Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

(συνέχεια ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ)
ΑΛΗΠΑΣΑΣ
Οι άνθρωποι δεν αλλάζουνε. Αφότου στη γη πάνου
Βρέθηκε ο άνθρωπος να ζει, ο ίδιος πάντα  θα ’ναι.
Μόνο οι μάσκες που φορεί θ’ αλλάζουν κάθε τόσο
Και θα πληθαίνουν όσο παν, γιατί η τεχνική του
Κάνει προόδους θαυμαστές. Μα η ψυχή του θα ’ναι
Ίδια σαν πού ήταν πάντοτε. Και ίδια πάντα θα ’ναι
Ωσπου τ’ ανθρώπου η ειδή πάνω στη γη να σβήσει.
Όλα λοιπόν και στου Αλή τα χρόνια ήταν ίδια
Καθώς  και τώρα. Διάφορος  ήταν ο τρόπος μόνο
Που ο άνθρωπος επάλεύε για ναποκτήσει τα ίδια
Εκείνα όπου λαχταρά και σήμερα η ψυχή του.
Έκλεβαν και σκοτώνανε οι δυνατοί και τότε.
Το χρήμα ήταν ρυθμιστής όλων των ανθρωπίνων,
Και τότε είχε ο άνθρωπος στο αίμα του ορμόνες
Που όταν εζεχείλιζαν ζητούσε τ’ άλλο φύλο.
Και μερικοί και τότε αυτό το λέγανε "αγάπη"
Και το θωρούσαν υφηλό αίσθημα και ωραίο,
Γιατί να κοροϊδεύεται ο άνθρωπος και τότε
Ζητούσε, τάχα νόημα η ζήση του πως έχει.
Ως για τις μάσκες τότε μια υπήρχε που όμως ’χάθη .
Ητανε η παλληκαριά. Η πιό ωραία μάσκα
Που φτιάχναν οι ελεύθεροι με της ψυχής το λεύκος
Και με του αιμάτου το βρασμό. Κι όσοι ήσαν παλληκάρια
Χωρίς αυτοί να της ζητούν, η ζωή τους αγαπούσε
Κι ή τους εχάριζε τιμές και μεγαλεία και πλούτη
Ή, αν της άρεσεν αλλιώς, έπαυε να τους σκέπει.
Κι η Δόξα πια ορίζονταν αιώνια συντροφιά τους.

Ενας τρανός  παλληκαράς μες στους παλληκαράδες
Ητανε κι ο Αλήπασας. .Ξεκίνησε από Κλέφτης
Και χάρη στην αγριάδα του και  την παληαθρωπιά του
Πασά μέσα στα Γιάννενα τον έκανε ο Σουλτάνος.
Ηταν ξανθός, μέτριος στο μπόι , χοντρός , γαλανομάτης.
Ενα παράξενο ήτανε χαρμάνι εξυπνάδας
Κακίας και κουτοπονηριάς. Και ήτανε πανούργος.
Αλλά μαζί και αφελής. Από τη μια τσιγκούνης
Από την άλλη απλόχερος. Δραστήριος και τεμπέλης.
Μέσα του δεν εφώλιαζε άνθρωπος ή θηρίο
Αλλά ένα παράξενο ανθρωποφάγο τέρας.
Εσκότωσε τ’ αδέρφια του να πάρει τα λεφτά τους.
Κρεμούσε ανθρώπους ζωντανούς. Σούβλιζε, έγδερνε άλλους.
Αλλους αποκεφάλιζε ο ίδιος με πριόνι.
Στη λίμνη άλλους έπνιγε, στ’ αμόνι άλλων πάνω
Τα κόκκαλα ετσάκιζε και  πάνω στις πλευρές τους
Μεγάλα βάρη έβαζε ώσπου να τους τις σπάσει.
Και την κλεψιάν εχτύπησε για να ’ναι ο μόνο κλέφτης.
Χτύπησε τους εκβιαστές, μπέηδες και αγάδες
Για ν’ απομείνει εκβιαστής μόνος αυτός μεγάλος.
Το έγκλημα για να ’ναι αυτός μόνος εγκληματίας.
Εχτύπησε τους άρπαγες, άρπαγας μόνος να ’ναι.
Την αδικία, για ν’ αδικεί αυτός μόνο τους άλλους.
Εκανε ό,τι δηλαδή κάνανε στον καιρό μας
Οι Σύμμαχοι στο δεύτερο πόλεμο το μεγάλο:
Το Χίτλερ εξοντώσανε για ν’ απομείνουν μόνοι
Φονιάδες κλεφτές κι άδικοι σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Μα μ’ όλα του τα εγκλήματα και με τις θηριωδίες
Είχε ο Αλής και μερικά καλά. Κι ένα από τούτα
Πως ετιμούσε ήτανε του άλλου την αξία-
Αξία του νου-και πιό πολύ, την παλληκαρωσύνη.

