείς- να μου εξηγηθείς.
Γιατί αλλιώς απ’ το μαλλί το αχτένιστο σε πιάνω
και  μια και δυο σε σαβουρντώ στην άσφαλτο επάνω.
Γιατί δεν είμαι αδέρφι σου όπως λες-και ευτυχώς
αλλιώς θα εκινδύνευα να ’μαι κι εγώ χαζός.
Και να ’ταν μόνον όσα λες… είναι και όσα κάνεις.
Πόσες σου έχω πει φορές ρε Μήτρο χαζοβιόλη
να μη τον ύπνο μου χαλάς πρωί πρωί σα φτάνεις;
Τη λίγη αυτή ξεκούραση έχω κι εγώ όλη κι όλη.
Και συ λες και κουφάθηκες το κάνεις ολοένα
λες κι είσαι ίσως συγγενής που ήρθε από τα ξένα
και όποια ώρα θα ερθεί βέβαια το καράβι
τότε θα πάει στο σπίτι του κι αυτός-πρωί είτε βράδυ.
Αλλά εσύ ούτε συγγενής είσαι ούτε και κουφάλογο
και όμως κάνεις πάντα αυτό το πράγμα το παράλογο.
Για λέγε τώρα το λοιπόν τι εδώ σε έχει φέρει-
ποια κουταμάρα σ’ έκανε πάλι να με ξυπνήσεις
κι ένα σωρό τέτοιες χαζές να κάνεις ερωτήσεις…
λέγε γιατί επάνω σου αλλιώς σηκώνω χέρι…

ΜΗΤΡΟΣ
Όχι Γιαννάκο φίλε μου χέρι να μη σηκώσεις
γιατί τι φίλος θα ’σουνα άμα με χερακώσεις…
Γι αυτό κι αμέσως θα σου πω τι αυτό ’ναι που με σκιάζει
γιατί αν δεν κατάλαβες Γιαννάκο μου φοβάμαι…   

ΓΙΑΝΝΟΣ
Το πράγμα αυτό από μακριά και δυνατά φωνάζει.

ΜΗΤΡΟΣ
Γι αυτό Γιαννάκο μου κι εγώ, εντύθηκα και να ’μαι.
Αλλά εσύ δε μ’ άφησες Γιάννο να σου εξηγήσω.
Ο φόβος μ’ έκανε ναρθώ. Σε ποιον θα πήγαινα άλλο
εκτός από το φίλο μου τον ένα και μεγάλο;
Όπως σου έλεγα λοιπόν, κοριοί εύκολα μπαίνουν…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ασ’ τους κοριούς και λέγε μου τι σ’ έφερε δω πέρα!

ΜΗΤΡΟΣ
Ποιος μένει δίπλα Γιάννο μου; Και από δω ποιοι μένουν;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Άσε ποιοι μένουν δω και κει και τράβα παραπέρα!
Λέγε τι φόβος σ’ έπιασε…Λέγε ή αν όχι δίνε του!..

ΜΗΤΡΟΣ
Φοβάμαι Γιάννο μου πολύ…ξέρεις πως ο Μαζιώτης
έγραψε μια προκήρυξη…

ΓΙΑΝΝΟΣ
                                Το ξέρω. Και λοιπόν;

ΜΗΤΡΟΣ
Και λέει πως, Γιάννο μου, αυτός μόνο είναι πατριώτης…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ναι. Η ιστορία του αυτουνού ειν’ ιστορία ετών.

ΜΗΤΡΟΣ
Ε! Γιάννο! Σκύψε να σου πω: η προκήρυξη μου άρεσε…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Γιατί εμίλησες σιγά; Πιο δυνατά-δε σ’ άκουσα…

ΜΗΤΡΟΣ
Είπα πως η προκύρυξη Γιαννάκο μου μου άρεσε.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ναι. Μα γιατί προς τα εδώ, δε λες, πήρες την άγουσα;

ΜΗΤΡΟΣ
Γι αυτό. Σε κάποιον για να πω σιγά και μυστικά
ότι για την προκήρυξη σκέπτομαι θετικά.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Γι αυτό μέχρις εδώ έχεις ’ρθει; Και για τον ίδιο λόγο
μιλάς σχεδόν ψιθυριστά  που μόλις και σ’ ακούω;


Και μάλιστα τα δόντια μου από τον τρόμο κρούω.
Βρίσκεις γι αυτό Γιαννάκο μου πως πρέπει να ’χω ψόγο;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Ψόγο, μομφή κι επίκριση κι αποδοκιμασία
αφού τόση σε πράγματα απλά δίνεις αξία.

ΜΗΤΡΟΣ
Απλά; Μην είναι κι άδολα; Κι ειλικρινή; και ντόμπρα;
Μήπως συ λες νερόφιδο αυτό που είναι κόμπρα;
Γιαννάκο μου μιλάμε εδώ για βέρους τρομοκράτες
…Τ’ ήταν αυτό που ακούστηκε;..

ΓΙΑΝΝΟΣ
Τίποτα. Ήταν γάτες.

ΜΗΤΡΟΣ
Έτσι που λες. Και μάλιστα σκληρούς και πωρωμένους.
Έτσι τους λέει η κυβέρνηση. Και όχι μόνο εκείνη.

ΓΙΑΝΝΟΣ
Πράγματι. Όχι μόνο αυτή μα κι όλοι οι κρετίνοι.

ΜΗΤΡΟΣ
Σιγότερα Γιαννάκο μου. Αυτιά έχουν κι οι τοίχοι.
Κι αν τώρα δε θα σ’ άκουσαν είναι που θα ’χεις τύχη.
Μην το ειπείς Γιαννάκο μου αυτό και παραέξω
Γιατί να σ’ έχουν φυλακή εγώ δε θα τ’ αντέξω.
Δε βλέπεις με τι όρεξη ψάχνουν τους τρομοκράτες
αλλά κι αυτούς που με χαρά σ’ αυτούς κάνουνε πλάτες;
Κι αν κάποιος θα σε άκουγε πως φίλους τους θεωρείς
θα πει πώς να τους κάλυπτες Γιαννάκο μου μπορείς
αν σου ζητούσαν μια γωνιά μικρή για να κρυφτούνε.
Μπορούνε αστυνομικοί αυτό ν’ αποδεχτούνε;
Κανέναν άκουσες να βγει και να υπερασπίσει
τους τρομοκράτες-δηλαδή αθώους να τους χρίσει;
Φανάρι φως δε θα ’τανε πως όποιος τέτοια λέει
στα ίδια τα θολά νερά μαζί με κείνους πλέει-
Πως τρομοκράτης και αυτός είναι καθώς εκείνοι;
Και αφυλάκιστος κανείς τέτοιος μπορεί να μείνει;
Γι αυτό κι ήρθα Γιαννάκο μου εν πάσει μυστικότητι.
Κι ομολογώ η στάση σου πως ήτανε αδόκητη.
Δεν έχω δίκιο το λοιπόν ο δόλιος να φοβάμαι
κι απ’ το μεγάλο φόβο μου ούτε και να κοιμάμαι;
Δεν έχω δίκιο να μιλώ σιγά και προσεγμένα
έστω και αν ομολογώ σε φίλο σαν εσένα
πως ο Μαζιώτης με δονεί με την προκήρυξή του
και ότι σ’ όσα εδιάβασα σ’ αυτήν είμαι μαζί του;
Δεν έχω δίκιο να ζητώ όλα να ελεγχτούνε
προτού τα δύο χείλη μου ότι είχανε σου πούνε;
Και συ μου κακομίλησες, χαζό με αποκάλεσες
κι ούτε τίποτ’ απ’ αυτά που είπες ανακάλεσες.,,
και είπες πως θα σήκωνες χέρι να με βαρέσεις…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Μήτρο μου ότι σου ’χω πει το ξαναλέω και τώρα.
Αλλά θα πω και πάλι πως σε τούτη δώ τη χώρα
από τους φίλους μου εσύ το πιο πολύ μ’ αρέσεις.
Μα τι να έκανα άλλο από το, ρε Μήτρο, να σε βρίσω,
σαν απ’ τον ύπνο με ξυπνάς τον πρωινό αγγελίσιο;
Τάχα γιατί; για να μου πεις πως το Μαζιώτη πας.
Μα έτσι Μήτρο μου ανοιχτές πόρτες εσύ χτυπάς
μιας κι όλοι μες στη χώρα μας τον θέλουν το Μαζιώτη.
Και γέροι και μεσόκοποι κι η ορθοφρονούσα νιότη.

ΜΗΤΡΟΣ
Και δεν το λένε Γιάννο μου αυτοί όλοι σε κανένα;

ΓΙΑΝΝΟΣ
Όχι. Γιατί όλοι αυτοί δε μοιάζουνε με σένα.
Κι αν θέλουνε δε βρίσκουνε κάποιον να τους ακούσει
όπως εμένα πρόθυμο βρήκες εσύ Μητρούση!

ΜΗΤΡΟΣ
Όχι και τόσο πρόθυμο θα έλεγα ωστόσο…

ΓΙΑΝΝΟΣ
Γιατί δεν ήθελα πολύν αέρα να σου δώσω
και να μιλάς ως αύριο. Και πια δε θα μπορούσα
όπως το κάνω τώρα εδώ αφού σ’ ευχαριστούσα
για την προτίμηση σ’ εμέ που έδειξες να έχεις
κι όχι σε κάποιους άσχετους μη φίλους σου να τρέχεις,
να σου ζητήσω γρήγορα ότι να φύγεις πρέπει
όσο κι αν η παρέα σου Μητρούση μου με τέρπει.

ΜΗΤΡΟΣ
Αφού το λες Γιαννάκο μου με τέτοιον ένα τρόπο
θα σου αδειάσω γρήγορα τον οικιακό σου τόπο.
Φεύγω λοιπόν έστω και αν θέλω να κάτσω ακόμα
κάτι που δε θα το ειπεί το λάλο μου το στόμα.
Μόνο θα πει «Γιάννο μου γεια και σύντομα τα λέμε.»

ΓΙΑΝΝΟΣ
Όχι και σύντομα πολύ. Καμιά δεν είναι βία
ν’ ακούσω πάλι τέτοια μια του εδώ ερχομού σου αιτία…

(Κι ο έρμος Μήτρος έφυγε στα νύχια του πατώντας
κι ο Γιάννος σπίτι κλείστηκε σα στο κλουβί ο λιόντας.)













ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
 (Επίσκεψη Μέρκελ στην Ελλάδα)

(Γιαννος και Μητρος τα κοινα σχολιαζουν της Ελλαδος
που ενας τη θελει κορη αητου κι ο αλλος αγελαδος)


-Στις έντεκα Γιαννάκο μου η Μέρκελ θα ’ναι ’δω;

-Ναι Μήτρο μου. Και θα χαρώ πολύ όταν τη δώ.

-Κι είναι καλό που έρχεται η Μέρκελ στην Ελλάδα;

-Τόσο καλό που άλλο τέτοιο ωραίο δεν ξανάδα.

-Πρέπει κι εγώ να χαίρομαι που θα ’ρθει δηλαδή;

-Βέβαια. Αυτή Μητρούση μου κρατάει το κλειδί
για ό,τι καλό και όμορφο θα δει ετούτη η χώρα.

-Έλα βρε Γιάννο φίλε μου, μη λες αστεία τώρα.
Εσύ ως τα χτες μου έλεγες πως μ’ απλωμένο χέρι
η Μέρκελ ότι έρχεται να πάρει, όχι να φέρει.

-Αν άκουγες Κεδίκογλου και Σαμαρά και άλλους
Σαμαρωμένους βουλευτές και υπουργούς μεγάλους
και συ τη γνώμη θ’ άλλαζες.

                                               
-                                    Τι λες μωρέ Γιαννάκο;
Εσύ, η Ελλάδα έλεγες χτές, είναι σε βρώμιο  λάκκο
και πως ποτέ δεν πρόκειται να έβγει από κει
και πως σ’ αυτόν αιώνια τον λάκκο θα οικεί.

-Σου είπα: μεταστράφηκα. Κι αν θέλεις, θα σου πω
η Μέρκελ ποιον ερχόμενη εδώ έχει σκοπό.

-Πες μου Γιαννάκο να χαρείς. Γιατί ενώ ως τα χτες
μου ’λεγες άλλα κι έλεγα ότι καλά τα λες
μα μου τ’ αλλάζεις σήμερα. Πες μου λοιπόν εν τάχει
αυτά που ο διψασμένος μου ο νους για χρόνια ψάχει-
πες μου τα αισιόδοξα σημεία της αλλαγής
που όπως κι εγώ τα καρτερεί κι η γη η ελληνίς…

-Άκου λοιπόν κουφότατε και άσκεφτέ μου φίλε
και την απαίσια στο καλό τη διάθεσή σου στείλε.
Η Μέρκελ έρχοντας εδώ πολλές φέρνει βαλίτσες .
Μετά λοιπόν τις σχετικές με κάποιους αγκαλίτσες
θ’ ανοίξει τις βαλίτσες της κι ό,τι έχει φέρει εκείνη
θ’ αρχίσει στον ταλαίπωρο, ως πριν, λαό να δίνει.

-Θεούλη μου! Πώς χαίρομαι! Πες, τι θα δίνει Γιάννο;

-Πριν με διακόψεις ακριβώς αυτό ήθελα να κάνω
Η πρώτη η βαλίτσα της κλειδιά γεμάτη θα ’ναι
που στων κλειστών των μαγαζιών τ’ αφεντικά θα πάνε.
Έτσι καθείς το μαγαζί θ’ ανοίξει το κλειστό του
και την Αγγέλα θα υμνεί σαν τον καλό άγγελό του.
Και με μια κίνηση αρασέ που λεν οι αρσιβαρίστες,
η Μέρκελ, ό,τι και να λεν κατά της οι αριβίστες,
τα των ελλήνων χρήματα θα τα διπλασιάσει.

-Και πώς αυτό βρε Γιάννο μου; Έκοψε η Μέρκελ χρήμα;

-Να! Με καθρέφτες σ’ όλους μας που εκείνη θα μοιράσει
διπλός θα γίνει ο παράς όλων μας παραχρήμα.

-Μα ψεύτικο το χρήμα αυτό Γιάννο δε θα μετρήσει;

-Κι όλα ρε Μήτρο ψεύτικα δεν είναι μες στη Φύση;

-Δίκιο έχεις. Δεν το σκέφτηκα. Όλοι οι φιλόσοφοί μας
μ’ αυτά γεμίζουν τη φτωχή και άδεια κεφαλή μας.

-Είδες; και ξέρε, μόνη αυτά η Μέρκελ θα τα κάνει
γιατί τη μέρα αυτή η Ελλάς θα ’ναι στις αγορές.

-Τη μέρα αυτή εδιάλεξε; Αλήθεια Γιάννο λές;

-Τόσο είν’ αυτό αληθινό σαν που με λένε Γιάννη.    
Μα γνώση έχουν οι φύλακες. Γιατί ο πρωθυπουργός
που ως γνωστόν δε στέκεται ούτε στιγμή αργός,
τη Μέρκελ απ’ τις αγορές τηλέφωνο θα πάρει
και για τον τόπο μια τρανή θα της ζητήσει χάρη:
θα της ειπεί με όση κρατεί ο λόγος του σαφήνεια
να ενεργήσει ώστε να ’ρθουν στη χώρα τα ελγίνεια.

-Τι σχέση έχει Γιάννο μου η Μέρκελ με τα μάρμαρα;
Έθνη άλλα μας τα πήρανε τα μάρμαρά μας βάρβαρα.
Εγώ είπα θα ζήταγε τις αποζημιώσεις…

-Εκείνες τις κατοχικές;

-                             Ναι γεια σου! Ακριβώς αυτές!

-Ναι, όμως Μήτρο κάτι τι αυτός θα της ζητήσει
κι έτσι κανείς δεν θα μπορεί να τον κατηγορήσει
το μάγκικο πως έσκυψε μπρος της παράστημά του.

-Καλά λες. Κάτι απαίτησε κι αυτός στο κάτου κάτου.

-Κι αφού γεμίσει με λεφτά έλληνες κι ελληνίδες
κι αφού ανοιχτούν τα μαγαζιά και πάρει η Ελλάδα φόρα,
η Μέρκελ φεύγει, αφήνοντας στον Σαμαρά ελπίδες
πρώτος να βγει στις εκλογές μ’ αυτά τα ωραία δώρα.

-…Γιάννο, νομίζω σήμερα ότι με κοροϊδεύεις:
Εγώ έπρεπε να έλεγα βλακείες, συ εξυπνάδες…

-Με κάτι που διορθώνεται το νου σου μην παιδεύεις.
Άλλαξε τα ονόματα κι ειν’ όλα ως τα γυρεύεις.











ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(κατάληψη γραφείου Σταϊκούρα)

Ο Μήτρος πάει τρέχοντας, όπως συνήθως κάνει
και μπρος στην πόρτα στέκεται του φίλου του του Γιάννη.

