Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ





Α.

Μια σφαίρα στο μυαλό είν' ό,τι πρέπει.
Χάνεται η Φύση απ' την τεχνολογία.
Το τελευταίο σημείωμα στην τσέπη.
Η τελευταία φτηνή φιλολογία.

Μια σφαίρα στο μυαλό-εκεί στη ράχη
του "Αντίλαλου",που μία βοσκοπούλα
μες στα δυο χέρια της κρατεί μονάχη
το βράδυ μια και μία την αυγούλα.

Κι ως με φιλί ξυπνάει πότε τη μία
πότε το άλλο, εκεί, σε δύο αναμέσο
φιληματα, στην πλήρη ηρεμία,
η μπιστολιά να ηχήσει και να πέσω.










β.

Ετούτα τα γίδια, τα πρόβατα ετούτα
πώς σαν παιχνιδάκια στα λόγια υπακούν
ενός κοριτσιού και σαν μητερούλα
το βλέπουνε όλα γλυκιά κι ακριβή!..

Και κείνο πώς ξέρει του ζώου καθενός
τον τρόπο, το νου, την ψυχή, τη συνήθεια,
και πώς καταφέρνει σα μάγισσα να 'ταν
να κάνουνε όλα εκείνη ό,τι πει;

Χαϊδεύει το ένα, μαλώνει το άλλο
ταγίζει το τρίτο και όλα φιλεί
και κει, μες στη στάνη γι αυτά η ύπαρξή της
σα μες σε παράδεισο είναι θεός.

...Παιχνίδια της Φύσης που μέσα στα μίση
και μέσα στις φαύλες γυναίκες της γης
φορές, μια γεννάει που όλα αγαπάει,
για όλα φροντίζει-για όλα πονά.



γ.

Απ΄ τους Πετσάκους τρία βέρτσια ο "Αντίλαλος".
Απ΄τη ζωή μου τρεις χιλιάδες μίλια η Λέτα.

Άϊντε κατσίκια μου κι αρνιά τραβάτε
και πάρτε από το χέρι της το χάδι.

Πολλά μαστάρια από το χέρι ετούτο
περνούν κι αρμέγονται την κάθε μέρα
καθώς απ΄τις κοιλιές κρεμιούνται κάτω
των πρόβατων με το παχύ μαλλί
και των λειότριχων των κατσικιών.

Μόνο τα στήθια τα δικά της τριπλοκλείδωτα
κάτω απ΄ τις δίπλες τυχερής μιας μπλούζας.

Αϊντε λεβέντες του χωριού και των περίχωρων
εβγάτε
στο δρόμο που στα στήθη της τελειώνει-
που είθε ποτέ να μη τα φτάσετε, παρά
ή άψυχοι να πέσετε, ή παράλυτοι
στου δρόμου τα μισά να μείνετε όλοι.




Δ.

Πες μου, τι χρώμα έχουν τα μάτια σου;

Γαλάζια είναι; Μαύρα; Πράσινα;
Δεν ξέρω.
Την πρώτη τη στιγμή που τα 'δα
τόση απ' τη γλύκα τους ένιωσα μέθη
και τόσο αυτή ακόμα με κρατεί
που νου δεν έχω χρώματα να ξεχωρίσω

Του χαμού μου τη θωριά πως έχουν
μόνο ξέρω.
Πες μου, τι χρώμα έχουν τα μάτια σου;

Τρέμω στο μέρος μου όταν γυρίζουν
και στρέφω τα δικά μου αλλού-
να μην ιδώ την καταδίκη μου εντός τους.

Όμως να μάθω θέλω ποιο το χρώμα τους-
θέλω να ξέρω
τι χρώμα είναι τα μάτια που για χάρη τους
νέος τόσο
και τόσο βιαστικά
στον Κάτω Κόσμο πάω.

Τι χρώμα έχουν τα μάτια σου;







ε.


"Αντίλαλος"! Δύο πολύκορφοι
πράσινοι λόφοι
ένας στον άλλον αντικρύ
κι αναμεσό τους ένα πλάτωμα
που βέβηλη διασχίζει δημοσιά.

Μικροχαράδρες-
ρυτιδούλες σε ωραίο πάνω πρόσωπο
που γελά-
χαράζουν τις πλαγιές κάθε λοφίσκου.

Κοιτάς τ' απόγεμα
από 'να λόφο απέναντι τον άλλο
και βλέπεις σαν μες σε καθρέφτη
μόλις λουσμένη μια θεσπέσια Φύση
να τήνε στέφει φως ερυθρωπό.
Κι η φύση αυτή σε προσκαλεί-
κι ας είσαι μέσα της-
βαθιά ως την ψυχή της μέσα να 'μπεις.

"Αντίλαλος"!
Φωνές που πολλαπλασιάζονται
καθώς σε τραγωδία.

Κι όμως
Αντίλαλος παράξενος και μισητός:
λες τ' όνομα της πολυπόθητης
κι ακούς "όχι...όχι...όχι..."
λες "την ποθώ"
κι ακούς "χα χα!... χα χα!..."

Μόνο μια σφαίρα αν ρίξεις
η σφυριχτή βουή της θα ξανακουστεί
ίδια καθάρια και αλύπητα ηχηρή.

- Ορίστε ο ζυγός εδώ κύριέ μου,
κι ορίστε το κορίτσι αυτό.
Τ' αρνιά και τα κατσίκια του σας ζάλισαν
και διόλου δεν τη βγάζετε απ’ τη σκέψη;
Ιδού! Τα βάζω επάνω στον δικό σας δίσκο.
Κλίσις καμία!
Τόσο αξίζουνε.
Ενώ στον άλλο δίσκο πάνω
την αδιαφορία της για όλα βάζω.
Βλέπετε πόσο τώρα γέρνει η ζυγαριά!
Τι έχετε σεις άλλο να προσθέσετε;
- Βάζω το νύχι του μικρού δαχτύλου της.
- Καλή επιλογή βεβαίως-
κι η αλλαγή απρόσμενη...
έγειρε η ζυγαριά πολύ ομολογώ
κατά το μέρος σας.
Μα να! βάζω τον πάγο που 'χει στην καρδιά της.
Κοιτάξτε αλλαγή!
Πάλι κερδίζω.
Σειρά σας!
- Λοιπόν μια κι έξω, να-
Για να τελειώνουμε!
τον πόθο μου για κείνην καταθέτω.
Σωριάστε ό,τι θέλετε και σείς πάνω στο δίσκο σας
κι όταν τελειώστε
ανακοινώστε μου ότι νίκησα.
Εγώ στο μεταξύ θα πάρω έναν υπνάκο.




στ.

Να πεθάνεις στον "Αντίλαλο" με μια σφαίρα
την ώρα που ο Αλμπέρ κι η Νικολίτσα
τα γίδια αρμέγουνε.

Να πεθάνεις στον «Αντίλαλο»...

Τα δεκατέσσερα σκυλιά
στον κρότο θ΄ αλαφιάσουνε. Κι όταν συνέλθουν
θα γλείψουν το αίμα πρώτα κι ύστερα
θ' αρχίσουνε να με σπαράζουν.
Οι γίδες θα γυρίσουν το κεφάλι ξαφνιασμένες προς τα κει.
Ο γερο-Γιάννης θα σταθεί αποσβολωμένος. Ο Αλμπέρ
με τα σπασμένα ελληνικά του
"σκότωσε ρε!.." θα πει.

Όσο για κείνην
αφού με το τηλέφωνο καλέσει το χωριό,
θα συνεχίσει το άρμεγμα
διατάζοντας και τον Αλμπέρ:
"Άρμεγε Αλμπέρ! Νυχτώσαμε!"