Αλλά εκείνο τον καιρό, τα Γιάννενα η μόνη
Η πόλη ήταν στον τόπο μας τον Τουρκοπατημένο
Που άκμαζε ασυνήθιστα για πόλη που βρισκόταν
Κάτω απ’ τον Τούρκικο ζυγό' και μάλιστα ήταν κέντρο Στρατιωτικό, εμπορικό, αλλά και των Γραμμάτων.
Κι ήταν πολλοί οι Ελληνες που απ’ την άλλη Ελλάδα
Εφύγανε και πήγανε στα Γιάννενα να ζήσουν.
Και αρκετοί που στην Αυλή του Αλή εζούσαν μέσα.
 Οσο κι αν στον ανήξερο μοιάζει με προδοσία
Το πράγμα αυτό, δεν ήτανε. Στου Αλή πασά τα σπίτια
Μαθαίνανε οι Ελληνες γράμματα, η μαθαίναν
Απ’ τούς ανθρώπους του Πασά, την Τέχνη του Πολέμου.
Οταν θα βγαίναν από κει καθείς τους, τότε μόνο
Κι ανάλογα το πώς αυτά που μάθαν θα εφαρμόζαν,
Θα δείχνονταν καθένας τους αν ήτανε προδότης
Ή αν παλληκάρι θάτανε κι άξιος σαν πατριώτης.
Κι αλήθεια πέρασαν πολλά λιοντάρια των ελλήνων
Από τη ζούγκλα του Αλή, θραφήκανε κει πέρα
Νυχιάσανε, δοντώθηκαν, κι ύστερα βγήκαν έξω
Κι ενάντια πολεμήσανε του Αλή και των Τουρκώνε
Η βόηθησαν με Γράμματα του Εθνους τον Αγώνα.
Απ’ τούς πολλούς τους τέσσερους εδώ θα μνημονέψω.
Ψαλίδας, Γιάννης Βηλαράς, Αντρούτσος, Καραϊσκάκης.
 Μα ήταν κι όσοι βγαίνοντας λύκοι απ’ τού Αλή τη στρούγκα Ενάντια στην πατρίδα τους προδοτικά στραφήκαν.
Και να τέσσερα ονόματα που πρόδωσαν και βλάψαν:
Βάγιας και Ιερόθεος, Παλάσκας και Κωλέτης.
Γεννιέται το ερώτημα γιατί ο Αλής δεχόταν
Κι έτρεφε μες στον κόρφο του αγρίμια που κατόπιν
Ενάντια του θα ρίχνονταν να τον κατασπαράξουν;
Ο Αλήπασας είχε στραφεί ενάντια στο Σουλτάνο
Και στον αγώνα του αυτό συμμάχους χρειαζόταν.
Και πρώτα μες στους Ελληνες κοίταζε να τους έβρει
Που για εχθρούς τους ήξερε κι εκείνους του Σουλτάνου.
Γιά τούτο και τους έβαζε και μέσα στην Αυλή του
Ελπίζοντας πως ό,τι αυτοί μάθουν, καλό θα ήταν,
Γιατί θα το εφάρμοζαν ενάντια στο Σουλτάνο.
Aλλ’  ακριβώς ο Αλήπασας μ’ αυτό τον πόλεμό του
Που ενάντια εξεσήκωσε στο μέγα το Ντοβλέτι
Του Εικοσιένα βόηθησε τη μπόρα να ξεσπάσει
Που έπνιξε και κείνονε και τράνταξε την Πύλη.


Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΣΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ

Μες στα μπουντρούμια του Αλή, εκεί ο Αλής ο ίδιος
Επρόστάξε και ρίξανε, παιδί, τον Καραϊσκάκη, 
Στα δίχτυα του ντερβέναγα σαν έπεσε στο τέλος.
Του κάνανε τα πόδια του τούμπανο από το ξύλο.
Εγνώρισε το φάλαγγα, κούτσουρο, αλυσίδες.
Μα η εξυπνάδα του μαζί με την παλληκαριά του
Γρήγορα τον ξεχώρισαν μες στους φυλακισμένους
Και βρέθηκε μες στην Αυλή του Αλή, Βεζύρη ακόμα,
Που γρήγορα κατάλαβε στ’ αλήθεια ποιο ήταν κείνο
Τ’ αδάμαστο παιδόπουλο των δεκαέξη χρόνων.
Μες στην Αυλή του Αλήπασα μένει ο Καραϊσκάκης
Χρονιά εφτά' και γίνηκε του Αλή τζοχανταραίος-
Πάει να πει επίλεκτος σωματοφύλακας του.
Ας δούμε τώρα δυο μικρά που γίναν επεισόδια
Που απ' του Ηρωα τη ζωή φύλαξε η Ιστορία,
Οσον καιρό μες στου πασά Βρισκόταν το ντοβλέτι.
Μια μέρα είχανε χορό στήσει τα παλληκάρια
Μες στην αυλή του σεραγιού. Και ο Καραϊσκάκης
Μπροστά μπροστά λεβέντικα τον τσάμικο τον σέρνει.
Ο γιος τ’  Αλήπασα περνά, και ο χορός το φέρνει
Και μία φουρλα πηδηχτά κάνει ο Καραϊσκάκης.
Κι ως καλοκαίρι οι Ελληνες βρακιά δεν εφορούσαν
Η φουστανελλα ανέμισε και βγήκανε στα φορά
Του Ηρωα τα πλιάτσικα. Και τα ’δε ο Μουχτάρης.
Ευθύς τραβάει στον Αλή και "το και το πατέρα, 
Το κερατά μου ’κανε ’μένα το Καραϊσκάκη".
Στέλνει ο Αλής και φέρνουνε τον Ηρωα μπροστά του. "Παλιόγυφτε, τι έκανες" του λέει "στο παιδί μου;"
"Πασά μου χορευα και να, έκανα μία φούρλα".
Και κει, μπροστά και στον πασά,την ίδια φούρλα κάνει.
Κι είδε του Γιώργη τα κρυφλα και ο πολύς Βεζύρης.
Σκάει στα γέλια ο Αλής: "Πώς τόκανες βρε μπίρομ;
Κάμε το πάλι ωρέ!". Και "Να, Ετσι έκαμα πασά μου"
Κι άλληνε μια φορά πηδά. Κι όλο γελά ο Σουλτάνος.
"Μ’ έκανες και διασκέδασα ορέ μπίρομ! Χάϊντε τώρα".
Τι ρόδα να ’χει μια ψυχή πρέπει και πόσο ατσάλι
Ωστε αλύγιστη απ’ τη μια και άτρομη να στέκει
Κι από την άλλη στις ψυχές των άλλων να γεννάει
Φωτίζοντας τα τρίσβαθα σκοτάδια της οργής τους,
Το άδολο, τ’ ανυπόκριτο, το καρποφόρο γέλιο;
Κι όχι δουλόπρεπα παρά, με κείνηνε την τόλμη
Που όσοι νοιώθουν σίγουροι για τον εαυτό τους μόνο
Την έχουν, και που βρίσκεται σφιχτοπλεγμένη εντός τους
Με καλωσύνη, με χαρά, κι αστραποβόλο πνέμα.