ΜΉΤΡΟΣ
Γιάννο μου… Γιάννοοοο… ξύπνησες;

ΓΙΆΝΝΟΣ
Ναι, από τις φωνές σου.
Μυαλό, πες μου ρε Μήτρακα, θα βάλεις συ ποτέ σου;
Πάντοτε θα ’ρχεσαι πρωί προτού ξυπνήσω ακόμα
πριν ρούχο βάλω επάνω μου κι έναν καφέ στο στόμα;

Μ
Γιάννο μου μόλις άκουσα στο ράδιο τις ειδήσεις
κι έχω απορίες Γιάννο μου που θέλω να μου λύσεις.

Γ
Δεν έρχεσαι αργότερα;

Μ
Βιάζομαι- όχι Γιάννο.
Γιατί όπως λεν το σίδερο κολλάει στη βράση επάνω.

Γ
Φύγε και έλα αργότερα. Τίποτα δε θα πάθεις-
-δηλαδή τώρα απόρησες κι αμέσως θες να μάθεις;

Μ
Ναι Γιάννο. Γι αυτό άνοιξε. Θα κάτσω εξάλλου λίγο.

Γ
Έτσι όλο λες και στρώνεσαι.
Να φύγεις δε σηκώνεσαι.

Μ
Γιαννάκο μου λόγο τιμής όταν μου πεις θα φύγω.

Γ
Εντάξει. Μήτρο, έλα, μπες και λέγε… τι συμβαίνει;

Μ

Διάβασα ότι φοιτητές Γιαννάκο κατεβήκανε
και πρωί πρωί κατέλαβαν βαρείς και οργισμένοι
του Σταικούρα το γραφείο. Και μέσα του εμπήκανε.
Λες Γιάννο μου να είναι αυτή, αρχή για μια επανάσταση  
που της Ελλάδας την κακή θ’ αλλάξει την κατάσταση;

Γ
Πολύ πεινάς και, Μήτρο μου, ονειρεύεσαι καρβέλια.
Άύριο το αργότερο θα έχουν όλα λήξει.
Οι νέοι πάλι την ουρά θα βάλουνε στα σκέλια
και θα λακίσουν προτού καν κάποια τους  μύτη ανοίξει.

Μ
Πώς έτσι; Μη Γιαννάκο μου με απογοητεύεις…
Τίποτα;.. Πες μου Γιάννο μου, αλήθεια αυτό πιστεύεις;

Γ
Για φοιτητές που ειν’ έλληνες Μήτρο μου δε μιλάς;

Μ
Και βέβαια μιας κι η όμορφη Λαμία ειν’ Ελλάς…

Γ
Και είναι Μήτρο οι έλληνες για τέτοια ικανοί;

Μ
Δεν είναι;

Γ
Όχι βέβαια.

Μ
Γιατί είν’ οι ισπανοί;

Γ
Άκου λοιπόν: πολλοί ισπανοί μαζί, είναι λαός.
Εγγλέζοι τρεις φτιάχνουν μαζί μιαν αυτοκρατορία.
Αν συνυπάρξουν γερμανοί εφτά, είναι στρατός.
μα ο καθένας έλληνας δική του έχει πορεία.
Εκατομμύρια έλληνες καθείς τους μια μονάδα
που με κανέναν δεν κολλά. Αυτή ’ναι η Ελλάδα.
Επαναστάσεις κάνουνε οι λαοί-άτομα όχι.
και των ελλήνων άτομα η μοίρα να ’ναι το ’χει.

Μ
Κρίμα. Δεν το ’χα έτσι δει. Μα πες μου ακόμα Γιάννο
πώς η Ελλάδα θα σταθεί στα πόδια της επάνω-
πώς δηλαδή θα βγει απ’ αυτή την κρίση που τη δέρνει
και όλο πιο κοντύτερα προς τον γκρεμό τη φέρνει;

Γ
Ποτέ της Γιάννο δε θα βγει. Θα ’βγαινε με τι φόντα;
Θα τη βοηθούσανε σ’ αυτό Μήτρο μου ποια προσόντα;

Μ
Βιομηχανία, ανάπτυξη, ιδιωτικοποιήσεις…

Γ
Αυτά τα λεν οι ελληνικές Μήτρο οι κυβερνήσεις
για να τ’ ακούν όσοι χαζοί είναι καθώς εσένα.
Απ’ όλ’ αυτά αξία καμιά δεν έχει ούτε ένα.
Για μας βιομηχανία μας είναι τα μαγαζάκια.
Ιδιωτικοποιήσεις μας είν’ τα μεγάλα τζάκια
και ως γι ανάπτυξη, κλεψιά ας τήνε πεις καλλίτερα,
αφού …αναπτύσσεται αυτός που έκλεψε πρωτύτερα.
Για μας μονάχα ο τουρισμός έχει αξία κάποια,
όση σ’ ανίατη αρρωστιά placebos έχουν χάπια.
Γιατί μπορούν οι έλληνες μόνο να υπηρετούνε
άλλους λαούς κι από εκεινών τα pour boir να ζούνε.
Μπορούμε να γιαλίζουμε παπούτσια ξενικά,
και μόνο να σερβίρουμε τούρκικα φαγητά,
όπως τζατζίκι, παστουρμά, μουσάκα και ντολμάδες,
μάλιστα κάνοντας μαζί εδαφιαίους τεμενάδες.
Γι αυτά και επαιρόμαστε από τον πρόεδρό μας,
μέχρι και τον λαλίστατο δουλοπρωθυπουργό μας
και πέφτουμε στα γόνατα για να παρακαλέσουμε
τούρκο και γάλλο κι ολλανδό να ’ρθει να τον νταντέψουμε.
Και πρώτος είναι ο Σαμαράς στις τέτοιες παρακλήσεις
που τόσες το σαμάρι του προσφέρει περποιήσεις
σ’ αυτόν που πάνω του βρεθεί καθώς η Μέρκελ βρέθηκε-
και διόλου δε βαρέθηκε ούτε παραπονέθηκε.   

Μ
Γιάννο μου φεύγω. Μου ’κανες περβόλι την καρδιά μου.
Πάω να πιω κανα ποτό να ρθω στα συγκαλά μου.                                                 

(Κι ο Μήτρος την πατρίδα του που αγαπά ο καημένος
πίκρα γεμάτος έφυγε  κι απογοητευμένος.)
 










ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
(Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού
ώστε τινές να φάνε του σκασμού)


-Βρε Μήτρο γιατί ντύθηκες σα Σαβοΐας δουξ;
Γιατί κουστούμι κασιμίρ -πουκάμισο μετάξινο;
Γιατί σεβρό πατούμενο και λαιμοδέτης λουξ;
Πώς τούτο το σινιάρισμα σήμερα το παράξενο;

-Αν ήσουν οποιοσδήποτε Ελλην εκ των λοιπών
Απάντηση δε θάπαιρνες σ' αυτή σου την ερώτηση.
 Θ’ απαξιούσα να σε δω ωσάν να ήσο απών,
Και μάταια θα ζήταγες αυτή την πληροφόρηση.

Αλλά σε σένα θα το πω. Γιορτάζω, που Δεκέμβριο
Των Αποδήμων γίνεται Ελλήνων το Συνέδριο.
Εσύ μου τόπες επροχτές. Δεν το θυμάσαι πλέον
Εσύ που έχεις ξύπνιο νουν και φρόνημα ακμαίον;

-Ναι. Το θυμάμαι βέβαια. Αλλά να πας σκοπεύεις;

-Μα Γιάννο μου με τι λεφτά; Τώρα με κοροϊδεύεις;
Αλλά όπως όταν έχουμε ’κοσιοχτώ Οκτωβρίου
ή όταν η πέμπτη κι εικοστή έρχεται του Μαρτίου,
Ετσι και σήμερα καλά έχω φορέσει ρούχα.
Μάλιστα τα δανείστηκα-δεν κάναν κείνα που ’χα.
Λοιπόν, το ξαναγέννημα γιορτάζω της φυλής μας.
Γιορτάζω το ξανάνιωμα του ένδοξού μας Γένους.
Τη δύναμη της ένωσης γιορτάζω της κοινής μας
Που θα φαντάζει τρομερή και φοβερή στους ξένους.
Γιορτάζω που θα γίνουμε και πάλι σ' όλα πρώτοι
Και Αρλεκίνοι θάμαστε πλέον κι ουχί Πιερότοι.
 Γιορτάζω που θα τρέμουνε όλες οι γύρω χώρες
Και που όλες της ισχύος μας θα γίνουν δορυφόρες.
Γιορτάζω που κι η Αμερική θα μας παρακαλάει
Για να μπορεί στους φίλους μας κι εκείνη να μετράει,
Γιορτάζω που τα πόδια μας θα μας φιλά η Ρωσσία
και που θα κατακτήσουμε και πάλι την Ασία
Και σαν τον Μεγαλέξαντρο θα πάμε στα Γαυγάμηλα
Και θαύματα θα κάνουμε της Φήμης του εφάμιλλα.
Γιορτάζω που οι Πανέλληνες έτσι εκεί σα σμίξουμε
Και μια βαρβάτη τρώγοντας καθένας φασουλάδα
Ολοι μας μ' ένα σύνθημα γενναία θα φυσήξουμε
Και στο φεγγάρι πύραυλο θα στείλει κι η Ελλάδα.

-Γιόρταζε. Μα αν πήγαινες θάσουνα μοναχός σου.

-Τι λες; Ολοι οι Ελληνες θα πάνε ανεξαιρέτως.
Και θα το μάθαινες αυτό ησύχως και ανέτως
Αν έντυπο ένα σοβαρό είχες στο σπιτικό σου.
Εκεί Ελλήνων θάβλεπες ένα σωρό ονόματα
Που των ηπείρων ολωνών θ' αφήσουνε τα χώματα,
Και, του Πανελληνίου μας του Συνεδρίου λάτρεις
θα παν να φάνε και να πιουν μιλώντας περί πάτρης.

-Ομως εγώ στη γειτονιά  πολλούς γνωστούς ερώτησα
Κι από τις απαντήσεις τους στο λέω πως αρρώστησα.
Ελεγε άλλος το μακρύ και άλλος το κοντό του
Ομως κανείς δε μίλησε για το Συνέδριό του.

-Αλήθεια μωρέ Γιάννο μου και συ έκανες γκάλλοπ;

-Και σ' όσους τρώνε ταραμά,κι όσους εσθίουν σκάλοπ.

-Και τι σου είπανε; Για πες, θα έχει ενδιαφέρον.

-Και πρώτα επλησίασα ένα  ογδοντάρη γέρον.
 «Ποιο γεγονός σημαντικό για τον Ελληνισμό
θα γίνει;»Τον ερώτησα θωρώντας τον κατάματα
«Αφού όλα αποτύχανε τ’ άλλα», μου λέει, φάρμακα,
θα δοκιμάσω τοτε εγώ και τον σιναπισμό.»
Κατόπιν στο χασάπη μου επήγα βιαστικός
Και του ’πα "Για τους Ελληνες μεγάλες θαν' οι
μέρες
Του Νοεμβρίου και αρχών Δεκέμβρη ειδικώς.
Πες μου λοιπόν, να χαίρεσαι τις τόσες σου μαχαίρες,
Ξέρεις γιατί;" "Και βέβαια", μου λέει χαρωπός,
" Γιατί έξη σεντσια ο κιμάς θα πέσει ο νωπός".
Κάτωχρος απ’ τον πόνο μου επήγα στο γιατρό μου.
Αυτός σα μ' είδε,νόμισε πως ψάρεψε πελάτη
Κι άρχισε να χαμογελά. Μα εγώ "Βρε Ιπποκράτη
Για πες μου σε παρακαλώ τι ξέρεις για του Απόδημου
Ελληνισμού το μέγιστο που θα γενεί συνέδριο;"
Και μούπε "Ξέρεις,κατ’ αυτάς με ενοχλεί το πόδι μου.
Αυτό συμβαίνει όταν καιρό πολύ δεν έχει αίθριο.
Ξεύρετε το ισχιακόν τι άτιμο πούναι νεύρο.  
Οσο για το συνέδριο, τι  να σας πω-δεν ξεύρω.»
 Από τη θλίψη αδυνατών πλέον να οδηγήσω        
Ενα ταξί εκαλεσα, εξάπλωσα οπίσω
Και "τράβα στο Ελληνικό", του είπα, "Προξενείο".   
Πάω, τους λέω "βρε παιδιά δε στέλνατ' ένα μήνυμα
να γνώριζαν οι Ελληνες το θαύμα αυτό το θείο,
Των Πανελλήνων το ιερό στην ανθρωπιά προσκύνημα;"
«Για τί μιλάτε κύριε;» μου ’παν ευγενικά.
"Για το συνέδριο μωρέ" τους λέω φωναχτά.
Κι από μια πόρτα ο Πρόξενος βγαίνοντας παραπλεύριο
Με κοίταξε παράξενα και κάνει: "Ποιο συνέδριο;"

-Παρόλα αυτά θα ’ναι πολλοί εκεί πέρα μαζεμένοι   
Κι ας λέει η κεφάλα σου εσένα η κουνημένη.    
Κι αν όχι αυτοί που ταραμά και σκάλοπίνια τρώνε
Αυτοί που ίδρωτα και βιός μασσάν των αλλουνώνε.
Τουτέστι θα ’ν’ οι Πρόεδροι κάποιων Οργανισμών
Οι υπουργοί, οι Δήμαρχοι και οι λεφτάδες όλοι,   
Και όσοι τώρα πλούτισαν και τρώνε τον σκασμόν
Και όσοι έχουν εκ πατρός γεμάτο πορτοφόλι.    
Λοιπόν, δε θάναι σύναξη αυτή των Πανελλήνων;  

-Ναι. Οχι όμως των Μακβέθ αλλά των Κυμβελίνων.

-Και τι ωφέλεια Γιάννο μου λες να ’βγει απ’ αυτό;

-Να, ευκαιρία για μερικούς θάναι για ταξιδάκια,
Γι άλλους να γίνουνε γνωστοί παγκόσμια στο λεφτό,
Και μεταξύ τους τα τρανά να γνωριστούνε τζάκια.
Μα πρώτα και καλλίτερα μπίζνες για να γινούνε
Και μπίζνες διηπειρωτικές μεγάλες να κλειστούνε.

-Γιατί για το συνέδριο τόσο αυτό είσαι είρων;
Δε θα ενωθούν οι Ελληνες νομίζεις των ηπείρων;

-Ω! κουτεντέ μεγάλε μου! Ω! αφελή Μητρούση.       
Ω! Που αλήθειες τρανταχτές είναι για σε το μούσι.  
Ω! Μήτρο καλοκάγαθε! Ω! Ελληνα καλόπιστε!   
Ω! των ιδεών των υψηλών σύντροφε συ αχώριστε!

-Σαν ήρωας με προσφωνείς αρχαίας τραγωδίας.   
Όμως σ’ αυτό που ρώτησα ακόμα ν' απαντήσεις.

-Ω! ήρωα της φτωχικής των πλούσιων κωμωδίας.     
Ω! συ αχτίδα Ανατολής στο γέρσιμο της Δύσης.    
Ω! συ αθώε Μήτρο μου!

-Μ’ έσκασες. Θα μου πεις;

-Αλλά, ρε χαζομήτρακα, ρε αποξεκουτιασμένε,
Βρε της Ελλάδας οι Ελληνες δεν το μπορούν χαμένε
Και καρτερείς να ενωθούν οι Ελληνες της γης;

-Καλά το λες. Ω! τι κακό και τούτο πουν’ αλήθεια.
Θε μου και τι δε θάκαναν οι Ελληνες ενωμένοι!
Αν μια καρδιά εχτύπαγε σε όλων τους τα στήθια!
Αν σε φατρίες φθοροποιές δεν ήταν χωρισμένοι.

-Και που υποθέτεις μοναχά, μακριά είσαι νυχτωμένος.
Βρε χάχα πότε οι Ελληνες μόνιασαν μεταξύ τους;
Ποτέ. Κι αυτή είναι όλη τους η χάρη και το σθένος.
Κι έτσι την ιστορία τους γράψαν την ένδοξή τους.
Απ’ τους αρχαίους τους καιρούς το ίδιο μέχρι τώρα,
Απ’ τον καιρό του Όμηρου και του Θεμιστοκλή.
Με χωριστούς τους έλληνες πάει μπροστά η χώρα
Και κάθε άλλη άποψη, ύποπτη και σαχλή.
Αυτός είναι ο έλληνας. Και ό,τι η Φύση πλάσει
Συνέδριο δεν το μπορεί κανένα να χαλάσει.

-Και λες πως το συμβούλιο αυτό τζάμπα θα γίνει ;

-Γιάννης κερνάει βρε χαζέ-δε στόπα;-Γιάννης πίνει.

-Και με τα ρούχα τα καλά που ’βαλα τι θα γίνει;

-Βγάλτα και σ’ ένανε φτωχό αν θέλεις θα τα δώσουμε.
Αν πάλι θες να πας εκεί,  τράβα και ξεφορτώσου με.

Αχ βρε Συνέδριο τρανό
Παγκόσμια Ελληνικό
Το κέφι δε σου κάνω-
Με χάνεις και σε χάνω.

Αχ πατρίδα μου καλή
Το Συμβούλιο σ' ωφελεί
Τόσο όση ωφέλεια θα ’χει
Απ' τη χάλαζα το στάχυ.

