Τ
ΑΜΕΡΙΚΗ 3
Το στοιχειό-γιος αν έμενε στην Ελλάδα θα ήτανε χαμένος από χέρι. Αμίλητος, ζούσε στον κόσμο του. Άβουλος. Ανίκανος να αντιμετωπίσει όποιες επιθέσεις. Ο άλλος κόσμος δίπλα του ας γκρεμίζονταν, εκείνος έμενε στον απείραχτον δικόν του. Φιλοχρήματος- η μόνη αξία γι αυτόν το χρήμα.
Αν έμενε στην Ελλάδα θα καταβαραθρώνονταν κάτω από τα σαίνια, τους «έξυπνους» έλληνες. Τους ελισσόμενους, τους επιπλέoντες.
Τον πήρα και τον μεταφύτεψα στην Αμερική όπου ανήκε. Ένα «αμερικανάκι» μόνο στην Αμερική θα μπορούσε να προοδεύσει στο εμπόριο, στις τέχνες, στις επιστήμες, στον τζόγο-όπου θα καταπιάνονταν, με την προϋπόθεση ότι θα είχε μυαλό για κάτι από αυτά. Τον λέω «αμερικανάκι» γιατί έτσι λένε οι έλληνες τους αμερικάνους, τους οποίους διακρίνουν τα χαρακτηριστικά που είπα πιο πάνω. Και κυρίως οι άνθρωποι οι αφελείς, που μπορείς να τους κοροϊδέψεις σε όλα. Όπως να τους πουλήσεις ένα γύψινο άγαλμα των πέντε ευρώ για αρχαίο άγαλμα για χίλια ευρώ, ή να τους πας με το ταξί από Αθήνα στην Τρίπολη μέσω Σπάρτης.
Τον έσωσα από όλους τους έλληνες, πλην εκείνων με τους οποίους ερχόταν σε επαφή-των συγγενών. Εκείνοι πολύ εύκολα τον χρησιμοποίησαν στα εναντίον μου σχέδιά τους, τόσο περισσότερο όσο εγώ τον είχα αφήσει να κάνει ότι θέλει, γιατί αφότου τον πήγα στην Αμερική, ήτανε πια «στα νερά του» και εγώ ήμουν ο παρείσακτος εκεί, όντας το εντελώς αντίθετο από «αμερικανάκι». Και αυτό όχι επειδή επέπλεα ή ήμουν σαίνι, «έξυπνος» ή ελισσόμενος, όχι, αλλά επειδή είχα το χάρισμα ή την καταρα να καταλαβαίνω μεν πότε με εξαπατούν, χωρίς όμως εντούτοις να αντιδρώ στην εξαπάτηση. Εν γνώσει μου δηλαδή άφηνα να πιάνομαι κορόιδο, να με εξαπατούν. Όπερ ήταν και είναι και το δράμα μου στη ζωή.
Στην Αμερική γνώρισα και έκανα παρέα με μια οικογένεια ελληνική από την Μεσσηνία.
Μια οικογένεια που είχε φέρει μαζί της στην Αμερική τα ηθη και τα έθιμα της ελληνικής υπαίθρου, μια οικογένεια που τα μέλη της είναι άδολα, απονήρευτα, ντόμπρα. Πατέρας, μητέρα και τέσσερα παιδιά-τρεις άντρες και μια γυναίκα. Η καλή πάστα των ελλήνων. Ήσυχοι, συμμαζεμενοι, λογικά θρησκευόμενοι. Ο Άρης σπούδασε μηχανικός, ο Μπούλης μάνατζμεντ επιχειρήσεων, η κόρη, η Ντόρα, κάτι σαν Πολιτικές Επιστήμες. Ο Δημήτρης έγινε ηλεκτρολόγος. Οι δυο γιοι και η κόρη παντρεύτηκαν, ο Μπούλης είναι ακόμα ελεύθερος.
Πήγαινα στο σπίτι τους πολύ συχνά. Με αγαπούσαν και τους αγαπούσα. Αυτοί μου βρήκαν δουλειά (ο Μπούλης), αυτοί με βοήθησαν σε ότι χρειαζόμουν στην ξένη χώρα που βρέθηκα. Μαζί τους σε γιορτές εθνικές ή οικογενειακές. Από μένα δεν ξέρω τι πήραν αυτοί, όμως τους έδινα όλη μου την αγάπη και την προσοχή που μπορούσα και τους βοηθούσα κι εγώ με συμβουλές, με την επιστήμη μου, με την παρουσία μου σαν φίλου στο σπίτι τους. Ακόμα, στην Αμερική που βρέθηκα επί ξύλου κρεμάμενος, χωρίς Μούσα για το γράψιμο στίχων που μια ζωή με κατέχει, χρησιμοποίησα σαν Μούσα την κόρη της οικογένειας, τη Ντόρα. Μεταξύ πολλών μικρών, «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ», ογδοντασελιδο ομοιοκατάληκτο ποιητικό έργο, γράφτηκε με αυτήν για Μούσα. Μια μέρα το διάβασα μπροστά σε όσους ήσαν στο σπίτι, μεταξύ των οποίων και η Ντόρα. Δεν ασχολούνται με την ποίηση οι άνθρωποι και από ότι είδα, είχαν βαρεθεί προτού τελειώσει η ανάγνωση. Η Ντόρα όμως έμεινε η Μούσα μου.
Στην Αμερική δεν μου έλειψαν τα στοιχειά-αδέρφια μου γιατί η οικογένεια του Μπούλη ήταν τα αδέρφια μου.
Ίσως σε μιαν άλλη ζωή τα στοιχειά-αδέρφια μου και το στοιχειό-γιος μου να βρεθούμε πάλι μαζί και να είμαστε αγαπημένοι. Τόσο μίσος που τώρα μας χωρίζει, κάπου, κάποτε, θα πρέπει να έχει το αντίβαρό του ώστε να επέλθει η ισορροπία την οποία η φύση παντού φανερώνει. Πάλι ίσως καποτε αλλού , άλλοτε, να ήμασταν αγαπημένοι και τωρα πληρώνουμε το μερίδιό μας στην ισορροπία της φυσης-ποιος τα ξέρει αυτά; Ξέρουμε όμως ότι ο γέγραπτε γέγραπτε. Και ότι γέγονε γέγονε. Και εκείνο που γέγονε στην περίπτωσή μας δεν είναι παρά ένα επεισόδιο από τα δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων επεισόδια που γίνονται πάνω στη γη μέσα σε μια μέρα μόνο.
