ΣΤΟΥΣ ΦΡΑΝΚ ΕΥΓΕΝΙΟ ΚΟΡΝΤΕΡ
ΚΑΙ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΜΑΡΤΙΝ ΝΤΟΥΡΑΝ
Σαν το βαρυποινίτη που ενώ βλέπει
Ότι απ’ όπλα είναι τριγυρισμένος
Ομως μ’ απόφαση άτρεμη ορμάει
Το δεσμοφύλακά του να σκοτώσει,
Ενώ στην πρώτη κιόλας δρασκελιά του
Ξέρει πως ειν’ απ’ τη ζωή χαμένος…
Σαν το πουλί που μεσ' απ' το κλουβί του
Του γένους του το σπρώχνει του αιθέριου
Και του ψηλόπετου η περηφάνια
Το χέρι να ματώσει του φονιά του…
Σαν φως χρυσό που άξαφνα πετιέται
Απ’ τ' ουρανού ανάμεσα τα σκότη
Και για στιγμή μονάχα μια φωτίζει
Κι ειν' η στιγμή αυτή ο Κόσμος όλος
Μέσα στο μαύρο κρύο των Συμπάντων
Κι ειν’ η στιγμή αυτή η λάμψη όλη
Για τις ψυχές που άφωτες θα χάνονταν…
Σα στην απελπισία μέσα η ελπίδα…
Σαν μέσα στα πεσμένα κάτι όρθιο-
Ετσι η ωραία σας έλαμψε πράξη
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Μπροστά στα διψασμένα κι άγρια μάτια
Αυτών που ακόμα να θωρούν μπορούνε.
Εσείς που δείξατε πως μες στην Πλάση
Στα πλήθη ανάμεσα των ανδραπόδων
Ανθρώπινα όντα με ψυχές υπάρχουν…
Εσείς που πλάσατε απ’ την αδικία
Υποταγή όχι και παρωπίδες,
Αλλά μες στο καμίνι της ψυχής σας
Πυρώνοντάς την και σφυροχτυπώντας
Όπλα εφκιάσατε τυραννοκτόνα…
Εσείς που η βοή απ’ τα ποτάμια
Του ιδρώτα, που σε μιας φριχτής ειρήνης
Εχύθη, στανικά γιά να ποτίσει
Τις χλωρασιές των ό,που γης ανόμων,
Σαν ιερή αντήχησε στ’ αυτιά σας
Σάλπιγγα για εξέγερση κι αγώνα…
Εσείς όπου τα κόκκινα ποτάμια
Του αίματος που από του πολέμου
Τις μισερές πηγές γοργαναβλύζει
Το αίμα σας αντάριασαν τ' αθώο
Κι οπλίσανε το δίκαιό σας χέρι…
Εσείς που μες στη βία και στον τρόμο
Πούχει την ήπειρο μας κατακλύσει-
Εσείς που μεσ' από τα υψωμένα
Τείχη ανάμεσ’ άνθρωπου κι ανθρώπου-
Εσείς που μέσα στων ρομπότ τα πλήθη
Να βρείτε δε γινότανε συντρόφους
Στο πολυτίμητο εγχείρημά σας
Και μόνοι ορμήσατε πάνω στο Δράκο
Που κάθε τι καλό μας καταπίνει,
Για σας ευγνωμοσύνης δάκρυα πρέπουν
Απ' τους ανθρώπους που μπροστάρηδές τους
Γίνατε, κι ολοφώτεινοι οδηγοί τους.
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Πρώτη φορά στην ιστορία τ’ ανθρώπου
Οι σφαίρες σημαδεύουν ό,που πρέπει
Κι άξια οδηγιέται το αεροπλάνο.
Γιατί δεν ειν' οι σφαίρες γιά να ρίχτει
Αδέρφι σ' αδερφό, φίλος σε φίλο,
Ούτε τ' αεροπλάνα να χτυπάνε
Και συφορά να δίνουν τόνα στάλλο
Μολύνοντας με οιμωγές τα ουράνια.
Οι σφαίρες άροτρα έπρεπε νάναι
Και τσάπες, και σφυριά, κι άγια δρεπάνια.
Και σφαίρες έπρεπε μόνο να υπάρχουν
Εκείνες όπου τ’ όπλο σου γεμίσαν
Μάρτιν Ντουράν! Και άξιζε να βρούνε
Το στόχο τους: το βρωμερό κεφάλι
Μ' αντάξια όσα του σχέδια κι ιδέες
Ξερνάει γύρω του και κλει εντός του.
