Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Βιβή γεια σου.
Φεύγω από την πόλη.
Αυτό το γράμμα είναι το αποχαιρετιστήριο γράμμα μου σε σένα.

Πρώτα όμως θα τα ακούσεις έμμετρα.

Πολύ καλά επέρασα στην Τρίπολη-δε λέω.
Κι αυτό για όσους ξέρουνε δεν είναι κάτι νέο.
Η Τρίπολη μ΄αγκάλιασε με θέρμη και με πάθος΄
κι όποιος τ΄αντίθετο θα πει κάνει μεγάλο λάθος.
Μονο που πρόσεξε καλά,πολύ να μη με σφίξει
και-χτύπα ξύλο-απ΄την πολλήν αγάπη της με πνίξει...
Α! Όλα κι όλα!δεν μπορώ να την κατηγορήσω-
κι ευγένεια έδειξε και τακτ-και μάλιστα περίσσιο.
Ας πούμε,όταν ήρθα εδώ,την ίδια κιόλας μέρα
στη βιβλιοθήκη θέλησα να πάω-εκεί πέρα
που όταν ήμουνα μικρός ξημεροβραδιαζόμουν
και που μ΄αγάπη στην καρδιά πάντοτε τη θυμόμουν.
Όμως τη βρήκα θεόκλειστη. Τότε χωρίς ν΄αργώ
να την ανοίξω βάλθηκα μ΄ένα ρυθμό γοργό.
Όμως-και να της Τρίπολης για μένα η αγάπη-
όταν να τρέχω μ΄είδανε με βιάση μια βαρβάτη,
οι φίλοι,εμαζευτήκανε,κι είπανε, και μιλήσαν,
κι αυθημερόν  κι ομόθυμα  όλοι αποφασίσαν
πως να μ΄αφήσουν δεν μπορούν το πράγμα αυτό να κάνω,
γιατί έτσι-όπως μου ΄πανε-με χάνουν και τους χάνω.
Ήγουν τουτέτιν δηλαδή,με άλλους λόγους,ήτοι,
δεύτερο θα μου γίνονταν η βιβλιοθήκη σπίτι
και την παρέα μου έτσι αυτοί δια παντός πια χάνουν
και,οι καϋμένοι,δίχως μου,δε θα ΄χαν τι να κάνουν.
Κι εμπόδια εβαλθήκανε όλοι τους να μου βάζουν
ώστε τα μάτια μου αυτούς μονάχα να κυττάζουν
κι όχι βιβλία που το νου μπορεί μεν να ευρύνουν,
μα της φιλίας τ΄ανοιχτά τα μονοπάτια κλείνουν.
Έτσι λοιπόν καθηγητές,δασκάλοι,προφεσόροι,
νομάρχες για τα κλάματα,δημάρχοι λαοβόροι,
όμιλοι φιλοτεχνικοί,συλλόγοι και ομάδες,
κυρίες γουνοτύλιχτες με δυο κιλά πομάδες,
κύριοι ευυπόληπτοι που τρώνε ολοένα
(και τα δικά τους φαγητά μα πιο πολύ τα ξένα),
και για να μην πολυλογώ της πόλης όλοι οι τύποι
με χαρωπή με κύτταζαν θα έλεγα μια λύπη,
καθώς και θέλαν να χαρούν τη σπάνια μου παρέα
μα και με τα βιβλία μου να πέρναγα ωραία.
Και μη γνωρίζοντας το πώς αυτό να καταφέρουν,
σε τακτικές ωθήθησαν πολύ καλά που ξέρουν-
και ή με κόλπα ταπεινά με καταφέρναν,διάφορα,
ή κάτι αν τους έλεγα εσφύριζαν αδιάφορα.
Κι η βιβλιοθήκη στο άθλιο της ακόμα μένει χάλι,
μα όμως φίλους έχω πια πληθώρα εγώ-χαλάλι.

