ΘΑ ΘΕΛΑ ΝΑ ΞΑΝΑ
Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη
Πάλι εκεί
Άγιδος τρία
Τώρα τι θα ’κανα θα ήξερα
Χοντρές κάτι αλυσίδες θα δενόμουν
Μη κα’νας άνεμος αυτοσυντήρησης
Μακριά με πάρει
Κι απέ
Μια θα γινόμουν μέσα της πορτοκαλιάς κλωνάρι
Να ξελογιάζω νόες και ψυχές
Μια θα γινόμουν μάτι ένα
Εκεί
Λυκούργου και Άγιδος
Τους μαθητές να βλέπω μεσημέρι που σχολάνε
Και θα περιφερόμουν έτσι
Ένα μόριο μες στη Σπάρτη-
Ένα μόριο μες στην άσπρη τη σταγόνα
Που στη μαύρη μέσα θάλασσα της γης αιωρείται
Ταίρι χωρίς να βρίσκει
Έτσι σαν δείγμα
Του πώς θα ήτανε ο κόσμος μας αν ήταν
Άσπιλος γενναίος κι απλοϊκός.
Να βλέπω και τα σπαρτιάτικα τα κοριτσάκια
Τα αθώα
Τα αθώα
Τα αθώα
Από κάθε πονηριά και αμαρτία
Και που όταν γίνουνε γριούλες
Θα είναι ακόμα
Αθώες
Αθώες
Αθώες
Από κάθε κρίμα
Από κάθε νόθευση
Από κάθε αναισχυντία.
Γιατί η πόλη αυτή
Η δική μου ‘
Η δική μου
Η δική μου
Κάστρα απ’ το χρόνο αχάλαστα έχει στήσει
Κάστρα Αντρειάς, Αγνότητας,
Θάρρους, Πατρίδας, Δίκιου,
Έτσι που ο εχθρός
Να κάνει πίσω από μακριά μόνο θωρώντας την.
Να υπηρετήσω και σαν σάρκα του’ την πόλη
Την πόλη αυτή
Αγνή, αχάλαστη κι αδούλωτη που μένει
Από «ισμούς» από «προόδους» και από μολύσματα
Κρατώντας για τον εαυτό μου όσα η Σπάρτη
Όσα ο τόπος μου
Όσα η μάνα και η κόρη κι η ερωμένη μου
Μου χάρισε από τύχη αγαθή
Γεννώντας με-
Αποφασίζοντας να με γεννήσει
Εδώ
Άγιδος τρία
Πρώτο δωμάτιο μπαίνοντας αριστερά
Γεμάτο ρόδια,
Πορτοκάλια,
Κρίνους άσπρους και λευκούς και γαλακτόχρους
Και μες στο βάθος την κληματαριά
Με τα βαριά
Γλύκα και νοστιμιά βαραίνοντας σταφύλια
Και με την καϊσιά στο βάθος
Στον τοίχο κολλητή
Που απ’ τους Κρουσκαίους μας εχώριζε.
Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη
Και για τίποτα
Και για κανέναν
Να μην έφευγα ποτέ απ’ αυτήν
Κι ας ήταν πάλι να την κουβαλάω μέσα μου
Όπου κι αν πήγαινα
Κι ας ήταν πάλι να με οδηγεί
Να με πονά
Να με κατέχει
Να με δονεί κάθε το φως που ερχόταν
Με υπάρξεως αθάνατες πνοές
Να με μεθάει πάλι απ’ την αρχή
Να με μαθαίνει πάλι απ’ την αρχή
Τι είναι γνώση και τιμή
Τι είναι θάρρος
Τι καθήκον
Τι είναι ασπίδα δόρυ θώρακας και κράνος
Και τι το τέλειο μέσα τους είναι κορμί
Φτιαγμένο δόξα και τιμή κι αντρεία
Για να μπορεί ένας λαός
Για να μπορεί μία γενιά
Μοναδική να μένει και αθάνατη στους αιώνες
Λοιδορώντας
Από το ύψος που έφτασε
Και καθώς ήρεμη στέκει εκεί
Και όμορφη
Και ακλόνητη
Κι ωραία-
Λοιδορώντας επαναστάσεις γαλλικές
Και αυτοκρατορίες κάθε είδους.
Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη
Την πόλη του όνειρου του ξυπνητού
Την πόλη που σιωπώντας τόσα λέει
Την πόλη που το Λάμδα της
Μπροστά εμπήκε από το Άλφα
Την πόλη την φυλάγοντας ιερά
Την πόλη την φυλάγοντας αέναες
Και άφταστες κι ιδανικές αξίες
Την πόλη ζωντανό μνημείο ταύτισης
Φύσης κι Ανθρώπου,
Σθένους κι ευαισθησίας,
Καθήκοντος και Μοίρας
Την πόλη τη μοναδική στον κόσμο μέσα
Την πόλη που ριζώθηκε στο Δώρειο χώμα
Και το Ευρώτειο πίνοντας το νέκταρ
Και την πνοή ανασαίνοντας του Ταϋγέτειου αιθέρα
Ταίριαξε μια Ιδέα υψηλή
Μοναδική κι ωραία
Που κι όταν θα χαθούν οι αστερισμοί
Κι οι ήλιοι
Και τα σύμπαντα
Αυτή αχάλαστη κι αιώνια θα πλανιέται
Στου Απείρου μέσα τα όνειρα
Προσμένοντας τη νέα Πλάση να φανεί
Νόημα και σε κείνην για να δώσει.
Θα θελα να ΞΑΝΑ
Γεννιόμουνα στη Σπάρτη.