Κι έπρεπε τ' αεροπλάνο σου, Φρανκ Κόρντερ,
Ίσα να πέσει πάνω στ’ άσπρο σπίτι
Που την αγνότη του λευκού ντροπιάζει
και να το παραδώσει όλο στις φλόγες
Και να καεί μαζί του ό,τι σάπιο
Κι ό,τ ι απάνθρωπο εκείνο σκέπει.
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Με το δικό σας χέρι θα χτυπήσει
Τον πλούτο η φτώχεια και την τυραννία,
Και το παράδειγμα σας ακλουθώντας
Τα δώρα της τα χιλιοποθημένα
Η Λευτεριά θα δώσει στους ανθρώπους…
Και πώς μπορούσατ’ έτσι να μην πράξτε-
Και πώς να μην αποφασίστε φίλοι
Να κάνετε ό,τι κάνατε, αφού ήταν
Μαζί με το μυαλό σας το καθάριο
Μεγάλη κι υψηλόφρων κι η ψυχή σας
και δεν μπορούσατε να τ' ανεχτείτε
Όσα αισχρά εβλέπατε τριγύρω-
Και δε μπορούσατε να τ' ανεχτείτε
Οσα στο πλάι σας σάπια εβρωμούσαν.
Και βλέπατε ρομπότ μια κοινωνία
Κι όχι ανθρώπων δίπλα σας ν’ ανθίζει.
Και βλέπατε η Αδικιά το στέμμα
Του Δίκιου να φορεί. Και πα’ στο θρόνο
Το Μίσος να φωλιάζει της Αγάπης.
Και βλέπατε να τρέχει αφρισμένο
Μέσα στην κοίτη της Ελευθερίας
Το ρέμα της Σκλαβιας και να ποτίζει
Τις ρίζες κάθε ανθρώπου κι από κείθε
Κορμό να πλημμυράει και κλαδιά του
Και ως τ' ακρόφυλλα να τόνε πνίγει.
Και βλέπατε -και μάτωνε η καρδιά σας-
Τη Φτώχεια, φίμωμένη από το Νόμο
Να μην μπορεί ούτε ν' αναστενάξει,
Τον Ερωτα νεκρόν απ’ το δλητήριο
Που έχυσε στις φλέβες του το χρήμα,
Τη Γνώση μες στο βούρκο να κυλιέται
Με πιόματα χυδαία ναρκωμένη.
Και τα ρομπότ βλέπατε να γελάνε
Και κατ' από του ψεύτικού τους γέλιου
Το παγερό μεταλλικό το πέλμα,
Οπως πουλάκι εβλέπατε λιωμένη
Την προδομένη τη χαρά τ' Ανθρωπου.
Και η ματιά σου βίγλιζε τα γύρω
Και κοίταζες Μάρτιν Ντουράν Φρανσίσκο…
Κι έβλεπες απ' τ' αθώα τα παιδάκια
Κάθε αθώο και παιδικό να φεύγει-
Έβλεπες κάθε πόθο παιδιακίσο
Η απροκάλυπτη άρνηση να στέφει:
"Οχι" στο παίξιμο. "Όχι" στο χάδι.
"Οχι" στο "ξένο". Στη φιλία"Οχι".
Γιατ' είχανε από μικρά να μάθουν
Πως πρέπει ν' αποφεύγουν ό,τι χρήμα
Δε φέρνει-όπως είναι το παιχνίδι.
Γιατί έπρεπε το χάδι, πληρωμένο,
Να μάθουνε να δίνουν και να παίρνουν.
Γιατ' η φιλία επικίνδυνη είναι
Καθώς οι φίλοι όχι μόνο δίνουν
Μα τόχει η φύση τους να παίρνονν κιόλας.
Και όλα τούτα ορθώνονταν ενάντια
Σαυτό που μάθαν τα παιδιά να λένε
Πριν πουν "πατέρα" και πριν πουν "πεινάω".
Κι οι λέξεις ήτανε αυτές: δικό μου.
Κι ήταν το πιό μεγάλο τ’ "όχι" απόλα
Εκείνο πούρχονταν για ν' απαντήσει
Στον πόθο του παιδιού κάτι ν' αγγίσει-
Στον πόθο του παιδιού κάτι ν’ αδράξει,
Που άλλου ήτανε «ιδιοκτησία».