Και ήρθε,όταν έφτασα στην πολιτεία του Πάνα,
κάθε τριπολιτσώτισσα-θα πει κάθε γυναίκα-
κι αφού κοντά μου εστάθηκαν και ταχτοποιηθήκαν
μου είπαν πως συλλογικώς όλες μ΄ερωτευτήκαν.
Κι ήτανε κοριτσόπουλα,κι ήταν γυναίκες ώριμες,
και ήτανε κι αλλοδαπές,και ήτανε κι εδώδιμες.
Και όχι νέες μοναχά μα και γρηές σκυμμένες,
στο πλήθος που με κύκλωνε ήταν κι αυτές χωμένες.
Κι οι νέες ήρθαν πηδηχτές κι οι γριούλες κούτσα κούτσα.
Και «όλες»,μου είπαν, «ήρθαμε  για τη δική σου πίστη.
Και ας μην είσαι όμορφος,και ας μην είσαι νέος,
μα το δικό σου θέλουμε μονάχα εμείς το «πλοίο»».
Και τι να πω δεν ήξερα ούτε και τι να κάνω
μέχρι στη σαστιμάρα μου που σκέφτηκα επάνω
να έπαιρνα μία γερή καλοβρεγμένη τάβλα
και να ΄σβυνα ευθύς μ΄αυτήν όποια τις έκαιε φλόγα.
Κι έχασα όση μου ΄δωσε ο θεός υπομονή,
και ας μπορούσα να ΄χα εγώ όποιο ήθελα πετράδι,
τα χέρια εσήκωσα ψηλά,και «ακούστε με!»,τους είπα,
«ένας,να κλείσει όλων σας,αδύνατον την πόρτα.
Και πιο όμορφος να ήμουνα,κι ακόμα και πιο νέος,
ένα μονάχα ο θεός μου έχει δώσει σώμα.
Γι αυτό εμπάτε στη σειρά η μια στην άλλη πίσω
και μία μια με τη σειρά εγώ θα σας γελάσω.
Μεγάλη τότε ταραχή σε κείνες εσηκώθη
κι όχι ό,τι θα ΄θελαν σε με οι βίαιοί των πόθοι.
Και πλέον εθεώρησαν πως δια παντός με χάνουν
και χέρι οι αφιλότιμες άρχισαν να μου βάνουν.
Κι ορμήσανε και μ΄άγγιζαν από παντού με λύσσαν
κι ηδονικά εβογγούσανε-και μερικές εσπάσαν.
Μα όσες δεν εσπάσανε αυτές δεν ησυχάζαν
και πάνω μου όλες έπεσαν και,οι άθλιες,θα με σκάζαν,
αν δεν μου ερχόταν τη στιγμή εκείνη βοηθός μου
ο άλλος,ο σκληρός πολύ κι ανάλγητος εαυτός μου.
«Κυρίες,δεσποινίδες μου,γρηούλες μου»,τους κάνω,
«ωραία-δίκιο όλες έχετε-κερδίσατε και χάνω.
Τόσο τον πόθο νιώθω σας βαθιά μες στην καρδιά μου,
που ευθύς,κι αμέσως,κι εδωπά,και τώρα κι εδώ χάμου
διόλου χωρίς εγώ ν΄αργώ ή ίσως να κάνω πίσω,
τους πόθους τους μεγάλους σας θα ικανοποιήσω.
Μονάχα θέλω να σας πω κάτι που ως τώρα έκρυβα
για όσην ώρα εδωπά μαζί σας-οίμοι!-διέτριβα,
και πλέον σεις θα κρίνετε σαν άξιος κριτής.
και, ω! θήλεα της Τρίπολης, ιδού:είμαι ποιητής!..»
Οι πόθοι έσβυσαν ευθύς,φωνές-σπρωξιές επάψαν
λες κάποιος την που είχανε τους είχε σβύσει κάψαν,
και μ΄ένα στόμα όλες τους κάνανε με αηδία:
«ποιητής;;;...»-και όλα ξαφνικά γίναν εντός τους κρύα.