Δεκάδες χρόνια έχουν περάσει γεμάτα μίσος. Πεθαίνοντας ένας ένας από τους αλληλομισούμενους, πεθαίνει μαζί και η θεατρική παράσταση που αυτοί, οι αλληλομισούμενοι, είναι οι ηθοποιοί της. Και οι θεατές θα λένε καμιά φορά-όσο ζούνε κι αυτοί-«α! αυτοί! Ναι! ήτανε στα μαχαίρια λένε…» ή, αργότερα, όταν τα γερατιά θα τους γονατίσουν «τώρα που το λες κάτι θυμάμαι…», και ύστερα ούτε οι τάφοι μας δεν θα ξέρουν να πουν τίποτα για μας. Όλα θα είναι κλεισμένα στο σακούλι του Χρόνου που με τη σειρά του θα πάει κι αυτό στα σκουπίδια για να γεμίσει με καινούργια μίση, καινούργιων αδερφών και ΄στοιχειών-αδερφών. Τα δισέγγονα και τα τρισέγγονα των μισηθέντων παππούδων και γιαγιάδων τους δεν θα ξέρουν τίποτα από όλα αυτά και ούτε θα ενδιαφέρονταν να μάθουν και αν ακόμα μπορούσαν. Εγώ ακόμα, που τόσο με ενδιαφέρουν τα συγγενικά, δεν ξέρω τίποτα για τον Νίκο Χολιαστό που έφυγε για την Αυστραλία πριν από εβδομήντα χρόνια. Δεν ξερω τίποτα για τους συγγενείς τής από τη μητέρα μου γιαγιάς μου, τους Χριστακακαίους , που ζούσαν στον Αγιάννη της Σπάρτης. Δεν ξέρω από πού είχε έρθει ο εκ μητρός παππούς μου. Δεν ξέρω ποια ήταν η καταγωγή της εκ μητρός γιαγιάς μου. Κανένας δεν έχει αφήσει γραπτώς κάτι σχετικό. Η γιαγιά μου ήθελε να τη φωνάζω «λω γιαγιά». Ή «λω νόνα». Και τα δυο μυρίζουν Ιόνιο. Μα από πού ακριβώς; Και ποιοί ήταν οι γονείς της; Και πώς συναπαντήθηκαν με τον παππού μου; Και ο παππούς μου από που;
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κάθεται σε μια καρέκλα και να σκουπίζει τα μάτια της που έτρεχαν συνέχεια τότε. Θυμάμαι που της άρεσε να της διαβάζω τον «Αγκόπ» από τον «Θησαυρό» και πόσο γελούσε με την γλώσσα του… Ναι, καθισμένη σε κείνη την καρέκλα τη θυμάμαι. Άλλη θύμηση δεν έχω απ’ αυτήν! Ποιος θα μου πει το δικό της παραμύθι που είναι και δικό μου; Ποιος θα μου πει το παραμύθι της γενιάς του πατέρα μου; Είχε γράψει ο καημένος τη γενεαλογία του και την είχα διαβάσει, μα το χοντρό τετραδιο που την έγραψε δεν το έχω τώρα, έπεσε σε εχθρικά και αδιάφορα για τέτια χέρια. Θυμάμαι πολλά μα όχι όλα. Ξέρω για τα αδέρφια του, για τον πατέρα και έναν αδερφό του που πέθαναν στη γρίπη του δέκα οχτώ, για τον παππού και για τον αδερφό του παππού του, χοντρικά για τους κλάδους της οικογένειας των χολιασταίων. Μα για τις πριν γενιές τους ούτε ο πατέρας μου ήξερε από πού είχαν έρθει. Θυμάμαι που πήγα και βρήκα σε ένα χωριό το σπίτι στο οποίο έμενε η μητέρα του πατέρα μου, από το οποίο και βγήκε νύφη για τον παππού μου. Εκεί βρήκα και έναν ανηψιό της γιαγιάς μου αυτής, που μου είπε μερικά για κείνην. Γέρος τότε αυτός, αλλά λεβέντης. Συζητήσαμε για ώρα. Έστειλε και φώναξαν τα δυο παιδιά του για να μου τα γνωρίσει και να με γνωρίσουν και κείνα. Ήρθαν καβάλα στο αυτοκίνητό τους και έφυγαν αφού μόλις που χαιρετηθήκαμε. Λοιπόν, αφού δεν έμαθα εγώ και ας ενδιαφέρθηκα, θα μάθουν οι νεότερες γενιές; Θα ενδιαφερθούν να μάθουν οι νεότερες γενιές λελέδων τα «συγγενικά» τους; Όχι. Σε μια γενιά ακόμα, κανείς δε θα θυμάται ποιος ήταν ποιος σε αυτή την «οικογένεια». Δυστυχώς, όπως η λήθη καλύπτει όλα, έτσι και όλα τα «οικογενειακά» μου θα ξεχαστούν. Ένα φύλλο έπεσε από ένα δέντρο στη ζούγκλα του Αμαζονίου χτες, ένα άλλο θα πέσει σήμερα, ένα άλλο θα πέσει αύριο. Ποιος και γιατί αλήθεια θα κατέγραφε τις πτώσεις αυτές, θα ονομάτιζε το δέντρο ή θα έψαχνε να βρει από ποιον καρπό ή από ποια παραφυάδα προήλθε;
Γιωργία έχω μπλέξει με τους γιατρούς.
Έχουν γίνει κι αυτοί ακριβοθώρητοι. Κάποτε οι γιατροί καλούνταν και πήγαιναν στα σπίτια.Πάει αυτό τώρα. Τώρα αν αρρωστήσεις θα πας στο νοσοκομείο. Πας στο νοσοκομείο και όταν έρθει η σειρά σου να δεις το γιατρό, σε περιλαβαίνει μία νοσοκόμα που σου κάνει διάφορες ερωτήσεις, Ύστερα σε στέλνει στο γιατρό. Εκείνος αν έχει βγάλει τη διάγνωσή του από τα στοιχεία που του έδωσε η νοσοκόμα, στην ανακοινώνει και σε διώχνει πετώντας σου βγαίνοντας και ένα τυποποιημένο χαρτί με οδηγίες για την αρρώστια σου.
Θυμάμαι όταν αρρώστησε ο Τσάμας όταν ήμουν μικρός, στην Τρίπολη-ο κυρι-Κώστας, τον ήξερες καλά. Είχε αδυνατίσει και είχε αδυναμία και δέκατα. Τον είδε ένας παθολόγος, που πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι του όποτε ο άρρωστος τον φώναξε, γιατί, ο Τσάμας, νόμιζε πως έχει φυματίωση και ότι πρόκειται να πεθάνει από αυτήν. Για να του βγάλει την ιδέα από το μυαλό, ο γιατρός είπε στη γυναίκα του αρρώστου να φέρει στον άντρα της ένα πιάτο με φαγητό. Όταν το έφερε, είπε ο γιατρός στον άρρωστο: Φτύσε! Φτύσε μέσα! Ο άρρωστος έφτυσε μέσα και ο γτατρός έφαγε από το πιάτο για να του δείξει ότι δεν ήταν άρρωστος όπως νόμιζε.
Πάνε οι ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα γιατρό και άρρωστο.
Στην Αμερική όντας, μιας και μιλάμε για Αμερική, μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω μερικά πράγματα για την υγειονομική κατάσταση των δύο χωρών.
Όταν ήμουν στην Ελλάδα και λίγο πριν έρθω στην Αμερική, είχα αποχτήσει μια ιγμορίτιδα, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Από μεριά του στόματός μου, την αριστερή πάνω, έβγαινε πύον. Επισκέφτηκα έναν οδοντίατρο με κάποια ειδικότερη εξειδίκευση στα του στόματος. Οι ακτινιγραφίες που μου έκανε ο γιατρός αυτός δεν έδειξαν τίποτα. Ο γιατρός είπε ότι αφού δεν βρίσκει τίποτα, θα μου βγάλει το πάνω πίσω αριστερά δόντι, μήπως και από κάποια βλάβη του προέρχεται το πύον. Αντέδρασα έντονα και σαν γιατρός και σαν άρρωστος, λέγοντάς του ότι ήμουν σίγουρος ότι δεν προέρχεται από το δόντι αυτή η κατάσταση. Εκεί βρισκόταν και ένας άλλος συνάδελφος, που πήρε το μέρος του γιατρού. Ήμουν ένας απέναντι δύο. Στις αντιρρήσεις μου οι δυο στέκονταν ακίνητοι και με κοίταζαν σαν να έβλεπαν κάτι ανεξήγητο, αλληλοκοιταζόμενοι που και πού και μεταξύ τους, οικτίροντας τη στάση μου. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο και τους άφησα να μου βγάλουν το δόντι. Δεν έγινε τιποτα, το σύμπτωμα εξακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο από μένα.