Για να μαθαίνουν τ' άμοιρα παιδάκια
(Κι όταν μεγάλα γίνουνε να ξέρουν)
Πως κι αν ακόμα τρέμουν απ' το κρύο
Πως κι αν πεθαίνουνε από την πείνα
Σάλλη φωτιά να μην απλώνουν χέρι,
Μάλλου ψωμί ποτέ να μη χορτάσουν-
Γιατί αυτός ο άλλος ειν' ο πλούσιος:
Εκείνος που τους δίδαξε όλα τούτα.
Κι έστρεφες ανυπόμονο το βλέμμα
Κι ανθρώπους έβλεπες Ευγένιε Κόρντερ
Να δέχονται καθώς ελεημοσύνη
Τα ψίχουλα που οι πλούσιου τους πετάνε,
Ενώ δικά τους είναι όχι μόνο
Το φαγητό αλλά και το τραπέζι
Που πάνω του οι πλούσιοι ασελγούσαν.
Κι ονοματίζανε αυτή τη φρίκη
Ισότητα (τι λόγος!) μπρος στο Νόμο,
Κι Ελευθερία (ω! Τι τόλμη αλήθεια!)
Κι Αμερικάνικο Όνειρο. Μα όμως
Δεν είναι τίποτ' αλλο ο Νόμος πάρα
Η σπάθη η Δαμόκλειος που οι πλούσιοι
Παν’ από τα κεφάλια επισείουν
Των Επαναστατών για να κρατούνε
Τη δίκαιαν οργή τους φιμωμένη.
Και δεν ειν' άλλο η Ελευθερία
Από την Άγνοια του Λαού για όσα
Αξια, καλά και τρισευτυχισμένα
Η άγια Ισότητα μέσα της κλείνει
Και του κουμμουνισμού η ευλογία.
Και τ’ Αμερκάνικο τ’ Ονειρο είναι
Το πιο μεγάλο και λαμπρό διαμάντι
Στο στέμμα της απανθρωπιάς τ’ ανθρώπου
Κι η πιο σαρκαστική αλήθεια ιδέα
Για την υποταγή των δυστυχούντων.
Κι είν’ ο αθέρας της αναισχυντίας-
Κι είναι της βίας της συγκαλυμμένης
Ο άγγελος ο πιο δυναμικός της
Κι ο πιο αφοσιωμένος ο φρουρός της.
Και ζουν με τ' Όνειρο οι Αμερικάνοι.
Μ' αυτό αιώνες τώρα σύντροφό τους
Γελιούνται, όπως ο ναυαγισμένος
Που θα ’λπιζε πως να… ό,που και νάναι
Μπροστά του ένα νησί θα ξεπροβάλει
Που από το θάνατο θα τον γλιτώσει.
Και το ανδρείκελο των μεγιστάνων
Του πλούτου, και ο εκλεγμένος
Συναυτουργός των πολεμοκαπήλων,
Ορθά κοφτά και άντροπα μιλώντας
Στους φοιτητές των Πανεπιστημίων
Είπε πως κύρια επιδίωξή του
Τ' Όνειρο τ’ Αμερικάνικο θα είναι
Όλων των πολιτών να γίνει κτήμα.
Τ' άκουσ’ ο Αμερκάνικος ο Νόμος
Και κάθε γέλασε παράγραφος του.
Τ’ άκουσε η «Λεφτεριά» των Αμερκάνων
Μισάνοιξε τ' αρπάγια της τα χέρια
Και μέσα τους με δύναμη διπλάσια
Των δόλιων σκλάβων έσφιξε τα πλήθη.
Το ’δε το λαμπερό παράφρον μάτι
Της Αμερκάνικης της δικιοσύνης
Και εμισόκλεισε απ' αναγάλλια.
Και η Ειρήνη ένιωσε τη λάμα
Την κοφτερή και κρύα του Πολέμου
Βαθύτερα στη σάρκα της να μπαίνει.
Απ' την καρδιά μας σας ευχαριστούμε
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Που δώσατε στα τέτοια κούφια λόγια
Και στις που τ’ ακλουθάνε κούφιες πράξεις
Τη μόνη απόκριση που τους ταιριάζει.
Απ' την καρδιά μας σας ευχαριστούμε
Μαρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Γιατί μια πόρτα ανοίξατε μπροστά μας
Διάπλατα, κι όλους μας να τη διαβούμε
Ακολουθώντας σας μας προσκαλείτε.
Από καρδιάς μας σας ευχαριστούμε
Μαρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Γιατί μας δείξατε το μόνο δρόμο
Πούχει για να νικήσουμε απομείνει.