Και όλα αυτά εγώ θα τα κοιτάζω
λυτρωμένος πια
κι από τα μάτια κι από το χαμόγελό της,
και :"τι να έτρεξε;"
θ' αναρωτιέμαι.




ζ.

Κείνες οι δύο στην αυλή σου οι συκιές...
ούτ' ένα σύκο φέτος...

Αν τόσο δεν αδιαφορείς για μένα
μιας και το ξέρεις πως μ' αρέσουνε τα σύκα
πες τους ένα λόγακι σου...
άγγιξέ τες...
μια ματιά σου ρίξε τους
από αυτές τις μαγικές σου τις ματιές
τέλος...ξέρεις εσύ...
να συνεφέρουν
και καρπό να πλημμυρίσουνε.

Αν τόσο δεν αδιαφορείς για μένα.





η.

Στάθηκε ο άλλος μου εαυτός απέναντί μου
και με μάλωσε:
"αφού
ψοφίμι
την ποθείς
γιατί δεν της το λες;
Πού ξέρεις,
μπορεί να στέρξει να σε λυπηθεί
κι ένα φιλί μια μέρα να σου δώσει."

“Μαζί μου τόσα χρόνια και δε μ' έμαθες..:
ερωτευμένος είμαι φίλε, όχι χαζός!”




θ.

Δέντρο, της στάνης φύλακα
στου Αντίλαλου τα πλάγια,
που στέκεις όλο πόζα γιατί επάνω σου
κρεμάει κάθε μέρα τη ζακέτα της-
και τι μ' αυτό βρωμόδεντρο;

Έχεις εσύ ψυχή ώστε ν' αγάλλεσαι;
Μάτια έχεις για να καίγεσαι θωρώντας την;
Χέρια που να διψούν το χάδεμά της;
Με τη ζακέτα της εκείνη για πανί-
έτσι ωραία που κρεμιέται πάνω σου-
και το σκαρί σου βάρκα, σ' ηδονής
ανοίχτηκες ποτέ πελάγη;

Χέρι έχεις να πεθαίνει για έν’ άγγιγμα
του κόκαλου που πιάνει τα μαλλιά της,
μιας φλούδας απ' το μήλο που τα χέρια της καθάρισαν
κάποιου καθρέφτη που εχάρηκε για λίγο τη μορφή της;

Πόθησες συ ποτέ καθώς βαδίζει
πέτρα να γίνεις κάτω από το πόδι της;

Τις νύχτες εξαγρύπνησες-
αντίς σα σκιάχτρο αναίστητο να στέκεις-
με το να σκέφτεσαι πώς τάχα να κοιμάται;
Φεγγαραχτίδες αργυρές τάχα να τη φιλούνε;
Στον κάθε της ανασασμό ν' ανθοβολάει μόσκος
ή απ’ ευωδιά γαρύφαλλου το δώμα να πλαντάζει;
Μαζί της σ' ύπνο να 'χουνε δοθεί κι οι ομορφιές της,
ή ξαγρυπνούνε και τις σκιες της νύχτας βασανίζουν;
Να 'ναι με το 'να χέρι της ξεσκέπαστο και τ' άλλο
κάτω απ' τ' ολάσπρο της πλευρό;

Και το μικρούλι δάχτυλο του άσκεπου χεριού της
φαντάστηκες πως θα μπορεί
την ώρα εκείνη ακριβώς
μία μικρούλα σύσπαση να κάνει;

Και θα 'δινες εσύ, ξύλο απελέκητο,
τη ζωή σου τη μισή για να 'σαι 'κει
και τη μισή την άλλη σου για ν' άγγιζες
το δαχτυλάκι εκείνο;

Το φάντασμα μιας τρίχας των μαλλιών της
σε βασάνισε-
μιας τρίχας άχαρο δεντρί!-
ώρες ολάκερες, καθώς η φαντασιά σου
φιλιά γλυκά και χάδια το ετύλιγε
που τρίχα να 'ναι όχι πια παρά ηδονής
δοχείο πορφυρόντυτο
ξεχειλισμένο;

Ένιωσες συ από μια κίνηση-
κίνηση από τις καθημερνές, συνηθισμένες
που όλοι κάνουν-
ένιωσες μέσα σου εσύ
από μια τέτοια κίνησή της
χοροί γεμάτοι μάγια ν΄αρχινούν
και για ημέρες άθελά σου στο ρυθμό τους
να ζεις αιχμάλωτος και να πηγαίνεις;

Βέβαια κι όχι!-αλλιώς θα ξερριζώνοσουν
μόνο που θα πλησίαζε κοντά σου
και θα 'πεφτες επάνω της με βια
να τη χαρείς τόσο βαθιά
που δέντρο μες στη δέντρινη καρδιά σου να την κάνεις.

(...Αλήθεια πώς-πώς το μπορείς,
Αφού κοντά σου στέκει
καθώς σαν να σ' αγάπαγε-
ψυχρό πώς-πώς κρατιέσαι;
Και μια φορά που ακούμπησε
την πλάτη της θυμάμαι στον κορμό σου-
τι άλλο επερίμενες;..)

Α! Δέντρο! Τυχερό μέσα στη άπονη
τη φύση σου, που δίπλα σου-κοντά σου
έχεις το εμορφότερο
του κόσμου μας στολίδι
και πόθος άγριος δε σε τρώει,
δε σε δαγκάνει ζήλεια,
δε βλαστημάς χίλιες φορές την ώρα και τη μέρα
κοντά σου που την έφερε-
που κάθε πρωινό σου
για σε δεν είναι κι άλλη μια
σελίδα στο ατελείωτο
του πόνου σου βιβλίο-
δέντρο λοιπόν άκου καλά:
ή μάθε με κι εμένα
να μη με καίνε οι σαγίτες της ματιές,
ή,
αλλιώς,
λίγο πετρέλαιο,
ένα σπίρτο
και κάρβουνο σ’ αφήνω.




ι.

Έν' αγρίμι του δάσους
θα μιλούσε
λίγο έστω-
κι ας μην έχει γλώσσα.

Εσύ έχεις γλώσσα
μα διπλοκλείδωτη τηνε κρατείς
λες και μια λέξη αν ειπείς θα σβήσει ο κόσμος.

Κι οι λύκοι ακόμα που και που
αγέλες φτιάχνουνε. Μα συ
παρέα με κανένανε δεν κάνεις
λες και ψώρα
θα κόλλαγες κοντά σε κάποιον αν βρεθείς.

Απροσπέλαστη.
Των αγριμιών αγρίμι.




Ια.

Ακούτε;
Ακούτε αυτό το θρόϊσμα κλαυθμών;
Ακούτε;
Ακούτε αυτούς τους θρήνους της σιγής;
Ακούτε τον παλμό του Σύμπαντος
τον τόνο του να γέρνει ως τη θλίψη;

Είναι γιατί σήμερα
καθώς να πιάσει μια κατσίκα δύστροπη επήγαινε
εκείνη τηνε τράβηξε
την έριξε
και χτύπησε το πόδι της η Νικολίτσα

Και κούτσαινε όλη μέρα.

Σώπα καημένη Φύση.
Κόπασε Σύμπαν μου το Θρήνο
και συ Ουρανέ τα δάκρυα σου σταμάτα.
Αύριο πάλι θα πηδά
σα ζαρκαδάκι νιόγεννο

και πάλι στ' άλογο επάνω
ουράνια θα φαντάζει αμαζόνα'

και πάλι με το βήμα της
το ίδιο εκείνο
θα περπατεί.