Πάω στο Ιπποκράτειο, σε μια υφηγήτρια. Με την αντινογραφία που έκανε με την κατάλληλη γωνία πρόπτωσης των ακτίνων, φάνηκε μια σκιά μεγέθους ταλήρου, σαφώς περιγεγραμμένη, μη αφήνοντας περιθώρια δυσερμηνείας-επρόκειτο για ιγμορίτιδα. Χειρουργείο, ίαση.
Έρχομαι στην Αμερική. Ενάμισυ χρόνο μετά την εγχείρηση, ξανά το πύον. Πάω στο Κάιζερ Περμανέντε. Με βλέπει ο ειδικός γιατρός, του λέω το ιστορικό, μου λέει αυτή τη φορά θα θεραπευτείς οριστικά. Από τότε μέχρι σήμερα, δηλαδή τριάντα χρόνια μετά, όλα καλά.
Συμπέρασμα; Βγάλτο μόνη σου. Βέβαια θα σκεφτείς ότι οι γιατροί της Ελλάδας είναι για πέταμα ενώ της Αμερικής είναι πανάξιοι.
Συμφωνώ μέχρις ενός σημείου. Γιατί άκου και το άλλο που έγινε στην Αμερική όταν ο πατέρας του Μπούλη αρρώστησε. Ήμουν φίλος της οικογένειας όπως σου είπα. Μου δείχνει μια μελανή περιοχή στο κάτω του χείλος. Διάγνωσή μου αμέσως και χωρίς καμμία αμφοβολία, μελάνωμα. Λέω στα παιδιά του πηγαίνετε τον πατέρα σας επειγόντως στο νοσοκομείο. Μου λένε τον έχουμε πάει και του δώσανε μια αλοιφή να βάζει και μας είπε να τον δει πάλι σε τρεις μήνες. Πηγαίνετέ τον πάλι, το πράγμα είναι πολύ σοβαρό, ο γιατρός κάνει λάθος. Τον ξαναπάνε, γυρίζουν και μου λένε του έδωσε άλλη ακοιφή ο γιατρός. Τους λέω ο πτέρας σας θα πεθάνει. Γι αυτό να μην του αντιμιλάτε σε ότι σας λέει, να τον αφήνετε να τρώει ότι θέλει, να κοιτάτε να τον ευχαριστείτε γιατί οι μέρες του είναι λίγες. Τους λέω να ζητήσετε να τον δει άλλος γιατρός. Τον ξαναπάνε. Γυρίζουν, μου λένε ο γιατρός του έδωσε αλοιφή. Πάμε μαζί τους λέω στο γιατρό, γιατρός είμαι κι εγώ, να του πω περί τίνος πρόκειται. Όλα αυτά γίνονταν σε διάρκεια μηνών δυστυχώς. Δεν με πήρανε μαζί τους στο γιατρό, του είπαν όμως τι έλεγα εγώ. Τους λέει φέρτε τον πατέρα σας στο νοσοκομείο για εισαγωγή, πρέπι να κάνει εγχείρηση. Το μελάνωμα Γιωργία θέλει επέμβαση «άμα τη εμφανίσει» του, και πάλι με λίγες πιθανότητες ίασης, που εδώ σήμαινε με λίγες πιθανότητες επιβίωσης.
Να μην στα πολυλογώ, ο φίλος Γιώργης έφυγε σε λίγους μήνες από κοντά μας. Νέος σχετικά άνθρωπος. Το τραγικά κωμικό αστείο είναι ότι ο τελευταίος γιατρός είπε στα παιδιά του ότι ο πατέρας τους θα πεθάνει, και ως τότε τους προέτρεψε να μην του αντιμιλάνε σε ότι τους λέει, να τον αφήνουν να τρώει ότι θέλει, να κοιτάνε να τον ευχαριστούν γιατί οι μέρες του είναι λίγες. Εν τιμή σου λέω Γιωργία, τα ίδια ακριβώς λόγια που τους είχα πει κι εγώ, σαν να ήτανε από μαγνητόφωνο. Μου τα είπαν τα παιδιά του. Δεν ξέρω αν θα σωζόταν ο Γιώργης αν ο πρώτος γιατρός ήξερε τι έκανε, όμως όλο το περιστατικό που σου διηγήθηκα, εμένα με έβαλε σε σκέψεις άσχημες για το ανθρώπινο γένος. Ότι κακοί γιατροί δεν υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην πιο τεχνικά προοδευμένη χώρα της οικουμένης. Είδα μποροστά στα μάτια μου το ιατρικό λάθος σε όλη την με τραγικά επακόλουθα μεγαλοπρέπειά του.
Ο καημένος ο Γιώργης, για μήνες προτού πεθάνει παραπονιόταν για πόνο στον δεξιό μηρό του, που τον απέδιδε στο χτύπημα από μια καρέκλα, ενώ επρόκειτο για μετάσταση… Μου έλεγε και μου ξανάλεγε για τον πόνο που δεν τον άφηνε τις νύχτες να κοιμηθεί. Και μου έλεγε: «Η νύχτα είναι θάλασσα Γιώργη! Δεν περνιέται!» Πόσο αλήθεια θα αργούσε να έρθει το ξημέρωμα για τον άνθρωπο αυτόν τους μήνες εκείνους….
Και μήπως γράφτηκε σε κανένα κιτάπι η κακή διάγνωση των γιατρών σε Ελλάδα και Αμερική για τα περιστατικά που σου ανάφερα; Υπολογίστηκαν σε καμμιά στατιστική; Συνέβαλαν κάπως στο να μην ξαναγίνουν τέτοια λάθη; Όχι βέβαια.
Δεν θέλω να πω ότι οι γιατροί της Αμερικής είναι κακοί. Όχι. Ούτε το ίδιο θα πω για τους γιατρούς της Ελλάδας. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς που είναι όλοι ίδιοι, οι γιατροί δεν είναι όλοι ίδιοι. Υπάρχουν καλοί και κακοί γιατροί και στην Ελλάδα και στην Αμερική. Το Σύστημα φταίει ή η μοίρα του κάθε ανθρώπου που τόσα πολλά πρέπει να συντρέξιυν ώστε αυτή να είναι ευνοϊκή γι αυτόν; Και φταίει ο άνθρωπος αν όλα αυτά δεν συντρέξουν;
Ο άνθρωπος είναι δυστυχής, εγώ αυτό ξέρω μόνον να πω. (Γιωργία να θυμάσαι τους δύο γιατρούς που επέμεναν να μου βγάλουνε το δόντι-στην ιστορία που σου είπα πιο πάνω-, γιατί θα αναφερθώ πάλι σ΄αυτήν αργόιερα στη διήγησή μου.)
Στο σούπερ μάρκετ όπου με έβαλε ο Μπούλης εργαζόμουν σαν «bag person”, δηλαδή έβαζα τα ψώνια των πελατών σε σακκούλες. Καλά περνούσα, οι αμερικάνοι δεν είναι κακοί εργοδότες, είχαμε και με τον Μπούλη, που εργαόταν στο ίδιο κατάστημα και τα ελληνικά καλαμπούρια μας.
