Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ-ΜΕΡΑ ΠΟΥ 'ΝΑΙ
(σχετικές με την επανάσταση ενάντια στους τούρκους-και μία για τη Σπάρτη)


ΖΑΛΟΓΓΟ

Αφού ερήμαξε πρώτα τους Τούρκους
ήρθε η ώρα να χαθεί το Σούλι.
Αλλά τους όρους του και τότε βάζει
Ώστε οι κάτοικοί του να σωθούνε.
Κι ενώ βαδίζουν όλα με το σχέδιο
Το λόγο τους οι Τούρκοι τον πατάνε
Κι αρχίζουν τους Σουλιώτες να χτυπάνε.
Και κλείνουνται Σουλιώτισσες, εξήντα,
στην κορυφή Στεφάνι του Ζαλόγγου
και απ’ ολούθε τούρκοι τις κυκλώνουν.
Κι όλο ανεβαίνουν. Κι όλο τις ζυγώνουν.
Αυτές πρέπει απόφαση να πάρουν.
«Γυναίκες, τι θα κάμουμε;» ρωτιούνται.
«Μπροστά μας ο Γκρεμός. Πίσω οι τούρκοι.
Θ’ αφήσουμε το τούρκικο το χέρι
κορμί σουλιώτισσας να μαγαρίσει;»
Και με μια γνώμη όλες, απ’ το βράχο
στο βάραθρο πετούνε τα παιδιά τους
και το χορό κατόπι οι ίδιες πιάνουν.
Σε κάθε χορογύρο κι από μία
βουτάει στον γκρεμό. Κι αχολογάνε
του Ζάλογγου οι κορφούλες το τραγούδι.
Κι εν’ άστρο αποχτάει ακόμα η νύχτα
κι αιτία ύπαρξης η λευτεριά μας.



ΟΙ ΜΩΡΑΪΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ

Αν το εικοσιδυό ο Κολοκοτρώνης
συνέχιζε το κλείσιμο της Πάτρας
θα τον εχάνανε οι κοτζαμπασαίοι.
Γι αυτό και λύνει την πολιορκία
και για Τροπολιτσά στο δρόμο μπαίνει.

Στο δρόμο ανταμώνει ένα δεσπότη-
τον πρώην Λαρίσης- που τόνε μαλώνει
γιατί άφησε την Πάτρα κι είχε φύγει.
«’Πο πούθεν είσαι δέσποτα;» ο Γέρος.
«Από τη Δημητσάνα είμαι. Όμως
σ’ Ανατολής μεγάλωσα τα μέρη.»
«Γνωρίζεις δέσποτα κάτι πουλάκια-
τις πέρδικες τις γλυκοκελαδούσες;»
«Ναι. Κι έχουν μάλιστα φαί ωραίο.»
«Η Ανατολή έχει πουλάκια τέτοια;»
«Έχει. Μα σαν τις πέρδικες ετούτες-
τις μωραϊτικες- δεν τραγουδάνε.»
«Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτές δεν πίνουν
νερό μωραΐτικο σαν τις δικές μας.
Λοιπόν ας κάτσει και η αφεντιά σου
μωραΐτικο να πιεί νερό-και τότες
αλλιώτικα να κελαδείς θα μάθεις.
Και τώρα δέσποτά μου την ευκή σου.
Σαν ανταμώσουμε τα ξαναλέμε.»



ΠΑΤΕΡΑΣ –ΠΑΤΡΙΔΑ

Βρισκόμαστε στον αγιασμένο χρόνο
και στην πολιορκία των Σαλώνων.
Εκεί έπεσε γενναία πολεμώντας
ο γιος του αρματολού Θόδωρου Τράκα.
Και βλέποντας το γιο του ο πατέρας
νεκρό μπροστά του, την καρδιά του σφίγγει
κι αυτά τα λόγια μόνος σιγολέει:
«Γάμος δε γίνεται χωρίς σφαχτάρια…»



ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

Χρόνος: Μάης 1828.
Τόπος: Βρωμόσελα (η σημερινή Θωκνία) Μεγαλόπολης.
Τούρκικες σκηνές με πρώτη την πολυτελή σκηνή του Αχμέτ Βέη Βαβυλώνιου. Μπροστά από τις σκηνές η Επιτροπή που έκρινε ποιοι από τους έλληνες και τους τούρκους θα έμεναν στην Ελλάδα και ποιοι θα πήγαιναν στην Αίγυπτο, μετά από την απόφαση για αμοιβαία απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Ξάφνου, από τη σκηνή του Αχμέτ Βέη πετιέται η Χριστίνα και πέφτει μπροστά στα πόδια του πατέρα της που είναι πρόεδρος της Επιτροπής κρίσης, ενώ στην πόρτα της σκηνής στέκει ο Αχμέτ Βέης.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με μαζί σου!
Πατέρα! Πατερούλη μου! Πάρε με από δω!
Πατέρα άπλωσε το χέρι σου και βγάλε με απ' αυτό τον τάφο!
Βγάλε με πατερούλη μου! Άπλωσε το χεράκι σου-το στιβαρό σου χέρι-
όπως μικρή το άπλωνες να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά
ή για να πάρεις το ντουφέκι απ' τη γωνία.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-μπορείς.
Άπλωσε πατερούλη μου το χέρι σου-είναι δυνατό- και βγάλε με από δω.

Τρία χρόνια τώρα είμαι πεθαμένη. Όχι πεθαμένη...όχι, δε νιώθουνε οι πεθαμένοι.
Μα εγώ νιώθω, δεν είμαι ξύλινη, το ξέρεις πατερούλη.
Πόσο δεν έκλαιγα όταν έβλεπα τη γάτα μας μ' ένα πουλί στο στόμα…

Μ' έβλεπες και με ξέρεις πατερούλη.
Και όταν έβρεχε υπόφερα γιατί θα βρέχονταν τ' αρνιά μας.
Δεν είμαι ξύλινη. Με ξέρεις πατερούλη.

Κλαίω και τώρα. Όχι, δεν κλαίω-στέρεψαν τα μάτια μου πατέρα.
Μέσα σε τόσους κι είμαι μόνη μου πατέρα!
Μέσα σε τόσους που με ξέρουν κι είμαι άγνωστη πατέρα!
Μέσα στον ίδιο μου τον τόπο κι είμαι ξένη.
Ξένη όχι για τους άλλους μόνο
αλλά και για τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μου μιλάνε πατέρα και δεν καταλαβαίνω τι μου λένε.
Θέλω να μιλήσω πατέρα, μιλάω και κανένας δε με νιώθει.
Ως και τ' όνομά μου πατέρα κανείς δε νιώθει να το πει.
Δεν έχω πια όνομα πατέρα.
Δεν έχω ούτε τη χάρη που μια πέτρα έχει μες στο λόγγο.
Τήνε λένε "πέτρα".
Εγώ πατέρα όνομα δεν έχω.
Και δίχως όνομα πατέρα δεν υπάρχω.

Θέλω να πω κάτι και δεν ξέρω πώς.
Αν το πω στη γλώσσα μας πατέρα θα με κοροϊδέψουν.
Θα με λοξοκοιτάξουν.
Και δίχως γλώσσα η ζωή είναι θάνατος πατέρα.

Ας μην ήτανε ανάγκη να μιλάμε.
Ας συνεννοούμασταν με χειρονομίες.
Η σκλαβιά τότε θα ήτανε υποφερτή.

Πατέρα πάρε με από δω!
Γυρνάω δεξιά-τούρκος.
Γυρνάω αριστερά-τούρκος.
Κι εγώ δεν είμαι τουρκάλα πατέρα.
Τι δουλειά έχω ανάμεσά τους;

Γυρνάω να δω τον άντρα μου και τούρκο βλέπω ένανε πατέρα
που κάθε μέρα προσκυνάει ένα θεό που δεν τον ξέρω.
Ντυμένο τόνε βλέπω μ' άλλα ρούχα
στολισμένονε μ' άλλα στολίδια
που εγώ πατέρα μου δεν τα γνωρίζω.
Αλλιώς μιλάει, αλλιώς γελάει, αλλιώς καλημερίζει τους περαστικούς.