Και θα στείλει το Ελ Ει
Στρατιές πλουσίων Γραικών
Και τα πλούσια τα ελέη
Παχυσάρκων γυναικών.

Και θα πάει και η ΕΡΤ
Τη φιγούρα της να κάμει
Και θα γίνουνε και φλερτ
Και μπορεί κάνα δυο γάμοι.

Και θαρθούν εκ της Αγγλίας
Κυπροάγγλοι μερικοί
Που απ' της Κοινοπολιτείας
Βγαίνοντας τη φυλακή,

θα κοιτάξουν να μας χώσουν
Μες σε κείνηνε και μας
Και μετά να μας φορτώσουν
Κάποιον κύριο Ντενκτάς.

Και θαρθούν απ' τη Γαλλία
Με φινέτσα Γαλλική
Ελληνες που τη φιλία
θέλουν τη Γαλατική,
 
Ωστε να μπορούν οι Γάλλοι
Να μας λεν λόγια παχιά
Μα στην πράξη-τέτιο χάλι
Να χαδεύουν την Τουρκιά.
 
Και θα παν από Ευρώπη
Και θα παν από Ασία
Και θα νιώσουν όλοι οι τόποι
Των Ελλήνων απουσία.

Κι από Αφρική, Αυστραλία,
Κι από την Αμερική,
Υποκείμενα παντοία
Θα συναθροιστούν εκεί.

Και θα έχουν οι Αυστραλέζοι
Μερινός παπλώματα
Και θα έχουν οι Κινέζοι
Κίτρινα τα σώματα.

Θα φορούν οι Μεξικάνοι
Τις φαρδιές τις μπέρτες τους
Που αν το βράδυ κρύο κάνει
θαχουν για κουβέρτες τους.

Θ’ αφιχθούν εκ της Ινδίας
πατριώτες στην Ελλάδα
και πολλοί λόγω θρησκείας
θα κρατούν και μια γελάδα.

Κι αν κανένας κάποιον δει
Καναδό παλιόφιλο,
Μες στο χέρι θα κρατεί
Ενα πλατανόφυλλο.

Και αν άρρην ή θηλεία
Καφεδάκι θα μυρίζει
Τότε απ’ τη Βραζιλία
Οπωσδήποτε γυρίζει.

Κι απ'τη Ντώϋτσλαντ θαρθούν
Στρατιές ανθρακωρύχων
Κι οι ταλαίπωροι θ’ ακούν
Μηχανών κι εδώ τον ήχον.

Και θα κοπιάσουν κι Ελβετοί
Να τρώνε ομοτράπεζα
Μ' ανθρώπους που δεν έχουν δει
Ποτέ τους μία τράπεζα.

Οι Ρώσσοι θα μας λένε "ντα"
Κι εμείς θα τους φοβόμαστε
Και στης Ευρώπης τα βρακιά
θα πάμε να κρυβόμαστε.

Οι Γιαπωνέζοι νο και γιο
Και το και γι και ότα
Κι ενώ αυτοί θα λεν αυγό
θα εννοούμε κότα.

Να! και θάρθουν κι Εσκιμώοι
Με το φώκινο παλτό
Και καθείς ψάρια θα τρώει
Και θα πίνει παγωτό.

Κι οι Νορβηγοελληνίδες
Για του έρωτα το σοκ
θα φλερτάρουν τους νταήδες
Της Νου Δου και του ΠΑΣΟΚ.

Θα χορεύουν οι Αργεντίνοι,
Οι Κουβάνοι θα γλυκάζουν,
Και τα μελαψά τα σμήνη
Των Λιβύων θα μας τρομάζουν.

Κι όταν θέλουν ν' αγοράσουν
Σολωμό ή έλαιο
Οι Αραβες θα μας χορτάσουν
Καθαρό πετρέλαιο.

Θάρθει κι ο Ιάκωβος μας
Ο Αρχιεπίσκοπος μας
Να βλογήσει το Συμβούλιο
Και το γεύμα το Λουκούλλειο,

Και εγγύηση θε να ’ναι
Πως καλά όλοι θα φάνε
Εκεί μέσα όσοι βρεθούνε
Και Συμβουλιοποιηθούνε.

Και ο Στεφανόπουλός μας
Πρόεδρος αυτός δικός μας
θα πασκίζει ουδετερότητα
Να μας δείχνει για ταυτότητα.

Και του σεβάσμιου θαρθεί
Εκπρόσωπος Πατριάρχη
Και με τους λατινόφερτους
σκληρή θ’ αρχίσει μάχη.

Κι ο Κληρίδης με λίρες στην τσέπη
Σαν ακούει Ενώσεως σενάριο
Μυρωμένα λουλούδια θα δρέπει
Και θα τρέχει σα να ’ναι παιδάριο.

Και οι Κύπριοι κι οι Έλληνες πάλι
Στου Συμβούλιου μέσα τη ζάλη
Ευκαιρίας δοθείσης-τί χάνουνε;-
Συζητήσεις και πάλι θα κάνουνε
Κι ευτυχείς θα μας πούνε
Πως ξανά συμφωνούνε…


Όμως πολύ θα παιδευτεί ο Αντρέας υποθέτω
Μήνυμα στο Συμβούλιο να στείλει ο καψερός
Γιατί έχει αντίς γαρούφαλλο ασφόδελο στο πέτο
Και πλέον για μηνύματα ούπω-αλί- καιρός.
Ομως σαφώς εδήλωσε ο Νιώτης, πως ο Αντρέας
Οσο πετσιού και κόκκαλου ανάμεσα έχει κρέας
τρόπο θα βρει ένα μήνυμα να στείλει στους συνέδρους.
Ίσως δυνάμεις να κρατεί μόνο γι αυτό εφέδρους
Η κι ίσως καθώς πρόχειρο τον έχει εκεί κοντά του
Τον Άγγελο του φύλακα στους Αποδήμους πέμψει.
Μα αν διαβόλου άγγελος κοντά του έχει κονέψει
Και πάει στο Συνέδριο και χώσει την ουρά του…

-Με ή χωρίς τη συνδρομή και του δικού του ρόλου
Ετούτο το Συνέδριο θα πάει κατά διαόλου
Αφού ειν' ένα Συνέδριο άχρηστο στην πατρίδα.
Ο,τι δεν έχει του Λαού την ευλογιά μαζί του
Σα να μην ήταν, χάνεται στα βάθη του Αγεννήτου.
Αν ο Άγγελος απ’ του θεού ειν’ όμως τη μερίδα,
Φοβάμαι, ως άλλος Γαβριήλ μήπως μαζί του πάρει
Απ’ τα λουλούδια τα πολλά που είναι στο κομοδίνο
Λευκότατον και γόνιμο κάποιον ωραίο κρίνο,
Και στο Συνέδριο μπροστά φουριόζος μη φανεί.
Τότε φαντάζεσαι κακό που έχει να γενεί;
Έγκυες θ’ απομείνουνε όλες οι συνεδρίνες
Και συνεδριάκια θάχουμε μετά εννέα μήνες.
Χώρια που κάθε σύζυγος θα έχει εκμανεί
και της Ελλάδας για πολύν καιρό θα της φορτώνεται.
Σκέψου απ' αυτό ο Τουρισμός πόσο θα ωφεληθεί.

-Αλλα ωφέλεια σίγουρα έχει και το Ελ Ει
Από τους χάρτες τους πολλούς που έχουν πουληθεί.
Γιατί ολ' οι εδώ οι Ελληνες παίρνουνε χάρτη λέει,
Γυρεύοντας να μάθουνε πού ειν' η Σαλονίκη.
Στη Βουλγαρία νομίζουνε κάποιοι ότι ανήκει,
Αλλοι ότι πρωτεύουσα είναι της Ρουμανίας,
Και μερικοί να τηνε βρουν ψάχνουν μετά μανίας
Πέρα στη Βόρειο Ηπειρο, στης Αλβανίας τα χώματα.

-Σταματα πια και πάλι μη τις γκρίνιες αρχινάς.
Και συ όταν πας σε κτίριο με είκοσι πατώματα
Πολλές φορές ποιόν όροφο γυρεύεις δεν ξεχνάς;
Με τη βοήθεια του θεού στο τέλος θα τη βρούνε
Κι εκεί ελληνικώτατα θα συνεδριαστούνε.

Και ληξιαρχείο θα φτιάξουνε
Του Ελληνισμού μας όλου
Και τα στοιχεία θα γράφουνε
Κάθε Ελληνος χαχόλου.

Κι αν κανένας αμφιβάλλει
Αν πεθαίνει η αν ζει
Του ληξιαρχείου τα φώτα
θα πηγαίνει να ζητεί.

Κι έτσι όπως εκεί μέσα
θα υπάρχουνε γραμμένοι
όλοι όσοι κατοικούνε
έλληνες στην Οικουμένη,

θα γνωρίζουμε αυτομάτως
βλέποντας σε μιαν οθόνη
πόσοι είναι των αρχαίων
των φωτοδοτών οι γόνοι.

Και χωρίς κόπο κανένα
στην εντέλεια θα γνωρίζουμε
πόσοι τα νεοπλασμένα
Σκόπια δεν αναγνωρίζουνε.

Και θα μάθουμε σαφώς
πόσα όντα πα στη γη
της διχόνοιας εντός τους
επωάουν την πληγή,

και θα ξέρουμε βεβαίως
τελικώς κι αναντιρρήτως
πόσα θηλυκά στον κόσμο
συνουσιάονται αθεμίτως.
 
Και να δούμε θα μπορούμε
Με μια μόνο μας ματιά
Αεργοι πόσοι υπάρχουν
Πα' στη γη μας την πλατιά.

Πόσοι είναι φανφαρόνοι,
Πόσοι ειναι εγωιστές,
Πόσοι η ομάδα τους σα χάσει
Εχουν μαύρες και κλειστές.

Πόσοι γράφουν στα παληά τους
Τα παπούτσια τον καθένα
Και πιστεύουν στον εαυτό τους
Μοναχά κι άλλο κανένα.

Πόσοι ζούνε δίχως νόμο
Κι υποχρέωση καμία-
Πόσοι αυτό μόνο θαρρούνε
Πως θα πει ελευθερία.

Πόσοι είναι που ασυστόλως
Γράφουνε ποιήματα.
Πόσοι με κλειστά τα μάτια
θάμπουνε στα μνήματα.

Πόσοι είναι που για κείνους
Η ζωή ειν' ένα όνειρο.
Πόσοι μ' ύφος σε κοιτάζουν
Πάντοτε παμπόνηρο.

Πόσοι όταν λεν Πατρίδα
Εννοούν μονάχα τσέπη
Πόσοι κάνουν ό.τι θέλουν
Και ποτέ τους ο,τι πρέπει.

Και να ξέρεις από τώρα ότι δε θ' ανήκουμε
Σε πατρίδα ή σε κράτος ή σε άλλο τι κοινό
 Κι όσα ξέραμε ως τώρα όλα θα τ' αφήκουμε
Οσα μας θυμίζουν τζάκι άσημο ή ταπεινό.
 
Απ' το ευτυχές εκείνο το ημερονύκτιο
Που θα υλοποιηθούνε του Συμβούλιου τα γραφτά
θα ανήκουμε σε κάποιο, Μήτρο, ανθρωποδίκτυο.

-Κοίτα Γιάννο να κρατάμε ένας άλλονε σφιχτά
Να μην πέσουμε καημένε μες από τις τρύπες του
Μιας κι αυτό πυκνό δε θάναι όσο ήταν του Ηφαίστου.
.
Και ξέρεις τι σημαντικό θα γίνει Γιάννο άλλο;
Αυτό το νέο το πιο καλό είναι και πιο μεγάλο.
Λένε πως το Συνέδριο απόφαση θα βγάλει
Στων ψηφοφόρων μας κι εμάς το σώμα να μας βάλε ι.
Και τότε θα ψηφίζουμε, λέει, μ' επιστολές.

-Πρωθυπουργός τότε θα βγεις αν είναι όπως τα λες.

-Πώς;     

-Να! θα γράφω γράμματα με διάφορα ονόματα
Και θα τα στέλνω στα ιερά Ελληνικά τα χώματα
Δηλώνοντας εσένανε σε όλα πως ψηφίζω.

-Πως θα ’ναι αυτό λυσιτελές όμως δεν το νομίζω.
Γιατί μπορεί κάποιος εκεί τα γράμματα να παίρνει
Και όχι στο εκλογικό το κέντρο να τα φέρνει
Αλλά, δικός μου αντίπαλος αν είναι, να τα σκίζει

-Αν είναι νάβγαινες εσύ πρωθυπουργός, αξίζει.
Αλλά για δες. Πριν γίνει καν για αυτό καμιά συζήτηση
Εμείς σε δρόμων πονηρών βγήκαμε αναζήτηση…
Η ώρα όμως πέρασε κι άρχισε να νυχτώνει.

-Ναι. Πάμε. Η ώρα πέρασε κι έχουμε μείνει μόνοι.

(Και φύγανε καθένας στη δουλειά του
Κι οι πρόγονοι τους βλέπαν από κάτου)










ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ
("Ασπρα μαλλιά στην κεφαλή
Κακά μαντάτα στη Βουλή"
Παροιμία)


(Ο Γιάννος και ο Μήτρος κουβεντιάζουν
Και όλα κι όλους άφοβα σχολιάζουν)

-Ακουσες Γιάννη τι εχτές έγινε στη Βουλή;

-Ναι. Και το είδα. Επίτηδες ο ίδιος πήγα εκεί.
Αλλά κι εσύ δεν είχες ’ρθει; Νομίζω σ' είδα κάπου..

-Οχι. Εχτές περπάτησα μέχρι του Φιλοπάππου.

-Μονάχος;

-Οχι βέβαια. Ηταν μαζί μου η Νότα.
Και χτες ρομάντζα ήθελε, κατά τα ειωθότα.
Ομως εμπρός! Για τη Βουλή άρχισε να μου λες-
Νότες υπάρχουνε πολλές. μα ούτε δυο Βουλές.


-Σωστά. Χτες πήρανε λοιπόν πάλι φωτιά τα τόπια
Γιατ' ήταν η συζήτηση πούγινε, για τα Σκόπια.

-Ε, τι; Ετσακωθήκανε;

-                              Και βέβαια. Οπως πάντα.
-Πες μου, του ήρθε κανενός στην κεφαλή του τσάντα;

-Οχι. Ετσακωθήκανε μονάχα με τα λόγια.

-Χρόνια να δω έχω γροθιές. Γιατί;

-                                               Βρε κουτομόγια
Η Ευρώπη απαράβατον τους έχει θέσει όρον:
Το χρήμα κόβει αν στη Βουλή μαλώσουν κατά κόρον.

-Τώρα λοιπόν τσακώνονται χωρίς γροθιές και ξύλο;

-Ναι. Κι ο ένας κάνει τ' αλλουνού μάλιστα και το φίλο.

-Αλλιώς δεν έχει χρήμα, ε;

-                                          Καθόλου. Ούτε σέντσι.

-Λοιπόν για λέγε, τί έγινε; Ακούω, ας είναι κι έτσι.

-Σούπα λοιπόν, το θέμα χτες ήταν το Σκοπιανό.
Γι αυτό κανένα έδρανο δεν ήταν αδειανό .
Βλέπεις πως μιας και ήτανε το θέμα σοβαρό
ν’ ακούσει δεν περίμενε κανείς κάτι ανιαρό.
Αλλά  τα καταφέρανε του Εθνους οι Πατέρες
Σαν τις υπόλοιπες κι αυτήν να τηνε κάνουν μέρες.
Και μη διαθέτοντας ντροπή, φιλότιμο και τσίπα
Κάναν και χτες μες στο νερό μία μεγάλη τρύπα.
Στην άκρη παρατήσανε το θέμα το μεγάλο
Και πάλι καταπιάστηκαν μ' ό,τι μικρό και φαύλο.
Μίλησε πρώτα ο Σαμαράς. Και είπε ότι όταν
Για Σκόπια έλεγε ο Ψηλός ότι ενδιαφερόταν,
Μόνο για τα πετρέλαια γνοιαζόταν στην ουσία.

-Τον κατηγόρησε λοιπόν ευθέως για προδοσία.

-Ναι. Μα μιλώντας ύστερα, ο Μητσοτάκης τώρα,
Τα ίδια ανταπόδωσε στο Σαμαρά τα δώρα.
Τούπε ότι εμάσησε κι αυτός απ’ τον ΟΤΕ,
Κι έτσι να μη μιλάει.
-                                Ποιος;
-                                          Ο Σαμαράς κουτέ.
Και ο Ψηλός προχώρησε και τούπε μέσα στ' άλλα
(Τουτέστιν είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα)
Πως αποστάτης ήτανε, γιατί από τη δική του
Εφυγε την κυβέρνηση, μ’ άλλους δυο τρεις μαζί του.

-Θα το περίμενες εσύ, ο τόπος τούτος 'δω
Το κάθε τι αποβάλλοντας που ως τώρα είχε καλό
Προδότες νάχει γι αρχηγούς πολιτικών κομμάτων;
Αχ.' Ας γεννιόταν και σε μας θεέ μου ένας Κάτων!

