Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Φώτη γεια σου.
Ήξερες ότι τα όσπρια και κυρίως τα ρεβύθια κάνουν καλό στη διαφραγματοκήλη;
Εγώ δεν το ήξερα.
Μα δεν  σου γράφω γι αυτό αλλά για να σου πω ότι ο θεός με αγαπάει.
Ποιος θεός θα πεις. Όποιον θεό πιστεύει καθένας: τον θεό του Μαρξ, του Ιησού, του Σπινόζα, του φίλου μου του Αντώνη που γι αυτόν θεός είναι το γυναικείο στήθος.
Γιατί το λέω αυτό. Να γιατί.
Έψαξα στο ίντερνετ και βρήκα ένα κατάστημα που να πουλάει αυτοκόλλητες κόκκινες ταινιούλες-αυτές με τις οποίες ντύνω τις ράχες των βιβλίων μου.
Λίγο μακριά, όμως πήρα το αυτοκίνητο και τραβάω.
Το μαγαζί ήτανε πάνω στον δρόμο προς Π., λίγο μετά το Β.
Λίγο μετά το Β και πριν φτάσω στο μαγαζί, το αυτοκίνητο σταματάει και δεν ξαναπαίρνει εμπρός.
Κατεβαίνω. Το αυτοκίνητο σταματημένο στο δεξί μέρος του δρόμου, με την «μούρη» του να μπαίνει ως τη μέση στη δεξιά λουρίδα του δρόμου, εμποδίζοντας έτσι την προς Π όδευση των επερχόμενων αυτοκινήτων.
Έπρεπε να σταθώ δίπλα από το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ ώστε με τα χέρια μου να προειδοποιώ τους ερχόμενους και οδεύοντες προς Π. Έτσι όμως παρεμποδιζόταν και η σειρά των αυτοκινήτων που έρχονταν από Π, γιατί καταλαβαίνεις, οι μες ερχόμενοι από Π είχανε ανοιχτό τον δρόμο μπροστά τους, ενώ οι αντίθετοι έπρεπε ή να τους περιμένουν όλους να περάσουν, ή με διάφορες προσπάθειες και κολπάκια να τους κάνουν να καταλάβουν ότι πρέπει να μετριάσουν την ταχύτητά τους ή και να σταματήσουν , για να περάσουν κάποτε και αυτοί.
Και όλων τα μάτια να στρέφονται αγριωπά προς εμένα.
Τυατόχρονα έπρεπε να τηλεφωνήσω στην ασφάλεια για να δω τι θα κάνουν και πότε θα το κάνουν.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Η ώρα δύο το μεσημέρι. Ναι λοιπόν , να τηλεφωνήσω, πώς όμως που από τη μια μεριά τα τα χέρια μου είχαν αναλάβει την τροχονομική τους δουλειά, και από την άλλη, όταν έκανε πως σταματάει η πληθώρα των επερχόμενων αυτοκινήτων  δεν μπορούσα να διακρίνω στην οθόνη του κινητού μου από τον ήλιο που τα έκανε όλα άσπρα ώστε να τηλεφωνήσω.
Και ενώ προσπαθούσα να συνταιριάξω τις δύο αυτές υποχρεώσεις μου, νάσου και ένα γιώτα χι που ήρθε από έναν στενό χωμάτινο δρόμο, που τελείωνε (ή άρχιζε) ακριβώς εκεί όπου στεκόμουν εγώ με το αμάξι μου, κλείνοντας την δίοδο προς και από αυτό το μικρό δρομάκι-ένα από εκείνα που δημιουργούνται μόνα τους ανάμεσα σε σπαρμένα χωράφια από τη συχνή πάνω τους κυκλοφορία τρακτέρ και άλλων γεωργικών μηχανημάτων.
Κάποτε, όταν είχε μετριαστεί η ροή των προς Π αυτοκινήτων, μπόρεσε να μπει κι αυτό-περνώντας ξυστα δίπλα μου, στην κυκλοφορά της ασφάλτου.