Και τώρα τ’ άλλο που ’γινε και καθαρά μας δείχνει
Ο ήρωας τον κίνδυνο πόσο τον αψηφούσε.
Κείνα τα χρόνια, ο Οσμάν πασάς ο Πασβαντόγλου
Είχε σηκώσει ανταρσιάς κι εκείνος μπαϊράκι.
Και ο Σουλτάνος πρόσταξε τους γύρω του πασάδες
Να παν να τον βαρέσουνε. Ο Αλήπασας συνάζει
Στρατό χιλιάδες δώδεκα και πάει με τους άλλους.
Μέσα σε τούτους βρίσκεται και ο Καραϊσκάκης. 
Στο μεταξύ ο Πασβάντογλου μες στο Βιντίνι εμπήκε
Που βρίσκεται στη δεξιά του Δούναβη την όχτη
Χαντάκι άνοιξε βαθύ γύρω του, κι εκεί μεσα
Να ξεχυθεί του Δούναβη απόλυσε το ρέμα.
Και το Βιντίνι έγινε νησί μ’ αυτό τον τρόπο.
Εκεί εταμπουρώθηκε γερά ο Πασβαντόγλου
Κρατώντας μόνο δώδεκα χιλιάδες νοματαίους
Κι έδιωξε τους υπόλοιπους. Και τρόφιμα γεμάτος
Για μια πολύχρονη έτοιμος ήταν πολιορκία.
Μέσα σε κείνο το νησί το έτσι αρματωμένο
Που δεν κατάφερνε να μπει ούτε κουνούπι μέσα
Ηθελε κάποιον ο Αλής να στείλει, για να πάει
Κάποιο κρυφό του μήνυμα, γιατί να τα ταιριάξει
Μόνος αυτός, εγύρευε με τον αποκλεισμένο.
Κι απ’ τις χιλιάδες δώδεκα που και αυτός οδήγα
Εδιάλεξε μαντάτορά του τον Καραϊσκάκη.
Αυτό σημαίνει ο Αλής πως είχε καταλάβει
Πόσο καπάτσο ήτανε το παιδαρέλι εκείνο
Το τότε δεκαεξάχρονο με τα σπιθάτα μάτια.
Κι η ικανότητα του Αλή να κρίνει, δικαιώθη.
Γιατι ό,τι του ζητήθηκε το ’καν’ ο Καραϊσκάκης
Χωρίς να λείψει τίποτα ή κάτι .να στραβώσει.


Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Πώς όταν έχει συννεφιά που την ψυχή μαυρίζει
Ξάφνου μια αχτίδα τα πηχτά τα σύννεφα τρυπάει
Και πάλι αντρώνεται η ψυχή και πάλι πεταρίζει…
Πώς όταν ειν’ το πρόβάτο απ’ το μαντρί χαμένο
Κι ενώ μετά τ’ ολόημερο το ψάξιμο γυρνάει
Πάλι στα στέκια του ο βοσκός κακαποφασισμένος
Ξάφνου ακούγεται δειλό το βέλασμα να φτάνει
Του αρνιού που νομιζότανε για πάντοτε χαμένο 
Και του βοσκού σκιρτά η καρδιά σα να ξαναγεννήθη…
Και πώς στο κρύο της νυχτιάς μέσα ο στρατολάτης
Σα βρει σβησμένη μια φωτιά στις στάχτες μέσα ψάχνει
Μήπως και σπίθα κάποια βρει να τηνε ξανάναψει-
Και τηνε βρίσκει κι η ψυχή του αρχίζει να ζεσταίνει,
Ετσι και στην απελπισία που ’χε ο Αλής σκορπίσει
Τους Κλέφτες ξεπατώνοντας από βουνά και κάμπους,
Κι ενώ σιωπούσε ο Όλυμπος και λούφαζεν η Πίνδο
Ξάφνου εξαναφώτισε ο τόπος και ο πάγος
Αρχισε πάλι της Σκλαβιάς ξερά να σιγοτρίζει:
Του Κατσαντώνη βρόντηξε στ’ Αγραφα το ντουφέκι.
Ο Γιώργης εικοστέσσερων ΗΤΑΝΕ  ΤΟΤΕ χρόνων.
Τζοχανταραίος του'πασά. Στο δρόμο που ’χε κάνει
Απ’ τον εφιάλτη στ’ όνειρο και στη χλιδή απ’ την πείνα
Είχε γνωρίσει πια καλά τις δυό του κόσμου στράτες:
Η μια ήταν τη μέση σου στον τύραννο να σκύβεις
Και να τον γλύφεις σα σκυλί για να σ’ αφήνει εκείνος
Με ψίχουλα από τ’ άδικο φαΐ του να χορταίνεις.
Κι ήταν η άλλη το στενό κι ανήλιο μονοπάτι
Που μες από χαλάσματα και κακοπάθειες κι αίμα
Στης Λευτεριάς το φωτεινό τραβάει το παλάτι.
Δύσκολη στράτα και τραχιά. Κι όποιος την περπατήσει Την κρύα νιώθει δίπλα του παρέα του θανάτου.
Αυτό το δεύτερο στρατί πήρε ο Καραϊσκάκης. 