-Φαίνεται είναι η εποχή τώρα των Κατιλίνων.

-Ω! Μοίρα κακοδαίμονη των δύστυχων Ελλήνων!. Λοιπόν μετά ποιός μίλησε;

-                                        Ο Παπανδρέου.

-                                                              Αλήθεια!;
Μη μου το λες. Πώς κι η φωνή του βγήκε από τα στήθια;

-Δύσκολα. Ομως  τάχανε σοφά σχεδιάσει όλα.
Σ' ένα φορείο τον είχανε δεμένον με λουρίδες.
Και όταν ήρθε η ώρα του, τον πήραν δυο νταήδες
Κι ορθόν πάνω τον στήσανε στο βήμα της Βουλής.
Ετσι ορθός πως στέκονταν δε μπόρειες ν' αρνηθείς. Δέσαν μετά στα χέρια του κλωστές λεπτές τα μάλα
Ωστε να μη διακρίνονται πολύ από τη σάλα.
Και κάποιος από πίσω του ρύθμιζε τις κινήσεις. Κλωστίτσες εκολλήσανε στα χείλια του επίσης.
Κι ένα μπροστά στο στήθος του και από πίσω ένα Μεταλλικά του είχανε δυο φύλλα εφαρμοσμένα.
Κι όταν λοξά τους κοίταζε, σήμαινε "θα μιλήσω".
Εκείνοι τότε πίεζαν τις πλάκες μπρος και πίσω,
Και ο αέρας σπρώχνονταν, έφτανε ως τα χείλη,
Κι έβγαινε από την τεχνητή που εκείνα φτιάχναν πύλη.
Πρώτο που θέλησε να πει, ήταν πως θετικό
Ήταν το βήμα πούκανε αυτός στο Σκοπιανό.
Και τότε μια αξεπέραστη συνέβη εμπλοκή,
Γιατί τη λέξη "θετικό" δε μπόρειε να την πει.
Αντί για "θετικό" να πει, έλεγε "θατικό".
Και ξέρεις γιατί γίνονταν ετούτο το κακό:
Γιατί το είχε η γλωσσά του συνήθειο πλέον πάρει
Μετά το "θήτα" πάντοτε το "άλφα"  να κοτσάρει.
Και όλο "θα" και "θα" και "θα" πως νάβγαινε το "θε".
Είναι δευτέρα φύσις μας η έξις ω! ’γαθέ.
Και κάποιοι αφού διευκρίνισαν τί ήθελε να πει,
Μετά ευθύς προχώρησε. Και δίχως μια ντροπή Ανεύθυνος μας δήλωσε ότι ο Εβερτ είναι
(Κι ο δόλιος πού την κεφαλήν δεν έχει πλέον κλίναι
Γιατί με βέλη απ' τ’ άλυπο της κριτικής το τόξο
Και από μέσα βάλλεται κι όχι μονάχα απόξω).

-Ωστε όχι φάρα προδοτών έχουμε μοναχά
Μα κι ανεύθυνων ηγετών τον φθοροποιό βραχνά…

-Μετά ο Αντώνης μίλησε πάλι ο Σαμαράς
Κι αφού δηλώσεις έκανε διαφόρους σοβαράς,
Αστοχον χαρακτήρισε τον κάθε χειρισμό
Που έχει ο πρωθυπουργός κάνει για Σκοπιανό.

-Κι απόφαση ποια βγάλανε; Τί είπαν θ' απογίνει;

-Απόφαση δε βγάλανε. Αυτό πότε έχει γίνει;

-Μα τότε τί τους θέλουμε αν δεν αποφασίζουν;
Ο ένας τον άλλο μοναχά τους έχουμε να βρίζουν;
Καλλίτερα να φύγουνε. Να διαλυθεί τελείως
Το Σώμα που υπό διάλυσιν είναι και τώρα αισίως.

-Αυτό που είπες τώρα δα, παίρνει νερό πολύ.
Μπορείς Ελλάδα να σκεφτείς ποτέ χωρίς Βουλή;

-Ναι. Δίκιο έχεις. Η Ελλάς αλλιώς δεν περπατεί.
Μα όσο κι αν το σκέφτομαι, δε βρίσκω το "γιατί".

-Βρε αν δεν υπήρχε η Βουλή θάχαμε βουλευτές;

-Και βέβαια δε θάχαμε.

-                               Ωραία. Και δε μου λες
Χωρίς Βουλή και βουλευτές, θάχαμε βουλευτίνες;

-Οχι. Θα τις εστέλναμε στο διάολο κι εκείνες.

-Κι αν κάποτε, ο μη γένοιτο, ο Αντρέας μας πεθάνει,
Κι αφού η τηλεκάμερα στην Κόλαση δε φτάνει,
Κι αφού ο Αντρέας Πρόεδρος δε θάναι του ΠΑΣΟΚ
(Αλήθεια τι δυσβάστακτο για την υφήλιο σοκ!),
Και η Μιμή στο πλάι του δεν θα ποζάρει πλέον,
Πώς τότε θα θαυμάζουμε το σώμα της τ' ωραίον;
Μα υπαρχούσης της Βουλής, πατάς ένα κουμπί
Και να οι καμπύλες της Μιμής επάνω στο γυαλί.

-Αλλά νομίζω Γιάννη μου, δεν είναι βουλευτίνα.

-Α! Ωρε Μήτρο! Βρε πού ζεις; Εδώ βοά η Αθήνα
κι εσύ ακόμα βρίσκεσαι στο "δεν" και στο "νομίζω".

-Αλλά δεν είναι Γιάννη μου, όσο εγώ γνωρίζω.

-Δεν είναι, αλλά σύντομα θα είναι, δίχως άλλο.
Γιατί εκτός απ' τ' άλλα της, και ρεύμα έχει μεγάλο.

 -Προς την κατεύθυνση η Βιβή λοιπόν αυτή κινείται;

-Κινείται προς πολλές μεριές, αν και σε μία κείται.
Ή μη δεν ξέρεις αύριο συνέντευξη πως δίνει;

-Δεν τόξερα. Και τί θα πει;

-                                        Ο,τι είπε και η Φρύνη.
Μα κύρια θ' αμυνθεί.


-                                Τί είπες; Θα γδυθεί;

-Οχι βρε Μήτρο. Θ' αμυνθεί για όσες κατηγόριες
Τον τελευταίο τον καιρό της δώσαν στενοχώριες.

-Και θα μιλήσει φυσικά για τις φωτογραφίες..

-Το κύριο θάναι θέμα της μ' άλλες μαζί αηδίες.
Η Μπουμπουλίνα άραγε, του Σούλι οι ηρωίδες,
Οι Αγιες Ζαλογγίτισσες, κι οι τόσες Ελληνίδες
Που δώσανε ό,τ' είχανε για την πατρίδα Ελλάδα,
Τάχα από του Παράδεισου μικρή μια χαραμάδα
Μπορούν να βλέπουνε στη γη;.. Κάλλιο να μην μπορούνε.

-Στους άντρες όμως Ελληνες θ' αρέσει ό,τι δούνε.

-Δεν ξέρω τι θα κάνουνε οι άντρες σαν και σένα.
Για μια γυναίκα μοναχά πονεί η ψυχή μου εμένα.
Αχ! Ρηγανοκεφτέδισσα εσύ κυρα-Μαρίκα!

-Τον Μητσοτάκη την κυρά! Αυτήνε λες! Το βρήκα;

-Αυτήνε, ναι. Που απ’ τη στιγμή που η αδιαντροπιά
Βγήκε στη φόρα της Μιμής, αυτή, σωστή κυρία
Και τη ντροπή της χώρας μας για να ισοφαρίσει,
Δύο φουστάνια να φορεί έχει από τότε αρχίσει.
Εύχομαι αύριο η Μιμή να βγει μία η γιάλλη
Ωστε κι αυτή το δεύτερο φουστάνι να το βγάλει.
Με τούτα όμως και μ’ αυτά έχω πολύ αργήσει
Και αφορμή τ' αφεντικό ζητάει να μ’ απολύσει.
Φεύγω γιατί έφαγα σχεδόν ώρα μισήν εδώ.

-Γεια σου.

-               Αντίο φίλε μου. Και να σε ξαναδώ.

-Μόνο Γιαννάκο μια στιγμή. Να σε ρωτήσω κάτι.

 -Για Παπανδρέου; Γιά Σαμαρά; Για Εβερτ; Μητσοτάκη;

-Οχι γι αυτά βρε αδερφέ.. Να…

-                                             Μήπως για το ΝΑΤΟ;
Για την Ευρώπη; Για ΕΟΚ;..

-                                            Οχι γι αυτά Γιαννάκο.

- Πες το λοιπόν και μ' έσκασες. Ποιαν έχεις απορία;

-Να… Λες να δείξει αύριο και τη φωτογραφία;!
 














ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Ο Μητρός να γενεί  θέλει πολίτης
Κι  ο Γιάννος ξεσπαθώνει  σαν Θερσίτης)

ΓΙΑΝΝΟΣ
(Μιλάει θαρρώντας ότι είναι μόνος,ενώ ο Μήτρος τον ακούει, αθέατος από αυτόν)

Βρε κιόλας πώς επέρασε σχεδόν δεκαετία
Που άφησα την Ελληνική κι εγώ Δημοκρατία
Και μια φορώντας μοναχά μπλούζα, κι αυτή αμάνικη
Στη χώρα την ελεύθερη ήρθα την Αμερκάνικη…

Βρε δέκα πώς περάσανε χρονιές αφότου ο Μέγας
Ωκεανός μ' είδε κι εμέ πάνω του να περνώ
Κι ενώ το αερόπλανο κατάπινε τας λεύγας
Εγώ είχα την αίσθηση πως τότε δεν γερνώ…

Αφότου η πατρίδα μου μου είπε «τραβά χάσου»
Κι εγώ υπάκουσα χωρίς αντίρρηση κι ευθύς,
Και με παρέα μόνη μου τα σάλια του Πηγάσου
Έφυγα τόνους παίρνοντας μαζί μου και κριθής…

Βρε κοίτα πώς περάσανε πεντάδες χρόνια δύο
Αφότου δίχως να μου πουν ή να ειπώ αντίο
Πήρα τα μπογαλάκια μου κι ήρθα στις ΕΠΑ τσιφ
Χωρίς ένα παράπονο, χωρίς να κάνω κιχ.  

Και κοίτα πώς με διώχνουνε τώρα και από δω
Και άντε άλλη θάλασσα να βρω και άλλη οδό…
 
Βρε κοίτα πώς επέρασε μία δεκαετία
Αφότου τη μεγάλη μου άφησα πελατεία
Αφότου άφησα να κλαιν τους πατριώτες όλους,
Αφότου άφησα κλεψιές και ατιμίες και δόλους-

Που στην ωραία ακώλυτα τη χώρα μου ανθούν-
Αφότου αφήκα τον γλυκύ της χώρας μου τον χουν
Και ήρθα και την άραξα στου Βάλλεϊ την κοιλάδα
Που κάνει μια η συννεφιά και δέκα η λιακάδα…

Αφότου η Ελλαδίτσα μου η παρά θιν' αλός
Ξυπόλητη μία κλωτσιά μου έδωσε στα νώτα
Που "ευτυχώς" εσκέφτηκα "δεν είμαι Ιταλός
Αλλιώς η πού ’φαγα κλωτσιά θα ήταν από μπότα».  

Βρε κοίτα πώς περάσανε δέκα χρονιές δω πέρα
Χωρίς να δω άσπρη κι εγώ ποτέ μου μιαν ημέρα
Χωρίς του φίλου τη χαρά, χωρίς της ζήσης δώρα
Σε θύελλα από θύελλα, σε μπόρα από μπόρα,

Βρε πώς περάσαν με χολή και ξύδι τόσα χρόνια
Χωρίς να βλέπω ζωντανά, χωρίς να βλέπω αλώνια
Χωρίς να τρώω ταραμά, χωρίς να κλέβω φόρους,
Χωρίς παζάρια ν’ αρχινώ ατέλειωτα μ’ εμπόρους…

Χωρίς να βλέπω καφενέ, χωρίς να παίζω ζάρια
Χωρίς να βλέπω άπλυτα Ελληνικά ποδάρια,
Χωρίς να βλέπω ψέματα μες στις εφημερίδες
Χωρίς δίπλα στη θάλασσα ρετσίνα και μαρίδες…

Και αν δεν πήγαινα προχτές στο σπίτι του Βαγγέλη
Που μπόλικο έχοντας παρά πιάνει και τον Αντέννα
Τότε και το τσερβέλο μου τις σκέψεις δε θα 'γέννα
Που ’γραψα εδώ και που εσείς διαβάζετε εν τέλει.

Γιατί εκεί είδα πολλούς γνωρίμους παλαιούς μου
Να παρελαύνουν στης τι-βι επάνω το γυαλί
Και από κει αμπάριζα πήρε και βγήκε ο νους μου
Και τέτοια τώρα πράγματα η πέννα μου λαλεί.

Και βλέποντας μες στο γυαλί παράπονο με πήρε,  
Και για να μη δακρύζω εμπρός στη σπιτονοικοκύρισσα
Το σπίτι τάχα για να δω έκανα μία γύρα
Ωσπου με μούρη στην τι-βι στεγνή εξαναγύρισα.

Και θύμησες μου ήρθανε και μούρθαν απορίες
Μεγάλες και μικρές
Όπως ας πούμε αυτές.
Άραγε ακόμα εραστές έχουνε οι κυρίες;

Αραγε η Κυβέρνηση κλέβει στα φανερά;
Ακόμα πλημμυρίζουνε τα υπόγεια τα νερά;
Ακόμα βάζουνε φωτιές οι οικοπεδοφάγοι;
Απ' τους παπάδες πιο σεμνοί ακόμα είναι οι τράγοι;

Ακόμα ο πολύς λαός παιδεύεται απ’ τη φτώχεια;
Ακόμα είναι όμορφα εκεί τα πρωτοβρόχια;
Ακόμα οι δημόσιοι οι υπάλληλοι πεινούν;
Ακόμα οι αγρότισσες μονάχες τους γεννούν;

Ακόμα λένε ψέματα γιατροί και δικηγόροι;
Ακόμα θέλουν οι έλληνες να κάνουνε αγόρι;
Ακόμα βασανίζουνε τον κόσμο οι απεργίες;
Ακόμα οι περσότερες οι μέρες είναι αργίες;

Ακόμα οι τσαντάκηδες απ’ τις γριές βουτούν;
Ακόμα οι πατριώτες μας συγγνώμη δε ζητούν;
Ακόμα οι ανώμαλοι πηγαίνουνε στο ΡΕΞ;
Ακόμα οι χωροφύλακες πουλιούνται για το σεξ;

Τ’ αδέρφια ακόμα κλέβουνε των αδερφών τα σπίτια;
Ακόμα από την Τράπεζα τους παίρνουν τα λεφτά;   
Και πείθουν τη μητέρα τους με χίλια δυο τερτίπια  
Τον εμιγκρέ το γιόκα της να μη τον θέλει πια;

Κι απ’ τον γονιό κλέβουν οι γιοι εικοσαριές χιλιάδες
δολάρια, και τα δίνουνε στους θείους και στις θειάδες;
Και συμμαχία όλοι αυτοί ενάντια συστήνουν
στον εμιγκρέ, και του σογιού την αγιοσύνη σβήνουν;

Κι όσους στην ξένη γράφουνε οι εμιγκρέδες στίχους
στην αδερφή τούς στέλνουνε ώστε να τους φυλά,
σε αναιτίου υπείκουσα ενός εκείνη μίσους
στις φλόγες του πανάκριβου τζακιού της τους πετά;

Και σ’ αγαθά προσβλέποντας ανίερα δικά του
και γράφοντας  στα πιο παλιά τα υποδήματά του
την ιερή τη θέληση του σεβαστού πατέρα,
ο αδερφός τον αδερφό τον κάνει απ’ όλα πέρα;  
Τι ερώτησεις! Μα κι εγώ πώς πήγα και θυμήθηκα
Τα βρώμια όλα της παλιάς πατρίδας και τ' ανήθικα;
Και τάχα αυτοί καμιά φορά που ’χουνε μείνει πίσω
Ανάμεσα στο ένα τους και στ’ άλλο το πιοτό
Αναρωτιούνται που και που αν πίσω θα γυρίσω
Για να με ξαναδιώξουνε και πάλι σηκωτό;
Θυμούνται την ασκήμια μου; Τ' ανύπαρκτα μαλλιά μου;
Τα γούστα μου; Τα έργα μου; Την αναπαραδιά μου;

Μα να τελειώσω πρέπει εδώ-ο γέρος από κάτου
Πάλι τσιγάρο άναψε και όλος ο καπνός-
Ο αραχνόφαντος αυτός μεσίτης του θανάτου
Από την ανοιγμένη μου τη θύρα μπαίνει εντός

Και να την κλείσω πρέπει ευθύς χωρίς αναβολή
Γιατί μου δίνει ο καπνός ενόχληση πολλή
Και αλλεργία μου γεννά το πούσι του το γκρίζο.
Και με τις απορίες μου άλλοτε συνεχίζω.