Η κυρία της θέσης του συνοδηγού, ευγενής και καλλιεργημένη όπως φαινόταν, περνώντας από μπροστά μου-μάλλον όπως ήταν η διάταξη των οχημάτων μας από πίσω μας, μου είπε μαλώνοντάς με… χαριτωμένα και και… μπλαζέδικα: «Θα μπορούσατε ωστόσο να είχατε παρκάρει πιο δεξιά»!  Τη συγχώρησα νοερά, γιατί σωματικά παιδευόμουν να βάλω να συνεργαστούν τα τροχονόμα χέρια μου και τα θαμπωμένα από τον ήλιο μάτια μου ώστε να επιτευχθεί το σωτήριο τηλεφώνημα προς την εταιρία που με καλύπτει ασφαλιστικά.
Να κι ένα αστυνομικό να έρχεται προς την ίδια κατεύθυνση με μένα. Ένα κορνάρισμα και μια επιπληκτική φωνή και προχώρησε χωρίς να σταματήσει. Φαίνεται, σκέφτηκα, πως ή δεν θεώρησε μεγάλο το παράπτωμά μου, ή ήτανε βιαστικό-ποιος ξέρει.
Περίμενα να γυρίσει ή να στείλει κάποιον να τακτοποιήσει την υπόθεση όπως υτοί ξέρουν και όπως έχω δει να κάνουν με άλλους οι αστυνομικοί. Όχι όμως. Τίποτα δεν φάνηκε.
Τέλος, χωμένος μέσα στο πορτ μπαγκάζ μου που είχε σκιά, είδα και έκανα το τηλεφώνημα στην ασφάλεια. Άθλος, αφού δεν είχα κάποιον άλλο μαζί μου να αναλάβει την τροχονομική προσπάθειά μου.
Δεν σου είπα ότι για να  φτάσω στο τηλεφώνημα έπρεπε να βρω το νούμερο του τηλεφώνου που για να το κάνω έπρεπε να ψάξω στον φάκελο με όλα τα χαρτιά του αυτοκινήτου, που βρίσκονταν μέσα σε μια σακούλα και αυτή μέσα στο πορτ μπαγκάζ.
Τι να σου πρωτοπεριγράψω…
Το καλό με αυτά που έπρεπε όντας μόνος μου να κάνω, είναι ότι δεν πανικοβλήθηκα και δεν αγχώθηκα ώστε να τα παρατήσω όλα και να… να, τι;…
Έκανα λοιπόν το τηλεφώνημα όπως σου ειπα.
Οι άνθρωποι και υπομονετικοί και εξυπηρετικότατοι.
Τους είπα ποιος και που είμαι, προς ποια κατεύθυνση, αριθμό αυτοκινήτου κλπ κλπ, τέλος μου είπαν να περιμένω και έρχεται η βοήθεια. Με ρώτησαν αν θα πήγαινα κι εγώ μαζί  με τον οδηγό που θα μετέφερε το αυτοκίνητό μου στο γκαράζ, τους είπα ναι, και μου είπαν αυτό να το συνεννοηθείς με τον οδηγό μου θα έρθει.
Ενώ κάνω το τηλεφώνημα νάσου άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο.. από Π προς εμένα αυτό.
Προς μεγάλη μου έκπληξη αυτό έκοψε λίγο ταχύτητα, για να με ρωτήσει μόνον ενώ πήγαινε: «Τι έγινε;» «Δεν παίρνει μπρος» απάντησα. Και έφυγε κι αυτό.
Δεν ξέρω από αυτά, όμως νόμιζα ότι θα σταματούσαν να με βοηθήσουν κατ’ αρχήν, να ρυθμίσουν την κυκλοφορία, αλλά και, βέβαια, να με τιμωρούσαν αν έβρισκαν να έχω κάνει κάποια παράβαση.
Αυτοί απλά έφυγαν!
Δεν μπορώ να ξέρω αν έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο.
Μα εκείνη την στιγμή, έχοντας κάνει την κλήση, δεν είχα παρά ναν περιμένω  τροχονομώντας τώρα με μεγαλύτερη άνεση και αποτελεσματικότητα.
Κάποτε άκουσα το τηλέφωνο να ηχεί όπως όταν είχα μήνυμα.