Σωπάστε.
Είμαι γιατρός.
Ξέρω.




Ζήλεια!
Θεριό από τον πόθο μεγαλύτερο!

Ας σκότωνε τουλάχιστο το ένα τ' άλλο...
αλλά τι λέω-το 'να δίχως τ' άλλο του δε ζει'
κι έτσι αντίς για ένα τύραννο
δυο τους ερωτευμένους βασανίζουν.




ιβ.

Α! Όχι!
Άλλο δεν πάει !
Θα σκοτώσω τα μικρά κατσίκια όλα
και θα σου πάρω το τηλέφωνο.
Έτσι
φιλιά και χάδια δε θα τους χαρίζεις μπρος μου
και πίσω από 'να σύθαμνο στεκόντας
δε θα μπορείς να παίρνεις-
ξέρω γω ποιον-
τηλέφωνο.

Να 'χω τουλάχιστο ένα δράκοντα
να πολεμήσω μόνο.

Η λάγια η γίδα
δεν καθότανε να την αρμέξει

Της ξέφευγε.

Την τράβηξε απ' το πόδι,
τήνε χτύπησε με τις γροθιές της,
διάταξε τον πατέρα της
με το ραβδί του να τήνε βαρέσει ...

Τέλος
τραβώντας την
έτσι που λίγο να την ξεγοφιάσει
την έφερε κοντά της και με το στανιό
την άρμεξε τη γίδα.

Αν ήμουν 'ρίφι εγώ
δε θα τ' αρνιόμουν όσο άρμεγμα απ' τα χέρια της
ως να μ' αδειάσει όλον.






ιγ.

Μαύρη ζήση-μαύρη μοίρα
που 'χεις τάξει να ποθώ
και να μην μπορώ ποτέ μου
για τον πόθο μου να πω...

Μαύρη ζήση-μαύρη μοίρα,
τη βουλή σου αυτή μισώ
όσο η πόα όταν βλέπει
να ψηλώνει τον κισσό.

Μαύρη ζήση-μαύρη μοίρα
μία σφαίρα στο μυαλό
συστημένες και τις δυο σας
θα σας στείλει στο καλό.





1δ.

Κλείστε πόρτες της ψυχής μου
για να μην μπορεί να μπει
της λατρείας μαντατοφόρος
και για κείνη να μου πει.

Και χαμπέρι να μου φέρει
πώς βαδίζει, πώς μιλεί,
πόση φλόγα εντός του κλείνει
το γλυκό της το φιλί.

Να μην έρθει να μου φέρει
της καρδιάς της μυστικά-
με ποιον πάει, ποιον αγκαλιάζει
ποιόνε σκέφτεται γλυκά.

Να μην έρθει να μου φέρει
το σκοτάδι το βαρύ-
κλείστε πόρτες της ψυχής μου
ταχυδρόμος μη την βρει.





ιε.

Απ' τη στιγμή την πρώτη που σ' αντίκρυσα
ιδιότητες απόκτησα παράξενες:

Η αγχόνη
τίποτα δε θα έσπαγε
αν στο λαιμό μου την εταίριαζα
και πέρα δώθε άψυχος κρεμόμουν.

Όποιο δλητήριο
τίποτα μέσα μου δε θα 'βρισκε
να βασανίσει'

και όσες θάλασσες
κάτι δε θα 'βρισκαν να πνίξουνε από μένα

Τίποτα δε μ' απόμεινε από τόσα σχέδια,
τόσα όνειρα
κι ελπίδες τόσες.



1στ.

Αρμέγοντας
όλα στα πράματά σου τα προσέχεις.
Να! ένα τσιμπούρι στην κατσίκα εκείνη!
Το βγάζεις.
(πέτα το γρήγορα λοιπόν, τι το κρατάς ακόμα...)

Η λάγια προβατίνα σα να 'ναι άρρωστη.
"Πατέρα,
πάρτην στην άκρη να τη δω μετά!"

Χμ! Στις οπλές ανάμεσα ετούτης
σκουλήκια έχουν μαζευτεί.
"Αλμπέρ! Το φάρμακο!"

Καλά-
κάνεις καλά ολ' αυτά να τα προσέχεις.

Μα για' δε λες ακόμα:
"Ετούτος δω εν' αγκάθι στην καρδιά του...
η ψυχή του πληγωμένη...
Και του κοκκάλωσε στη ζητιανιά το χέρι...
Ας του ρίξω μια ματιά..."

Και το φάρμακο για όλα τούτα
για' δε μου δίνεις;..




ιζ.


Το σπίτι μία φυλακή.

Όμως ο "Αντίλαλος"...
Εκεί ωραία όλα-
τ' αρνιά και τα κατσίκια φιλικά
δροσιστικό το αγεράκι
το πράσινο κυριαρχικά γλυκό...

Πάμε λοιπόν εκεί.
Μες στα ωραία όλα
μπορεί και μένα να με βρεις καλόν.






ιη.

Παρακαλεστικά τραγούδια.
δακρύβρεχτα ποιήματα
όχι!

Εγώ μακριά από τούτα όλα θα σταθώ.
Αμίλητος και άγραφτος. Εγώ
το χέρι μου σε ζητιανιά δε θα τ' απλώσω.

Γιατί κοίτα!
Βλέπεις ετούτη την ψυχή;
Κοίτα καλά-βλέπεις επάνω της
κομμάτι απλήγωτο
που να 'μεινε για να πληγώσεις;

Πόσα χρόνια θα 'σαι νέα;
Θα γεράσεις μια φορά.

Θα περιμένω
ζωντανός
να σε ρωτήσω:
"και τώρα πες μου, τι εκατάφερες
που δε με άφησες να σε φιλήσω;"

Να δω τι τότε θα μου πεις,
αν βέβαια να μιλάς μπορείς ακόμα
γιατί στην ηλικία σου εκείνη
τα εγκεφαλικά
δεν είναι δα και σπάνια.





1θ.

Ο Μάης έβρεξε.
Χωρίς ο ήλιος να κρυφτεί
και δίχως λίγο η πλάση να κρυώσει.

Είναι του Μάη, λεν, το ψυχορράγημα
ή που τα όπλα του πριν παραδώσει
να μας τρομάξει λίγο προσπαθεί.

Δεν είναι τίποτε απ' αυτά.

Είναι που κείνο τ' άσπρο σύγνεφο
σε είδε και λαχτάρισε να σ' αγκαλιάσει'
και τα χεράκια του άπλωσε-
μικρές χρυσές σταγόνες.

Κι αλήθεια σε αγκάλιασε για τα καλά
και σ' ερωτεύτηκε τελείως.

Γι αυτό μετά 'π' το χάδι του
παντού ήσουνα βρεγμένη.
Γι αυτό και τώρα έλαμπε το σύγνεφο
σαν φρεσκογυαλισμένο ασημικό
ή σαν παιδί που ξάφνω κάποιος του εχάρισε
μια χούφτα καραμέλες.




κ.

Θα 'λαμπε η χλόη απ' τις δροσοσταλίδες.
Μέγα εν' αστέρι πάνω θα εστάθη
στου ταβανιού τις άσπρες τις σανίδες
φωτίζοντας κάθε άβυσσου τα βάθη.

Δίπλα τα κατσικάκια και τ' αρνάκια
γέννα μυρίζοντας θα καρτερούσαν
να δουν να τους γεννιέται εν' αδερφάκι
κι ακίνητα τη μάννα θα κοιτούσαν.