(Την έκλεισε και έκατσε κοιτάζοντας στο άπειρο
Και τώρα έμπαινε ο καπνός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο).


ΜΗΤΡΟΣ
(μπαίνει)
Γιάννο μου άκουσα αυτά που έλεγες μοναχός σου.
Αλήθεια, έχουμε χρονιές δέκα σ’ αυτή τη χώρα.
Αν κι ήξερα, πάλι άκουσα ποιος είναι ο καημός σου
που και δικός μου είναι καημός.

-Πολλήν άκουγες ώρα;

-Ναι. Και αυτά που άκουσα ταιριάζουν στο σκοπό
αυτού που εδώ ερχόμουνα Γιάννο για να σου πω:


-Γιάννο το αποφάσισα. Θα κάνω τα χαρτιά μου
Για να γινώ Αμερικανός πολίτης.
-                                                Παναγιά μου.
Τι μεγαλεία ειν’  αυτά βρε Μήτρο που στοχεύεις;
Και   θα γενείς  Αμερκανός;  Αλήθεια το πιστεύεις;
-Και  γιατί  όχι;  Γίνανε    πολλοί γνωστοί μου ως τώρα.
Και  δρέπουν Αμερικανού πολίτη  τώρα δώρα.
Λοιπόν το αποφάσισα. Πολίτης θα γενώ.
Και  θα καλύψω ένα τρανό της ζήσης μου κενό.

Θα μπορώ να περπατάω
Με την κεφαλή ψηλά
Και η ζήση μου όπου πάω
Τιμημένη θα κυλά.

Θα ψηφίζω όχι για κάλο
έλληνα πρωθυπουργό
 μα για Πρόεδρο να βγάλω
κάποιον, Αμερικανό.

Κι όμηρον αν με κρατήσει
κάποιος αεροπειρατής
τ’ όνομά μου θα γνωρίσει
Τότε ο κόσμος παρευθύς.
 
Κι ένα μέγα θάναι έθνος-
το Αμερικανικό
που θα βυθιστεί στο πένθος
αν εν τέλει θα χαθώ.

Και καμαρωτός θα δείχνω
την καινούργια μου ταυτότητα
κι έτσι πλήρως θ' αποδείχνω
και τη νέα μου εθνικότητα.

Και θα είμαι κραταιού
κράτους μες στη γη πολίτης
και του κόσμου του σκαιού
δε θα είμαι πλέον αλήτης.

Και θα σταματήσεις Γιάννο
να μου κοκορεύεσαι
αλλά σαν Αμερικάνο
τότε θα με σέβεσαι.

Μόνο που έχω Γιάννο μου ένα δίλημμα μεγάλο
που απ’ αυτό τρανότερο δε βρίσκω να ’ναι άλλο.
Λένε αυτοί που ευτύχισαν να γίνουνε πολίτες
ότι η πρώτη ερώτηση των εξετάσεων τους
ήταν: "Και τί θα κάνατε σε πόλεμο αν πιάνονταν
η Αμερική με την παλιά που είχατε πατρίδα;"
Και τί αλήθεια να τους πω; Ν ' απαρνηθώ Γιαννάκο
τον τόπο που με γέννησε και μ’ έχει μεγαλώσει;
Δεν το μπορώ. Πάλι να πω ότι θα πολεμήσω
τον τόπο που με δέχτηκε και ζω ωραία τώρα;
Από τα δύο δε μπορώ κανένα να διαλέξω.
Τί λες και συ; Τί θα ’κανες στη θέση μου αν ήσουν;

-Εγώ και τώρα να σου πω μπορώ, πριν με ρωτήσεις:
θα πολεμήσω τη Γραικιά με νύχια και με δόντια.
Και τώρα. Ετούτη τη στιγμή, αν πόλεμος θα γίνει
εγώ θα είμαι ο πρώτος που απάνω της θα πέσω
και με μανία και με τυφλή θα τη χτυπήσω λύσσα.
Γιατ' η Ελλάδα ειν' η γωνιά του κόσμου που γεννάει
όντα τελείως διάφορα από τ’ αρχαία εκείνα,
που ’χαν μυαλό, και αίσθηση, και σύνεση, κι αντρεία.
Γιατί γεννάει απάνθρωπα, κτηνώδη, άνοα όντα.
Και τί παρά οι άνθρωποι κάνουνε την πατρίδα;
Έτσι λοιπόν με βρωμερά πλημμυρισμένη όντα
σιχαμερή και βρωμερή λογίζεται κι εκείνη.
Και θάνατος στις βρωμερές χρειάζεται πατρίδες.
Αλλιώς κάθε που μέσα τους φανεί κάτι ωραίο
λάσπη κι εκείνο και βρωμιά σε λίγο θα ’χει γίνει.
Κάτω οι πατρίδες που κοιτάν με μίσος τα παιδιά τους.
Κάτω οι πατρίδες που ’χουνε μοναδικό σκοπό τους
να πλάθουν αλλοπρόσαλλα, δυστυχισμένα τέκνα.
Που ούτε μυαλό τους δίνουνε ορθά για να σκεφτούνε
και ευνομούμενα κι αυτά να ζήσουν όπως όλοι
οι άλλοι άνθρωποι της γης. Ναι. Κάτω οι πατρίδες
που είναι μέγαιρες κακές για τ' άτυχα παιδιά τους
και που τα βασανίζουνε, και τα βαριοπληγώνουν
και που τα κατατρέχουνε και που τα εξορίζουν.
Και ζήτω η Δημοκρατική του Κλίντον η πατρίδα.
Η Αμερική των λίμπεραλς. Η Αμερική του τώρα.
Η Αμερική του αύριο. Η Αμερική η αιώνια.
Και ζήτωσαν οι ευκλεείς και ζείδωρες πατρίδες.
Και ζήτω η Αμερκάνικη μοναδική πατρίδα.
Που όχι μόνο τα παιδιά φροντίζει τα δικά της
 αλλά κι εκείνα που έρχονται ικέτες στους βωμούς της.
Ζήτω η Αμερκάνικη πατρίδα που σκοπός της
Έχει τα τέκνα της να ζουν όλα ευτυχισμένα.
Ζήτω η Αμερικάνικη πατρίδα που σαν λιόντας
τα δίκια υπερασπίζεται πάντοτε των παιδιών της.
Ζήτω του κόσμου η μοναχή για λευτεριά ελπίδα.
Ζήτω του κόσμου ο μοναχός ζυγός Δικαιοσύνης.
Ζήτω η μόνη πα' στη γη πατρίδα που απονέμει
ό,τι στο κάθε της παιδί αξίζει να λαβαίνει.
Αμερική! Αμερική! Χώρα του μεγαλείου!,
είτε αυτό είναι υλικό, ή Πνεύματος, ή Τέχνης.
Αμερική! Αμερική! Πατρίδα των πατρίδων.
Γεια σου φωλιά χαρούμενη για τα πουλιά σου όλα.
Γεια σου αποδημητικών γιάτρισσα και ταγίστρα.
Γεια σου βοηθέ του αδύναμου. Γεια σου ισχυρών η φίλη.
Γεια σου αδίκων τιμωρός. Γεια σου δικαίων προστάτις.
Γεια σου δουλειά των άνεργων. Χαρά των πονεμένων.
Γεια σου Κολόμβου γέννημα. Μέστωμα Ουασιγκτώνα.
Γεια σου των τέκνων όλων σου το πέρφανο το θρέμμα.
Γεια σου Αγγλίας ράπισμα. Κουμουνισμού το κνούτο.
Γεια σου η φωτοδότειρα και η τροφός του κόσμου.
Γεια σου η πρώτη στο Καλό, στο Υψηλό, στ' Ωραίο.
Γεια σου ο Πυγμαλίωνας του κάθε προικισμένου.
Γεια σου ταλέντων σιγουριά. Γεια σου του νου προστάτη.
Γεια σου όλων των ανθρώπινων δικαίωση των κόπων.
Γεια σου πενίας μακέλεμα. Δουλείας καταλύτρα.
Γεια σου τρανή Αμερική. Μπρος σου το γόνυ κλίνουν
Λαοί τρανοί κι αδούλωτοι-Εθνη μικρά μεγάλα.
Και η Ρωσία η κραταιή, σε προσκυνάει κι εκείνη.
Γεια σου μεγάλη Αμερική. Αν κάποτε η Ελλάδα
Με σε θα ’ρθει αντιμέτωπη, και πάλι στο δηλώνω
Από τους πρώτους μαχητής ενάντια της θα είμαι.
Δος μου ένα όπλο μοναχά και βρίσκω εγώ το στόχο.
Δώσε μου το δικαίωμα μόνο να πολεμήσω.
Σε δυο αφεντάδες δεν μπορεί κανένας να δουλεύει.
Υποκρισία και ψευτιά κρύβει μια σχέση τέτοια.
Πρέπει κανείς οριστικά και πλέρια να διαλέξει.
Κι εγώ εσένα διάλεξα. Για σε θα πολεμήσω
κι αν κάποτε το χρειαστείς για σένα θα πεθάνω.

 -Επήρες φόρα Γιάννο μου. Όμως εγώ υποβάλλω
Χαρτιά πολίτης να γενώ. Κι όχι εσύ.

-                                                    Το ξέρω.
Τι θα ’λεγα είπα μοναχά εμένα αν ρωτούσαν.

-Λένε πως να περάσουνε δέκα χρονιές θα πρέπει,
Για να ξεχάσεις εντελώς την παλαιά πατρίδα.
Εσύ προτού καλά καλά τα δέκα χρόνια κλείσεις
Οχι την ξέχασες, αλλά, την έχεις και μισήσει.

-Λάθος και πάλι έκανες Μήτρο. Ετούτα όλα
ειν’ ένα δείγμα μοναχά απ’ ότι έχεις ν’ ακούσεις
όταν τις δέκα τις χρονιές αισίως εδώ θα κλείσω.
Και να το ξέρεις, απηχώ Μήτρο μου τις απόψεις
όλων των στο Λος Αντζελες που ζούνε των Ελλήνων.

-Βλέπω όμως Γιάννο μου πολλούς έλληνες εδώ πέρα
που χρόνια έχουν είκοσι, ή και τριάντα ακόμα
Που απ’ την πατρίδα λείπουνε, κι όμως την αγαπάνε.
Γι αυτήνε πάντοτε μιλούν, πηγαίνουν και τη βλέπουν,
κι έχουνε πάντα ένα καλό λόγο γι αυτή να πούνε.
Των δέκα χρόνων ο κανών για κείνους δεν ίσχύει;

-Ολοι αυτοί συμφέροντα έχουνε στην Ελλάδα.
Γι αυτό και πως την αγαπούν ακόμα προσποιούνται.
Κατάλαβες Μητρούση μου;

-                                     Οχι τελείως Γιαννιό μου.
-Αυτοί δε θα ξεχάσουνε ποτέ τους την Ελλάδα
όσο σαν κότα τη θωρούν που αυγό χρυσό γεννάει.
Όμως αυτοί που εργάζονται και ζουν εδώ, στις ΗΠΑ,
τη γη ετούτη θ' αγαπούν, γι αυτήνε θα πονάνε,
Κι αυτήνε για πατρίδα τους μοναδική θα ξέρουν.

-Αλλά, για δες τα χέρια τους πώς τα ’χουν απλωμένα
Προς της πατρίδας τα γλυκά μέρη τ' αγαπημένα.
Ζητούν να τη χαϊδέψουνε-λίγο να την αγγίξουν.
Μου μοιάζουν χέρια ναυαγών που σαν να χαιρετάνε
Λίγο προτού στου πελάγου τα σκότια να βυθίσουν,
ή σαν να θέλουν από μια σανίδα να πιαστούνε.

-Ούτε είναι χέρια ναυαγών, ούτε σε χάδι απλώνουν.
Ούτε και αποχαιρετούν. Είναι αρπάγων χέρια.
Απλώνουν για να γδάρουνε και για να λεηλατήσουν.
Κι αυτή 'ναι η μονάχη τους με την πατρίδα σχέση.

                                                     -----












ΜΗΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΟΣ
(Απορίες Μήτρου)

(Οπου ο Μητρός απορεί
Με υπουργών τις ρήσεις
Κι ο Γιάννος όσο το μπορεί
Του δίνει εξηγήσεις)

-Γιάννο για πες μου, το πολύ πόσες κοιμάσαι ώρες;

-Εφτά ή οχτώ. Περσότερο ούτε μπορώ ούτε θέλω.

-Και μήπως Γιάννο άκουσες πόσο κοιμούνται οι χώρες;

-Τί λες βρε Μήτρο; Σούφυγε τελείως το τσερβέλο!
Κοιμούνται ναι οι υπουργοί, κοιματ’ η αστυνομία
Βαθιοκοιμούνται οι Πρόξενοι, πατρίδα όμως καμία.

-Κι όμως. Το είπε ο υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου.
Συγκεκριμενα είπε πως η Ελλάδα έχει αργήσει
Για δεκαπέντε συναπτά χρονάκια να ξυπνήσει.
Και φταίει λέει το ΠΑΣΟΚ για το καζάντι ετούτο.

-Καλά, δεν είναι υπουργός είπες αυτός ο Γιάννος;

-Ναι. Είναι ένα του ΠΑΣΟΚ κι αυτός πράσινο φρούτο.
Και μάλιστα βαρύτατες λέει πως φέρει ευθύνες
Για την πολύχρονη αυτή της χώρας υπνηλία.
Τουλάχιστο να ύπνωττε για δεκεπέντε μήνες…
Μα χρόνια; Να προβλέπεται αυτό απ’ τα βιβλία;

-Δεν ξέρω. Μα δεν ειν’ αυτός ο μοναχός ο βλάξ.
Είναι κι Πάγκαλος. Κι αυτός είπε παρόμοιο κάτι.
Τί λέω-κάτι πιο βαρύ. Είπε στο πυξ και λαξ
Πως όχι μόνο κοίμησε τη χώρα στο κρεβάτι
Αλλά πως την κατάστρεψε το κόμμα του το ίδιο.
Ειλικρινείς που έχουμε αλήθεια υπουργούς!

-Δε σκέφτεται ίδια Γιάννο μου και ο δικός μου νους.
Κουτόν καθένα τους εγώ λέω και βλάκα αΐδιο.

-Μήπως κουτοί δεν ειν’ αυτοί, και, Μήτρο είσαι συ;
Αλλαξαν πλέον οι καιροί. Αλλάξανε τα ήθη.
Η εποχή επέρασε εκείνη η χρυσή.
Του χτες η πίστη σήμερα περνάει για παραμύθι.
Της μόδας είναι σήμερα να λέγεται η αλήθεια
Και τάλλα είναι νερόβραστα κι ανούσια κολοκύθια.
Παπαντωνίου και Πάγκαλος δεν είναι βλάκες διόλου.
Μάλιστα κάλτσες θάλεγα πως είναι του διαόλου.

-Κα βρίζουν το ίδιο το ΠΑΣΟΚ που οι ίδιοι τούναι μέλη;

-Ναι. Κι έτσι όσοι τους ακούν θα λεν: "τι τίμιοι πούναι
Αφού το κόμμα το ίδιο τους να βρίζουνε τολμούνε!
Αλλά και θάρρος τι πολύ που αυτή η πράξη θέλει!
Κι όλα καλά και άγια δουλεύουν στην πατρίδα,
Κι οι άθλιοι κερδίζουνε σε κάθε μια παρτίδα
Που παίζουνε με το λαό-που παίζουνε καλλίτερα
Πάνω στην πλάτη του λαού. Και παραδειγματίζονται
Και θάρρος παίρνουν απ’αυτά και ασελγούν δριμύτερα
Οσοι στην ίδια αργότερα πλάτη πειραματίζονται.

-Ετσι λοιπόν; Δεν τόξερα πως είναι εξυπνάδα
Να βλάπτουνε οι Ελληνες τη δόλια την Ελλάδα.

-Ξύπνα ρε Μήτρο. Κι αν εσύ αρνείσαι να ξυπνήσεις
Τις όποιες σου σε μένανε κάνε τις ερωτήσεις
Και παραχρήμα κι αυθωρεί θα σου απαντάω φίνα
Και κάθε μια πολιτική θα σου χορταίνω πείνα.

-Και δε φοβούνται μη ο λαός τα αίσχη τους σα μάθει
Για όλα όσα ομολογούν θα τους κολάσει πάθη;

-Ωραία η ερώτηση πούχεις βρε Μήτρο κάνει.
Ομως ο έρμος ο λαός έχει μαλλί να ξάνει.
Καιρό δεν έχει τις πολλές βρωμιές τους να γνωρίζει.
Ετσι όταν βλέπει ο ένας τους τον άλλονε να βρίζει
"Το σύστημα είδες;" σκέφτεται."Δούλευει μια χαρά-
Αν θα λαθέψει ο ένας τους ο άλλος τον κολάζει".
Και ο κακότυχος μ’ αυτά ο λαός μας ησυχάζει
Κι αφήνει ανεξέλεγκτο τον κάθε μασκαρά.