Θα είχαν πάρει από την ασφαλιστική εταιρία για να μου πουν σε πόση ώρα θα βρίσκεται εκεί η βοήθεια-έτσι μου είχαν πει ότι θα κάνουν.
Πώς να μπορέσω να δω το μήνυμα αφού δεν το μπορώ ούτε στο σπίτι καθισμένος στην πολυθρόνα μου να το δω…
Άρχισα να πατάω όλα τα κουμπιά του τηλεφώνου, δεν έγινε τίποτα, σταμάτησα κι εγώ κι αυτό.
Τώρα πια σκεφτόμουν, αν δεν με πάρει μαζί του ο μηχανικός που θα έρθει, πώς θα πάω πίσω, και πού θα  το πάει, τέτοια.
Πέρασε και κάποιος στο διάστημα αυτό που μου είπε: «Εμποδίζεις εκεί  που είσαι»! Τι ακούει κανείς! Σαν να στάθηκα εκεί επίτηδες!
Εκεί που καθόμουν-καθόμουν! που βασανιζόμουν θα έπρεπε να πω-, ένα μικρό αυτοκινητάκι σταμάτησε πίσω από μένα, που έγραφε πάνω του κάτι που δεν θυμάμαι. Βγήκε από μέσα του ένας νεαρός που και η μπλούζα του έγραφε το ίδιο πάνω της.
Σοβαρός, ευπροσήγορος, ευγενικός θα έλεγα.
«Τι έγινε;» με ρωτάει. Του εξηγώ με δυο λόγια, και αμέσως τον ρωτάω: «Είστε από την Ασφαλιστική Εταιρία;»
«Όχι», μου λέει,  «περαστικός είμαι».
Του δίνω τα κλειδιά, μπαίνει ενώ εγώ εξακολουθώ να κάνω τον τροχονόμο, κάτι τον βλέπω να κάνει μέσα στο αυτοκίνητο, τον βλέπω μετά να προσπαθεί να βάλει μπρος, και την τρίτη φορά το αυτοκίνητο πήρε εμπρός.
Βγαίνει, «εντάξει είστε» μου λέει, μπαίνει στοαυτοκινητάκι του και  φεύγει.
Κλείνω το πορτ μπαγκάζ, μπαίνω και φεύγω.
Σταματώ στο πρώτο σίγουρο μέρος που βρήκα.
Σκέπτομαι! Μήπως ήταν αυτός ο άνθρωπος που έστειλαν από την Ασφαλιστκή;
Μα δεν θα μου το έλεγε;
Έτσι κι αλλιώς όμως πρέπει να ειδοποιήσω ότι είμαι εντάξει και να μην έρθουν οι άνθρωποι.
Παίρνω, τους εξηγώ τι έγινε, τους ευχαριστώ κλπ. Σε λίγο με παίρνει στο τηλέφωνο και ο άνθρωπος που είχε ξεκινήσει να με πάρει. Του λέω κι αυτουνού τα ίδια-φαίνεται δεν είχαν προλάβει ακόμα να τον ειδοποιήσουν για την αλλαγή της κατάστασης.
Και τώρα πια είμαι ελεύθερος να συνεχίσω την ημέρα μου.
Ρωτάω κάποιον πού είναι το μαγαζί που ψάχνω, πάω, κάνω τη δουλειά μου, μπαίνω στο αμάξι μου και τραβάω για το σπίτι, με την απόφαση να πάω αύριο το αυτοκίνητο στο συνεργείο να το κοιτάξουν.
Ο θεός με βοήθησε στέλνοντάς μου τον άνθρωπο αυτόν να μου φτιάξει το αυτοκίνητο, σκέφτηκα.
Ακόμα δεν με άφησε σε κάποια στροφή μέσα στην πόλη να κλείσω ολόκληρη περιοχή.
Ακόμα δεν άφησε τους αστυνομικούς να έρθουν και να κάνουν ερωτήσεις για τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου-άδειες, ασφάλειες κλπ.
Και, είπα, γλίτωσα και από τη μεταφορά του αυτοκινήτου σε κάποιο γκαράζ, όπου θα το πήγαινα μόνος μου αύριο.