Ξενητεμένος αν κανείς, λάβει από την πατρίδα
Γράμμα που μέσα να μιλά για τα παλιά του στέκια
Εκεί που περνοδιάβαινε με τους γλυκούς τους φίλους,
Ένα μαχαίρι αλύπητα τρυπάει την καρδιά του.
Και δεν του δίνει θάνατο, μα ζήλεμα και πόθο.
Πόθο και πάλι να βρεθεί εκεί που πρωτανοίξαν
Τα θαμπωμένα μάτια του στα θάματα του κόσμου.
Και ζήλεια. Ζήλεια για τ’ αυτούς όπου στα μέρη εκείνα
Παιζογελούν αδιάφοροι και σιγοπερπατάνε.
Και θέλει αγέρας να ’τανε και να γοργοπνοούσε
Και πάλι να βρισκότανε στ’ αγαπημένα μέρη.
Ετσι κι ο Γιος τη Καλογριάς ένιωσε την καρδιά του
Χορό μέσα στα στήθια του να στήνει παθιασμένον
Σαν έμαθε πως στ’ Αγραφα που Κλέφτης πρωτοβγήκε
Τώρα ενός άλλου Ελληνα τ’ όπλο εκελαδούσε.
Κι ακολουθώντας τους τρελούς τους χτύπους της καρδιάς του
Πουλί σα να ’ταν πέταξε κοντά στον Κατσαντώνη.
Γρήγορα τον ξεχώρισε κι εκείνος απ’ τούς άλλους
Και σ’ ολιγάκι γίνηκε πρωτοπαλληκαρό του.
Μα πριν, πολλές περάσανε μαζί χαρές και λύπες
Και τούρκους χάλασε πολλούς των δυο τους το μαχαίρι.
Ιλιάσμπεγας, Ξηρόμερο, Κεράσοβο και Βάλτος
Του Κατσαντώνη οι πιο τρανές σταθήκανε οι νίκες
Που  με  το Γιό  της Καλογριάς  επέτυχε  παρέα
Σηκώνοντας απ’ την  αρχή   στα όπλα την  Ελλάδα.
Και  κει, στα Μαλατέϊκα του Βάλτου, ’γίνει   ετούτο:
Οταν η   μάχη   βρίσκονταν  στο  βράσιμο απάνου
Ο Καραϊσκάκης, άπραγος  ακόμα, εταράχτη .
Τότε ο Τσάκας, φοβερός κι αντρειωμένος Κλέφτης
Του δίνει μια στην κεφαλή με τη βαριά του χέρα.
"Σκιάζεσαι ορέ παλιόγυφτε;" του κάνει. Και ο Γιώργης
Οχι θυμό δεν κράτησε στον Τσάκα.μα κι εδέθη
Με μια φιλία αληθινή μαζί του. Κι όταν ήρθε
Ο βλογημένος ο καιρός που ο Καραϊσκάκης
Ζωή στην Επανάσταση ξανάδινε και Δόξα,
Ο Τσάκας ήταν δίπλα του πρωτοπαλλήκαρό του.
Μα σήμερα, μετά απ’ αυτά  που του είχε πει εκείνος
Ο Ηρωας καταντράπηκε και χιλιοπαρεκάλει
Ν’ ανοίξη η γής και μέσα της για πάντα να τον κλείσει.

Τέλειωσε η μάχη. Σώπασαν τα καριοφύλια. Η νύχτα
Πιο μολυβένια έπεσε κι από τα μαύρα βόλια.
Ηταν η αγριότερη μάχη που ο Κατσαντώνης
Στην ολιγόχρονη έκανε κι ολόδοξη ζωή του.
Ο Αλούς Μπεράτης ήτανε, μας λέει ο Φραγγίστας
(Γιος του ως τότε δεύτερου μετά τον Κατσαντώνη) "Μεγάθυμος Δερβέναγας". Και τον ακολουθούσαν Αρβανιτάδες διαλεχτοί  γύρω στους τετρακόσους.
Και μέτραγαν μια κατοστη μόνο οι Κατσαντωναίοι. 

