Α. ΓΚΛΕΝΑΡΒΟΝ
5. ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΠΟΥ ΟΠΟΥ ΝΑΝΑΙ ΦΤΑΝΕΙ
α.
των σπιτιών τα ρόπτρα και τα ηλεκτρικά
κουδούνια με χέρι σταθερό χτυπάς
και με χωνί από εφημερίδες και μέσα
απ' το τετράγωνο κυρτό γυαλί
ηχηρά φωνάζεις και παρακαλείς και προσκαλείς
τον εργάτη να του δώσεις δουλειά, τον υπάλληλο
να πάρει αύξηση, τον άρρωστο γιατρό να 'χει.
Όμως οι "κινηματίες" με το βαρύ χέρι τους
τα μάτια και τ' αυτιά των δούλων τους
ερμητικά κλείνουν, για να μη δει κανείς κι ακούσει
και στο σωτήριο κάλεσμά σου αποκριθεί..
Τι λες λοιπόν καλέ μου εσύ ελληνικέ λαέ,
καιρός δεν είναι τις ευχές ν' αφήσεις και το άλλο-
το τιμωρό να δείξεις πρόσωπό σου;
β.
Ω! Εσείς! Που τα πρόσωπα όλα, ένα ένα
σε καλά ή σε άσχημα με προσοχή ξεχωρίζετε
και αλλιώς στο καθένα, με το γέλιο
ή με το μαστίγιο, ανάλογα φερόσαστε…
Ω! Εσείς! κοιτάξτε εμένα,
πώς, σαν ξερά φρύγανα πατώ
τον τέτοιο ξεχωρισμό σας
και συνέχεια περπατώντας
ζήση νια σε κάθε βήμα μου γεννώ, αβρή
και δροσερή κι ευτυχισμένη και μέσα της
όλους σας χαρούμενους να έρθετε καλώ.
Ω! Εσείς! Που τα παιδιά μου χωρίζετε
σε δικούς σας και σε αντίθετους
αποκριθείτε στο κάλεσμά μου
προτού
σε όλη την οργή μου φανερωθώ.
γ.
Και κάποτε τα μαχαίρια θα πάρουνε ψυχή
και θα ξέρουνε ποια κορμιά να χτυπήσουν.
Τα χέρια κάποτε μυαλό θ' αποκτήσουν
και θα ξέρουνε σε ποιους λαιμούς γύρω
να σφιχτούνε. Και τα πόδια θ' αγάλλονται
τότε, γιατί στα σωστά πάνω θα πατούνε
κορμιά. Και θα χορτάσουν πάτημα τα πόδια,
και τα μαχαίρια θα στομώσουνε απ' το αίμα
και θα κουραστούν τα χέρια σφάζοντας.
Οι χείμαρροι τότε θα ζηλεύουνε τα αιμάτινα
ποτάμια, γιατί αυτά θα ξεπλένουν
όχι ξερόχορτα παρά ξερές ψυχές, όχι φύλλα
νεκρά, παρά νεκρές ελληνικές συνειδήσεις,
όχι άλλον μα τον έλληνα από τις βρωμιές του.
δ.
Έκπληκτοι και τάχα ανήξεροι οι κατήγοροί σου
θα στέκουν γύρω σου Άγνωστε Αγωνιστή.
Και θα καμώνονται πως κάτι πρωτόγνωρο
είσαι. Πως αγνοούν θα δείχνουν της ιστορίας
τις λαμπρές στιγμές, που στη φλόγα σου μέσα
τη λυτρωτική, γιορτινά συμπυκνώνονται:
του Προυντόν τη γνώμη για την ιδιοκτησία,
του Στίρνερ τον Υπέρτατο Νόμο
του Ντετσάγιεφ τις ιερές σκέψεις και πράξεις,
τον Μπακούνιν, τον Κροπότκιν, τον Καρέλιν, τον Τολίν.
Δε θα τις αγνοούν όμως Άγνωστε Αγωνιστή, αλλά,
οι μωροί έλληνες, με όση δύναμη έχουνε
θα τις πιέζουν, σαν ελατήρια, που με την ίδια τους
τη δύναμη, στο Χαμό θα τους τινάξει.
ε.
Τώρα ετοιμάζουν το φαϊ τους ελληνικέ λαέ. Κοίτα τους
πώς γύρω από το λαιμό τους πετσέτες τα ιδανικά μας δένουν...
Τώρα τρώνε ελληνικέ λαέ. Κοίτα τους πώς τις σάρκες
καταβροχθίζουν των παιδιών σου που ξετσίπωτα πρόδωσαν.
Κοίτα πώς σπίθες πετάει το αγριεμένο βλέμμα τους...Τώρα πίνουν
ελληνικέ λαέ. Δες πώς ανεβοκατεβαίνει ο λάρυγγάς τους, καθώς
άπληστα το αίμα σου ρουφάνε...Τώρα χωνεύουν ελληνικέ λαέ.
Άκου τα ρεψίματα και τους αερισμούς τους
ξαπλωμένοι όντας στη λάσπη...Τώρα χτίζουν ελληνικέ λαέ.
Χτίζουν μια πολιτεία ελεύθερη λένε. Χτίζουν μια πολιτεία
δίκαιη λένε. Χτίζουν μιαν Ελλάδα μεγάλη λένε. Χτίζουν
μια δημοκρατική πολιτεία για τα παιδιά μας λένε.
Ελληνικέ λαέ, τους βλέπεις όλους, πώς, διασκεδάζοντας,
κινήσεις χτισίματος με άδεια χέρια κάνουν.
στ.
"Για το λαό" λένε. Κολοκύθια για το λαό.