Τι να σου πω άλλο για την Αμερική; Την ξέρφεις καλλίτερα από μένα.
Γιωργία έχω πολλά να σου έγραφα. Όμως δεν έχω καιρό. Τη λυπη μου γι αυτό τη λιγοστεύει το ότι εσύ ξέρεις καλλίτερα από μένα την Αμερική. Γιατί δεν έχω καιρό; Τρεις κύριοι λόγοι: Γιατροί, γράψιμο, βιβλία, δουλειές σπιτιού και εξωτερικές.
Γιατροί: αυτό δυστυχώς ξέρεις καλλίτερα από μένα πόσο επίπονο και φθοροποιό είναι. Και ας έχεις δυο παιδιά που σε φροντίουν. Σκέψου εμένα που τα κάνω όλα μόνος μου.
Γράψιμο: Γράφω ακόμα Γιωργία. Αν ήμουν σε μια βίλα με δυο-τρεις υπηρέτες τότε θα είχα χρόνο για το γράψιμο. Όταν όμως όλα σε ένα σπίτι περνάνε από τα χέρια σου καταλαβαίνεις ότι ο χρόνος για γράψιμο δεν βρίσκεται εύκολα.
Βιβλία: Έχω εκδόσει είκοσι τρία βιβλία-τα άπαντά μου. Μα έχουν μαευτεί κι άλλα γραφτά που πρέπει κι αυτά να γίνουνε βιβλία. Στην Ελλάδα ο λαός λέει ότι όποιος δε χτίσει σπίτι και δεν παντρέψει κορίτσι, δεν γνώρισε τη ζωή. Στην Αμερική ο λαός λέει ότι αν δεν εκδόσεις βιβλίο δεν γνώρισες τη ζωή. Για τα δύο πρώτα δεν ξέρω, μα το βιβλίο για να βγει θέλει ένα μέρος της ζωής σου. Και εδώ πάλι, με μένα, δεν έχω τη δυνατότητα να δώσω σε κάποιον τα γραφτά μου και να τον πληρώσω να μου τα κάνει βιβλία, πρέπει ο ίδιος να τα φροντίσω όλα: σελιδοποίηση, επιμέλεια, και ότι άλλο θέλει ένα βιβλίο για να βγει, που το κάνω χωρίς να ξέρω και πώς λέγετοα αυτό που κάνω. Ο κομπιούτερ είναι που με δυσκολεύει περισσότερο, γιατί ποτέ δεν τον έμαθα-‘όπως και οι περισσότεροι γέροι ή απλά ηλικιωμένοι.
Περισσότερο με ταλαιπωρούν κείμενα που είναι γραμμενα στη γραφομηχανή εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια. Αυτά ή θέλουνε ξαναγράψιμο σε κομπιούτερ, ή να τα φέρω στον κομπιούτερ μέσω του εκτυπωτή-σκανάρισμα νομίζω λέγεται το δεύτερο από αυτά. Και οι δύο αυτές δουέιές είναι δύσκολες όσο και χρονοβόρες για κάποιον που δεν ξέρει από κομπιούτερ. Τι άλλο να κάνω όμως; Περισσότερο με ταλαιπωρεί ο «Καραϊσκάκης» μου, που είναι γραμμένος σε γραφομηχανή και ο εκτυπωτής μου στέλνει στον κομπιούτερ άλλα αντ’ άλλων.
Και τα τρία παραπάνω, πλην των δικών τους απαιτήσεων, έχουν να αντιμετωπίσουν το χάσιμο χρόνου για να γίνουν οι δουλειές του σπιτιού, οι μέσα και οι έξω.
Καταλαβαίνεις λοιπόν.
Σημειώνω κάπου μονολεκτικά καπου αυτά που θέλω να σου γράψω, αλλά από τα δέκα τελικά γράφω μόνο το ένα.
Για τα επόμενα κεφάλαια των ενθυμήσεών μου θα προσπαθήσω να βρω περισσότερο χρόνο.
Γιωργία σήμερα, 20 Μάρτη, πρώτη μέρα της Άνοιξης, είναι μια ωραία μέρα. Σπάνια έρχοντα οι τέτοιες σ’ ένα γέρο. Δεν έβρεχε. Τα πόδια δεν πονούσαν. Νωρίς σηκώθηκα και ως τις δέκα είχα μ’ όλες τις δουλειές τελειώσει του σπιτιού, και είχα ετοιμαστεί και για τις έξω.
Βγήκα. Πήγα σε τρία σχετικά μέρη, ρωτώντας να έβρω μια κοπέλα που να γράφει στη γραφομηχανή για να μου μεταφέρει τον «Καραϊσκάκη» στον κομπιούτερ. Θα δουν και θα μου πουν. Κάτι είναι κι αυτό.Δεν περίμενα να μου την έχουν έτοιμη εις πρώτην ζητησιν. Πήγα και ψώνισα μάνγκος που με κούρασαν να τα κουβαλήσω στο σπίτι. Ξαναβγήκα και πήρα άλλα πράγματα. Στο γυρισμό συνάντησα μια βουλευτίνα που την είχα συναντήσει τυχαία πριν λίγους μήνες. Με ρώτησε με ενδιαφέρον «κύριε Γιώργο γράφετε ακόμα;». Η οπωροπώλης μου δεν ήταν παράξενο που μου φέρθηκε σαν να ήμουν ένα συμαντικό πρόσωπο γιατί έτσι μου φέρεται από τότε που έμαθε ότι είμαι ποιητής. Αλήθεια αυτή η γυναίκα με φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση κάθε φορά.
Άκου όμως, μη θαρρείς ότι παίρνω σοβαρά τους επαίνους γιατί «γράφω». Γιατί όλοι εδώ άλλαξαν συμπεριφορά απέναντί μου απλά όταν έμαθαν ότι «γράφω». Κανένας όμως δεν έχει διαβάσει κάτι που γράφω! Και αν γράφω βλακείες; Όχι όμως, γι αυτούς αρκεί ότι γράφω! Γι αυτό και δεν χαίρομαι για αυτά που ακούω σχετικά και παραμένω στη δική μου κρίση για τα γραφτά μου. Για σκέψου όμως και το άλλο: ότι τόσο οι άνθρωποι δεν γράφουν σήμερα, ώστε ένας που γράφει να θεωρείται άξιος μνείας από αυτούς μόνον γιατί «γράφει»…
Μπαίνοντας στο σπίτι να σου και η σπιτονοικοκυρά μου που άλλοτε έχει ακριβά τα λόγια της. Καλή όρεξη γιατρέ μου, μου είπε, λάμποντας. Τέλος μπήκα στο σπίτι και άρχισα να φτιάχνω το φαγητό. Αφού το τέλειωσα σιυ γράφω τα αυτού του πρωινού. Όλα όσα συνέβησαν μου έχουν δημιουργήσει μια ευχάριστη διάθεση που όπως σου είπα και πιο πάνω όλο και πιο σπάνια έρχεται. Εγώ είμαι οπου ήμουν αλλαγμένος σήμερα; Οι άλλοι όλοι έτυχε να έχουν τις καλές τους; Ή η Άνοιξη που μπαίνει σήμερα κιόλας και ο καλός καιρός, και η σιγουριά ότι από δω και ύστερα ο καιρός θα είναι καλός έκαναν αυτό το θαύμα; Και ξαναγυρίζω στη συνέχεια των ενθυμήσεών μου. Άργησα και ίσως αργώ από συνέχειας σε συνέχεια, αλλά θα συνεχίσω τα απομνημονεύματά μου.