Κι άνοιξε ο πόλεμος τραχύς κι από τα δύο μέρη.
Κι άδειαζαν τα δεκάρικα φουσέκια απ’ τις παλάσκες Πρώτη φορά τόσο γοργά. Και οι Κατσαντωναίοι
Στα καριοφύλια τρεις φορές και άλλοι μέχρι πέντε Αλλαξαν στουρναρόπετρες. Είχεν ανάψει ο τόπος.
Οποιο ταμπούρι να ’πιανες βογγούσε από τα βόλια.
Κι όσο οι ώρες πέρναγαν πιό φονικό γινόταν 
Και πιό θρεμμένο κι απ’ τις δυο μεριές το ντουφεκίδι. Πρώτη φορά ο Καραϊσκάκης είδε τετοιο πράγμα.
Ο, τι εκείνος γνώρισε δεκαπεντάρης Κλέφτης
δεν ήταν τίποτα μπροστά στην Κόλαση ετούτη.
Μα έσωσ’ η μάχη κι έπεσε το παγερό σκιτάδι.
Οι λαβωμένοι βάλθηκαν σε μιά παράγκα μέσα,
Τα παλληκάρια φάγανε το ξεροκόμματό τους,
Τα καραούλια πιάσανε τ’ ακοίμητά τους πόστα,
Κι οι άλλοι παραδόθηκαν στον ύπνο το ζωοδότη.
Ολοι εκτός της Καλογριάς το Γιό. Η κεφαλή του
Απ’ το χαστούκι το βαρύ τον πόναγεν ακόμα.
Μ’ αυτό δεν ήταν τίποτα. Πιότερον πόνο νιώθει
Απ την αλήθεια που ’κλεινε ό,τι  του είπε ο Τσάκας.
Εκάθησε κατάχαμα στο ματωμένο χώμα
Κι ακούμπησε την κάρα του πα’ σ’ ένα ξερολίθι.
"Φοβήθηκα. Ναι. Ετρεμα μη χάσω τη ζωή μου.
Εβλεπα γύρω τα κλαριά κι έλεγα τώρα... τώρα…
Τώρα θαρθεί και θα με βρει το φονικό το βόλι.
Κι αντίο πια και σεις δεντρά και λόγγοι και πουλάκια.
Και όχι το φοβόμουνα. Είχα πιστέψει κιόλας
Οτι η τελευταία μου η μέρα αυτή θε να ’ναι.
Οτι ετούτη η μάχη μου θα ’τανε η στερνή μου.
Νόμιζα ότι έκρυβα το φόβο μου απ’ τούς άλλους.
Μα ο Τσάκας με κατάλαβε. Ποιός ξέρει πώς φαινόμουν…
Μια γυναικούλα είμαι λοιπόν. Και τρέμω σαν τ’ ορνίθι.
Κι έπρεπε άντρας να γενώ για να το καταλάβω.
Παιδί το είχα το μυαλό πανω απ’ το καύκαλό μου.
Και τίποτα δεν μ’ ένοιαζε. Γιατί δεν εσκεφτόμουν.
Δεν ήξερα τ’ ειν’ η ζωή. Δεν ήξερα ποιός είμαι.
Όλα ήταν ένα όνειρο. Όλα ήταν ένα ψέμα.
Τώρα δουλεύει το μυαλό. Κι αυτό με πάει πίσω.
Μα τί λοιπόν; Μες στη ζωή ζητάω να γυρίσω
Που στην Αυλή ζούσα του Αλή; Δούλος του κάθε τούρκου;
Οχι. Αυτό χίλιες φορές όχι. Μα τότε όμως
Τι άλλο από την Κλέφτικη ζωή μου απόμενει;
Η μήπως θα μπορούσα εγώ να μείνω στο χωριό μου
Και να τρυγώ τ’ αμπέλια μου και να μεθάει ο Τούρκος
Και να θερίζω γέννημα να τρώει ο Κοτζαμπάσης;
Ούτε κι αυτό. Μόνο λοιπόν το Κλέφτικο μου μένει.
Μα σήμερα... τι ’ταν αυτό;.. Οι Κλέφτες δε φοβούνται.
Ούτε για Κλέφτης το λοιπόν δεν κάνω; Και γυρεύω
Και Καπετάνιος να γενώ, να με θαμάζουν όλοι,
Και των Αγράφων θέλω ’γώ να ’χω τ’ Αρματολίκι;
Ναι, μ’ εκτιμάει ο Αλής. Μπορεί να μου το δώσει.
Μα σήμερα να μ’ έβλέπε να τρέμω μες στη μάχη
Τη γνώμη θ’ άλλαζε κι αυτός. Γιατί μπορεί ό,τι θέλεις
Βρωμοόουλειές κι εγκλήματα και ατιμίες να κάνει
Μα όλοι τόνε ξέρουνε πως είναι παλληκάρι.
Δεν τόνε νοιάζει ο θάνατος.  Δε συμπονάει τους άλλους-
Σα νάτανε κοτόπουλα τους σφάζει. Τους τσακίζει.
Αραγε ούτε λύπηση για τον εαυτό του νιώθει.
Δε θάταν ο πατέρας μου αυτός ο Καραΐσκος.
Εκείνος είν' ατρόμητος. Πραγματικό λιοντάρι.
Αν ήμουν γιος του θάμουνα ίδιος κι εγώ με κείνον.
Μπορεί όμως η μάνα μου να ’τανε φοβιτσάρα
Και απ’ αυτήν  ο έρμος εγώ να πήρα να φοβάμαι.
Ή και μπορεί κι οι δύο τους φόβο να μην ενοιώθαν.
Μπορεί εγώ σε άλληνε ν’ ανήκω οικογένεια
Σβησμένη τώρα και καιρούς… χαμένη στους  αιώνες…
Πού με τραβά η σκέψη μου!.. Μα λόγια, λόγια, λόγια.
Ο Τσάκας όμως μ’ ενοιωσε. Ντροπή! Ντροπή! Ντροπή που!"
Αυτά σκεφτόνταν κάθοντας ξυπνός ο Καραϊσκάκης.
Και μες στο σκότος το βαθύ, βήματα πλησιάζουν.
Κι ο Καπετάνιος έρχεται και στέκεται κοντά του:
"Γιατί στέκεσαι ξάγρυπνος ωρέ Καραϊσκάκη;"
"Με ξάναψεν ο πόλεμος και μούκοψε τον ύπνο".
"Τέτοιο κακό πρώτη φορά κι εμένα μούχει τύχει.
Τι λύσσα τα παλιόσκυλα! Πολλά θα τους ετάξαν.
Μα ξεσηκώσαμε καλά κι εμείς του εδικούς μας.
Κανένα απ’ τους λεβέντες μας παράπονο δεν έχω.
Σαν τα θεριά πολέμησαν. Θεός να τους φυλάει".
"Αν δεν τους ψύχωνες εσύ θα τόβαζαν στα πόδια".
"Για τούτο ωρέ Καραϊσκάκ’ είμαι και Καπετάνιος.
Για να τραβώ εγώ μπροστά κι οι άλλοι ν’ ακλουθάνε.
Αλλιώς ένα θε να ’μουνα μονάχα καριοφύλλι".
"Συμπάθα μου το ρώτημα. Μα πες μου Καπετάνιο.
Εσκιάχτηκες καμμιά φορά;". "Μία φορά και δύο;
Και ποιος δε σκιάζεται ωρέ; Μα οι άντρες δεν το δείχνουν".
Εγινε μια βαριά σιωπή. Μέσα στην ησυχία
Φτερούγιζε η αποκοτιά του Γιώργη να ρωτήσει
Και τρεμίζε η απόκριση του ήρωα Κατσαντώνη.

Για όσα πάθαινε ο Αλής από τον Κατσαντώνη
Ντροπή και πόνο ένιωθε μες στη σκληρή καρδιά του.
Και παλληκάρι όντας κι αυτός, πολύ βαριά του ’ρχόταν
Που δε δυνότανε κι αυτόν στο χέρι να τον βάλει.
Ομως αλήθεια λύσσαξε σαν του ’παν πως ο Κλέφτης
Ο, που σταθεί κι ό,που βρεθεί κι ό,που έστηνε κονάκι
"Χέζω τα γένια του Αλή", ελεγε, ο Κατσαντώνης.
Η μεγαλύτερη βρισιά μέτραγε αυτή για τούρκο.
Και τον πιο μέγα απ’ όλους του κράζει τους πολεμάρχους-
Τον άγριο και τρομερό, τον μέγα Βεληγκέκα,
Και το κεφάλι του ζητά του Κλέφτη Κατσαντώνη.
"Κι αν μου το φέρεις μπρε, πασά στη Ρούμελη σε κάνω".
Κι ο Βεληγκέκας κίνησε κι έψαχνε για τον Κλέφτη.
«Στην Αλαμάνα βρίσκομαι» του γράφει ο Κατσαντώνης.