-Καλά και όταν το ΠΑΣΟΚ κατάστρεφε τον τόπο
Ή την Ελλάδα αφιόνιζε, πού ήτανε κι οι δυό;
Γιατί τότε δε λάβαιναν σαν τώρα λίγον κόπο
Να πουν ότι το κόμμα τους τάκανε ρημαδιό;
Ή τότε δεν τα βλέπανε και τάδαν μόνο τώρα;
Γιατί δεν παραιτήθηκαν τότε απ’ το ΠΑΣΟΚ
Που φανερά κατάστρεφε το τραίνο του τη χώρα
Παρά τροφοδοτούσανε τη μηχανή του κωκ;
Μήπως για να μπορέσουνε ναρθούν εκ των υστέρων
Και να μας πουν πως τάβλεπαν μα δε μιλούσαν τότες
Γιατί δυνάμεων ήτανε δέσμιοι υπερτέρων;
Ετσι δε λένε των λαών οι όπου γης προδότες;
Ή μήπως το διορθώσανε το κόμμα τελικά
Και όλα τώρα μέσα του γίνονται αγγελικά;
Και ποιος μας λέει πως αύριο δε θάρθει κάποιος άλλος
Παπαντωνίου η Πάγκαλος για να μας πει τα ίδια-
Οτι οι δύο τάχα αυτοί ήταν μπελάς μεγάλος
Κι ότι σα φύγανε άφησαν μόνον αποκαΐδια;

-Φαίνεται δεν κατάλαβες ακόμα πώς συμβαίνει
Και λάδι κάθε υπουργός και βουλευτής μας βγαίνει.
Θα σου το πω λοιπόν αλλιώς. Να! όλοι πανοικεί
Κάνουνε λέει στο ΠΑΣΟΚ τώρα αυτοκριτική.
Κλέβει ας πούμε κάποιος τους δυο δισεκατομμύρια;
Ανοίγει όλες τις πόρτες του κι όλα τα παραθύρια
Και "είμαι κλέφτης!" αρχινά συνέχεια να φωνάζει.
Αυτό ήτανε. Κάθε Ελληνας με τούτο ησυχάζει,
Τό κλέψιμο τότε η γη σαν κάτουρο το πίνει
Και είναι Μήτρο φουκαρά σα να μην είχε γίνει.
Το ίδιο κι όταν κάποιος τους θα βλάψει την Παιδεία.
Ή αν κανένα εθνικό θέμα μας θα πουλήσει.
Ευθύς την κάθε τέτοια του καθένας προδοσία
Τη σβήνει όταν σαν κόκορας θα τηνε διαλαλήσει.

-Κι ακόμα ο χρυσόστομος είπε ο Πάγκαλός μας
Πως τάχα η κυβέρνηση αυτή, η τωρινή
Τόσο πολύ εντατικά φροντίζει για καλό μας
Που αλλαγή καμμιά σ’ αυτήν δεν πρέπει να γενεί,
Παρά να την αφήσουμε ατάραχη να ζήσει
Και την τετραετία της άνετα να εξαντλήσει.
Αχ και να τους εστριμωχνα τους δυο σε μία κώχη
θα τρώγαν από μένανε ξύλο κι οι δυο γερό.
Τί λες για τούτο Γιάννο μου; Καλά τα λέω ή όχι;

-Μήτρο μου ξύλο χρειάζονταν τον παλαιό καιρό.
Μα πάψανε να βάφονται τ’ αυγά με μυγοχέσματα.
Αλλου είδους βία σήμερα φέρνει απότελεσματα.
Κι έρχεται-φτάνει ο καιρός που δε θα κοροΐδεύουνε
Τότε οι κυβερνήτες μας, μα μόνο θα δουλεύουνε.

(Κι ενώ η Δύση άρχιζε τους ουρανούς ν’ ανάβει
Αποχαιρετιστήκανε οι δυο με μια φωνή.
Κι ο Μητρός εσυμφώνησε χωρίς να καταλάβει,
Κι ο Γιάννος εκατάλαβε χωρίς να συμφωνεί)

















ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ     
(τα δανεικά)

Ο Μήτρος τις χερούκλες του κινώντας πάνω κάτω
και φτάνοντας οι φτέρνες του στους δυνατούς του ώμους,
κάνοντας μια δρασκελιά πλατείες, δρομάκια, δρόμους
στο σπίτι φτάνει που ήρεμο φιλοξενεί το Γιάννο.

-«Γιάννοο!», φωνάζει δυνατά. «Γιάννοοο!», ξαναφωνάζει.
Κι όταν απ’ το παράθυρο μύτη ο Γιάννος σκάζει:
«Φίλε μου Γιάννο να χαρείς  άνοιξε να σε δω
κι αυτό που θέλω να σου πω δε λέγεται από δω.»

-«Τι θες ρε Μήτρο να μου πεις που από κει δε λέγεται;»
-«Γιάννο μου, ο πρώτος φίλος σου μπρος σου κοιτάς να καίγεται
και δεν…»
-                  Στάσου ρε Μήτρακα που καίγεσαι μου λες-
Αυτό το ’χω από σένανε ακουστά πολλές φορές:
όλο μου φτάνεις τρέχοντας και με σπουδή μεγάλη
μα δίχως να ’χεις τίποτα σπουδαίο στο κεφάλι
και καταλήγεις να μου λες κάτι πολύ κοινό,
κάτι που και για σήμερα το βλέπω πιθανό.

-Γιάννο μου δε θα σου ειπώ αλλά θα σου ζητήσω
και σπίτι μου χωρίς αυτό, στο λέω, δε θα γυρίσω.

-Μπα μπα μπα μπα! Μωρ’ τι μου λες; Και σίγουρος πώς τόσο
είσαι πως ό,τι μου ζητάς εγώ θα σου το δώσω;

-Γιάννο μου έλα κι άνοιξε κι άσε τα λόγια τώρα.
Έλα γιατί έχω κουραστεί τρέχοντας τόσην ώρα.
Άνοιξε να καθίσουμε σαν άνθρωποι κι εμείς.
Έλα. Θα φύγω γρήγορα. Στο λέω λόγω τιμής.

-Αλήθεια αυτό με συγκινεί. Το πως θα φύγεις γρήγορα
είναι από τα λόγια σου που ακούγονται παρήγορα.
Λοιπόν ανοίγω. Έλα. Μπες.
και πες μου γρήγορα ότι θες.

Κι αφού καθίσανε κι οι δυο, ο Μήτρος ξαναμμένος
κι Γιάννος διερωτώμενος και λίγο απορημένος,
ο πρώτος, τέλεια αδιάφορος για ευγένειες και προσχήματα,
λέει στο Γιάννο ορθά κοφτά: «Γιάννο μου θέλω χρήματα!»

-Αυτό ήταν; δε μου το ’λεγες αυτό όταν ήσουν κάτω
να ’λεγα ένα όχι εγώ να πάμε παρακάτω;

-Μη μου αρνείσαι Γιάννο μου, γιατί αποφασισμένος
είμαι, σα φύγω από δω να φύγω ματσωμένος.
Και δε ζητάω μ’ αγύριστα λεφτά να με βοηθήσεις
αλλά ζητάω Γιάννο μου-μ’ ακούς;-ΝΑ ΜΕ ΔΑΝΕΙΣΕΙΣ!

-Σ’ ακούω. Δεν κουφάθηκα. Γι αυτό μη μου φωνάζεις-
με τις φωνές που μου ’βαλες νομίζεις πως με σκιάζεις;
Λοιπόν κι ας έχω χρήματα μα δε θα σε δανείσω.

-Γιαννάκο μου το λόγο σου αυτόν πάρτονε πίσω.
Για μια φορά ο φίλος σου τόση ανάγκη έχει
που για να σ’ έβρει πριν να βγεις, δεν περπατεί μα τρέχει.
Δώσε μου Γιάννο δανεικά να ’χω κι εγώ ένα πρόσωπο
και να μπορώ την κοινωνία να βλέπω καταπρόσωπο.
Να με θαυμάζουν οι γνωστοί, οι εχθροί να μου ’χουν ζήλεια
και να ’μαι καλοπρόφερτος σε ολωνών τα χείλια.
Να τριγυρνώ περήφανα στης πόλης μας τους δρόμους
κι από διατάξεις άπιαστος να είμαι κι από νόμους.
Στην αγορά σαν περπατώ να μ’ υπολήπτονται όλοι
γιατί κρατώ με δανεικά γεμάτο πορτοφόλι,
και οι δουλειές μου από δω να γίνονται και πέρα
σα ρέντα να ’χω μαγική την κάθε μια ημέρα.
Χρήματα δος  μου Γιάννο μου αν ευτυχή με θέλεις…
Γιαννάκο μου μη αδάνειστον στο σπίτι μου με στέλνεις.

-Λεφτά δε θες αγύριστα. Κι εξάλλου ξέρω πως
κάποιον παρά εσύ κρατάς μακριά ’πο ήλιου φως.
Να μου ζητάς λοιπόν λεφτά, κάπου δεν μου κολλάει.
Κάποιος που έχει ήδη λεφτά πώς δανεικά ζητάει;
Και πώς -αυτό εξήγησε-αγύριστα δεν δέχεσαι;
Τόσες φορές σου έδωσα. Και τώρα ξάφνου ντρέπεσαι;

-Γιάννο μου, αδιάβαστον θαρρώ, όπως σπανίως, σε πιάνω.
Δεν άκουσες τι έγινε με την Ελλάδα Γιάννο
που βγήκε χτες στις αγορές και χρήματα δανείστηκε;

-Ε και λοιπόν;

-                        Τι «και λοιπόν»; Γιάννο, δεν της χαρίστηκε
όποιο της δόθηκε ποσό, μα το ’χει δανειστεί.

-Ναι. Η πληροφορία σου αλήθεια είναι σωστή.
Λοιπόν;

            -«Λοιπόν!..»  Ε! Ύστερα δεν είδες μωρέ Γιάννο
πόσο απότομα η Ελλάς κι εύκολα πήγε πάνω;
Δεν είδες πόσο έλαμπε η μαγκιά του Αντωνάκη
σαν που φοράει μονόπαντα σακάκι κουτσαβάκι;
Δεν είδες που εγέλασε, με γέλιο έστω πλαστό
η φάτσα του Ευάγγελου που μοιάζει με παστό;
Κι όλες οι ξένες αγορές εύσημα μας φορτώνουν,
τα κράτη όλα πάψανε πλέον να μας μουντζώνουν,
οι υπουργοί μας χαίρονται σα να ’χανε γιορτή
με βουλευτάδες της Νου Δου απόκοντα ασορτί…
Ρίξε ένα βλέμμα γύρω σου. Διπλά δε λάμπει ο ήλιος;
Και αν προσέξεις και ο Ζεύς εγίνηκε πιο Φίλιος.
Η δυστυχία μας εχτές είδες πόσο ήταν χάλια;
Λέγανε άλλο τίποτε χτες βράδυ τα κανάλια;
Ως κι οι αχρείοι που βάλανε τη μπόμπα στη Σταδίου
δήλωσαν πως θα ντρέπονται μεγάλως και δια βίου.
Όλη η υφήλιος Γιάννο μου-κοίταξε- μας συγχαίρει
κι όλοι το βρώμιο μας ζητούν να πάρουνε το χέρι
και πάνω κάτω για πολλές φορές να το κουνήσουν
μέχρι και κείνωνε κι εμάς τα χέρια κοκκινίσουν.
Γιατί η Χίλαρι έκανε μια βόλτα όλο χάρη
ένα παπούτσι για να μη στο μάτι της την πάρει;
Κι ακούω πως σαν θαυμασμού ένδειξη από τον Πούτιν
στο θάμα αυτό που έκανε η Ελλάδα η μικρή
ήταν να πάρει -φεύγουνε την ώρα ακόμα ετούτην-
απ’ την Κριμαία τους άντρες του. Για σε είδηση πικρή,
μα σκέψου-δείχνει πόσο αυτό που έκανε η Ελλάδα
σε όλους δημιούργησε χαρούμενη ζαλάδα.
Τώρα κατάλαβες λοιπόν τα δανεικά τι αξίζουν;
Πόσο οι δανειζόμενοι μα κι όσοι τους δανείζουν
κάνουν καλό και σε αυτούς μα και στην Πλάση όλη;
Λοιπόν θ’ ανοίξεις Γιάννο μου για με το πορτοφόλι-
την κίνηση τη μαγική να κάνεις που θα δώσει
στο φίλο σου τον θαυμασμό των γύρω του να νοιώσει;

-Μήτρο, σε πόρτα χτύπησες λάθος καλέ μου φίλε.
Την πόρτα χτύπα του Θεού-ήτοι σε κείνον στείλε
μια προσευχή και ζήτα του όχι ό,τι η Ελλάδα,-
λεφτά τουτέστιν δανεικά-μα… λίγη εξυπνάδα…

(Κι ο Μήτρος έφυγε χωρίς άλλο να επιμείνει
Γιατί ένιωσε πως δυστυχώς αδάνειστος θα μείνει.
Και δεν εξέχασε θερμή μια προσευχή να κάνει
γιατί λογάριαζε πολύ τις συμβουλές του Γιάννη.)











ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟΣ
Mήτρος ερωτευμένος

(Ο Μήτρος άκρως άκεφος κι αργά αργά βαδίζοντας
στου Γιάννου πάει, να τον βρει στο σπίτι του ελπίζοντας.)

Φτάνει και με μιαν άτονη φωνή «Γιάννο!» φωνάζει
ενώ συνέχεια με καημό βαρύ αναστενάζει.
Ο Γιάννος στο παράθυρο προβάλει του σπιτιού του
κι αντίς του Μήτρου που ήξερε του λίαν κολλητού του,
βλέπει ένα Μήτρο άλλονε-βαρύ, συννεφιασμένο  
που μια στιγμή του φάνηκε σαν να ’βλεπε έναν ξένο.
«Μήτρο ανοίγω!» φώναξε, και άνοιξε την πόρτα.
Ο Μήτρος μπήκε κι έκατσε όπως έκανε και πρώτα,
μα τώρα δεν εμίλησε όπως το συνηθάει.
Ο Γιάννος βλέποντάς τονε αμέσως τον ρωτάει:

-Μήτρο πώς έτσι σήμερα βαρύς και δίχως κέφια;
Συμβαίνει κάτι φίλε μου; Πες μου κι ανησυχώ.

-Γιάννο μου είμαστε οι δυο καλλίτερα απ’ αδέρφια.
κι ο ένας απ’ τον άλλονε δεν έχει μυστικό.
Θα σου ειπώ λοιπόν ευθύς τον που με τρώει σεβντά
και άυπνο και νηστικό μέρες πολλές μ’ αφήνει.
μία γυναίκα Γιάννο μου αγαπάω.

-                                                       Σοβαρά;
-Αυτό είναι πολύ καλό. Τι λέει γι αυτό εκείνη;

-Τι ’ναι που είπες Γιάννο μου!; Δεν της το έχω πει!

-Μήτρο μου αυτά τα πράγματα δεν είναι για ντροπή.

-Ποιος είπε ότι ντρέπομαι; Μα εύκολο το έχεις;
Λέγονται τέτοια πράγματα ετούτο τον καιρό;

-Μήτρο μου, αφού τον έρωτα γι αυτήν δεν τον αντέχεις,
Να της το πεις. Κι ακόμα πώς κρατιέσαι απορώ.

-Φίλε μου, όπως τον καιρό αυτό είναι η κατάσταση
αν της το έλεγα είναι σαν να κάνω επανάσταση.
Και ξέρεις να είμαι άνθρωπος εγώ για επαναστάσεις;

-Για εξηγήσου Μήτρο μου. Ποιες είναι οι περιστάσεις
που σ’ εμποδίζουνε να πεις σε κάποια που αγαπάς
πως βρε αδερφέ την αγαπάς! Σ’ αυτό τι σ’ εμποδίζει;

- Γιάννο μου φαίνεται αγνοείς-γι αυτό και με ρωτάς-
κάτι που τόσο είναι κοινό και ο καθείς γνωρίζει.

-Ωραία. Πες πως αγνοώ. Πες μου το εσύ Μητρούση
κι εγώ είμαι όλος ένα αυτί που καίγεται ν’ ακούσει.

-Γιάννο μου δεν ακούς εσύ τι γίνεται τριγύρω;
Δεν ξέρεις πόσοι άνθρωποι έχουνε μηνυθεί
και μάταια αγωνίζεται καθείς τους να σωθεί
γιατί θελήσαν του έρωτα να οσμίσουνε το μύρο;
Του θεάτρου πολυτάλαντους δε βλέπεις ηθοποιούς
που σε γυναίκα επειδή για έρωτα μιλήσανε
αμέσως τους συλλάβανε και σαν κακοποιούς
χωρίς κουβέντα δεύτερη στη φυλακή τους κλείσανε;
Κι όχι για ότι έγινε σήμερα είτε εχτές,
μα και για ότι έγινε προτού χρονιές πολλές.
Και συ μου λες να πω εγώ στην που αγαπώ κοπέλα
πως έχω έρωτα γι αυτήν… αυτό δε θα ’ταν τρέλα;

-Μήτρο, αυτοί που πιάστηκαν κι έχουν φυλακιστεί
είναι γιατί εβιάσανε κι όχι γιατί ένα λόγο
σε μια γυναίκα είπανε. Κανείς δεν  έχει ψόγο
σε μια γυναίκα όμορφα κι ωραία αν εκφραστεί.