Τέλος μου επέτρεψε να διεκπεραιώσω αυτά που πρέπει να κάνει κάποιος στις παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς να έχω κάποιον βοηθό.
Και ενώ έχω τελειώσει με αυτά, οδηγώ πια προς το σπίτι.
Κάποια δύο χιλιόμετρα από το σπίτι, υπάρχει ένα δρομάκι όπου είναι ένα συνεργείο αυτοκινήτων.
Κανένα μισό χιλιόμετρο πριν φτάσω στη διασταύρωση που οδηγεί στο συνεργείο αυτό, το αυτοκίνητο σβήνει πάλι.
Το ανάβω, ανάβει.
Και προχωρώ.
Και είκοσι μέτρα πριν από τη διασταύρωση για το συνεργείο, το αυτοκίνητο αρχίζει να καπνίζει.
Καπνό που δεν έβλεπα μπροστά μου.
Σκέψεις αυτόματες που γίνονται σε κλάσματα του δευτερολέπτου ώσπου να έρθει η απόφαση: «Να σβήσω εδώ που είμαι; Μα εδώ που είμαι είναι τώρα δρόμος μέσα στην πόλη και τα αυτοκίνητα έρχονται  το ένα κολλητά στο άλλο-τόσο βιαστικά. Όχι, δεν θα σβήσω εδώ.  Μα αν προχωρήσω ποιος μου λέει, εμένα του αδαούς από αυτοκίνητα, ότι δεν θα πάρει  φωτιά το όχημα; Ή ποιος μου λέει ότι προχωρώντας θα γίνει μεγαλύτερη η ζημιά που βέβαια έχει ήδη γίνει στο όχημα;
Κι αν δεν σβήσω εδώ, πού να σβήσω; Μα, πηγαίνοντας προς το συνεργείο. Μα το συνεργείο είναι κάμποσο μετά τη στροφή. Και ο καπνός έγινε τόσος που δεν μπορώ να δω πια καλά…»
Και στρίβω και μπαίνω στο δρομάκι, σταματώ εκεί και πετιέμαι έξω.
Από πίσω μου ερχόταν ένας που έστριβε κι αυτός στο ίδιο δρομάκι. Βλέποντας εμένα να σταματώ και να βγαίνω έξω, αγνοώντας τον καπνό σαν ίσως την σοβαρή αιτία που με έκανε να σταματήσω, αρχίζει να μου φωνάζει από πίσω. Ούτε κατάλαβα τι έλεγε.
Από την άλλη πλευρά του δρομακίου ερχόταν ένα μικρό αυτοκινητάκι, με οδηγό έναν νεαρό της γενιάς των «μάγκικων» νεαρών μας. Τους φωνακλάδες αλλά και καλόψυχους «μάγκες» όπως φαινόταν με μια ματιά, αλλά και  όπως αμέσως αποδείχτηκε.
Γιατί βλέποντας εμένα θορυβημένον να κοιτάζω το αυτοκίνητό μου, μου κάνει  «Βλάβη ε;», ενώ την ίδια στιγμή ακούει και τον αποπίσω μου που φώναζε.
Τι κάνει λοιπόν;
Σταματάει  το  αυτοκίνητό του στο ρελαντί και τα βάζει μεγαλόφωνα και αγριεμένα με τον οδηγό του αυτοκινήτου που μου φώναζε.
Και του λέει «Τι θέλεις ρε; Βλάβη έχει ο άνθρωπος:! Δεν το βλέπεις; Βλάβη! Τι ζητάς; Άντε μην κατέβω κάτου και…»
Και έφυγε.
Ας είναι καλά.
Εγώ πάλι τι να έκανα; Να βάλω μπρος ένα αυτοκίνητο πνιγμένο στους καπνούς; Σωστά ή όχι πράττοντας, δεν το τολμούσα μιας και η εικόνα του καιόμενου οχήματός μου ήταν μια σοβαρή πιθανότητα για μένα όπως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα. Προσπάθησα να βρω τρόπο να διευκολύνω με υποδείξεις τον πίσω μου οδηγό πώς να περάσει, όμως ο χώρος δεν ήταν αρκετός για κάτι τέτοιο και οι τροχονομικές μου προσπάθειες αυτή τη φορά ναυάγησαν.