Γιατ' είναι η Αμερική χαμένη.
Τα λούλουδά της ευωδιά δεν έχουν.
Και γιάτι ο άλλος κόσμος ακλουθάει.
Περσέψανε οι κλάψες των φτωχών του.
Γιατ' η Ρωσσία τώρα ξεψυχάει
Γιατί ο Χουσείν άπρακτος μένει
Και δίπλωσε ο Καντάφι τα φτερά του.
Γιατί ό,που ποτιστεί κι ανθοφουντώσει
Η Λεφτεριά, οι βόμβες τη ρημάζουν.
Γι αυτό και πάλι από καρδιάς σας λέω
Χίλιες φορές αδέρφια ευχαριστούμε.
Κι ήταν καιρός, ήρωες, να φανείτε.
Γιατί προς το γκρεμό η ρομποτοχώρα
Τραβάει γοργά με βήματα μεγάλα.
Και σέρνει πίσω της όλες τις χώρες.
Και οι φωνές είναι παμένες όλες.
Μόνο γρικούνται τα λιβανιστήρια
Πίσω, μπροστά, δεξά κι αριστερά της
Κι οι ψαλμουδιές από τους πληρωμενους-
Απ' τους αχρείους δοξολογητές της.
Κι από τα πλήθη γύρω της των δούλων
Δε βλέπεις πρόσωπα, παρά μονάχα
Τα μαύρα σαν του Χάροντα μαλλιά τους
Καθώς σκυμμένα έχουν τα κεφάλια,
Να φτιάχνουν μία θάλασσα που εντός της
Κάθε να πνίγεται αξιοπρέπεια.
Έπρεπε ήρωες- η ώρα ήταν,
Ναρθείτε. Να ορθώστε σείς μονάχοι
Το άτρομο κορμί και το κεφάλι-
Να ρίξτε γύρω σας βαθύ ένα βλέμμα
Κι όλα μεμιάς μπροστά σας να φανούνε
Τα τρομερά και τα ελπιδοκτόνα.
Επρεπε ήρωες-ήταν η ώρα
Να ταραχτεί η ψυχή σας η γενναία
Ν’ αδράξει ο νους σας το τρικύμισμά της
Και να δονείστε σείς της Οικουμένης
Συθέμελα το ναρκωμένο σώμα.
Επρεπε ήρωες- η ώρα ήταν
Να πάρει ο ξέπνοος Κόσμος μιαν ανάσα.
Ας είστε τρεις φορές ευλογημένοι
Που του τη δώσατε, για να μπορέσει
Να ζήσει ακόμα-και να ζει μαζί του
Και η ελπίδα μας πως κάποια μέρα
Απ' τη βαθιά του θα ξυπνήσει νάρκη
Και, ένα έστω βήμα πριν το τέλος,
Εστω εκεί, στο χείλος της αβύσσου
θα νιώσει, και στο Χάος δε θα πέσει
Τη χώρα των ρομπότ ακολουθώντας
Στον τελικό και σίγουρο χαμό της.
Χαιρει η ψυχή μας ως τ' ακρόρριζά της
Κι ολάκερη με μέλι περιχιέται
Οταν μαθαίνουμε πως ένας λύκος
Χάθηκε από τη γκλίτσα του τσοπάνου.
Πως ένα ανθρωπόμορφο γουρούνι,
Πως άγριο ένα τέρας σαρκοφάγο
Πως ένας απ' τους τρισκαταραμένους
Τους μπράβους των ληστών και των τυράννων,
Πως ένας μύστης της αναισχυντίας
Γύρισε πάλι μες στα σκότια βύθη
Της γης, απ’ ό,που ήτανε σταλμένος
Τα ζοφερά του σκότη να σκορπίσει.
Χαίρει η ψυχή μας ως τ’ ακρορριζά της
Οταν από τον κήπο με τα ωραία
Που τη ζωή στολίζουνε λουλούδια
Σπάει κι ένα κάγκελό του από κείνα
Που μας μποδίζουνε να τον χαρούμε.
Χαίρει η ψυχή μας ως τ’ ακρόρριζά της
κι ολάκερη με μελί περιχιέται…
Αλλά μια ευφροσύνη γίνετ’ όλη
Και τρισευτυχισμένη γλυκαστράφτει
Τύραννος ένας όταν καταλιέται-
Του κήπου ο δυνάστης σα χαλιέται.