Κι εκείνη, ίσως γνωρίζοντας στο βάθος
πως άλλο πια παιδί δε θα γεννούσε
απόδιωξε μακριά της κάθε λάθος
που ως όλοι μας κι αυτή εκουβαλούσε,

κι έτσι καθάρια, κι έτσι αγνισμένη
γέννησε σένα-ένα μωρό αγγελένιο-
ένα μωρό που η μοίρα του γραμμένη
να 'ναι ό,τι κάνει κι ό,τι πει,μελένιο.

Έτσι γεννήθηκες. Γι αυτό ό,τι κάνεις
σωστό, ακριβό και άγια καμωμένο,
κι ολόγλυκο ό,τι πεις, λες και το βγάνεις
από λαιμό με ζάχαρη φτιαγμένο.





κα.

Νικολίτσα τηνε λένε. Η γιαγιά της
Λέττα τη φωνάζει. Μα ούτε Λέττα
ούτε Νικολίτσα
ούτε Λίτσα ή Νίτσα
δεν έπρεπε να είναι τ' όνομά της.

«Αντίλαλο» έπρεπε να τη φωνάζουν.
Γιατί το πράσινό του έχουν τα μάτια της
το απέραντο και το βαθύ
το ξάστερο και το μεγάλο.

Γιατί των χρυσωπών του των σταχυών
το χρώμα έχουνε πάρει τα μαλλιά της.

Γιατί έτσι κόκκινος
από τον ήλιο κάθε βράδυ βάφεται κι αυτός
καθώς απ' ομορφιά τα μάγουλά της.

Γιατί οι γραμμές του οι απαλές
του σώματός της φτιάχνουν τις καμπύλες.

Γιατί δυο θημωνιές του είναι τα στήθη της.

Γιατί σε κάθε χέρι της
πέντε μικρά κυκλάμινα τα δάχτυλά της.

Και της ψυχής της το λευκό
για δείγμα ο Αντίλαλος το παίρνει
με τ' άσπρα του σαν είναι να ντυθεί.





Αλλά τι λέω... το μοιάσιμο
τόσο με πλάνεψε πολύ
που ένα λαθεύοντας
τα μπέρδεψα όλα:
δεν έπρεπε να τηνε λένε «Αντίλαλο»
μα τον Αντίλαλο
να τον φωνάζουν πρέπει Νικολίτσα.




Κβ.

Παπά την αδερφή της που 'χεις πάρει,
άκου και μένα και θα μου 'χεις χάρη:
παπάς πραγματικός αν θέλεις να 'σαι
σε κείνην πρέπει να ξεμολογάσαι!

"Κανένας αναμάρτητος" δε λέτε;
Μα η αμαρτία σα φλούδα δεν πετιέται-
πρέπει άλλος κάποιος να την ξεριζώσει
αν είναι μια ψυχή απ' αυτήν να σώσει.

Κι αυτός παπά ο άλλος είν' εκείνη
που στους αιώνες πάναγνη θα μείνει
κι αγιότερη απ' όλες τις αγίες
κι ας πάρει απ' όσους, όσες αμαρτίες.

Μάτια ευλογιά κι ανθός το χαμογέλιο΄
Το βλέμμα της 'φροσύνης ευαγγέλιο
και μια της θείας της φωνής αχτίδα
ευθύς νεκρανασταίνει κάθε ελπίδα.

Πεθύμησες παπά γυναίκαν άλλη
και θες αγνός σαν πριν να γίνεις πάλι;
Μέσα στα μάτια της κοίτα τα δύο
και θα 'σαι πάλι ο άγιος των αγίω'.

Έκλεψες; Σκότωσες; Μοιχέψει έχεις;
Δεν έχεις σε Όρη Άγια να τρέχεις.
Ένα χαμόγελό της πάρε μόνο
και θα 'σαι καθαρός όλο το χρόνο.

Δε με πιστεύεις; Μην ακούς εμένα.
Πάρε για δείγμα όλα τα κλαμένα-
κοίτα η χαρά πώς πάλι θα τα πνίξει
μία ματιά της μόνο σαν τους ρίξει.

Αγάπη αγάπη αγάπη μου-
αγάπη αγάπη φως μου
μαζί σου να 'μαι κι ας βρεθώ
στα πέρατα του κόσμου.

Και ας μην ήμουνα παρά
μόριο ένα μόνο σκόνης
πάνω στο παπουτσάκι σου
σε βήμα όταν τ' απλώνεις.





Κγ.

Θαρρείτε δεσποινίς
πως ο ποιητής
είν' ένας άνθρωπος καθώς εσείς;
Πως ζει στον ίδιο κόσμο
τούτον ’δώ,
τον πενιχρό
σαν όλους όσους σας πολιορκούνε;

Καλή μου δεσποινίς
ο ποιητής
ειν' ένας θεατρίνος
που υποκρίνεται.
Γι αλλού προορισμένος ήτανε
κι απροσεξία μια
τον πέταξε δω κάτου. Ο ποιητής
καλή μου δεσποινίς
ψέματα είναι ό,τι κι αν πει.
Κι η κάθε πράξη του είν' έτσι προσεγμένη
που να ταιριάζει με των γήινων-μ' εσάς-
μη τον προδώσει.

Ο ποιητής
καλή μου δεσποινίς
μαζί σας παίζει όπως παίζει με τ' αστέρια
με τα αισθήματα
με τις ιδέες και με τις λέξεις.

Και αν
καλή μου δεσποινίς
όλα τριγύρω του, μαζί κι εσείς
θαρρείτε πως σας αγαπά
και σας προσέχει
ένα παιχνίδι του κι αυτό. Αυτός
δοσμένος είναι ολόκληρος
στις άλλες
τις αληθινές αγάπες του,
που έχει αφήσει σ' άλλους κόσμους.

Και να 'στε σίγουρη ότι κι αυτές,
πιστές κι αχάλαστες τον καρτερούνε.



Κγ.


Πράσινα λοιπόν!
Τα μάτια σου είναι πράσινα:
το χρώμα που ζωή σε σας-
τους γήινους-χαρίζει
εμένα με σκοτώνει. Πείστηκες τώρα
ότι δεν είμαι από τον κόσμο σας;






κδ.

Τι έγινε, ρωτάτε κι αποδέχτηκα
να ζω μακριά της.

Είναι που να τη βλέπω δεν μπορώ
μ' άλλους για ώρα να μιλά.
Είναι που δεν τ' αντέχω
να μη γυρίζει ούτε να με δει.
Και είναι π' ούτε καλημέρα δε μου λέει.

Γι αυτό αποδέχτηκα να ζω
μακριά 'π' τα δυο της σμαραγδένια μάτια
κι απ' το μαγευτικό χαμόγελό της.

...Μα όχι! δεν μπορώ έτσι ψεύτικα
να κλείσω αυτό το ποίημα!
Σας γελώ.
Πώς θα γινόνταν
μακριά απ' αυτήν να ζήσω:
αφότου έφυγα μακριά της
πια δε ζω.

Να περνώ απ' τον Αντίλαλο
κι από μια κλωστή να κρέμεται η ζωή μου:
θα τη δω; δε θα τη δω;
Κι αν δεν τη δω
πάει η κλωστή-εκόπηκε...

Και ναι, δεν είν' εκεί. Γιατί τα πρόβατα
μακριά 'π' τον δρόμο τα πηγαίνει να βοσκήσουνε-
τ' αχόρταγα...-
και το μάτι μου στο άδειο μέσα πλέκει.

Γι αυτό είναι που κάθε μέρα εγώ πεθαίνω-
γιατί τη σιλουέτα της δε βλέπω
να γράφεται τρελή χαρά
μέσα στου σούρουπου τη θλίψη.



