ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΜΑΣ ΗΘΕΛΑΝ
Οι άλλοι μας ήθελαν δικούς τους, αλλιώς
δε θα μας διναν τόπο να σταθούμε
γη να πατήσουμε.
'Ετσι και μεις εκάναμε πως είμαστε δικοί τους'
σηκώναμε ψηλά τα χέρια και φωνάζαμε "ωσαννά"
και "αλληλούια" και "δόξα Σοι ο θεός"
ενώ μες στα χέρια μας κρατούσαμε
τη σάρκα ο ένας του άλλου
Πηγαίναμε στα μέρη όπου συχνάζανε
και λέγαμε μαζί τους "τι καιρός!"
"λέτε να πέσει η κυβέρνηση;"
ή το πολύ "απόψε δεν αισθάνομαι καλά",
μα τα κρυφά μας λόγια απλώνανε τα χέρια κι αγκαλιάζονταν
και πάθιαζαν μες στο ζεστόν ατο αίμα τους
σαν γλώσσες στο φιλί μέσα στο στόμα.
Ύστερα
βράδυ
φεύγαμε λέγοντας "πάμε για ύπνο"
και είναι σίγουρο πως ούτε τότε
κανένας δεν μπορούσε να υποψιαστεί
πως ίσως δεν πηγαίναμε να κοιμηθούμε
αλλά για κάτι που ας τ' αφήσουμε ανείπωτο
γιατί δεν ξέρουμε κι εμείς ακόμα
πώς τέτοιαν άφεση
με λόγια έστω εαρινά
να περιγράψουμε.