Κι ας μην πετύχατε σ' αυτό αδέρφια.
Μα ούτε η δόξα σας μ’ αυτό μικραίνει,
Ούτε λιγαίνει μας η ευφροσύνη.
Γιατ' είστε οι πρώτοι. Και σαν πρωτοπόροι
όλον αξίζετε το θαυμασμό μας.
Και γιατί έπειτα από τόσο κρύο
Μια λαμπροσπίθα όπως η δική σας
Άρκεσε να φλογίσει τις ψυχές μας.
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Με τ' όπλο σας εμίλησε η ψυχή σας.
Κι ο λόγος της ψυχής δεν έχει χέρια
Οι τύραννοι για να τ’ αλυσοδέσουν.
Φτερά μονάχα έχει από ατσάλι
και σπάει Αυτός δεσμά και λυ' αλυσίδες.
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Στο προσκλητήριο ενάντια στη δουλεία
Δώσατε το παρών σας το μεγάλο.
Απ’ τη στιγμή αυτή τα ονόματά σας
Δίπλα θα στέκουνε στων λίγων άλλων
Που αγάπησαν τ' ανθρώπινο το γένος.
Και αν στο μέλλον ο Ερωτας θα στέκει
Στο βάθρο το ψηλό του αντίς νάναι
Στο δόκανο πιασμένος της Πορνείας,
θάναι γιατί το δρόμο πήραν κι άλλοι
Που έχετε οι δυο σας πρωτανοίξει.
Κι αν πάψουνε ρομπότ οι άνθρωποι νάναι
Και αποκτήσουνε ψυχή και πάλι
Δώρο κι αυτό ένα δικό σας θάναι-
Καρπός του δέντρου της μεγάλης πράξης
Που κάνατε στις μέρες μας. Και όταν
Οι άνθρωποι ίσοι θα βρεθούνε όλοι
Από την ευτυχία μετρημένοι,
Τότε στους ύμνους που θα τραγουδάνε
Για να γιορτάσουνε το λυτρωμό τους
Από της εκμετάλλευσης τα νύχια,
Την πρώτη τ’ όνομα σας θέση θάχει.
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ
Εσείς φτερώσατε την Ιστορία
Και τώρα λεύτερη ψηλοπετάει.
Εσείς ψηλώσατε το άρμα του ήλιου
Και τώρα Εκείνος πιότερους φωτίζει.
Γεμίσατε το μάτι μας με εικόνες
Τόσο κοινές-τόσο απλές κι ωραίες
Που πριν ήταν απ’ όλους ξεχασμένες.
Τ’ αυτιά μας γέμισαν όχι από λόγια
Αλλ’ από την κραυγή του πρώτου ανθρώπου
Όταν το άδικο είχε πρωτονιώσει.
Μέσα μας εξεδίψασεν η δίψα
Γι απόφαση, για πάλη, και για νίκη.
Αθάνατοι ήρωες! Γενναία αδέρφια!
Τάχα κλεισμένους σας κρατούν ακόμα;
Μα σείς έχετ' ανοίξει τα φτερά μας.
Τάχα σας διώξανε από τη χώρα;
Μα μέσα είστε κλεισμένοι στην καρδιά μας.
Μη σας βασάνισαν; Μη σας σκοτώσαν;
Μα σεις αθάνατοι έχετε γίνει-
Μα σείς το Πνεύμα είστε του ανθρώπου-
Και τί να βασανίσει… τί να διώξει…
Και τί από σας κανείς να φυλακίσει…
Μάρτιν Ντουράν και Φρανχ Ευγένιε Κόρντερ
Ιδέα έχετε κι οι δυό σας γίνει-
Αγρια ιδέα πάλης γιά το δίκιο.
Ιδέα επαναστάσεων γεννήτρα.
Ιδέα καταλύτρα τυραννίδων.
Ιδέα καρπερή και νικηφόρα.
Κι αν μας ακούτε από κει που είστε
Μάρτιν Ντουράν και Φρανκ Ευγένιε Κόρντερ,
Ακούτε τα τρελά τα καρδιοχτύπια.
Το σάλαγο ακούτε της ψυχής μας.
Ακούτε την απόφαση γι αγώνα
Που κάθε κύτταρό μας συνεπαίρνει.
Κι ακούτε με φωνή ως τα ουράνια
Γεμάτη απόφαση κι ευγνωμοσύνη
Ολου του Κόσμου τους αδικημένους
"Αδέρφια ευχαριστούμε" να σας λένε.