Κε.


Κατεβαίνω ορμητικά
στις κόλασες που μ' όρισε
το κρυφό σου σώμα.
Καλλίτερα έτσι-να καώ κι εγώ
κι η σκέψη σου μαζί μου-η φωτιά
τίποτα δεν αφήνει.

Μα εγώ
βάτος καιομένη και μη αναλισκομένη.
Φλέγομαι όλος
μ' ακόμα ζω
και με μανία το ταβάνι
της κόλασης χτυπώ ν' ακούσεις,
εσύ, στο απάνω πάτωμα,
και να σωπάσεις τις χαρές και τα τραγούδια.
Να λέω τουλάχιστο
πως απ' της φαντασιάς μου καίγομαι και μόνο
την πυρκαγιά
και τάχα σύ-
το αίτιό της-
δεν υπάρχεις.





κστ.

Ποιος σου 'πε πως μπορείς να μη μου δίνεις τα φιλιά σου;
Εγώ δε σ' έπλασα; Ποιος ύπαρξη
σου έδωσε για να μπορείς
καμαρωτά να περπατείς;

Ποιανού η ποίηση σ΄έφερε στο φως;
Και στα γραφτά ποιανού μέσα θα ζεις
ακόμα κι όταν οι άλλοι θα 'χουν λείψει;

Ποιος σου 'πε πως μπορείς να 'σαι καλή
με τον πατέρα και τ' αδέρφια σου
και δώθε ούτ' ένα βλέμμα;

Σ' αυτόν που σου 'δωσε ζωή τολμάς ν' αρνιέσαι;

Πρόσεξε καημενούλα μου-ακόμα λίγο,
λιγάκι μόνο ακόμα να με πιλατέψεις
και σκίζω τα χαρτιά με τα ποιήματα
και τα πετάω στη φωτιά,
και πας και συ μαζί τους.

Λοιπόν;..


κζ.

Στο σπίτι σου.
Η προσοχή μου όλη σε σένα.
Ως πότε-
ως πότε θα τεντώνεται το λάστιχό της
χωρίς να σπάσει;

Ποτάμια μόνο καθημερινότητας ξεχύνονται
απ’ τ' ακροδάχτυλά σου.
Τ' αντιπερνώ-
δεν είν' αυτά που θα με δρόσιζαν.

Ας φύγω.
Τι θέλω εγώ-
εγώ ο ανοιχτός-
εγώ ο αιθεροβάμων-
εγώ ο απερίκλειστος
μες στο μικρό αυτό δωμάτιο
που κάθε λέξη πρέπει να διϋλίζεται
πριν ειπωθεί
στης χωρικής ευπρέπειας τον ηθμό,
που κάθε κοίταγμα
πρέπει αδιάφορο να δείχνει
αλλιώς προσάπτει όνειδος
στους τολμητίες;

Ας φύγω.
Τι θέλω εγώ μέσα στον κόσμο σου
που όπως όστρακο σε κλείνει
μη αφήνοντας ευαισθησία καμιά
την πεθυμιά σου ν' αφυπνίσει;





Κη.

Γάλα τα στήθια βγάζουνε των κατσικιών
όταν τ' αρμέγει ο πατέρας σου
ή κείνο τ' αλβανόπουλο-ο Αλμπέρ.

Όταν εσύ τ' αρμέγεις βγάζουν μέλι.
Κι όταν να πάρω πάω λίγο
κολλάω πάνω του.
Και ό,τι πιάσεις μέλι το γεμίζεις-
το φράχτη, τις καρδάρες, τα μπουκάλια...

Μέλι γεμίζει ως κι ο Αντίλαλος ακόμα
γι αυτό και άφευγα κρατεί εκείνος
όλες τις ομορφιές μες στις πλαγιές του.

Και το κορμί σου λέω αλειμμένο μέλι θα 'ναι
γι αυτό είναι κολλημένα πάνω του τα ρούχα σου
κι έξω από χέρι κι από πρόσωπο
άλλο δεν έχουμε τίποτα δει
δυο μήνες τώρα.



κθ.

Έπρεπε να περάσουνε δυο μήνες
που σ' έβλεπα καθημερνά
ώσπου μετά απ' αυτούς τους μήνες μόνο
να δω πως έχεις πόδια
και πως μπροστά,
στη φυλαγμένη για το στήθος θέση
προβάλλει κάτι .

Ήταν τη μέρα που εφόρεσες φουστάνι
στην άκρη βάζοντας το παντελόνι.

Από τη μια φοβήθηκα
να δω που ήσουν γυναίκα' μ' απ' την άλλη
θα 'δινα ό,τι έχω και δεν έχω
αν ήταν ν' άγγιζα το άσπρο αυτό
το στέριο και χοντρό και δυνατό
τ' ωραίο σου πόδι
που τόσους Ρέμπραντ και Βαν Γκογκ
πάνω του περπατώντας κουβαλεί-
θα 'δινα ό,τι έχω και δεν έχω
αν ήταν ν' άγγιζα το πόδι αυτό
καθώς ανάμεσ' απ' το σκίσιμο
μια πρόβαλε και μια ξανακρυβόνταν
του μαστρωπού σου φουστανιού.



λ.

Σε γνωρίσαμε ευνοϊκή
για τις προσδοκίες μας όλες.

Παράστημα στητό
μιλιά κοφτή
βλέμμα ντροπαλό
που μόλις λίγο να γυρνάει κατά τον ξένο.

Σε γνωρίσαμε
απ' το λαιμό ως τ' ακρόποδα ντυμένη.
Χέρια μοναχά και κεφάλι βλέπουμε από σένανε.
(Τι τα ενώνει αυτά τα δυο και πώς
συνεννοούνται μεταξύ τους-
ένα μυστήριο).

Σε γνωρίσαμε
σκυμμένη πάνω από τ' αρνιά κι από τα γίδια σου
παρθένα παναγιά τους και προστάτη τους.

Σε γνωρίσαμε
ψυχρή κι αλύγιστη,
κι ανέγνιαστη για όλα του κόσμου.

Σε γνωρίσαμε έτσι,
που έτυχε να 'ναι όπως σε προσμέναμε.

Μακάρι
έτσι να μείνεις στους αιώνες των αιώνων
που θα πει-
ώσπου τα μάτια μας να κλείσουμε.



λα.

Αν δεν ήσουνα ωραία
τίποτα ωραίο δε θα υπήρχε-
το σπίτι σου, οι Πετσάκοι, ο Αντίλαλος...

Μα τώρα όλα υπάρχουνε.
Και όλα είναι όμορφα και νια.

Η μέρα χράμι αχτιδοϋφαστο
στης γης τον τοίχο. Η Άνοιξη
με όλες της τις κρήνες ανοιχτές.

Ο Μάης να πλαντάζει από χαρά.

Τα κατσικάκια
το λαιμό τους προβάλλοντας
εμπιστοσύνη όλο
στη ζωή.

Κι ανάμεσα στους δύο ποταμούς δακρύων μου
ο Αντίλαλος-η Μεσοποταμία της Αχαϊας.



λβ.

Αν βλέπατε τα σκυλιά,
τα κατσίκια, τα δέντρα, τις πέτρες,
πώς
όταν πηγαίνει στον Αντίλαλο
τρέχουν να την προϋπαντήσουνε...
ή πώς
την ακλουθάνε όταν φεύγει
παρακαλώντας την να μη τ' αφήσει...

Γυρνούν στη θέση τους μόνο σα δουν
πως στ' αυτοκίνητο που εκείνη μπαίνει δεν χωράνε.