ΑΜΕΡΙΚΗ 3
Το στοιχειό-γιος αν έμενε στην Ελλάδα θα ήτανε χαμένος από χέρι. Αμίλητος, ζούσε στον κόσμο του. Άβουλος. Ανίκανος να αντιμετωπίσει όποιες επιθέσεις. Ο άλλος κόσμος δίπλα του ας γκρεμίζονταν, εκείνος έμενε στον απείραχτον δικόν του. Φιλοχρήματος- η μόνη αξία γι αυτόν το χρήμα.
Αν έμενε στην Ελλάδα θα καταβαραθρώνονταν κάτω από τα σαίνια, τους «έξυπνους» έλληνες. Τους ελισσόμενους, τους επιπλέoντες.
Τον πήρα και τον μεταφύτεψα στην Αμερική όπου ανήκε. Ένα «αμερικανάκι» μόνο στην Αμερική θα μπορούσε να προοδεύσει στο εμπόριο, στις τέχνες, στις επιστήμες, στον τζόγο-όπου θα καταπιάνονταν, με την προϋπόθεση ότι θα είχε μυαλό για κάτι από αυτά. Τον λέω «αμερικανάκι» γιατί έτσι λένε οι έλληνες τους αμερικάνους, τους οποίους διακρίνουν τα χαρακτηριστικά που είπα πιο πάνω. Και κυρίως οι άνθρωποι οι αφελείς, που μπορείς να τους κοροϊδέψεις σε όλα. Όπως να τους πουλήσεις ένα γύψινο άγαλμα των πέντε ευρώ για αρχαίο άγαλμα για χίλια ευρώ, ή να τους πας με το ταξί από Αθήνα στην Τρίπολη μέσω Σπάρτης.
Τον έσωσα από όλους τους έλληνες, πλην εκείνων με τους οποίους ερχόταν σε επαφή-των συγγενών. Εκείνοι πολύ εύκολα τον χρησιμοποίησαν στα εναντίον μου σχέδιά τους, τόσο περισσότερο όσο εγώ τον είχα αφήσει να κάνει ότι θέλει, γιατί αφότου τον πήγα στην Αμερική, ήτανε πια «στα νερά του» και εγώ ήμουν ο παρείσακτος εκεί, όντας το εντελώς αντίθετο από «αμερικανάκι». Και αυτό όχι επειδή επέπλεα ή ήμουν σαίνι, «έξυπνος» ή ελισσόμενος, όχι, αλλά επειδή είχα το χάρισμα ή την καταρα να καταλαβαίνω μεν πότε με εξαπατούν, χωρίς όμως εντούτοις να αντιδρώ στην εξαπάτηση. Εν γνώσει μου δηλαδή άφηνα να πιάνομαι κορόιδο, να με εξαπατούν. Όπερ ήταν και είναι και το δράμα μου στη ζωή.
Στην Αμερική γνώρισα και έκανα παρέα με μια οικογένεια ελληνική από την Μεσσηνία.
Μια οικογένεια που είχε φέρει μαζί της στην Αμερική τα ηθη και τα έθιμα της ελληνικής υπαίθρου, μια οικογένεια που τα μέλη της είναι άδολα, απονήρευτα, ντόμπρα. Πατέρας, μητέρα και τέσσερα παιδιά-τρεις άντρες και μια γυναίκα. Η καλή πάστα των ελλήνων. Ήσυχοι, συμμαζεμενοι, λογικά θρησκευόμενοι. Ο Άρης σπούδασε μηχανικός, ο Μπούλης μάνατζμεντ επιχειρήσεων, η κόρη, η Ντόρα, κάτι σαν Πολιτικές Επιστήμες. Ο Δημήτρης έγινε ηλεκτρολόγος. Οι δυο γιοι και η κόρη παντρεύτηκαν, ο Μπούλης είναι ακόμα ελεύθερος.
Πήγαινα στο σπίτι τους πολύ συχνά. Με αγαπούσαν και τους αγαπούσα. Αυτοί μου βρήκαν δουλειά (ο Μπούλης), αυτοί με βοήθησαν σε ότι χρειαζόμουν στην ξένη χώρα που βρέθηκα. Μαζί τους σε γιορτές εθνικές ή οικογενειακές. Από μένα δεν ξέρω τι πήραν αυτοί, όμως τους έδινα όλη μου την αγάπη και την προσοχή που μπορούσα και τους βοηθούσα κι εγώ με συμβουλές, με την επιστήμη μου, με την παρουσία μου σαν φίλου στο σπίτι τους. Ακόμα, στην Αμερική που βρέθηκα επί ξύλου κρεμάμενος, χωρίς Μούσα για το γράψιμο στίχων που μια ζωή με κατέχει, χρησιμοποίησα σαν Μούσα την κόρη της οικογένειας, τη Ντόρα. Μεταξύ πολλών μικρών, «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ», ογδοντασελιδο ομοιοκατάληκτο ποιητικό έργο, γράφτηκε με αυτήν για Μούσα. Μια μέρα το διάβασα μπροστά σε όσους ήσαν στο σπίτι, μεταξύ των οποίων και η Ντόρα. Δεν ασχολούνται με την ποίηση οι άνθρωποι και από ότι είδα, είχαν βαρεθεί προτού τελειώσει η ανάγνωση. Η Ντόρα όμως έμεινε η Μούσα μου.
Στην Αμερική δεν μου έλειψαν τα στοιχειά-αδέρφια μου γιατί η οικογένεια του Μπούλη ήταν τα αδέρφια μου.
Ίσως σε μιαν άλλη ζωή τα στοιχειά-αδέρφια μου και το στοιχειό-γιος μου να βρεθούμε πάλι μαζί και να είμαστε αγαπημένοι. Τόσο μίσος που τώρα μας χωρίζει, κάπου, κάποτε, θα πρέπει να έχει το αντίβαρό του ώστε να επέλθει η ισορροπία την οποία η φύση παντού φανερώνει. Πάλι ίσως καποτε αλλού , άλλοτε, να ήμασταν αγαπημένοι και τωρα πληρώνουμε το μερίδιό μας στην ισορροπία της φυσης-ποιος τα ξέρει αυτά; Ξέρουμε όμως ότι ο γέγραπτε γέγραπτε. Και ότι γέγονε γέγονε. Και εκείνο που γέγονε στην περίπτωσή μας δεν είναι παρά ένα επεισόδιο από τα δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων επεισόδια που γίνονται πάνω στη γη μέσα σε μια μέρα μόνο.