Ποιος θεός το θέλει αυτό πατέρα;
Αν το 'θελε δε θα μας έκανε άλλους γραικούς και άλλους τούρκους.
Θα μας ανακάτευε.
Θα μας έδινε από τη γέννα μας ίδια, κοινή ψυχή,
που να μην έχει διαφορά η μια απ' την άλλη.

Τα βράδια όταν πέφτουμε στο στρώμα
δεν είναι χέρια αυτά που μ' αγκαλιάζουν αλλά φίδια.
Φίδια που κάνουν έναν κύκλο γύρω μου θανατερό.
Κι ανάμεσα στα σκέλια μου πατέρα
δε νιώθω τη ζωή να σπαρταράει γυρεύοντας
χώμα να βρει να δέσει, να καρπίσει,
αλλά το θάνατο να θέλει μέσα μου άφευγα να μπει
όπως κι εγώ σ' εκείνον είμαι τρία χρόνια τώρα μέσα.

Γυρνώ το σπίτι μου να δω και βλέπω ξένο σπίτι
που όλα του με διώχνουνε αντίς να με γυρεύουν.
Και όλα μέσα του κλεμμένα από τους έλληνες.
Όπως κι αυτό το ίδιο.
Όπως κι εγώ πατέρα.

Μ' έχει αυτός ο άντρας κλέψει από το σπίτι μας-το ξέρεις δα-
μη ακούγοντας τα κλάματα και τις φωνές μου.
Πικρό είναι το ψωμί που τρώω μαζί του μέσα δω.

Αν ήταν να κλεφτώ πατέρα
ήξερα εγώ να διάλεγα τον κλέφτη μου.
Πανώρια παλληκάρια με γυρεύανε
όπως τον κάμπο η βροχή γυρεύει.

Τώρα πού είναι τάχα αυτά τα παλληκάρια;
Για μένα μια θαμπή ανάμνηση μονάχα είναι
ίσα για να γυρίζουνε στο κλάμα την ψυχή μου.
Κ ι ίσως ανάμνηση να είναι και για σας-
ίσως κι αυτά να πέσανε απ' το τούρκικο σπαθί.
Και το σπαθί αυτό το βλέπω-να το!
Το βλέπω κάθε μέρα κρεμασμένο
στον τοίχο του σπιτιού του άντρα μου.
Σπαθί που θέρισε σα στάχυα αμέστωτα τους νέους του χωριού μας.
σπαθί που έχυσε των αδερφιών μου το αίμα'
το αίμα το δικό μου-το ελληνικό.
Το βλέπω κάθε μέρα εκεί, στον τοίχο κρεμασμένο και το νιώθω
σαν το λαιμό μιας λάμιας που το αίμα πίνει από τη λίμνη της φυλής μας.

Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ;
Πώς που αν στερέψει εκείνη η λίμνη σβήνει η ράτσα μας;
Και πώς εγώ να μείνω μέσα εδώ
που ακούω τη φωνή της λίμνης μας να με ζητάει σταγόνα της να γίνω;

Πατέρα πάρε με από δω.
Κάθε που βρέχει βρέχει στην ψυχή μου.
Ο ουρανός με το φεγγάρι και τ' αστέρια του
μία μεγάλη τούρκικη σημαία. Και τον μισώ.
Πάρε με από δω πατέρα.
Εδώ ερμιά. Εκεί, ανάμεσα στους έλληνες
όλα καλά πατέρα.
Τα πουλιά κελαδούν. Εδώ στριγγλίζουνε.
Τα δέντρα ανθούν. Εδώ νεκροφορούνε.
Εδώ το φως δεν έρχεται πατέρα. Όλο
στον κήπο μας και στου χωριού μας τα δρομάκια τριγυρίζει.
Πατέρα πάρε με από δω.


