ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
«Την πλησίασε βαδίζοντας αθόρυβα. Εκείνη δεν τον ένιωσε-σκυμμένη στο ανθοδοχείο ταχτοποιούσε μέσα του τα άνθη. Άπλωσε το χέρι του να της αγγίσει τα μαλλιά. Ένα μεθυστικό άρωμα τον τύλιξε. Από τα άνθη; Από τα μαλλιά της; Δεν μπορούσε να πει. Μια πεταλούδα έπαιξε στο φως του πρωινού ήλιου. Τράβηξε το χέρι του. Έμεινε ακόμα λίγο έτσι, απολαμβάνοντας την κομψή της σιλουέτα, τα ολόμαυρα μαλλιά, το ροζ της φόρεμα, το άρωμα, την αθωότητά της...
Όταν γέμισε από όλα αυτά, ψιθύρισε σιγά τ' όνομα της. Τόσο σιγά-σα να μην ήθελε να τον ακούσει. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του. Ένα χαμόγελο ευτυχίας φώτισε το πρόσωπο της. Χωρίς να μιλήσει τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Η ανάσα της του χάιδεψε τ' αυτί..."
Έσκισε το χαρτί. Α! Δεν έχουν καιρό να διαβάζουν τόσα λόγια... Ας δοκιμάσει κάτι άλλο.
Έγραψε:
"Το λαμπρό φως του πρωιού την τύλιγε. Ο Ελβυτέρ περπάτησε κάνοντας ένα κύκλο γύρω της. Η Εριλή στεκόταν ακίνητη σαν σεμνή αρχαία θεά που περιμένει θυσία από τον πιστό της. Εκείνος γονάτισε μπροστά της σκύβοντας το κεφάλι του. "Βοήθησε με", της είπε, "βοήθησέ με να γίνω άξιος να σ' αντικρύσω".
Αυτή γέλασε αγνά και απαλά μ' ένα γέλιο μωρουδίστικο...»
Όχι που να πάρει και να σηκώσει! Όχι! Δεν ξέρουν από τέτοια, δε θα νοιώσουν τίποτα... Άλλο...
Πέρασε μια άλλη κόλλα χαρτιού στη γραφομηχανή.
"Μπήκε στο δωμάτιο. Εκείνη γύρισε και τον είδε. "Αγάπη μου", της είπε, "όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα για να σε σκέπτομαι. Δες τους κύκλους της αγρύπνιας γύρω από τα μάτια μου. Κοίτα το ξεραμένο μου δέρμα. Ακόμα μου είσαι θυμωμένη; Λυπήσου με γλυκιά μου κι έλα στην αγκαλιά μου..." Αυτή τον κοίταξε στην αρχή υπεροπτικά..."
Σηκώθηκε από την καρέκλα του. Πήγε ως το παράθυρο. Κοίταξε κάτω. Άνθρωποι με βλακώδεις φάτσες έτρεχαν ανάμεσα σε πανύψηλα κτίρια. Γύρισε αποφασιστικά στο γραφείο του. Ξέσκισε το χαρτί, έβαλε άλλο. Διάβολε! Εδώ είναι Αθήνα! Χωρίς να κάτσει έγραψε:
"Τη γάμησε και ύστερα έφυγε για τη δουλειά του".
Ναι, αυτό ήταν.