Δεκάδες χρόνια έχουν περάσει γεμάτα μίσος. Πεθαίνοντας ένας ένας από τους αλληλομισούμενους, πεθαίνει μαζί και η θεατρική παράσταση που αυτοί, οι αλληλομισούμενοι, είναι οι ηθοποιοί της. Και οι θεατές θα λένε καμιά φορά-όσο ζούνε κι αυτοί-«α! αυτοί! Ναι! ήτανε στα μαχαίρια λένε…» ή, αργότερα, όταν τα γερατιά θα τους γονατίσουν «τώρα που το λες κάτι θυμάμαι…», και ύστερα ούτε οι τάφοι μας δεν θα ξέρουν να πουν τίποτα για μας. Όλα θα είναι κλεισμένα στο σακούλι του Χρόνου που με τη σειρά του θα πάει κι αυτό στα σκουπίδια για να γεμίσει με καινούργια μίση, καινούργιων αδερφών και ΄στοιχειών-αδερφών. Τα δισέγγονα και τα τρισέγγονα των μισηθέντων παππούδων και γιαγιάδων τους δεν θα ξέρουν τίποτα από όλα αυτά και ούτε θα ενδιαφέρονταν να μάθουν και αν ακόμα μπορούσαν. Εγώ ακόμα, που τόσο με ενδιαφέρουν τα συγγενικά, δεν ξέρω τίποτα για τον Νίκο Χολιαστό που έφυγε για την Αυστραλία πριν από εβδομήντα χρόνια. Δεν ξερω τίποτα για τους συγγενείς τής από τη μητέρα μου γιαγιάς μου, τους Χριστακακαίους , που ζούσαν στον Αγιάννη της Σπάρτης. Δεν ξέρω από πού είχε έρθει ο εκ μητρός παππούς μου. Δεν ξέρω ποια ήταν η καταγωγή της εκ μητρός γιαγιάς μου. Κανένας δεν έχει αφήσει γραπτώς κάτι σχετικό. Η γιαγιά μου ήθελε να τη φωνάζω «λω γιαγιά». Ή «λω νόνα». Και τα δυο μυρίζουν Ιόνιο. Μα από πού ακριβώς; Και ποιοί ήταν οι γονείς της; Και πώς συναπαντήθηκαν με τον παππού μου; Και ο παππούς μου από που;
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κάθεται σε μια καρέκλα και να σκουπίζει τα μάτια της που έτρεχαν συνέχεια τότε. Θυμάμαι που της άρεσε να της διαβάζω τον «Αγκόπ» από τον «Θησαυρό» και πόσο γελούσε με την γλώσσα του… Ναι, καθισμένη σε κείνη την καρέκλα τη θυμάμαι. Άλλη θύμηση δεν έχω απ’ αυτήν! Ποιος θα μου πει το δικό της παραμύθι που είναι και δικό μου; Ποιος θα μου πει το παραμύθι της γενιάς του πατέρα μου; Είχε γράψει ο καημένος τη γενεαλογία του και την είχα διαβάσει, μα το χοντρό τετραδιο που την έγραψε δεν το έχω τώρα, έπεσε σε εχθρικά και αδιάφορα για τέτια χέρια. Θυμάμαι πολλά μα όχι όλα. Ξέρω για τα αδέρφια του, για τον πατέρα και έναν αδερφό του που πέθαναν στη γρίπη του δέκα οχτώ, για τον παππού και για τον αδερφό του παππού του, χοντρικά για τους κλάδους της οικογένειας των χολιασταίων. Μα για τις πριν γενιές τους ούτε ο πατέρας μου ήξερε από πού είχαν έρθει. Θυμάμαι που πήγα και βρήκα σε ένα χωριό το σπίτι στο οποίο έμενε η μητέρα του πατέρα μου, από το οποίο και βγήκε νύφη για τον παππού μου. Εκεί βρήκα και έναν ανηψιό της γιαγιάς μου αυτής, που μου είπε μερικά για κείνην. Γέρος τότε αυτός, αλλά λεβέντης. Συζητήσαμε για ώρα. Έστειλε και φώναξαν τα δυο παιδιά του για να μου τα γνωρίσει και να με γνωρίσουν και κείνα. Ήρθαν καβάλα στο αυτοκίνητό τους και έφυγαν αφού μόλις που χαιρετηθήκαμε. Λοιπόν, αφού δεν έμαθα εγώ και ας ενδιαφέρθηκα, θα μάθουν οι νεότερες γενιές; Θα ενδιαφερθούν να μάθουν οι νεότερες γενιές λελέδων τα «συγγενικά» τους; Όχι. Σε μια γενιά ακόμα, κανείς δε θα θυμάται ποιος ήταν ποιος σε αυτή την «οικογένεια». Δυστυχώς, όπως η λήθη καλύπτει όλα, έτσι και όλα τα «οικογενειακά» μου θα ξεχαστούν. Ένα φύλλο έπεσε από ένα δέντρο στη ζούγκλα του Αμαζονίου χτες, ένα άλλο θα πέσει σήμερα, ένα άλλο θα πέσει αύριο. Ποιος και γιατί αλήθεια θα κατέγραφε τις πτώσεις αυτές, θα ονομάτιζε το δέντρο ή θα έψαχνε να βρει από ποιον καρπό ή από ποια παραφυάδα προήλθε;
Γιωργία έχω μπλέξει με τους γιατρούς.
Έχουν γίνει κι αυτοί ακριβοθώρητοι. Κάποτε οι γιατροί καλούνταν και πήγαιναν στα σπίτια.Πάει αυτό τώρα. Τώρα αν αρρωστήσεις θα πας στο νοσοκομείο. Πας στο νοσοκομείο και όταν έρθει η σειρά σου να δεις το γιατρό, σε περιλαβαίνει μία νοσοκόμα που σου κάνει διάφορες ερωτήσεις, Ύστερα σε στέλνει στο γιατρό. Εκείνος αν έχει βγάλει τη διάγνωσή του από τα στοιχεία που του έδωσε η νοσοκόμα, στην ανακοινώνει και σε διώχνει πετώντας σου βγαίνοντας και ένα τυποποιημένο χαρτί με οδηγίες για την αρρώστια σου.
Θυμάμαι όταν αρρώστησε ο Τσάμας όταν ήμουν μικρός, στην Τρίπολη-ο κυρι-Κώστας, τον ήξερες καλά. Είχε αδυνατίσει και είχε αδυναμία και δέκατα. Τον είδε ένας παθολόγος, που πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι του όποτε ο άρρωστος τον φώναξε, γιατί, ο Τσάμας, νόμιζε πως έχει φυματίωση και ότι πρόκειται να πεθάνει από αυτήν. Για να του βγάλει την ιδέα από το μυαλό, ο γιατρός είπε στη γυναίκα του αρρώστου να φέρει στον άντρα της ένα πιάτο με φαγητό. Όταν το έφερε, είπε ο γιατρός στον άρρωστο: Φτύσε! Φτύσε μέσα! Ο άρρωστος έφτυσε μέσα και ο γτατρός έφαγε από το πιάτο για να του δείξει ότι δεν ήταν άρρωστος όπως νόμιζε.
Πάνε οι ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα γιατρό και άρρωστο.
Στην Αμερική όντας, μιας και μιλάμε για Αμερική, μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω μερικά πράγματα για την υγειονομική κατάσταση των δύο χωρών.
Όταν ήμουν στην Ελλάδα και λίγο πριν έρθω στην Αμερική, είχα αποχτήσει μια ιγμορίτιδα, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Από μεριά του στόματός μου, την αριστερή πάνω, έβγαινε πύον. Επισκέφτηκα έναν οδοντίατρο με κάποια ειδικότερη εξειδίκευση στα του στόματος. Οι ακτινιγραφίες που μου έκανε ο γιατρός αυτός δεν έδειξαν τίποτα. Ο γιατρός είπε ότι αφού δεν βρίσκει τίποτα, θα μου βγάλει το πάνω πίσω αριστερά δόντι, μήπως και από κάποια βλάβη του προέρχεται το πύον. Αντέδρασα έντονα και σαν γιατρός και σαν άρρωστος, λέγοντάς του ότι ήμουν σίγουρος ότι δεν προέρχεται από το δόντι αυτή η κατάσταση. Εκεί βρισκόταν και ένας άλλος συνάδελφος, που πήρε το μέρος του γιατρού. Ήμουν ένας απέναντι δύο. Στις αντιρρήσεις μου οι δυο στέκονταν ακίνητοι και με κοίταζαν σαν να έβλεπαν κάτι ανεξήγητο, αλληλοκοιταζόμενοι που και πού και μεταξύ τους, οικτίροντας τη στάση μου. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο και τους άφησα να μου βγάλουν το δόντι. Δεν έγινε τιποτα, το σύμπτωμα εξακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο από μένα.