-Α! Συ Γιαννάκο φίλε μου –συγνώμη για ότι πω-
όμως πως είσαι άσχετος θαρρώ πάνω στο θέμα.
Τον Νιουγιορκέζο Δήμαρχο για ένα χωρατό
στις ΗΠΑ όλοι να του πιούν δε θέλουνε το αίμα;
«Τι όμορφη είσαι σήμερα!» είχε ένας άλλος πει
και σε ατέλειωτο μπελά έχει ο δόλιος μπει.
Σ’ ολη τη γη Γιαννάκο μου είν’ απαγορευμένο
ό,τι ως πριν χαρά θεού ήταν κι ευλογημένο.
Εγώ γυναίκα αν τώρα πια στο δρόμο αντικρίσω,
μεταβολή κάνω κι ευθύς γυρίζω πάλι πίσω.  
Και αν αυτό ειν’ αδύνατο γυρνώ αλλού το βλέμμα
Ώστε να μη τήνε θωρώ. Ναι! δε στο λέω ψέμα!

-Μήτρο μου υπερβολικός πως είσαι έχω τη γνώμη.
Πρέπει να ξεχωρίζουμε το στάρι από τη βρώμη.
Δε λέω σε μια κοπέλα εμπρός να πας και να σταθείς,
και «θες να κάνουμε έρωτα;» αμέσως να της πεις.
Σιγά σιγά γίνονται αυτά. Πρώτα θα γνωριστείτε,
τυχαία ή όχι μια ή δυο φορές θα ιδωθείτε,
μετά… ε τώρα Μήτρο μου ξέρεις τα παρακάτω,
δε  είναι ο έρωτας κρασί γεμάτο ένα ποτήρι
που να το αδειάσεις λέγοντας «άντε και άσπρο πάτο»…
του έρωτα αρχίζει το κρασί από το πατητήρι.

-Τι πατητήρια συ μου λες και στάρια μου αραδιάζεις;
Τη γνώμη που έχω, μ’ όλα αυτά που είπες δε μου αλλάζεις.
Όσο και αν προσεκτικά και δίχως βιάση άρχιζα
κι αν τη γυναίκα που αγαπώ καθόλου δεν την άγγιζα
πάλι θα ερχόταν η στιγμή κάποτε να της πω
για τον που έχω στο μυαλό για κείνηνε σκοπό.
Κι όπως και να της το ’λεγα, είτε με τρόπο πλάγιο,
είτε σταράτα και κοφτά, αυτή θα καταλάβαινε
πως βέβαια δεν της ζητώ να κάνουμε τρισάγιο
ούτε ότι τη γύρευα ίσως να μεταλάβουμε,
μα ότι θέλω απ’ αυτήν να πάμε στο κρεβάτι.
Θα μπόρειε άλλο τίποτα να υποθέσει κάτι;
Γιατί γι αυτό δε γίνεται φίλε μου ο καυγάς;
Για να σκοτώσεις θήραμα μόνον δεν κυνηγάς;
Γι αυτό σου λέω: φτάνουμε στο ίδιο αποτέλεσμα
το φαγητό είναι ίδιο αν μάσα το πεις ή έδεσμα.

-Μα πώς το θέτεις Μήτρο μου έτσι ωμά το θέμα…

-Αφού έτσι είναι; Εκτός αν πια της έλεγα ένα ψέμα.
Αλλά κι αυτό αν έκανα, στα ίδια θα ’φτανα όταν
το ψέμα η ώρα θα ’ρχονταν που θ’ αποκαλυπτόταν.

-Αμάν ρε Μήτρο έτσι ακραία το θέμα που το βάζεις
τον έρωτα τον ίδιονε φίλε μου τον τρομάζεις.
Συ καταργείς την κάθε μια των φύλων δυνατότητα
να έρθουν σε… πώς να το πω… να γίνουν μια ενότητα…

-Γι αυτό με βλέπεις Γιάννο μου κι είμαι σ’ αυτό το χάλι.
Κι αφού όπως βλέπω ούτε συ μου δίνεις λύση άλλη,
την που ’χω πάρει απόφαση θα τήνε κάνω πράξη-
τέλος θα βάλω στη ζωή που έτσι έχει ρημάξει.
Καιρός για πόνο λιγοστός μου έμεινε ακόμα
’τι θα δεχτεί τον πόνο μου το άπονο το χώμα.
Αφού είναι έτσι η ζωή φτιαγμένη, την αφήνω.
Αρνούμαι πιόνι της εγώ και άθυρμα να γίνω.
Ας τήνε χαίρονται αυτοί που έχουν την ικανότητα
να φτιάχνουν την που είπες πριν «τη μια την οντότητα».
Γι αυτό και φίλε μου καλέ σε αποχαιρετώ.
Την ατυχία που με κρατεί κατάματα κοιτώ
κι αντίο στη φιλία μας κι αντίο και σε σένα.
Φίλο κανέναν άλλον βρες Γιάννο αντίς για μένα
μαζί  του για να συζητάς, να τον καταχερίζεις…  
πάλι όχι όπως λέω εγώ, μα όπως συ ορίζεις…

(Κι έφυγε ο Μήτρος έχοντας σκοπό ν’ αυτοκτονήσει
κι ο Γιάννος απαντέχοντας πως δεν θα τo τολμήσει.)






ΜΗΤΡΟΣ ΚΑI ΓΙΑΝΝΟΣ
(χάλι Ελλάδας)

(Γιάννος και Μήτρος συζητούν και τα δικά τους λένε
και μερικοί μ’ αυτά γελούν ενώ άλλοι πάλι κλαίνε.)

-Γιάννο μου ποιος μας έφερε στο χάλι μας αυτό;

-Φίλε μου Μήτρο μη μου πεις-δε σου ειν’ αυτό γνωστό;

-Μου είναι Γιάννο μου αλλά σίγουρος θέλω να ’μαι
πως είμαι όσο έξυπνος και συ-πως δεν κοιμάμαι.

-Πολλά γυρεύεις Μήτρο μου, αλλά θα σου ειπώ.
Οι βουλευτές κι οι υπουργοί μας έφεραν εδώ.

-Αυτό κι εγώ Γιαννάκο μου πάντα είχα κατά νουν
μιας και αυτοί τα νήματα της χώρας μας κινούν.
Και δε μου λες Γιαννάκο μου, αυτοί που μας χαντάκωσαν
και χέρι μέτρα τρία μακρύ στις τσέπες μας που άπλωσαν,
μπορούν αυτοί Γιαννάκο μου, οι ίδιοι, να μας σώσουν;
Απ’ τη φωτιά που άναψανε
και μέσα μας πετάξανε
είναι ποτέ τους μπορετό αυτοί να μας γλιτώσουν;

- Όχι βρε Μήτρο κουτεντέ, πώς τέτοιο κάτι εσκέφτηκες;
Εσύ ο τόσο έξυπνος πώς τόσο εμπαρδεύτηκες;

-Γιαννάκο μου δεν ξέρω, αλλά, νομίζω με δουλεύεις.
Γιατί ενώ σα θα με δεις όλο με κοροϊδεύεις
και βλάκας και ηλίθιος πως είμαι μου φωνάζεις,
τώρα σκαλιά τουλάχιστον τέσσερα μ’ ανεβάζεις
έξυπνον με βαφτίζεις
κι ελπίδες με γεμίζεις
πως απ’ το πλήθος των χαζών μπορεί να ξεστρατίσω
και εξυπνάδας κότινον κάποτε να κερδίσω.

-Μήτρο μου που έχεις μια καρδιά μεγάλη και χρυσή,
Κι αν είσαι βλαξ και ηλίθιος διόλου δε φταις εσύ.
Η Φύση έτσι σ’ έφτιαξε γιατί έτσι έχει θελήσει-
και λόγο ποιος θα ζήταγε ποτέ από τη Φύση;-
Αλλά κι αν βλήτο έλαχε να είσαι μωρέ Μήτρο ,
το βλήτο αυτό είναι το πιο αγαπητό μου φύτρο.
Γιατί στον κόσμο μέσα αυτό γνωστό είναι προδήλως
πως είσαι ο καλλίτερος ποτέ που είχα φίλος.

-Γιαννάκο μου απ’ της ψυχής σ’ ευχαριστώ τα βάθη
πόσο πολύ με αγαπάς που σήμερα έχω μάθει.
Αλλά και πάλι σε ρωτώ Γιαννάκο να μου πεις
καλό αν πρέπει απ’ αυτούς να καρτερεί κανείς.

-Και πάλι εγώ σου απαντώ αγαπητέ Μητρούση
-κι αυτό το ξέρουν κι οι φτωχοί, το ξέρουν και οι πλούσιοι-
πως δεν μπορούνε τίποτε καλό αυτοί να κάνουν
εκτός από ένα μοναχά: όλοι τους να πεθάνουν.

-Γιαννάκο μου εξάπτεσαι κι άπρεπα λόγια λες.
Ακόμα κι αν μας έριξαν σε δυστυχίες πολλές
όχι και να πεθάνουνε. Μονάχα ο Θεός
τη ζήση και το θάνατο ορίζει καθενός.

-Καλά ρε Μήτρο, ας ζήσουνε. Μα λέγε  παραπέρα
τι άλλο θα ’θελες, γιατί φεύγει σε λίγο η μέρα.

-Να Γιάννο μου: αφού αυτοί κακό μπορούνε μόνο
υποψηφιότητα γιατί βάζουν κι αυτό το χρόνο;

-Για να μας κάνουνε κακό κι αφού μας ξεψιλίσουν
με τα λεφτά μας τις μιαρές στέρνες τους να γεμίσουν.

-Μπράβο! Κι εμείς Γιαννάκο μου γιατί να τους ψηφίσουμε;

-Γιατί ζητάμε πιο φτωχοί και δυστυχείς να ζήσουμε.

-Μαζοχιστές Γιαννάκο μου πως είμαστε θαρρείς;

-Όχι νομίζω: είμαστε! Μη Μήτρο μου απορείς.
Αλλιώς θα τους ψηφίζαμε
ή θα τους καθαρίζαμε;

-Γιάννο μου παραφέρεσαι με δίκιο ή χωρίς.
Δεν είμαστε και άγριοι. Καλλίτερα ας πούμε
ευχής πως έργο θα ’τανε  να μη πάλι εκλεγούνε.

-Και ποιοι θα βγαίναν Μήτρακα πάλι αφού αυτοί
οι ίδιοι ειν’ υποψήφιοι και τη φορά αυτή;

-Κανείς αν δεν τους ψήφιζε πάλι θα βγαίναν Γιάννο;

-Πατώντας θα εβγαίνανε σε μας νεκρούς επάνω.

-Τι θα ’πρεπε Γιαννάκο μου να είχε γίνει λες;

-Να τους σκοτώναμε…μα συ ακούοντας τέτοια κλαις.

-Πάλι λοιπόν θα έχουμε τους ίδιους υπουργούς,
τους ίδιους διαπραγματευτές με τους τροϊκανούς;

-Πάλι και πάλι ώσπου εσύ να τους λυπάσαι πάψεις
και πριν σε θάψουνε αυτοί προλάβεις να τους θάψεις.

                                    -----







ΜΗΤΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΟΣ

(Σημαία Αθήνας)


(Αθήνα κι Αθηνά    
Εχουν πολλά κοινά  
Μα ο Σταυρός φιλία
Δεν έχει με καμία)

ΜΗΤΡΟΣ
Τάμαθες πως απόκτησε σημαία η Αθήνα;

ΓΙΑΝΝΟΣ
-Τάμαθα.

-               Δεν εχάρηκες;

-                                        Οση χαρά έχει η χήνα
Οταν κανένας άνθρωπος κοντά της πλησιάσει.

-Α πιά! Κανένας δε μπορεί με σε να κουβεντιάσει
Χωρίς ανρτίρρηση ευθύς σε όλα να του φέρεις.

-Μα δίκιο έχω πάντοτε. Κι αυτό καλά το ξέρεις.

-…Το ξέρω και τ’ ομολογώ. Ποια είναι το λοιπόν
Η αιτία τέτοια αντίδραση που σ’ έκανε να έχεις;

-Σκέπτομαι πως η Αθηνά θα τρέξει νάμπει πάλι
Μες στο κεφάλι του Διός μετά από τη μεγάλη
Που της έκαναν προσβολή.

-                                         Ποια προσβολή βρε Γιάννο"

-Που τηνε βάλανε κι αυτή με το Σταυρό παρέα
Στην πρώτη που εφτιάξανε των Αθηνών σημαία.

-Λες προσβολή προς το Χριστό πως η σημαία είναι;
 -Οχι βρε μπούφο. Η προσβολή στην Αθηνά εγίνει.

-Κι αυτό γιατί παρακαλώ;..
-                                     Γιατί ρε χαζο-Μήτρο
Οι Ελληνες, αν δεν τόξερες, είναι ειδωλολάτρες. –

-Μετά απο δυο χιλιόχρονα Χριστιανικής θρησκείας;

-Ναι. Μετά δυό χιλιόχρονα θρησκείας χριστιανικής,
Οι Ελληνες παραμένουνε βαθιά ειδωλολάτρες.
Δέχτηκαν το Χριστιανισμό επιπολαίως μόνον
Και ύστερα από πίεση μόνο του Βυζαντίου.

-Με τόσες πούχουμε εκκλησές, και με παπάδες τόσους
Με τόσα κατηχητικά, με τόσες λειτουργίες
Πώς να πιστέψω αυτό που λες;

-                                            Αν θέλεις πίστεψε το,
Αλλιώς μέσα στης άγνοιας σου την άμμο την παχιά
Οπως η στρουθοκάμηλος την κεφαλή σου κρύψε,
Και τη ζωή συνέχισε που κάνεις τη ζωώδη
Χωρίς να επεξεργάζεται η λογική σου όσα
Δέχονται ερεθίσματα οι αισθήσεις σου οι πέντε.

-Αλλά για πες μου Γιάννο μου και βγάλε με απ’ την πλάνη,
Και πείσε με πως ό,τι πριν μου είπες είναι αλήθεια.

-Για τους παπάδες είπες πριν. Πως τάχα είναι εκείνοι
Απόδειξη πως οι Ελληνες πιστεύουν στο Χριστό.

-Μα οι παπάδες φίλε μου είναι γελοία όντα.
Τίποτε απ' την πνευματική δε νιώθουνε τη σχέση
Που κατά της Χριστιανικής της πίστεως το πνεύμα
Πρέπει να έχει ο χριστιανός με τον Θεό-Χριστό.
Απ' τη θρησκεία μοναχά ο παράς τους ενδιαφέρει-
Αν αύριο ο εργοδότης τους τους πει να υμνούν τον Ήλιο,
Αμέσως θα το κάνουνε. Άστους αυτούς στην πάντα
Καθώς και όσα είπες πριν για κατηχητικά
Για εκκλησές και λειτουργιές. Αυτά είναι μια μόστρα
Μόνο για να λεγόμαστε τάχατες Χριστιανοί.
Μα να ποια του ζητήματος είναι η ουσία Μήτρο,
Και βάλε τα καλά στο νου να μη τα ξαναλέω.
Ο Ελληνας σαν και κείνονε τον θέλει το θεό του-
Να τρώει, να ερωτεύεται, να πίνει, να γλεντάει.
Μα μη γυρνά το μάγουλο αλλά να πολεμάει.
Δε νοιάζεται αν στον ουρανό θα πάει σαν πεθάνει
Μα θέλει τώρα, εδώ, στη γη, ωραία να περνάει.
Και δεν περίμενε ο θεός να πλάσει τους ανθρώπους
Παρά εκείνος έπλασε θεούς όπως τους θέλει.
Και επειδή και οι λαοί όπως και οι ανθρώποι
Οπως γεννιούνται μένουνε ωσότου να πεθάνουν
Και δεν αλλάζουν σύνηθα, και δεν αλλάζουν γνώμη
Γι αυτό σου λέω κι ο Ελληνας δεν άλλαξε καθόλου
Κι η πίστη του στους δώδεκα θεούς θάναι δοσμένη
Χίλιοι κι αν έρθουνε Χριστοί και σταυρωθούν στη γη μας
Χίλιοι και αν Απόστολοι θα τους διδάξουν Παύλοι.
Κι όχι την πίστη μοναχά αλλά και τη λατρεία
Ο Ελληνας δεν άλλαζε καθόλου στη ζωή του
Παρά μον’ όσο χρειαζονταν για να τη μετατρέψει
Και στη λατρεία του Χριστού τη νέα να την ταιριάξει.
Και να και παραδείγματα Μήτρο μου ξεροκέφαλε
(Ή μήπως θάπρεπε να πω Μήτρο μου ανεγκέφαλε;)
Ο σημερνός ο Ελληνας πιστεύει στις νεράιδες
Οπως επίστευε ο παλιός. Πιστεύει σαν πεθάνει
Οτι δεν πάει στον ουρανό, αλλά τραβάει στον Αδη.
Στις Μοίρες και στις Χάριτες πίστευει, και ακόμα
(Κι αυτό είναι το κυριότερο) όταν λατρεύει αγίους
Στη θέση τους δε βρίσκονται οι άγιοι που ξέρουμε.
Αυτοί αντικαταστάθηκαν με τους παλιούς μας ήρωες
Ή τους παλιούς μας τους θεούς. Οι Διόσκουροι ας πούμε
Είναι οι Κοσμάς και Δαμιανός. Και τώρα αντίς ο Δίας,
Στις υψηλές βουνοκορφές βρίσκεται ο Ηλίας.