Και μετά τι να έκανα; Να αφήσω το αυτοκίνητο εκεί να καπνίζει, και να μπορεί να πιάσει φωτιά ίσως από τη μια στιγμή στην άλλη και να τρέξω στο συνεργείο που ήταν εκατό μέτρα μακριά; Να κάνω τι; Να τους πω ότι το αυτοκίνητό μου καιγεται; Να…. μα τι άλλο να έκανα; Δεν έβρισκα να κάνω τίποτα μόνο στεκόμουν και το κοίταζα να καπνίζει όλο και πιο πολύ, λέγοντας μέσα μου :τώρα θα ανάψει… τώρα θα πάρει φωτιά…
Και μετά τον υπέροχο μάγκα μου, έρχεται από το ίδιο, ελεύθερο γι αυτούς μέρος του δρόμου, ένας θυμόσοφος, που με ύφος Γαλιλαίου όταν ανακάλυψε ότι η γη γυρίζει, έστρεψε προς εμένα και δείχνοντάς μου με το κεφάλι του το αυτοκίνητό μου, μου είπε: «Καπνίζει!...»
Καθόμουν λοιπόν εγώ εκεί μη ξέροντας τι να κάνω, καθόταν μουρμουρίζοντας ο επόμενος που ο μάγκας τον είχε κατσαδιάσει, και … και… τι;
Και να ο Θεός πάλι που ήρθε να δώσει τη λύση στην αγωνιώδη δική μου αγωνία, και στην αδημονία του αναμένοντος άλλου αυτοκινήτου.
Και ο θεός αυτή τη φορά ήρθε με το πρόσωπο ενός γερανοφόρου φορτηγού αυτοκινήτου, που το οδηγούσε ένας γέρων ρακένδυτος, ψηλός, με ένα πρόσωπο σαν πιεσμένο από πάνω ώστε να έχει πλατύνει στα πλάγια, και με μια φωνή όπως εκείνων που είχαν χειρουργημένο CA του λάρυγγος και τώρα έχουν τραχειοστομία. Και μάλλον έτσι ήταν.
Σταμάτησε όμορφα όμορφα ακριβώς μπροστά μου, κατέβηκε από το θηρίο όχημά του, με πλησίασε και μου λέει: «Άνοιξε το καπό». Ανοίγω το καπό. Ο καπνός διαχύθηκε σε όλο το πλάτος του ανοίγματος.
Σκύβει ο γέρων στο καπό, πάει να ακουμπήσει κάτι, έκαιγε, το άφηνε.
«Νερό;», του λέω, «λάδια»; «Πήγαινέ το στο συνεργείο»  μου λέει, και μου δείχνει το συνεργείο.
«’Ετσι» του λέω, «που καπνίζει;» «Ναι» μου λέει, «θα έρθω να τους πω κι εγώ.»
Τι να τους έλεγε άραγε;
Μπαίνω, βάζω μπρος, το πάω.
Εδώ παύουν οι δυσκολίες για μένα.
Να μην στα πολυλογώ, το αυτοκίνητο δεν είχε διόλου νερό μέσα. Βάζανε νερό και πάλι άδειο ήταν.
Τέλος άφησα το αυτοκίνητο για αλλαγή του ψυγείου, και για έλεγχο «μήπως έχει κάψει και φλάντζα».
Φώτη, να μην σου λέω από τι γλίτωσα. Τα ξέρεις. Μεγάλος άνθρωπος είσαι, ξέρεις τι θα μπορούσα να έχει συμβεί σε περιπτώσεις όπως αυτές, που όμως δεν συνέβη, γιατί ο θεός με αγαπάει.

Και εδώ τελειώνω.
Σήμερα δεν κάθισα να τα πω όλα αυτά μπροστά στον καθρέφτη μου γιατί ήμουν ταλαιπωρημένος, και αντίς γι αυτό τα λέω σε σένα.
Χαιρετίσματα σε όλα τα παιδιά.     
Γεια χαρά.