Πάω στο Ιπποκράτειο, σε μια υφηγήτρια. Με την αντινογραφία που έκανε με την κατάλληλη γωνία πρόπτωσης των ακτίνων, φάνηκε μια σκιά μεγέθους ταλήρου, σαφώς περιγεγραμμένη, μη αφήνοντας περιθώρια δυσερμηνείας-επρόκειτο για ιγμορίτιδα. Χειρουργείο, ίαση.
Έρχομαι στην Αμερική. Ενάμισυ χρόνο μετά την εγχείρηση, ξανά το πύον. Πάω στο Κάιζερ Περμανέντε. Με βλέπει ο ειδικός γιατρός, του λέω το ιστορικό, μου λέει αυτή τη φορά θα θεραπευτείς οριστικά. Από τότε μέχρι σήμερα, δηλαδή τριάντα χρόνια μετά, όλα καλά.
Συμπέρασμα; Βγάλτο μόνη σου. Βέβαια θα σκεφτείς ότι οι γιατροί της Ελλάδας είναι για πέταμα ενώ της Αμερικής είναι πανάξιοι.
Συμφωνώ μέχρις ενός σημείου. Γιατί άκου και το άλλο που έγινε στην Αμερική όταν ο πατέρας του Μπούλη αρρώστησε. Ήμουν φίλος της οικογένειας όπως σου είπα. Μου δείχνει μια μελανή περιοχή στο κάτω του χείλος. Διάγνωσή μου αμέσως και χωρίς καμμία αμφοβολία, μελάνωμα. Λέω στα παιδιά του πηγαίνετε τον πατέρα σας επειγόντως στο νοσοκομείο. Μου λένε τον έχουμε πάει και του δώσανε μια αλοιφή να βάζει και μας είπε να τον δει πάλι σε τρεις μήνες. Πηγαίνετέ τον πάλι, το πράγμα είναι πολύ σοβαρό, ο γιατρός κάνει λάθος. Τον ξαναπάνε, γυρίζουν και μου λένε του έδωσε άλλη ακοιφή ο γιατρός. Τους λέω ο πτέρας σας θα πεθάνει. Γι αυτό να μην του αντιμιλάτε σε ότι σας λέει, να τον αφήνετε να τρώει ότι θέλει, να κοιτάτε να τον ευχαριστείτε γιατί οι μέρες του είναι λίγες. Τους λέω να ζητήσετε να τον δει άλλος γιατρός. Τον ξαναπάνε. Γυρίζουν, μου λένε ο γιατρός του έδωσε αλοιφή. Πάμε μαζί τους λέω στο γιατρό, γιατρός είμαι κι εγώ, να του πω περί τίνος πρόκειται. Όλα αυτά γίνονταν σε διάρκεια μηνών δυστυχώς. Δεν με πήρανε μαζί τους στο γιατρό, του είπαν όμως τι έλεγα εγώ. Τους λέει φέρτε τον πατέρα σας στο νοσοκομείο για εισαγωγή, πρέπι να κάνει εγχείρηση. Το μελάνωμα Γιωργία θέλει επέμβαση «άμα τη εμφανίσει» του, και πάλι με λίγες πιθανότητες ίασης, που εδώ σήμαινε με λίγες πιθανότητες επιβίωσης.
Να μην στα πολυλογώ, ο φίλος Γιώργης έφυγε σε λίγους μήνες από κοντά μας. Νέος σχετικά άνθρωπος. Το τραγικά κωμικό αστείο είναι ότι ο τελευταίος γιατρός είπε στα παιδιά του ότι ο πατέρας τους θα πεθάνει, και ως τότε τους προέτρεψε να μην του αντιμιλάνε σε ότι τους λέει, να τον αφήνουν να τρώει ότι θέλει, να κοιτάνε να τον ευχαριστούν γιατί οι μέρες του είναι λίγες. Εν τιμή σου λέω Γιωργία, τα ίδια ακριβώς λόγια που τους είχα πει κι εγώ, σαν να ήτανε από μαγνητόφωνο. Μου τα είπαν τα παιδιά του. Δεν ξέρω αν θα σωζόταν ο Γιώργης αν ο πρώτος γιατρός ήξερε τι έκανε, όμως όλο το περιστατικό που σου διηγήθηκα, εμένα με έβαλε σε σκέψεις άσχημες για το ανθρώπινο γένος. Ότι κακοί γιατροί δεν υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην πιο τεχνικά προοδευμένη χώρα της οικουμένης. Είδα μποροστά στα μάτια μου το ιατρικό λάθος σε όλη την με τραγικά επακόλουθα μεγαλοπρέπειά του.
Ο καημένος ο Γιώργης, για μήνες προτού πεθάνει παραπονιόταν για πόνο στον δεξιό μηρό του, που τον απέδιδε στο χτύπημα από μια καρέκλα, ενώ επρόκειτο για μετάσταση… Μου έλεγε και μου ξανάλεγε για τον πόνο που δεν τον άφηνε τις νύχτες να κοιμηθεί. Και μου έλεγε: «Η νύχτα είναι θάλασσα Γιώργη! Δεν περνιέται!» Πόσο αλήθεια θα αργούσε να έρθει το ξημέρωμα για τον άνθρωπο αυτόν τους μήνες εκείνους….
Και μήπως γράφτηκε σε κανένα κιτάπι η κακή διάγνωση των γιατρών σε Ελλάδα και Αμερική για τα περιστατικά που σου ανάφερα; Υπολογίστηκαν σε καμμιά στατιστική; Συνέβαλαν κάπως στο να μην ξαναγίνουν τέτοια λάθη; Όχι βέβαια.
Δεν θέλω να πω ότι οι γιατροί της Αμερικής είναι κακοί. Όχι. Ούτε το ίδιο θα πω για τους γιατρούς της Ελλάδας. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς που είναι όλοι ίδιοι, οι γιατροί δεν είναι όλοι ίδιοι. Υπάρχουν καλοί και κακοί γιατροί και στην Ελλάδα και στην Αμερική. Το Σύστημα φταίει ή η μοίρα του κάθε ανθρώπου που τόσα πολλά πρέπει να συντρέξιυν ώστε αυτή να είναι ευνοϊκή γι αυτόν; Και φταίει ο άνθρωπος αν όλα αυτά δεν συντρέξουν;
Ο άνθρωπος είναι δυστυχής, εγώ αυτό ξέρω μόνον να πω. (Γιωργία να θυμάσαι τους δύο γιατρούς που επέμεναν να μου βγάλουνε το δόντι-στην ιστορία που σου είπα πιο πάνω-, γιατί θα αναφερθώ πάλι σ΄αυτήν αργόιερα στη διήγησή μου.)
Στο σούπερ μάρκετ όπου με έβαλε ο Μπούλης εργαζόμουν σαν «bag person”, δηλαδή έβαζα τα ψώνια των πελατών σε σακκούλες. Καλά περνούσα, οι αμερικάνοι δεν είναι κακοί εργοδότες, είχαμε και με τον Μπούλη, που εργαόταν στο ίδιο κατάστημα και τα ελληνικά καλαμπούρια μας.