Κι ως τ' αυτοκίνητο μακραίνει
βλέπεις δεντρά με τα κλαδιά κλαμένα,
βλέπεις πετρούλες με φωνούλες λυπηρές
να σκαρφαλώνουν πάλι ως το λόφο τους.
Και βλέπεις όλον τον Αντίλαλο να βαριοκάθεται
σαν γέροντας, που, αδύναμος να τον μποδίσει,
το γιο του βλέπει να τραβάει στην ξενιτιά.

Κι ολονυχτίς
αν θα σταθείς εκεί,
στη μέση του Αντίλαλου,
θρήνο ακούς να βγαίνει από τα στόματα των λόφων του
ενώ τα γέρικα πέρα βουνά
"Σιωπή!", φωνάζουν κάθε τόσο,
"θέλουμε να κοιμηθούμε!"





λγ.

Ε, σεις! Μεγάλοι επιστήμονες!
Που πάτε στο φεγγάρι!..
Που γεννάτε
ανθρώπους ίδιους ένα με τον άλλονε!..

Τι να τα κάνω εγώ αυτά;
Δε μου χρειάζονται-κι η επιστήμη
δεν πρέπει για όλους να φροντίζει;

Φτιάχτε λοιπόν μια μηχανή
που να μπορεί τη σκέψη να διαβάζει.
Για να την πάρει η Νικολίτσα μου
τη σκέψη μου να μάθει.

Τίποτ' άλλο. Αυτό μονάχα αρκεί-
για πάντοτε έκτοτε δική μου θα 'ναι.




λδ.

Για Κόμησσες και Μαρκησίες πέρασε ο καιρός.
Σήμερα σε παληά
και ξεπεσμένα αρχοντικά τις βρίσκεις.
Τις Κόμησσες του Έσσεξ
και του Βρονξ-
τις τέτοιες λέω.

Όμως υπάρχουνε οι Κόμησσες
των κατσικιών και των προβάτων.
Ή μήπως θα 'πρεπε να έλεγα
των εριφίων και των αμνών;

Ωραία!
Λοιπόν αυτή
είναι η Κόμησσα των εριφίων και των αμνών.

Τίτλος που της τον δίνει ο πλούτος
των αισθημάτων για τους υπηκόους της,
τα χάδια,
τα φιλιά
κι οι αγκαλιές που τους χαρίζει.

Κόμησσα
που η κομητεία της
μετράει τώρα κι ένα μήνα κι έναν άνθρωπο
στον πληθυσμό της.

Αχάϊδευτον κι αφίλητον αυτόν.

Τα σέβη μου!




Λε.

Φορές τη βλέπω που δεν ξέρει
πώς να σταθεί-πώς να κοιτάξει-
πώς να μου φερθεί
σα βρίσκομαι κοντά της.
Της είναι αδύνατο να εξηγήσει
τόσην καλοσύνη από ένα ξένο...

Τι να κάνουμε;
Αυτό είναι το δράμα.
Αυτή δεν ξέρει πως να κάνει
όταν είμαι εκεί,
κι εγώ δεν ξέρω πως να κάνω
σα βρίσκομαι μακριά της:
πώς να δουλέψω,
πώς να διαβάσω,
πώς να περπατήσω,
πώς να ζήσω.




Λστ.

Ήλιε
Αδύναμος κι εσύ
και ψέματα είναι που σε λένε βασιλιά
μιας και τα σύννεφα δεν τσουρουφλάς
επάνω απ' τον Αντίλαλο που στέκουν
ν' ανοίξουνε
να δεις κι εσύ τη Χάρη και την Ομορφιά
να περπατεί,
να βλέπει,
να μιλάει,
ν' αρμέγει,
ν' ανασαίνει.

Τ' είναι για σένα-μια κατοσταριά
καυτές αχτίδες σου
και πάει η συγνεφιά.

Εκτός και αν-
αυτό μπορεί μονάχα να ’ναι-
εκτός και αν
άντρας δεν είσαι ήλιε και δε γνοιάζεσαι
τέτοιο χαμόγελο και τέτοια μάτια για να δεις.

Ούτε πως βρήκες τάχα αλλού
κει που γυρίζεις
κάποια ομορφότερη να μη μας πεις
γιατί
ήλιε
ποιος άντρας που τη Λέττα είδε
θα σε πίστευε;





λζ.

Να 'ταν χαρτί ο Αντίλαλος και η πηγή μελάνι
να βγαζε, που στο βάθος του ξεχύνει τα νερά της,
λίγο κι αυτό θα ήτανε-γιατί ουτ' αυτό δε φτάνει
σε όποια πέννα για να πει τα κάλλη τ' ακριβά της.

Νύχτα μην έρχεσαι ως εδώ. Άσε το φως να σκέπει
μονάχο ετούτη την κορφή. Εδώ μη γείρεις πάλι.
Για να 'ρχονται άνθρωποι, καθείς την ομορφιά να βλέπει
που στο τσουπί επάνω αυτό με δίχως οίκτο θάλλει.

Να βλέπει χέρι αέρινο, να βλέπει μάτια μέλι
ν' ακούει φωνή που έρωτα γεννάει κάθε της λέξη,
και γλύκα φεύγοντας μαζί να παίρνει όση θέλει
και ομορφιά πρωτόφαντη όσην μπορεί ν' αντέξει.

Νύχτα μην έρθεις πια εδώ...Δε βλέπεις την πλημμύρα
των δώρων που επάνω της εσώρεψεν η φύση
και ότι τόσην εμορφιά και τόσα σπάνια μύρα
ο Αντίλαλος δεν το μπορεί-κι ας θέλει-να κρατήσει;




λη.

Α! Ευτυχία!
Παιχνίδια που σκαρώνεις!
Μια ζωή σε γύρευα στ' αστέρια
και Συ ένα κορίτσι στους Πετσάκους ήσουν.

Αγαπημένη! Ο ποιητής
φορές λαθεύει-άνθρωπος κι αυτός.
Όμως η Αλάθητη Εσύ,
Εσύ η Αμίλητη και η Καρτερική
τον ανταμείβεις τέλος.

Κι αν
Ευτυχία
το φθαρτό της το κορμί
εσύ το κάνεις χάδια κι αγκαλιές
κι σ' άλλους το σκορπίσεις
και τι μ' αυτό-για μένα
θα μείνει εκείνο που κανείς
δε γίνεται να της το πάρει
κι αυτή σε μένανε αυτό θα βρει
που άλλος κανείς δεν έχει να της δώσει.




λθ.

Αυτή μπορεί να θέλει να πορνέψει.
Ίσως να θέλει ψεύτρα
και χαρτοπαίχτρα
και μπεκρού
κι ό,τι στο νου σας τέτοιο βάλετε να γίνει.

Μπορεί ακόμα
ένα μαχαίρι μες στο χέρι της κρατώντας
κι άγρια ουρλιάζοντας
να σας το μπήξει μες στο στήθος.

Ίσως θελήσει τα φυτά
έτσι να κάνει που άνθη να μη δίνουν'
κι ίσως τον ήλιο κάνει να μη βγει.

Όμως...
όμως αρκεί να σας ιδεί μ' αυτό το βλέμμα της
κι όλος να γίνετε μία συγνώμη
και να τη ράνετε μ' αυτήν...
Κι αρκεί εν' αξεπέραστο χαμογελό της
για να σας κάνει σίγουρα να πείτε για ολ' αυτά:
"καλά έκανε-δικαίωμά της ήταν"...




μ.