ΑΧΜΕΤ

Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις.
Η πρώτη ανάμεσα είσαι στις γυναίκες μου.
Διαμάντια και χρυσαφικά σου σκέπουνε κορμί και ρούχα.
Δουλειά καμιά να κάνεις δε σ' αφήνω-
δούλες μονάχα σου 'χω να διατάζεις.
Χριστίνα μου παράπονο δεν πρέπει να 'χεις από μένα.
Μήπως σε μάλωσα καμιά φορά; Μήπως σε χτύπησα;
Μήπως καμιά φορά δεν έκανα ό,τι μου 'πες;
Το σπίτι μας παλάτι. Ο Αλλάχ
όλα μου έχει δώσει τα καλά. Κι εγώ με τη σειρά μου
στα ποδαράκια σου μπροστά τα 'χω απλωμένα.
Πως σ' αγαπώ το ξέρεις. Καθημερνά
με τα έργα και τα λόγια μου στο δείχνω.
Γιατί να θέλεις να μου φύγεις περιστέρα μου;
Δε σκέφτεσαι την πίκρα που θα με ποτίσεις;
Σ' έκλεψα, ναι.
Μα έτσι κάνουν όλοι οι μπέηδες.
Όμως δε σ' έκλεψα για να σε κάνω σκλάβα.
Βασίλισσά μου σ' έχω κάνει. Και γιατί;
Γιατί ο έρμος σ' αγαπώ.
Χριστίνα μου μη φύγεις.
Δε μ' αγαπάς λοιπόν καθόλου;
Και αν εδώ, σε τόπο ξένονε για μένα
τόσα καλά τριγύρω σου έχω απλωμένα
όταν θα πάμε στην πατρίδα μου διπλάσια,
τριπλάσια και καλλίτερα θα σου χαρίσω-
γιατί τ' αξίζεις περιστέρα μου.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Πατέρα διώξ' τον σε παρακαλώ.
Μη τον αφήνεις να με πλησιάσει.
Το χνώτο του σαν ρούχο αρρώστιας με τυλίγει.
Τώρα πατέρα μου που σ' είδα πάλι
φούντωσε μέσα μου η φωτιά και πάλι της γενιάς μας.
Νεκρή 'μουν και μ' ανάστησε.
Και δεύτερο ένα θάνατο πατέρα δε θα τον αντέξω.

Κοίτα πατέρα! Κοίτα! Ποιος ειν' αυτός;
Μην είναι αδερφός μου;
Μη ξαδερφός μου είναι;
Μη πατέρας;
Μη γειτονόπουλο ή χωριανός μου;
Τ’ είναι πατέρα;
Άντρας μου!
Και τ' ειν' ο άντρας παρά μιαν ανάγκη
κι αυτή με υποχωρήσεις άμετρες δεμένη
ίσα για να κρατιέται από 'να πέσιμο;
Μα έστω κι έτσι ειν' άντρας μου αυτός;
Κοίτα πατέρα ανάμεσά μας! Κοίτα!
Δεν ξεχωρίζεις ένα τοίχο θεόρατο
που μας χωρίζει ανένωτα τους δυο μας;

Άντρας μου αυτός;
Έξω απ' το κορμί μου τίποτ' άλλο μου δεν άγγιξε.
Κοίτα πατέρα την ερμιά τριγύρω του την άγρια.
Και τη δικιά μου δες την έρημο τη διψασμένη.
Πατέρας μου είσαι και μπορείς να βλέπεις ό,τι βλέπω.
Γάμος θα πει να βάζουμε στη ζυγαριά χρυσάφι
και να μετράμε υπηρέτες και δουλειές;
Κι ακόμα έτσι να 'τανε πατέρα,
με τα δικά μας πλούτη με στολίζει αυτός.
Με κείνα που 'κλεψε από σε και μείναμε στους δρόμους-
όπως εμέ κι εκείνα τα 'χει αρπάξει. Όμως πατέρα
με τ' αρπαγμένο αγάπη δε στεριώνει. Τέτοια χαρά
το χαρισμένο μόνο την κρατεί.
Και τι έχει ένας αλλόφυλος πατέρα να χαρίσει;
Κ ι όλος φτιαγμένος από μέλι να 'ναι
ξύδι μετράν αυτά για κάθε ντόπιο'
και ξένος ειν' αυτός για με πατέρα.
Κι αν δεν το νιώθει έτσι αυτός, είναι ίσως
γιατί το γένος του δεν έχει ρίξει ρίζες μες στο χώμα.
Μα η δική μου ρίζα είναι πατέρα
χρόνια χιλιάδες πριν γερά δεμένη
με του' τα χώματα που τα πατούμε
και που μονάχα αυτά να μας σκεπάσουνε ποθούμε-
τάφος αλλού δε μας χωράει πατέρα.