-Τότε γιατί υπάρχουνε οι εκκλησίες Γιάννο!

-Οσο κι εγώ κι αν σκέφτομαι,απάντηση καμία
Δεν το μπορώ Μητρούση μου να έβρω παρά μία:
Για ν' ασελγούν οι ιερείς στα ιερά τους πάνω.
Και νάχουν φιέστες και γιορτές, να δίνουν παραστάσεις...

-Τα άλλα τα κατάλαβα. Σημαίνουν διασκεδάσεις.
Μα "παραστάσεις" τί θα πει;                             

-                                    Δεν ξέρεις ούτε αυτό; Ντροπή.
Μα τότε είσαι αγράμματος ολότελα νομίζω.
Πώς έχουνε τα θέατρα κι οι κινηματογράφοι;
Πώς έχουνε τα καμπαρέ; Ετσι κι αυτές.                                                         
-                                                            Γνωρίζω.
Μα κι οι εκκλησιές παράσταση; Θεούλη μου. Νισάφι

-Μάλιστα. Μόνο που αυτές δουλεύουν το πρωί
Και όχι καθημερινά, μα κάθε Κυριακή.
Κι έτσι διπλά έχουν έσοδα.

-                                   Καλά μα ο θεός
Μπορεί τα ίδια δυο φορές ν' ακούει ο καψερός;

Οχι δυο μα ούτε μία.
Δεν ακούει αυτός καμία.
Όλα αυτά τα μέγα αίσχη
Με θεό δεν έχουν σχέση.

Γίνονται οι λειτουργίες
Ωστε νάχουν τις αργίες
Κάτι οι Γραικοί να κάνουνε
Κι από πλήξη μην πεθάνρυνε.

Για να φάνε οι παπάδες
Χρήματα με τις οκάδες
Για να δείξουν τα φουστάνια
Τα χαμένα γυναικάρια

Για να δείξουν οι άντρες όλοι
Το παχύ τους πορτοφόλι
Για ν' ανοίξουν νιτερέσα,
Για να γίνουν συνοικέσια,

Για να κλέψουν οι εστιάτορες
Κι οι Ρωμηοί οι μαγαζάτορες,
Για να πουληθεί σαρδέλα
Ως ν' αδειάσει η κασέλα.

Μπίζινες για να κλειστούνε
Και κοιλιές για να πρηστούνε.  
Για να βγουν πεντέξη δίσκοι
Κι ο παπάς λεφτά να βρίσκει

Και να κλέβει ασυστόλως
Και να του χοντραίνει ο κόλος.
Κάρα, βίλες ν’ αγοράζει
Και τον κόσμο να ρημάζει,

Κλέβοντας του ό,τι έχει
Κι ότι, ο φτωχός, δεν έχει.
Και να χτίζει δωματιάκια
Που στεγάζουν γεροντάκια
 
Με ρεστρούμ και με κουζίνα
Και να κλέβει κι από κείνα.
Μερικοί για να πλουτίσουν
Και δολλαρια να κερδίσουν,

Μερικοί για ν' αγοράσουν
Και δολάρια να χάσουν.
Μερικοί για να ιδούν
Μερικοί για να ειπούν

Μερικοί για να φωτίσουν
Την Εδέμ με μια λαμπάδα
Μερικοί για να σκοτίσουν
Με καμμια παλιοφυλλάδα.

-Πολλά δεν είναι βέβαια δολάρια πεντακόσα
Που κάθε χρόνο στο ναό δίνουνε οι πιστοί
Για να κρατούν τη θέση τους στην εκκλησιά ζεστή.
Θα άξιζε να δίνανε ακόμα κι άλλα τόσα.

-Δίνουνε. Και περσότερα. Με διάφορες αιτίες.
Ας πούμε όταν ο παπάς θέλει να ματσωθεί
Και να μπορέσει αφειδώς να έχει ό,τι ποθεί
Πολλές μπορεί κάθε φορά να βρει δικαιολογίες,

Για να μαζέψει χρήματα
Σβήνοντας όσα κρίματα
έχουνε κανει όσοι
Το χρήμα τούχουν δώσει.

-Αλλα αυτό πολύ παλιά το πράγμα εγινόταν,
Από τον Πάπα όταν χαρτί συχώρεσης δινόταν.

-Και τώρα Μήτρο γίνεται.

-                             Πώς δηλαδή;

-                                                    Να πως:
Ας πούμε ότι γίνεται κάποιος τρανός σεισμός.
Τάχα για νάχει ο παπάς να χτίσει απ’ την αρχή
Την εκκλησία απ' το σεισμό που έχει ρημαχτεί,
Γυρεύει από τους πιστούς ντόλαρς πολλές χιλιάδες.

-Μου φαίνεται Γιαννάκο μου πως λες πολλές λωλάδες. Σήμερα στην Αμερική και η κουτσή Μαρία
Πρώτιστα ασφαλίζεται κι έχει ζωή ευχάριστη.
Γι αυτό μεγάλη μου γεννούν τα λόγια σου απορία:
Υπάρχουν οίκοι του θεού σήμερα ανασφάλιστοι;
Και μάλιστα σ' αυτό εδώ της Καλιφόρνιας το έδαφος
Που τόχει κάνει στέκι του μόνιμο ο Εγκέλαδος;

-Οι πολύ καλοί παπάδες που μεγάλη έχουν πίστη
Την ασφάλεια αναθέτουν του ετοιμόρροπου ναού
Στα θαυματουργά τα χέρια του θεού,του Μέγα Κτίστη,
Και ελεύθερα πια κείνοι αφιερώνουνε το νου
Στην προσπάθεια πώς την άθλια τη ζωή τους να ηδύνουν,
Πώς να φάνε, πώς να πιούνε, πώς εν τέλει να παχύνουν.

-Ω σεις, πώς σας κατάντησαν καλές μου εκκλησούλες
Που σας εγνώρισα εγώ δίπλα σε κρύες βρυσούλες
Να συναγωνιζόσαστε ποια είναι πιό πολύ
Εκείνη που τον μοναχό διαβάτη ωφελεί:
Η βρύση που έδινε νερό για το κορμί, ή εκείνη
Που στης ψυχής τις απλωσιές τα νάματά της δίνει!
Πού είσαστε εκκλησούλες μου που ‘οταν κανείς σας θωρειε
Να υψωθεί ως το θεό μον’ απ’ αυτό έμπορειε!
Πού είσαστε εκκλησούλες μου, που αν ήθελε, ό,ποιος, νάμπει
Μέσα στη γλάστρα έβλεπε κλειδί γλυκά να λάμπει.
Πού είσαστε εκκλησούλες μου που μέσα σας ακουόταν Τρέμουσα του παπά η φωνή... που επονούσατε όταν
Μέναν τα καντηλάκια σας ανάναφτα μια μέρα.
Που καθαρόν κρατούσατε μέσα σας τον αγέρα.
Που παίρνατε μια προσευχή και σωτηρία δίνατε.
Πού είσαστ' εκκλησούλες μου; Πού πήγατε; Τί γίνατε;
Ω! Πώς χαιρόταν η ψυχή μέσα σας σαν παιδάκι
Πούβρε τ’ αγαπημένο του πούχασε παιχνιδάκι!
Ω! Πώς σαν θάλασσα ο θεός μέσα σας απλωνόταν
Και πως εμείς καθένας μας ψαράκι εγινόταν
Που σιγουριά και θαλπωρή εγεύονταν εντός Του
Πώς γίνονταν ο κόσμος μας ο κόσμος ο δικός Του..
Και κει, απέξω, στην αυλή, αγνά τι πανηγύρια!
Τα γλέντια πόσο αμόλυντα κι απλά κι ανυστερόβουλα.
Και πόσο ήταν μακριά της προδοσιάς τ’ αργύρια
Ανάμεσα στους πλάτανους και τα κυπαρισσόπουλα.
Και το κερί που άναβες στην εκκλησία μπαίνοντας
Σαν το Χριστό εφώτιζε, στα ουράνια ανεβαίνοντας.
Κι οι φαλμουδιές που άνθιζαν στου ιερέα τα χείλη
Λες απ' το ίδιο βγαίνανε το στόμα του θεού.  
Κι οι τόνοι τους εστόλιζαν το χώρο του ναού
Και στο ρυθμό τους χόρευε η φλόγα στο καντήλι.
Και της Φυλής τα Ιερά και της ψυχής μας τ’ Αγια
Με γάμον όσιο δένονταν. Κι όταν αλλάζαν βέρες
Ολες του κόσμου σβήνονταν-χάνονταν οι φοβέρες
Κι η Πλάση εγέννα θάματα και πλαστουργούσε μάγια.
Ω! Εκκλησιές αλλοτινές! Ολόζεστες φωληες!
Που εντός σας επωάζατε χαμογελά κι ελπίδες
Και βγαίναν από μέσα σας αγάπες κι αγκαλιές.
Και βγαίναν από μέσα σας πίστης θερμές αχτίδες. Ω.Εκκλησιά Ελληνική! Λίκνο και θρέμμα του Εθνους!
Ω! Εκκλησία Ελληνική! Ω! Κιβωτέ του Γένους!
Ω! Πώς σε καταντήσανε οι σημερνοί παπάδες-
Δωμάτιο "σόου" και κουμπαρά για λούσα και παράδες…

-Μα εδώ είναι Λος Αντζελες και εικοστός αιώνας
Οχι για ελπίδα προσμονή μα για δολάριο αγώνας.

-Ναι. Βέβαια. Αλλο εδώ και άλλο εκεί. Και άλλο
Το τότε νοικοκύρεμα από τον τώρα σάλο.
Σήμερα όταν πας στην εκκλησία
Την Κυριακή, τη λειτουργιά ν' ακούσεις,
Αντίς, απ' την Ωραία Πύλη βλέπεις
Να βγαίνει ο παπάς κι όχι να ψάλλει
Ή να μας εξηγεί τον Θείο Αόγο
Αλλά με διαφημίσεις ν' ασχολείται.
Γιατρούς να διαφήμιζει, δικηγόρους,
Ταβέρνες, ψυχολόγους και σουβλάκια,
Και προφυλακτικά, και κιλοτίτσες,
Χτένες, πουδριέρες, κρέμες κι ό,τι άλλο
Ο νους ενού πιστού μπορεί να βάλει.
Και ξεφαντώματα μεταμφιεσμένων,
Και πάρτυ, και χορούς που θα γινούνε
Για διάφορες αιτίες κι επετείους.
Αυτά τ’ αυτιά σου ακούν στην εκκλησία.
Κι αν πεις για το τι βλέπουνε τα μάτια,
Ούτε κεριά δε βλέπουν ούτε εικόνες,
Ούτε μπορούνε τη μεγαλοπρέπεια
Του πλούσιου του διακόσμου να θαυμάσουν,
Γιατί τη θέα τους κλείνουν τα δολάρια
Που μπρος τους είναι και τα βλέπουν όλο
Αφότου μπούνε μες στην εκκλησία:
Δολάριο το κερί για ν’ αγοράσεις,   
Δολάριο το κερί για να τ’ ανάψεις,
Δολάριο το κερί για να το σβήσεις.
Δολάρια βλέπεις να κυκλοφορούνε ,
Μες σε πανέρια και σε πανεράκια
που πάνε κι έρχονται χέρι με χέρι.
Δολάριο στην καρέκλα για να-κάτσεις,  
Δολάριο αν να σηκωθείς θελήσεις,
Δολάριο σα θα φταρνιστείς ή βήξεις,  
Δολάριο όταν τον Εσταυρωμένο ,
Περιδεής θα πας να προσκυνήσεις.
Δολάρια δύο για να μεταλάβεις,  
Και το αντίδωρο δολάρια τρία.
Κι αντίς για τη μορφή του Θεανθρώπου
Ο Ουάσιγκτων μπροστά σου φιγουράρει  
Όσο στην εκκλησία μέσα είσαι.
Αλλ’ αποζημιώνεσαι αρκούντως  
Γιατί γραμμένη πάνω στο δολάριο
Η λέξη GOD  τουλάχιστον υπάρχει.
Κι όταν τελειώνουνε οι διαφημίσεις,  
Κι όταν τελειώνει η δολαριοπλημμύρα,
Μία πλημμύρα σε προσμένει άλλη:
Εκείνη των δακρύων του ιερέως  
Που χύνει όταν στα γόνατα πεσμένος
Εκλιπαρεί να μη κανείς ξεχάσει   
Τη συνδρομή εγκαίρως να του στείλει.
Αυτά συμβαίνουν μες στην εκκλησία.
Κι αν πεις στον πρόναο να πας να κάτσεις,
Ω, Αλλη εκεί σε καρτερεί μεγάλη
Κι άγρια εκμετάλλευση των θείων:
Κάρτες πουλιούνται. Και πουλιούνται ενθύμια.
Και βίοι Αγίων. Και βιβλιαράκια,
Και ταραμάς, και ρέγγες, και σαρδέλες.
Με  όλα αυτά παράξενο δεν είναι
Πως είναι η μόνη των πιστών ελπίδα
Για επικοινωνία με το θείο
Έξω σα βγουν από την εκκλησία.
Αν ένα πρόβατο από το κοπάδι
Ξεστράτισε και κάπως κινδυνεύει
Τότε ο βοσκός πηγαίνει και το σώζει.
Μα οι παπάδες απ’ το ποίμνιο τους
Μονάχα παίρνουνε: Μαλλί και γάλα
Και κρέας, και τα κόκκαλα ακόμα.
Αλλ' αρκετά σου είπα μέχρι τώρα.
Κατάλαβες νομίζω τι συμβαίνει.
Λοιπόν τι λες; Στην εκκλησιά θα πας για να βαφτίσεις;

-Όχι, έτσι που κατάφερες να μου τηνε στολίσεις.
Αλλα και τι; Αβάφτιστο ν’ αφήσω πάς μπορώ
Το τρυφερό του φίλου μου μικρούλι κοριτσάκι
Που τόσον επερίμενα να γεννηθεί καιρό
Για να βουτήξω στο νερό τ' αγνό του το κορμάκι;

-Φίλε μου οχι. Μόνο να! Ας κάνουμε κάτι άλλο.
Πολύ απλό, πολύ όμορφο μα και πολύ Μεγάλο:
Εξω ας βγούμε και μαζί κι οι δυο μας ας βαφτίσουμε
Το τρυφερό του φίλου σου μικρούλι βλασταράκι.
θάθελες;

-               Ναι.θα τόθελα. Στην εξοχή καλλίτερα
Και όχι μέσα σ' εκκλησιά που έλεγα πρωτύτερα.

-Λοιπόν ας βγούμε στους αγρούς
Που λάμπουν ανθηροί
Και ας μαζέψωμε ανθούς
Με διάθεση ιλαρή.

Φόρεμα ας φτιάξουμε λιτό
Με μύρα κι ευωδιές
Και τις αγνούλες του μ’ αυτό
Ας ντύσουμε εμορφιές.

Με του αγέρα την πνοή
Του ήλιου τα φιλιά
Στεφάνι ας πλεξωμ' ελαφρύ
Να βάλει στα μαλιά.

Και ας καλέσουμε ναρθούν
Στο γλέντι-στο χορό
Πουλιά που ανάλαφρα πετούν
Και μηρμηγκιών στρατό.

Και ζουζουνάκια εαρινά
Λαμπρίτσες ερυθρές
Και πεταλούδες με λαμπρά
Φτεράκια, ζωηρές.

Τα ολόγλυκά τους τα βιολιά
Τζιτζίκια θα βαρούν
Και τ' αηδονάκια μια αγκαλιά
Τραγούδια θα μας πουν.

Και το τραγούδι θα κυλά
Κι οι χαρωπές φωνές
Και θα γλεντήσουμε τρελά
Ημέρες και νυχτιές.

Μόνο για λίγο-μιά στιγμή
Ο αχός θα σιγαθεί
Το γλεντοκόπι στη σιγή
Για λίγο θα σταθεί

Κι η κυρα-Φύση έτσι εκεί
Νουνά της γιορτινή  
Το ονοματάκι της θα πει
Με σοβαρή φωνή.

-Καλά τα είπες Γιάννο μου. Μπράβο σου. Να σε φτύσω.
Ετσι του φίλου μου κι εγώ την κόρη θα βαφτίσω.
Οπως βαφτίστηκε ο Χριστός
Κι όπως το θέλει ο θεός.

(Κι αφού τα συμφωνήσανε,
Αλλο χωρίς να πούνε,
Ένας τον άλλο φτύσανε
Να μην αβασκαθούνε).