Κι αρχίσανε να φεύγουνε άγρια κυττάζοντάς με
και άλλες καταριώντας με και άλλες βρίζοντάς με.
Πού να ΄ξερα από την αρχή να τους το ανακοίνωνα
ώστε από τη μανία τους αμέσως να εγλίτωνα...
Κι ύστερα έφυγα κι εγώ τελείως ησυχασμένος
αλλά και πλέον ανένδοτος και αποφασισμένος
μία γυναίκα να εβρώ που όχι μόνο αιδοίο,
αλλά να έχει κι ανθρωπιά-να τα ΄χει και τα δύο.
…………………………………………………………
………………………………………………………
Μα κι οι καλοί συνάδελφοι,της πόλης οι ιπποκράτες,
καλλίτερα μου φέρθηκαν κι απ΄ό,τι σε πελάτες.
Σαν είδαν πως διορίστηκα στης πόλης τους το ΙΚΑ
αμέσως εμαζεύτηκαν,κι η ευγενής τους κλίκα
λυτούς-δεμένους έβαλε ως μέσα στο υπουργείο,
ώστε αυτό,σα να ΄τανε κανένα συνεργείο
που βγάζει ένα εξάρτημα και κάποιο βάζει άλλο,
να ΄κανε και για μένανε καλό ένα μεγάλο,
θα πει τον που ΄χα διορισμό να τον ανακαλέσει,
ώστε η κούραση για με να φύγει από τη μέση.
Τόσο πολύ μ΄αγάπησαν της πόλης οι ντοτόροι
που όσο εκείνοι τράβαγαν μαρτύριο και ζόρι
κι εγώ δε θέλαν να τραβώ-δε θέλαν να κουράζωμαι-
αυτοί νιαστήκανε για με,πιο εγώ απ΄όσο νιάζομαι.
Κι έτσι έμεινα χωρίς δουλειά και δίχως απασχόληση,
σαν έρμος αμφιβληστροειδής μετά την αποκόλληση.
Όμως το πνεύμα των γιατρών της Τρίπολης το πήρα:
στον ήλιο αφού δεν έχεις συ,εδώ θα είχες μοίρα;

Κατόπι των πολιτικών με άγγιξε η ευγένεια
που το φαϊ μονάχη τους είναι και πρώτη ένια.
Σαν είδαν ότι όλους τους τους έχω εγώ γραμμένους,
θέλανε που δε θέλανε στην πόλη τους τούς ξένους,
χωρίς εγώ για εγγραφή τέτια να δίνω φράγκο,
με εγγράψανε καθένας τους στου αλλουνού τον πάγκο,
και μεταξύ τους άρχισαν να ερίζουνε για μένα
λες κι όλα τ΄άλλα τα ΄χανε τα θέματα λυμένα.
Τι να τους πεις-δοσμένοι αυτοί σε μάσα και ρεμούλα
θέλουν τα όντα όλης της γης σ΄αυτούς να είναι δούλα
και όταν κάποιονε θα δουν τέτια να μη σηκώνει
για μόριο τον βλέπουνε στου δρόμου τους τη σκόνη.
Δεν ξέρουνε πως με καιρό η σκόνη θα πολλύνει
κι ανεμοστρόβιλος κακός και τάφος θα τούς γίνει...

Και μ΄είπανε κουμουνιστή κι αναρχικό με είπαν,
μα μ΄όλα αυτά εκάμανε εις το νερό μια τρύπαν.
Ο λιόντας τρέχει και αρπάει και τρώει το βουβάλι
χωρίς ιδέα να ΄χει τι ταμπέλλα θα του βάλει
ο ζωολόγος,και χωρίς γι αυτό παρά να δίνει.
Κι η νυχτερίδα ίδια κι αυτή των ζώων το αίμα πίνει,
χωρίς να ξέρει αν αυτό που πίνει λέγεται αίμα
ή πως την ώρα κείνη εκεί τη βλέπει κάποιο βλέμμα.