Κονκάρδες στα πέτα βάζουν: "ελευθερία".
Κολοκύθια ελευθερία. Δίνουν Ίμια, δίνουν Κύπρο,
δίνουν λεφτεριά και αξιοπρέπεια, μόνο αυξήσεις
στους μισθωτούς δεν δίνουν. Τρέχουν προς τα πίσω
και λένε: "τραβάμε μπρος!" Γλύφουν κόλους, φιλάνε ποδιές
κατουρημένες και λένε: "Είμαστε υπερήφανοι!.." Η αστυνομία
τους άπορους πιάνει και τους κλέφτες προστατεύει.
Οι κυβερνήτες, με το βιβλίο του Νόμου στο χέρι, σαν μύγες
το δίκιο και την ευημερία σκοτώνουν. Για δικιοσύνη
δεν ακούς κουβέντα. Για ελευθερία τίποτα πια.
Ελληνικέ λαέ, ως πότε θα τους ανέχεσαι;.
Με την κάννη του όπλου σου Αμάλθειο Κέρας
ανθρωπιά και αξιοπρέπεια στην Ελλάδα φέρε.
ζ.
Μια κολυμπήθρα έχουν ελληνικέ λαέ,
και όπως τους βολεύει κάθε τι βαφτίζουν, όπως
εσένα δολοφόνο θα βαφτίσουν. Τη σκλαβιά λεφτεριά
την είπαν, τη δουλεία δουλειά, το άδικο δικαιοσύνη,
τα θύματά τους δολοφόνους, την καταπίεση κράτος,
και κείνους που οι ίδιοι εκμεταλλεύονται, εργαζόμενους.
Α! Πώς άχρωμα τα ελληνικά όλα είναι βαφτισμένα
και στο πρώτο τίναγμα τ' όνομα το ψεύτικο φεύγει!
Και γυμνά και παραπονεμένα, όλα, από το χέρι σου
να ξαναβαφτιστούν, ελληνικέ λαέ, περιμένουν!..
Πες, Καλέ, τα πράγματα με τα ονόματά τους. Ξανά,
σε Αληθινά Βαφτίσια τις Έννοιες της Ζωής μας οδήγα.
Και νέα κολυμπήθρα-το ξέρεις-δε χρειάζεσαι-μόνο την παλιά,
με το αίμα των πρώτων, των άνομων νουνών, γεμισμένη.
η.
Τον πόνο μας δε θα τον κρύψουμε. Μα και να τον πούμε,
πώς, με λέξεις, μπορούμε; Δε μένει παρά ύμνους
να υψώνουμε σε κείνους που τον πόνο θα πολεμήσουν.
Σε κείνους που με τις ιερές πράξεις τους, το τιμόνι
θα στρέψουνε της ζωής προς τη χαρά-στους αγωνιστές
όλης της Ελλάδας-που ό,τι εμείς, στη γωνιά
στριμωγμένοι, με τα όπλα των "κινηματιών" μπροστά μας,
δεν τολμούμε, αυτοί άτρομα θα τολμήσουν. Σε κείνους
που την προσταγή και του δικού μας χρέους
στην δική τους δένοντας, με διπλή θα χτυπήσουνε δύναμη.
Το περήφανο σπηρουνίστε αδέρφια το άτι σας!
Και μας, σκόνη μας θέλετε στο δρόμο σας;
Μας θέλετε σπιρούνι; Οπλή μας θέλετε; Αφρό
στου αλόγου σας το στόμα; Εδώ είμαστε!
θ.
Μύγες
Μύγες
που στο μισόσκοτο μέσα δωμάτιο
του Άγνωστου Αγωνιστή πετάτε,
τον καρπό τρυγάτε της λευτεριάς
που η αγωνία, δέντρο πολύτιμο,
στους κλάδους πάνω της ζωής του
λουλούδισε και κάρπισε και τώρα ώριμον
σε σας και σ' ό,τι ζωντανό
απλόχερα χαρίζει.
Όπου και να 'ταν- εδώ, εκεί, πιο πέρα-
κι όπως κι αν λέγονταν-κυνήγημα, προδοσία,
βασανιστήριο, όπλο χωροφύλακα, φασισμός-
τις πικραμένες ρίζες του άπλωνε αυτός
και τα κρυμμένα τους τα νάματα τρυγούσε
και τα 'παιρνε και τ' άπλωνε και τα λαγάριζε
και στο εργαστήρι του δουλεύοντάς τα
τα 'κανε τόπο λεύτερον
για ν' ακουμπάτε τώρα σεις επάνω του το πέταγμά σας
και μεις τις όσες μας απόμειναν ελπίδες.
ι.
Οι γεωργοί πεινάνε. Οι δημόσιοι υπάλληλοι
λιμοκτονούν. Ο πλούτος μαζεμένος σε πέντε
τσέπες. Οι έλληνες, υπήκοοι. Οι αλβανοί
δολοφονούνται σαν κότες. Παιδεία ανύπαρκτη.
Κατά τ' άλλα μπαίνουμε στην ΕΟΚ ελληνικέ
λαέ. Τι στα λέω; Τα ξέρεις. Μα και
σε ποιον να τα 'λεγα; Η φτώχεια βογκάει ελληνικέ
λαέ. Από σένα περιμένει
τον ιδρώτα που έχυσε να δικαιώσεις.
Εμπρός ελληνικέ λαέ! . Στην κοινωνία
την ελληνική το δίκιο φέρε. Ο Καιρός
ελληνικέ λαέ, ο μεγαλύτερος
είναι εκδικητής. Άγγελός του εσύ. Και η ώρα
της εκδίκησης δεν πέρασε-τώρα φτάνει.