Ποιο μεγάλο μαχαίρι εχάραξε
την καρδιά μου και διάταξε κι είπε:
"από 'δω μέχρι εκεί θαν' ο έρωτας
και η ζήλεια σε ό,τι απομένει";

Ποιο απάνθρωπο χέρι το κράτησε
και βουλή ποια κακιά το 'χει στείλει;
...Μα του κάκου ρωτώ-ποιος απόκριση
σε ρωτήματα τέτια θα δώσει;

Μόνο έχω να βλέπω έτσι ακίνητος
την πληγή που έτσι μου 'χει ανοίξει
κι η φωτιά να με καίει μια του έρωτα
και την άλλη της ζήλειας η λάβα.




Μα.

Το 'δα κι αυτό! Τι άλλο θα μου δείξεις;
Ποιους ουρανούς ακόμα θα μου ανοίξεις;
Καβάλα πάνω σ' άλογο σε είδα
μες στον Αντίλαλο να τρέχεις!

Ο έρωτας λοιπόν ιππεύει!
Η ποθητή πάει και με τ' άλογο!
(Σαν για να φεύγει γρηγορότερα μακριά μου...)

Έρωτας κι άλογο κι Αντίλαλος!
Πώς η ψυχή τέτοιες εικόνες να ξεχάσει
σε όσα σώματα κι αν ξαναμπεί;

...Άραγε ξέρει τ' άλογο τι κουβαλεί;
Ξέρει! Γιατί
μιαν αγαλλίαση στο πρόσωπό του είδα
και πάλι μιαν ικανοποίηση
αντίζηλου που καμαρώνει
που αυτός εκέρδισε αντίς για μένα.

Άλογο στάσου!
Δεν ξέρεις τι αλλαγές
μπορεί το αύριο να φέρει...
Τα λάφυρα οι δυο μας ας μοιράσουμε-
σέλλα σου κάνε με.




Μβ.

Καλά λοιπόν κορμί!
Μπορείτε να μας πείτε
πότε θα πάψετε νσ επιθυμείτε;
Πότε θα μας αφήσετε
λίγο να ζήσουμε ήσυχα και-
όπως λεν οι ανόητοι-
αξιοπρεπώς;
Πότε οι απολήξεις σας οι νευρικές-
οι υπεύθυνες για την αγάπη-
θα πάψουνε να λειτουργούν
και να ματώνουν;

Όμως...
για να μη δείχνωμαι άδικος...
δε φταίτε σείς.
Φταίει εκείνος που μας γέννησε
κι εσάς και μένα-
φταίει ο Έρωτας.

Καλά λοιπόν κορμί!
Συγνώμη.
Δε φταίτε σείς.
Και ουτ' εγώ.

Φταίει ο Έρωτας.





μδ.

"Δέστε τον!" λέτε,
"μια χωριατοπούλα του αρέσει!
Κοιτάξτε την! Τι όμορφο της βρήκε;..."

Ε λοιπόν!
στραβά τα βλέπετε όλα αγαπητοί μου!
Με ανάποδα τα κιάλια σας κοιτάτε.
Γυρίστε τα οψη και ξανά ιδέτε.
Θα δείτε τότε
της γης όλες τις όμορφες
μπροστά της άσχημες να μοιάζουν...

Την Ομορφιά θα δείτε πεισμωμένη
γιατί το στέμμα της θωρεί
σ' άλλο κεφάλι τώρα ταιριασμένο.

Και θα μάθετε
πως έτσι πρέπει ναν' τα δόντια για ναν' όμορφα,
τα χέρια, τότε, θα εννοήσετε
τα τέτοια μόνο, πως για να λατρεύονται
φτιαγμένα είναι,
και την κορμοστασιά της,
και το βάδισμα,
κι αυτά τα πόδια,
για δείγμα θα τα έχετε
ώστε να κρίνετε από τώρα κι ύστερα
την ομορφιά.





με.

Καθίστε αναπαυτικά στην πολυθρόνα σας'
το πούρο στο χέρι
τα πόδια πάνω στο σκαμνί απλωμένα
(μήπως αιστάνεστε άβολα κάπου;..)
κι ακούστε με:
Στενάζω και σχίζονται ουρανοί.
Πονώ και σύμπαντα χαλιούνται .
Ζηλεύω κι όλες οι φωτιές της πλάσης
με λιώνουν με τα λάβρα χέρια τους.
Στιγμής ανάπαψη δε βρίσκει
όχι το πνεύμα
όχι το σώμα
μα ούτε τ' όνειρο-και μέσα του υποφέρω.

Ευχαριστώ.





μστ.

Πόσο ακόμα θα με βασανίσεις;
Για πόσο ακόμα θ' αναπνέω μόνο κοντά σου;
Για πόσο ακόμα θα γυρεύω στα κλεφτά
μία να δω να με θωρεί λάγνα ματιά σου;
Για πόσο ακόμα το χαμόγελό σου αυτό
ίδιο μαχαίρι θα χαράζει την ψυχή μου;

Μα θα 'ρθει η ώρα η βλογημένη-θα 'ρθει
που θα μου λένε: "να! η Νικολίτσα!"
και θα τους λέω: "την είδα-και λοιπόν;.."

Α! Βλογημένη ώρα έλα!
Έλα η ώρα η καλή όπου θα βλέπω
του Έρωτα όχι το φριχτό το τοξο
μα τη φαρέτρα του-
όχι τα μάτια τα σκληρά του
παρά τις ρίζες των φτερών του θα θωρώ...






μζ.

Πάω προς Αίγιο.
Δεξά μου
μες σε βράχια κι αγριόχορτα
άσπρα πρόβατα
κι ανάμεσά τους
η ζακέτα.
Κόκκινη.
Κομψή.

Σταματάω τ' όχημα μπροστά της:
"...λίγο γάλα..."
"Όποτε θέλετε!"
"Τώρα!"
Χαμόγελο-
"Τώρα δε γίνεται'
ή πρωί ή βράδυ.
Ελάτε αύριο πρωί.
Το πρώτο σπίτι στο χωριό..."

Γιατί, Θεέ, να μου χαμογελάσει;
Έτσι άρχισε το τέλος μου.





μη.

Ω! Διαδρομή ανάλγητη σε δρόμο φοβερό!

Από την ευγενική την Πάτρα
στο δρόμο
που στα στυγνά Καλάβρυτα οδηγεί.

Στροφή αριστερά προς το απάνθρωπο Αίγιο.
Πυκνώνουνε τα δέντρα και με πνίγουν.
Δρόμος φιδίσιος. Και σωστά
μιας κι οδηγεί στην Εύα.

Γουμένισσα.
Στενόδρομοι.
Από παντού είμαι κλεισμένος.

Δροσάτο. Στροφές τυφλές
που παίζεις τη ζωή σου.

Συνέχεια για Κορφές.
"Κατολισθίσεις", γράφουν πινακίδες-
ας φοβούνται
όσοι υψηλό κάτι κρατούν.

Κορφές.
Άβυσσος κάτω.
Νέκρα.

Και να οι Πετσάκοι,
Να κι ο Αντίλαλος,
και να κι η στάνη.
Κι όλοι εκεί: κι ο Γιάννης κι ο Αλμπέρ και κείνη.
Λοιπόν το θέατρο αρχίζει:
"Γεια σας!"...





Μθ.

Αν υποθέταμε
πως έχω πάρει το φιλί σου,
άραγε θα 'τανε τα ποιήματα
που τότε θα 'γραφα γι αυτό
αντάξια της μεγάλης μου χαράς
και της πληρότητας
που του καρπού η αφθονία δίνει
στο σπιτικό το στερημένο ως τώρα;

...Κι άραγε η χαρά θα 'ταν εκείνη
αντάξια ετούτων μου των ποιημάτων;





ν.