Έτσι κι εγώ,ω! θλιβεροί κι αιματοπότες τύποι,
κάνω αυτό που της καρδιάς με οδηγούν οι χτύποι.
Λέω ό,τι το ανθρώπινο μυαλό μου με προστάζει,
γράφω, μελάνι μου έχοντας το αίμα μου που στάζει,
κι όπου το πνεύμα μου τραβά πίσω του ακολουθάω
χωρίς τι λέν οι άθλιες σας οι γλώσσες να μετράω,
χωρίς να νιάζωμαι αν εσείς το πράγμα αλλιώς το λέτε
ή αν μ΄αυτά που σούρνω σας γελάτε είτε κλαίτε.
Στον κόσμο αυτόν αν δεν ειπεί κανείς αυτό που νιώθει
τότε η γλώσσα πέστε μου για τί άλλο μας εδόθη;
Ανθρωπινά ο άνθρωπος στόν κοσμο αν δεν πράξει
πώς του Ανθρώπου τότε αυτός θα υπηρετεί την τάξη;
Κι αν κάτι κτήνη σαν εσάς φέρονται κτηνωδώς,
κι αν από σας έχει χαθεί το μέτρο κι η αιδώς,
πρέπει και όσοι άνθρωποι έχουνε απομείνει
έτσι κι εκείνοι-κτηνωδώς-να φέρωνται; Ε,κτήνη;
Βάλτε μου όποια θέλετε ταμπέλλα ή ετικέττα,
πιάστε με και τραντάχτε με απ΄του σακκακιού τα πέτα,
χτυπήστε με και βρίστε με΄και όσα μ΄αίμα γράφω
κατω απ΄το βρώμιο πόδι σας ας έχουν ένα τάφο.
Μα ό,τι και να κάνετε,όποια ιδέα γεννιέται,
αιώνια μες στου σύμπαντος τα χάη θα πλανιέται
αθάνατη,ολοζώντανη, στέρια και πάντα νέα
έτοιμη πάλι κάποτε ίδια ν΄ανθίσει Ωραία
σε κάποιου Ανθρώπου το «ξερό» κι «αγύριστο» κεφάλι,
ενώ εσείς θα σέρνεστε σε κάποιες λάσπες πάλι.
Τελειώνει εδώ το ποίημα μα τούτο δε σημαίνει
πως και μαζί σας τέλειωσα. Ό,τι στη γη με δένει
το ιερό καθήκον μου είναι,που θα εκτελέσω,
κι αν έτσι ακόμα όχι σε σας,μα ούτε σε μένα αρέσω.
Κάποιος θα πρέπει άσβυστη τη δάδα να κρατάει
στο δρόμο τον αξιόπρεπο του Ανθρώπου που οδηγάει.

Και κάτι όντα θλιβερά στην πόλη κατοικούνε
που τους εαυτούς τους ποιητές θρασέως αποκαλούνε.
Αν τραγωδία δεν ήτανε στη γη επάνω η ζήση
θα ΄λεγα πως για κλάμματα φτιαχτήκανε απ΄τη φύση.
...Μα μες στην τόση συφορά το πράγμα δένει τέλεια
πως είναι οι καραγκιόζηδες αυτοί,μόνο για γέλια.

Βιβή,θα σου ΄γραφα πολλά με μέτρο και με ρίμα
όμοια καθώς η θάλασσα μιλάει: κύμα κύμα.
Αλλά δεν ξέρω αν χρόνο συ-που είναι και χρήμα-έχεις
αφού συνέχεια για δουλειές όλη τη μέρα τρέχεις.
Γιατί,αναμετάξυ μας –πιο πέρα να μην πάει-
το ποίημα εύκολο ποτέ δεν ήτανε προσφάϊ΄
κι αν να το νιώσει θα ΄θελε κανείς,πρέπει όχι μόνο
ίσα για να το διάβαζε να δώσει λίγο χρόνο,
μα και στο νόημα να μπει που κλείνει κάθε ποίημα.