"Στις δεκαπέντε του Μαγιού, στις είκοσι του μήνα
Ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στού Κατσαντώνη.
Επάτησε κι εκόνεφε σ’ ενού παπά το σπίτι:
-Παπα ψωμί, παπά κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, κι εκεί που λακριντίζαν
Μαύρα μαντάτα του ’ρθανε από τον Κατσαντώνη.
Στα γόνατα γονάτισε. Γραμματικέ, φωνάζει,
Τα παλληκάρια μάζωξε κι όλον το νταϊφά μου.
Εγώ παγαίνω από μπροστά στην κρύα τη βρυσούλα.
Στη στράτα όπου πάγαινε, στη στράτα που παγαίνει
Οι Κλέφτες τον καρτέρεψαν και τον γλυκορωτούσαν:
-Πού πας Βελή, μπουλούκμπαση, ριτζάλι του Βεζύρη;
-Σε σένα Αντώνη κερατά, σ’ εσένα Κατσαντώνη.
Κι ο Κατσαντώνης έβαλε φωνή απ’ το μετερίζι:
Δεν ειν’ εδώ τα Γιάννενα, δεν ειν’ εόώ ραγιάδες
Για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια.
Εδώ ’ναι λόγγοι και βουνά και Κλέφτικα ντουφέκια.
Τρία ντουφέκια το δωσαν, τα τρία αράδα-αράδα.
Το ’να τον πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στο κεφάλι.
Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι".

Το τρίτο το φαρμακερό ήταν του Καραϊσκάκη.
Και στο χορό που στήσανε τη νίκη να γιορτάσουν
Όλοι τους του φωνάζανε "Γεια σου λεβέντη Γιώργη". Απ’ την ήμερα κείνη εκεί, τ’ όνομα Καραϊσκάκης
Επήρε κι ακουγότανε σ’ όληνε την Ελλάδα.

Ποιός τον θυμάται σήμερα τον Κατσαντώνη αυτόνε;
Μες στα βιβλία τ’ όνομά του μόνο είναι γραμμένο.
Απ’ τις ψυχές έχει σβηστεί των νεαρών ελλήνων.
Οι έλληνες νέοι σήμερα, χωμένοι μες στο βούρκο
Της αμερικανόφερτης "προόδου", έχουν χάσει
Κάθε επαφή με τις γερές τις ρίζες της Φυλής μας. Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που ούτε καν ρίζες έχουνε ούτε καν έθνος είναι
Και που για μέτρο ανθρωπιάς μετράει γι αυτούς το  χρήμα,
Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που βιά και τρόμο εννοούν σα λεν "ελευθερία"
Και δίκιο του ισχυρότερου σα λεν "δικαιοσύνη", Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που κάθε μέρα πιό βαθιά μπήγουνε το μαχαίρι
Στις σάρκες του αληθινού Πολιτισμού του Ανθρώπου, Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που κούφιοι κι ανερμάτιστοι πλανιώνται στον αέρα
Κι όπου καμμιά μην έχοντας αξία να προβάλουν 
Ισα τραβάν προς το Χαμό με μουσικές και γέλια
Που φρίκη μόνο προκαλούν σε κείνον που κατέχει, Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που ούτε πορεία ούτε ρυθμό έχουνε και που μόνο
Σκοπό έχουν να τραβήξουνε στην άβυσσο μαζί τους
Κι όλους τους άλλους τους λαούς της γης και να σκοτώσουν
Ο,τι Καλό ’χει ο άνθρωπος μέχρι τα τώρα δώσει, Ακολουθώντας το ρυθμό και την πορεία εκείνων
Που τίποτα δεν έχουνε Καλό για να το χάσουν,
Τραβάν κι αυτοί προς το Χαμό, ξοπίσω τους τραβώντας
Το κάθε τι Ελληνικό. Κι ακούγονται μονάχα
Απ’ όσους έξω μένουνε απ’ τού Χαμού τη Δίνη
Οι απελπισμένες οι κραυγές, οι τραγικές και άγριες
Που βγάζουν όσα Ελληνικά και όσα Φωτισμένα, 
Προτού, έτσι, αφρόντιστα, σαν άχρηστα, να σβήσουν.

Και ήρθε ο Τσολάκογλου, πρόγονος του δικού μας Κοτζαμπάσης μες στ’ Αγραφα, που άρμεγε τους ραγιάδες
Και που την ησυχία του χάλαγε ο Κατσαντώνης
Γιατί ελεύτερη έκανε τη σκέψη των ραγιάδων,
Και πήγε και τον πρόδωσε στον Αγο Μουχουρντάρη.
Κι οι Τούρκοι τόνε ζώσανε. Κι αυτός γιουρούσι κάνει,
Μ’ όλα τα παλληκάρια του. Έντεκα σκοτωθήκαν.
Κι ο Καπετάν Δίπλας μαζί, όπου στον νταϊφά του
Πρώτη φορά Κλεφτοπουλο εβγήκε ο Κατσαντώνης.
Κι ο Κατσαντώνης μήνυμα πηρε απ’ την Αγια Μαύρα
Να πάει που κινδύνευε ο τόπος, να βοηθήσει.
Κι έτρεξε όταν τ’ άκουσε μ' όλο το νταϊφά του.
Και συναγμένους βρίσκει εκεί κι άλλους Καπεταναίους
Κι αναμεσό τους ο άγριος Κλέφτης, ο Καραΐσκος.
Ετσι για πρώτη κι ύστερη φορά έσμιξ’ ο Γιώργης,
Τότε πρωτοπαλλήκαρο του θρυλικού Αντώνη,
Με τον πατέρα του. Αλλά, κανένας απ’ τους δύο
Δε δίνει τέτοια γνωριμιά. Αλλοι Καιροί τους παίρναν,
Αλλοι Ουρανοί τους πήγαιναν του Αγώνα τους ανθρώπους.