Λοιπόν
το δώρο αυτό θα το δεχθείτε ωραίο μου τσουπί;
Παρακαλώ,
μη τ΄ αρνηθείτε!
Μίλια εξήντα επήγα για να τ΄ αγοράσω.

Και το άλλο-που σας έδωσα προχθές-
σας άρεσε;
Το ελπίζω.

Τι; Ο έρωτας, νομίζετε,
πως είναι κάτι περισσότερο,
από να δώρο και το δέξιμό του;

Εκεί κανείς χαρίζει βέβαια
φιλιά
εδώ αντικείμενα.

Για κάποιον όμως που του έρωτα
βαθιά γνωρίζει την ουσία
το πράγμα όλο είναι το δόσιμο
από τη μια,
κι από την άλλη-και τούτο τον καιρό
η άλλη είσαστε σεις-
η αποδοχή.
Έτσι αρχίζει κι έτσι τελειώνει
κάθε παρτίδα στου έρωτα το άπονο παιχνίδι.

Λοιπόν ωραίο μου τσουπί
δεχθείτε αυτό το δώρο:
το πάθος μου απόψε είναι αβάσταγο.





Να.

Έτσι λοιπόν…
Αφού ούτε να με δεις δε θέλεις
στη στάνη δεν ξανάρχομαι.

Όλα εγίναν όπως έπρεπε-
στην ηλικία και στη συγγένεια και στην τάξη του καθένας.
Συ με τους νέους, τους συγγενείς και τους δικούς
κι εγώ με τρεις ωραίες μοναξιές παρέα.

Τώρα τα μάτια σου θα φέγγουνε μια σφαίρα
όπου κανείς δε θα 'ναι να φωτίζεται΄
και το υπέροχο χαμόγελό σου
το ιδανικό
νεκρό θα πέφτει κάτω
απ' το μελένιο βγαίνοντας το στόμα
καθώς ψυχή
καμιά για να ηδύνει δε θα βρίσκει

Τώρα η γη θα ξαναρχίσει να υποτάσσεται
στην έλλειψη, στην ανεπάρκεια και στην ξέρα
μες στην καρδιά μου αφού θα μένουν αφανέρωτα
όσα ευγενή αυτή
αναγκεμένη από τα μάτια σου εσκόρπιζε.





νβ.

Φεύγοντας κάθε βράδυ απ' τον Αντίλαλο
χρυσάφι εφόρτωνα τ' αμάξι μου
απ' τα ορυχεία των παρειών,
των οφθαλμών,
του γέλωτος,
του στήθους
και στο υπόγειο του σπιτιού μου το εστίβαζα,
ίσια επάνω απ' το μπιστόλι μου
που εκείνο
κάτω απ' το βάρος του χρυσού αυτού
είχε χωθεί για τα καλά στο χώμα-
στοίβες χρυσού
λαμπρού και κίτρινου.

Το βράδυ που με πρόδωσες
σα γύρισα και του υπόγειου άναψα το φως...

Τίποτα!
Όλο το χρυσάφι αφανισμένο.
Κι η κάννη του όπλου-
κρύα και μαύρη-ο θάνατος ο ίδιος
να με κοιτά θριαμβικά.

Από τη φρίκη τρέμοντας
κλείδωσα το υπόγειο βιαστικά
κι έφυγα τρέχοντας.

Ματαίως.
Τώρα τ' όπλο
είναι μπροστά μου πάντοτε
κι η μαύρη κάννη του
ζητάει τη μεγάλη χάρη να της κάνω
τα μελίγγια μου να δει.




Νγ.

"Αντίλαλος". Η μέρα τελειώνει
σαν σαπισμένο ένα κορμί που λιώνει
Απόγευμα. Του πράσινου του λόφου
ενός πρωτόειδωτου η θέα ζόφου.

Σαν Ιερό φαντάζει το τοπίο
ενός θεού ανέραστου και χθόνιου.
Ιέρεια, ένα τυφλό κορίτσι θείο
αρχόντισσα και πρέσβειρα του Αιώνιου.

Τι θέλω εγώ εδώ αντίς στον Άδη
που μπρος του φως λαμπρό ετούτ' η εικόνα;
Τι θέλει της Συντέλειας το ρημάδι
στον πρωτινό ετούτο τον αιώνα;





Νδ.

Παίζουμ' ένα παιχνίδι;-
εσύ κατσικάκι κι εγώ Νικολίτσα




Νε.

Για τελευταία φορά λοιπόν ας γράψω
προτού οριστικά να υπάρχω πάψω.
Ας γράψω ετού' το ποίημα που βγαίνει
από 'να νου που μόλις ανασαίνει.

Χάσου λοιπόν εαυτέ μου, πάντων πλάστη
που ο νους σου τέτοιον κόσμο εφαντάστη.
Αντίο φύση, πόνοι μου, αστέρια-
αντίο ποθητά της Λέττας χέρια,

που τόσες έχουνε χαϊδέψει γίδες
μα συ το χρώμα τους μονάχα είδες.
Αντίο αθώα της, ωραία χείλη
που αρνιά φιλούσατε αυγή και δείλι

και μένα μόνον όχι. Αντίο μάτια
που μες στα πράσινα, υγρά σας πλάτια
τον κοσμο είχα όλονε απλώσει
χαρίζοντάς του εμορφάδα τόση.

Τώρα σε τούτα όλα μία κάννη-
κι αυτή μαζί με μέ που θα πεθάνει-
όταν το στίχο αυτόν θα 'χω τελειώσει
σε όλα τέλος και αρχή θα δώσει.





Νστ.

Τόσα φιλιά κάθε ημέρα!..
Τόσ' αγκαλιάσματα!..
Και όλα για τα γιδια και τα πρόβατα!

Είμαι σίγουρος-αν ένα γιδοτόμαρο ντυνόμουν
θα με φιλούσες.;
Λοιπόν εδώ και σφαίρες και μπιστόλι.
Δεξί μου χέρι γράφε-σε διατάζω
(μπορώ ακόμα κάποιον να διατάζω...)

"Αγαπημένη μου..."
Μη βιάζεσαι.
Κι ούτε να τρέμεις.
Γράφε καλά.

Σβήστο αυτό. Δεν ταιριάζει.

"Ζωή μου..."
Τι ήτα είν' αυτό;
Όχι, μη το διορθώνεις.
Σβήστο κι αυτό.
Μην τρέμεις!..
Σβήστο σου λέω όλο!-δεν πάει ούτε αυτό.

Γράψε:
"Ωραία κόρη..." Ααα! Γελοίο...
Ρομάντζα θυμίζει φτηνά.

...Λοιπόν.
Γράψε:
"Σ' ευχαριστώ γιατ' η άρνησή σου
φέρνει στο τέλος της τη ζωή μου."
Γράψε καλά το ύψιλον.
Σεβάσου τις λέξεις.
Αυτές μας κράτησαν ως τώρα.

Τρέμεις ακόμα; Μοιάσε στην ψυχή μου
που άτρομη σε οδηγεί.
Ή μη θαρρείς ότι αυτό είναι το τέλος σου;
Δεν είναι τέλος, είναι αρχή χαζό!

Εντάξει! Αυτό! Καλό είναι!

Συ τώρα χέρι μου αριστερό
άδραξε τ' όπλο
και βάλτο μου στον κρόταφο.
Κι όταν σου πω...
Μην τρέμεις!..
Όχι!..
Όχι ακό...