Και στίχο στίχο γίνεται αυτό,και βήμα βήμα.
Έτσι μονάχα θα γευτεί του ποιήματος τη χάρη
ο αναγνώστης που άξια τον τίτλο αυτό έχει πάρει.
Μα συ Βιβή μου,μόνη μου και ακριβή μου φίλη
από το βράδυ ως το πρωί κι απ΄το πρωί ως το δείλι
τρέχεις χωρίς σταματημό. Κι αυτό εγώ σεβόμενος
και τοις του νου μου ρήμασι αναφανδόν πειθόμενος,
το ποίημα εδώ το σταματώ,και ό,τι έχω άλλο
σε γράμμα ένα θα στο πω,μικρό ή και μεγάλο.
Γράμμα που αμέσως στο χαρτί αυτό θα συνεχίσω,
το αποχαιρετιστήριο ντελίριο μου πριν κλείσω.
Σ΄αυτό,θα λέω και γι αυτά που είπα παραπάνω,
μα κύρια για την αλλαγή στη ζήση μου που κάνω
φεύγοντας απ’ την Τρίπολη- με φράση μόνο μία:
να φύγω από την Τρίπολη ποια ήταν η αιτία.
………………………………………………………………………..
………………………………………………………………………….
Η Τρίπολη Βιβή είναι η πόλη που με ανάθρεψε. Εδώ μένει η ψυχή μου. Σπίτι μου δεν είναι η Σοφοκλέους τρία αλλά η Τάπιας τρία. Εκεί μένω ακομα μαζί με τους γονείς μου. Με τα ίδια μάτια βλέπω την σημερινή Τρίπολη όπως την έβλεπα και τότε. Η Τρίπολη για μένα είναι ίδια. Ανεβαίνοντας προς το συνοικισμό νιώθω στην καρδιά το ίδιο σφίξιμο από την ντροπή να περνάω ανάμεσα από ξένους ανθρώπους που όλων τα μάτια,καθώς εγώ το βλέπω,είναι στραμμένα επάνω μου,έτοιμα να παρατηρήσουν κάθε στραβό μου-τα νύχια μου τα άκοπα,τον γελοίο τρόπο που κρατάω το μεγάλο καρβέλι που αγόρασα από του Κυριάκου,τα μάτια μου που τους βλέπουν γεμάτα φόβο για ό,τι μπορούν να μου κάνουν έτσι μόνος μου που βαδίζω ανάμεσά τους. Και ακούω τα ειρωνικά τους γέλια και τα σχόλιά τους περνώντας μπρος από τα σπίτια τους. Πιο πάνω θα συναντήσω του Παθή,τις Μηλιές,την μυγδαλίτσα που άνθιζε πρώτη πρώτη με τα πρώτα χιόνια η τρελλή και τ΄άνθη της καιγόΝταν ακάρπιστα κάθε χρονιά,το γήπεδο που λένε τώρα ότι εκεί χτίσανε το πρώτο γυμνάσιο,το «μοναχικό» (σπίτι),που ήτανε απρόσιτο για μένα,το εικονοστάσι,του Ξενοδημητρόπουλου με τη Γιωργία και τη Βαγγελιώ, την ατελείωτη μάντρα του σπιτιού του Καρακούρτη με τις μουριές κατά μήκος της στην απέξω μεριά της,την εξώπορτα τη σιδερένια, τη βρύση δίπλα της που ερχότανε δυο ώρες την ημέρα, τους Τσαμαίους,τα τέσσερα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην εξώπορτα του σπιτιού πια,και την ξύλινη σαρακοφαγωμένη εξώπορτα που ανοίγοντάς την και κλείνοντάς την πίσω μου,ένιωθα κάπως να συνέρχωμαι από όλους του κινδύνους του έξω.
Το σπίτι μου είναι αυτό ακόμα.
Αυτή η πόλη είναι η πόλη μου.
Και γι αυτό την μισώ, όπως μισώ κάθε δυνητικά αγαπημένο.
…………………………………………………………………………..