Οι Φράγκοι την Ιόνια παίρνουνε Πολιτεία.
Κι ο Κατσαντώνης στ’ Αγραφα γυρνάει. Αρρωσταίνει.
Τον κρύβουνε σε μια σπηλιά ωσότου να γερέψει.
Κι ένας προόότης ελεεινός, τόνομα Γιάννης Γκούρλιας,
Προδίνει το ανίκητο "Ξεφτέρι της Ελλάδας".
Και κάθε χτύπος του σφυριού πάνω στα κόκκαλά του
Σα στης Ελλάδας να ’πεφτε τα κόκκαλα μου μοιάζει
Και σαν μαζί τους να ’σπασε μου μοιάζει η πιό ωραία
Κι η πιό γλυκόφωνη χορδή της λάλας της ψυχής Της.

Κάποτε το τριαντάφυλλο ένα χέρι θα το κόψει.
Κι όσο πιο ωραίο πιο γρήγορα.Το ίδιο και τους Κλέφτες.
Κάποτε, μέσα στη βουή μιας Τουρκοφόνας μάχης
Ετσι κι ο Χάρος, άγνιαστος για λευτεριές και δίκια
Το σκεβρωμένο χέρι του μες στο σωρό θ’ απλώσει
Κι ό,τι καλλίτερο θα δει, μαζί του θα το πάρει.
Κι η αξιωσύνη των Κλεφτών κι  η παλληκαρωσύνη
Είναι ότι το ξέρουνε του Χάρου το παιχνίδι
Κι αγόγγυστα το δέχουνται και γελαστά το παίζουν.
Γιατί έχουνε καλλίτερο το Χάρο από τη ζήση
Κατ’ απ’ την τούρκικη σκλαβιά, και πιό καλή από κείνην
Τη ζήση που με σύντροφο το καριοφύλλι κάνουν.
Και στού πολέμου τη βροντή και στον καπνό της μάχης
Νιώθουν πως έχουν απ’ τη μιά έναν εχθρό-τον Τούρκο
Κι από την άλλη το άλυπο του Χάρου τι δρεπάνι
Που αν τους κόψει, λυτρωμό ξέρουν ότι τους δίνει.
Ευλογημένη η Τουρκιά, κι απ’ όποιον κι αν σταλμένη,  Οπου σε τόσες φώληασε ψυχές την άγια γνώση
Ο θάνατος καλλίτερος απ’ τή ζωή πως είναι.
Ευλογημένη η Τουρκιά και τρις ευλογημένη
Που τόσους ήρωες έκαμε και γέμισε η Ελλάόα.
Ευλογημένη που ’φερε τόσο πηχτό σκοτάδι,
Όπου οι  πολυστέναχτοι   τρυπώντας  το ραγιάδες
Στο φως της άλλης βγήκανε μέρας, που ανέσπερη είναι.

Κι ο ήρωας επέθανε. Πέθανε ο Κατσαντώνης.
Τάχα οι κοινοί όπως θνητοί κι οι ήρωες πεθαίνουν; 
Η' ακόμα κι όταν σβήσουνε τ’ άστρα, κι όταν η γη μας
θα ’ναι μια κρύα κι άφωτη μαραγκιασμένη μάζα,
Ακόμη τότε μη οι ψυχές θα πλέουν των ηρώων
Μες στων αιθέρων τα ιλαρά και τ’ άΰλα τα πλάτη
Σα σπέρματα γεμάτα φως που ήρεμα θα προσμένουν
Τη νέα χτίση με χαρά και φως να τη γεμίσουν; 
Μη των ηρώων οι ψυχές ειν’ η ψυχή του Κόσμου;

Κι ο ήρωας επέθανε. Πέθανε ο Κατσαντώνης.
Λάμε πως είναι "ήρωας" για τέτοιο παλληκαρι
Οπως αυτός. Μα ήρωες ήτανε κι όλοι οι άλλοι
Όπου στη μάχη έπεσαν εκείνη. Όλοι όσοι
Σε όσες μάχες πέσανε του τραγικού ’Κοσιένα.
Γιατί κανένα ανθρώπινο νόμο ακολουθώντας
Δεν πήγανε να γίνουνε Αρματολοί και Κλέφτες.
Κανένας χωροφύλακας στην πόρτα τους δεν πήγε
Για να τους δώσει διαταγή να στρατολογηθούνε.
Γιατί κανείς οπλαρχηγός δεν πήγε με το ζόρι
Για να τους φέρει με τη βιά μέσα στο νταϊφά του.
Τότε ούτε νόμους είχανε ούτε χωροφυλάκους-
Κι οι αρχηγοί εδέχονταν μονάχα τους γενναίους
Κι όληΤιμη κι η δόξα τους, παντοτινή που θα ’ναι
Δε δόθηκε απ’ άλλονε κανένανε στους Κλέφτες.
Μονάχοι τους την κέρδισαν, μονάχοι τους την πήραν,
Μονάχοι εβροντοφώναξαν κι έτοιμοι τη βουλή τους
"Ελευθερία ή θάνατος". Γιατί μονάχοι πήγαν
Και κάθε στάλα απ’ την πικρή τη λίμνη της ζωής τους
Τη δώσαν για να ποτιστεί το χώμα της Πατρίδας
Ωστε το δέντρο πάνω του της Λευτεριάς ν’ ανθίσει
Το πάμφυλλο,το πάνδροσο,το δρακογεννημένο.
Κι αν δε μας έδωσ’ η Ιστορία τα ονόματά τους
Και τί με τούτο-όταν λέμε Αρματολοί και Κλέφτες
Μες στον τραχύ τον ήχο τους κλείνουν αυτές οι λέξεις
Ολων Εκείνων τ’ όνομα που πέσαν για τον ίδιο
Ιερό και Αγιο σκοπό και ίδια ήρωες ήταν.
Γιατί όνομα οι ήρωες δεν έχουν. Εχουν μόνο
Φως δυνατότερο του ηλιού που να τους δεις τυφλώνει.
Και να μονάχα τι μπορεί μ’ αυτούς κανείς να κάνει:
Το ένα είναι να ζητάει στο ύψος τους να φτάσει.
Και τ’ άλλο να!, όσο μικρή κι ασήμαντή του η πένα
Δικό τους ό,τι δύναται μ’αυτήν να τραγουδάει. 