Τι να σου πω άλλο για την Αμερική; Την ξέρφεις καλλίτερα από μένα.
Γιωργία έχω πολλά να σου έγραφα. Όμως δεν έχω καιρό. Τη λυπη μου γι αυτό τη λιγοστεύει το ότι εσύ ξέρεις καλλίτερα από μένα την Αμερική. Γιατί δεν έχω καιρό; Τρεις κύριοι λόγοι: Γιατροί, γράψιμο, βιβλία, δουλειές σπιτιού και εξωτερικές.
Γιατροί: αυτό δυστυχώς ξέρεις καλλίτερα από μένα πόσο επίπονο και φθοροποιό είναι. Και ας έχεις δυο παιδιά που σε φροντίουν. Σκέψου εμένα που τα κάνω όλα μόνος μου.
Γράψιμο: Γράφω ακόμα Γιωργία. Αν ήμουν σε μια βίλα με δυο-τρεις υπηρέτες τότε θα είχα χρόνο για το γράψιμο. Όταν όμως όλα σε ένα σπίτι περνάνε από τα χέρια σου καταλαβαίνεις ότι ο χρόνος για γράψιμο δεν βρίσκεται εύκολα.
Βιβλία: Έχω εκδόσει είκοσι τρία βιβλία-τα άπαντά μου. Μα έχουν μαευτεί κι άλλα γραφτά που πρέπει κι αυτά να γίνουνε βιβλία. Στην Ελλάδα ο λαός λέει ότι όποιος δε χτίσει σπίτι και δεν παντρέψει κορίτσι, δεν γνώρισε τη ζωή. Στην Αμερική ο λαός λέει ότι αν δεν εκδόσεις βιβλίο δεν γνώρισες τη ζωή. Για τα δύο πρώτα δεν ξέρω, μα το βιβλίο για να βγει θέλει ένα μέρος της ζωής σου. Και εδώ πάλι, με μένα, δεν έχω τη δυνατότητα να δώσω σε κάποιον τα γραφτά μου και να τον πληρώσω να μου τα κάνει βιβλία, πρέπει ο ίδιος να τα φροντίσω όλα: σελιδοποίηση, επιμέλεια, και ότι άλλο θέλει ένα βιβλίο για να βγει, που το κάνω χωρίς να ξέρω και πώς λέγετοα αυτό που κάνω. Ο κομπιούτερ είναι που με δυσκολεύει περισσότερο, γιατί ποτέ δεν τον έμαθα-‘όπως και οι περισσότεροι γέροι ή απλά ηλικιωμένοι.
Περισσότερο με ταλαιπωρούν κείμενα που είναι γραμμενα στη γραφομηχανή εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια. Αυτά ή θέλουνε ξαναγράψιμο σε κομπιούτερ, ή να τα φέρω στον κομπιούτερ μέσω του εκτυπωτή-σκανάρισμα νομίζω λέγεται το δεύτερο από αυτά. Και οι δύο αυτές δουέιές είναι δύσκολες όσο και χρονοβόρες για κάποιον που δεν ξέρει από κομπιούτερ. Τι άλλο να κάνω όμως; Περισσότερο με ταλαιπωρεί ο «Καραϊσκάκης» μου, που είναι γραμμένος σε γραφομηχανή και ο εκτυπωτής μου στέλνει στον κομπιούτερ άλλα αντ’ άλλων.
Και τα τρία παραπάνω, πλην των δικών τους απαιτήσεων, έχουν να αντιμετωπίσουν το χάσιμο χρόνου για να γίνουν οι δουλειές του σπιτιού, οι μέσα και οι έξω.
Καταλαβαίνεις λοιπόν.
Σημειώνω κάπου μονολεκτικά καπου αυτά που θέλω να σου γράψω, αλλά από τα δέκα τελικά γράφω μόνο το ένα.
Για τα επόμενα κεφάλαια των ενθυμήσεών μου θα προσπαθήσω να βρω περισσότερο χρόνο.
Γιωργία σήμερα, 20 Μάρτη, πρώτη μέρα της Άνοιξης, είναι μια ωραία μέρα. Σπάνια έρχοντα οι τέτοιες σ’ ένα γέρο. Δεν έβρεχε. Τα πόδια δεν πονούσαν. Νωρίς σηκώθηκα και ως τις δέκα είχα μ’ όλες τις δουλειές τελειώσει του σπιτιού, και είχα ετοιμαστεί και για τις έξω.
Βγήκα. Πήγα σε τρία σχετικά μέρη, ρωτώντας να έβρω μια κοπέλα που να γράφει στη γραφομηχανή για να μου μεταφέρει τον «Καραϊσκάκη» στον κομπιούτερ. Θα δουν και θα μου πουν. Κάτι είναι κι αυτό.Δεν περίμενα να μου την έχουν έτοιμη εις πρώτην ζητησιν. Πήγα και ψώνισα μάνγκος που με κούρασαν να τα κουβαλήσω στο σπίτι. Ξαναβγήκα και πήρα άλλα πράγματα. Στο γυρισμό συνάντησα μια βουλευτίνα που την είχα συναντήσει τυχαία πριν λίγους μήνες. Με ρώτησε με ενδιαφέρον «κύριε Γιώργο γράφετε ακόμα;». Η οπωροπώλης μου δεν ήταν παράξενο που μου φέρθηκε σαν να ήμουν ένα συμαντικό πρόσωπο γιατί έτσι μου φέρεται από τότε που έμαθε ότι είμαι ποιητής. Αλήθεια αυτή η γυναίκα με φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση κάθε φορά.
Άκου όμως, μη θαρρείς ότι παίρνω σοβαρά τους επαίνους γιατί «γράφω». Γιατί όλοι εδώ άλλαξαν συμπεριφορά απέναντί μου απλά όταν έμαθαν ότι «γράφω». Κανένας όμως δεν έχει διαβάσει κάτι που γράφω! Και αν γράφω βλακείες; Όχι όμως, γι αυτούς αρκεί ότι γράφω! Γι αυτό και δεν χαίρομαι για αυτά που ακούω σχετικά και παραμένω στη δική μου κρίση για τα γραφτά μου. Για σκέψου όμως και το άλλο: ότι τόσο οι άνθρωποι δεν γράφουν σήμερα, ώστε ένας που γράφει να θεωρείται άξιος μνείας από αυτούς μόνον γιατί «γράφει»…
Μπαίνοντας στο σπίτι να σου και η σπιτονοικοκυρά μου που άλλοτε έχει ακριβά τα λόγια της. Καλή όρεξη γιατρέ μου, μου είπε, λάμποντας. Τέλος μπήκα στο σπίτι και άρχισα να φτιάχνω το φαγητό. Αφού το τέλειωσα σιυ γράφω τα αυτού του πρωινού. Όλα όσα συνέβησαν μου έχουν δημιουργήσει μια ευχάριστη διάθεση που όπως σου είπα και πιο πάνω όλο και πιο σπάνια έρχεται. Εγώ είμαι οπου ήμουν αλλαγμένος σήμερα; Οι άλλοι όλοι έτυχε να έχουν τις καλές τους; Ή η Άνοιξη που μπαίνει σήμερα κιόλας και ο καλός καιρός, και η σιγουριά ότι από δω και ύστερα ο καιρός θα είναι καλός έκαναν αυτό το θαύμα; Και ξαναγυρίζω στη συνέχεια των ενθυμήσεών μου. Άργησα και ίσως αργώ από συνέχειας σε συνέχεια, αλλά θα συνεχίσω τα απομνημονεύματά μου.