Ο Κατσαντώνης πέθανε.Το μπαρουτοθρεμμένο
Ντουφέκι του, ανάμεσα σε σάρισες ευρέθη
Σε τοξα, σε ακόντια και σε χρυσές ασπίδες.
Με όλα αυτά ας τ’ αφήσουμε τη γνωριμία να δώσει.
Κι ας δούμε μεις τι απόγιναν οι διαλεγμένοι οι άντρες
Οταν χωρίς του αρχηγού μείνανε την ορμήνια.
Όταν λοιπόν απ’ τον Αλή χαλάστη ο Κατσαντώνης
Οι Κλέφτες κάναν σύναξη κι είπαν να μη σκορπίσουν.
Και γι αρχηγό τους όρισαν όλοι τον Λεπενιώτη 
Αντράκλα δυσθεώρατο, γενναίο παλληκάρι.
Κι ο Αλής, που θαρρειε γλίτωσε απ’ τους Κατσαντωναίους,
Νέους μπελάδες έβαλε στην άσπρη κεφαλή του.
Κι ο ξακουστός ντερβέναγας, ο Σουλεϊμάν ο Τότης
Εστάλθηκε απ’ τον Αλή να φάει το Λεπενιώτη.
Μα στ’ Αγραφα, στην Παπαδιά, κι ο ίδιος εχαλάστη 
Κι εξήντα απ’ τους στρατιώτες του έφαγε το σκοτάδι.
Η πρώτη ήταν νίκη τους αφότου ορφανέψαν.
Αυτή την ακολούθησαν κι άλλες, μικρές μεγάλες.
Ωσπου ο Αλής ενάντια τους, σύννεφο στέλνει Τούρκους Με τον Μπεκήρ Τζογάδουρο και το Χασάν Τσαπάρη.
Και η Τουρκιά τους στρίμωξε και θα χανόνταν όλοι,
Αν δεν αποφασίζανε στα Εφτάνησα να πάνε.
Εκεί κουμάντο κάνανε οι Φραντσέζοι, όπου τότε
Πολιτική φιλότουρκη κρατούσαν.Τους διατάζουν
Να φύγουνε μονοημερίς, αλλιώς θα τους βαρέσουν.
Άλλο κι αυτοί δεν δύνονταν, γυρίζουν πάλι πίσω. 



Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ

Οχτώβρη του οχτακόσα εννιά, Ζάκυθος και Ιθάκη
Κεφαλονιά και Κήθυρα, πέφτουν στα νύχια του Αγγλου.
Ο Τσώρτς ο Ρίτσαρντ, που ξανά μπροστά μας θα τον δούμε
Μετά από χρόνια δεκοχτώ, στού Πειραιά το δράμα
Που παίχτηκε ανάμεσα ξένων και Καραϊσκάκη, 
Απ’ τη Λευκάδα ήθελε να διώξει τους φραντσέζους,
για τούτο κι έφκιασε στρατό από Ελληνες λεβέντες.
Καραϊσκάκης, Λεπένιώτης,Τσόγκας και Φραγγίστας,
Πάνε μαζί του. Γρήγορα πήραν χαμπάρι όμως
Πως πιόνια μόνο ήτανε στο Αγγλικό παιχνίδι.
Το οχτακόσα δώδεκα, τους στέλνει ο Αλής ανθρώπους
Και τους μηνάει να δεχτούν νάρθουν με τα νερά του,
Κι όλα ξεχνάει τα πρωτινά κι Αρματολούς τους κάνει.
Ο ήρωας τότε ήτανε γύρω στα τριανταδύο.
Το δέχονται όλοι τους. Κι ευθύς φεύγουν απ’ τή Λευκάδα
Και βρίσκονται στη Ρούμελη. Κι ο Αλήπασας μοιράζει
Από ’να στον καθένα τους Αρματολίκι. Πήρε
Ο Λεπενιώτης τ’ Αγραφα, και ο Καραϊσκάκης
Κολτσής στη Σάμη έγινε. Και άλλοι πήραν άλλα.

Πολλά η Ανάγκη εργάζεται. Μα πάντα έχει εχθρό της
Το νου που ξεσηκώνεται και το αίμα που κοχλάζει.
Άλλη ήτανε η Κλεφτουριά, τα’ Αρματολίκι άλλο.
Τότε το δίκιο του φτωχού πρώτη τους ήταν ένοια.
Τώρα να κάνουν είχανε ότι οι αγάδες λένε
Κι οι προύχοντες οι χριστιανοί, ενάντια στους ραγιάδες.
Μα τούτο δεν τους άρεσε. Κι αρχίσανε να παίρνουν
Πάλι το μέρος των φτωχών. Απ’ τ’ άλλο μέρος πάλι
Ούτε κι εκείνοι αρέσανε στους πλούσιους, που κοιτάζαν
Πώς το ραγιά θα κλέβουνε για να πλουτούν εκείνοι
Χωρίς εμπόδιο νάχουνε κανένα στους σκοπούς τους.
Κι ανήμερα μέρα Λαμπρή που ανασταίνει ο Πλάστης
Κι ανήμερα μέρα Λαμπρή που ανασταίνει η Πλάση
Οι πλούσιοι με το κάθαρμα Τσολάκογλου αρχηγό τους
Του Νίκου Θέου οπλίσαν το άτιμο το χέρι.
Και ο παλιάνθρωπος αυτός χτυπάει το Λεπένιώτη.
Μεσάνυχτα ήταν κι έκραζαν χαρούμενα οι καμπάνες
Και διαλαλούσαν του Χριστού το Σηκωμό απ’ τον τάφο.
Και οι ραγιάδες άκουγαν και σιγομουρμουρίζαν 
"Αμποτες και το Σηκωμό του Γένους μας να δούμε".



(συνεχίζεται)