Δεν πρέπει λέει να 'χω παράπονο από κείνον!..
Άκουσα που με φώναξε Χριστίνα.
Αυτό φαίνεται θα 'ναι τ' όνομά μου.
Μα τ' άκουσες πατέρα πώς το είπε.
Άκουσες πώς στα χείλια του κακόπαθε
πριν βγει από μέσα του σακατεμένο'
Και μόνο αυτό πατέρα μου δε φτάνει
πίσω-εδώ, κοντά σας να με πάρεις;

Η γλώσσα ειν' η πατρίδα μας πατέρα.

Και αν Χριστίνα δε με λέγανε πατέρα
τότε Παράπονο θα ήταν τ' όνομά μου.

(Ο Αχμέτ βγαίνει στη σκηνή του και γυρίζει σε λίγο με το παιδί τους στην αγκαλιά)

Παράπονο από τη ζωή. Παράπονο απ' τον κόσμο.
Παράπονο απ' τη μοίρα μου. Παράπονο απ' τις πέτρες
που δεν σηκώθηκαν βαριές επάνω μου να πέσουν
όταν το δρόμο μ' έβλεπαν της δυστυχιάς να παίρνω.


ΑΧΜΕΤ

Χρηστίνα μου, ανάμεσα σε μας πού τοίχο βλέπεις;
Αν κάτι στέκει ανάμεσα σε σένα και σε μένα
ετούτο είναι το παιδί. Να! Δες το το καημένο-
απ' το γλυκό το στήθος σου γάλα ζητάει ακόμα.
Κι αν πας μακριά από μένανε αυτό πού θα τ' αφήσεις;
Σπλάχνο ειν' από το σπλάχνο σου κι αίμα του αίματός σου.
Αν είσαι άπονη για με, πόνεσε το παιδί σου
αφού αν έφευγες εσύ, αυτό με με θα μείνει.
Μείνε Χριστίνα μου γλυκιά, σε θέλουμε κι οι δυο μας.


ΧΡΗΣΤΙΝΑ

Κι αν αίμα μέσα ελληνικό στις φλέβες του κυλάει
αφού είναι με το τούρκικο το αίμα φιλιωμένο
παιδί μου αυτό δεν ειν' εμέ. Δικό μου αίμα δεν έχει.
Αίμα δικό μου αν έσμιγε με των τουρκώνε το αίμα
μες σε φωτιά και χαλασμό θα χάνονταν τα δυο.
Δικό σου είναι το παιδί. Παρ’ το. Σου το χαρίζω.
Μπορεί και να στο γέννησα, παιδί μου όμως δεν είναι.
Τούρκικο αίμα το παιδί δε θα 'χει το δικό μου.
Κάθε σταγόνα αίματος στις φλέβες του παιδιού μου
σταγόνα θα ’ναι ελληνική. Και πόλεμο μονάχα
με τις σταγόνες του αίματος του τούρκικου θ' ανοίγει.
Δικό σου είναι το παιδί.
Πατέρα, λύτρωσέ με!
Αν με μεγάλωσες εσύ και αν αρχοντοπούλα
ήμουνα μες στο σπίτι μας το τρισευλογημένο
κι αν κάποια σου' δωσα χαρά προτού η μπόρα έρθει
και μας χωρίσει ανάλγητη, τότε γλυκέ πατέρα
πατέρας δείξου αληθινός στο δύστυχο παιδί σου
και πάλι ξαναγέννησ' το-πατέρα κράτησέ με!


ΠΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η Επιιτροπή απόφαση Βέη Αχμέτ επήρε:
εδώ θα μείνει-δε θα' ρθεί μαζί σου η Χριστίνα.

.....................................................................



ΤΡΙΠΟΛΗ
ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1821


Εικοσιένα. Της Σκλαβιάς το μάτι φοβισμένο.
Οι έλληνες σηκώθηκαν.  Ανταρεμένο το αίμα
κοχλάζει μες στις φλέβες τους. Το πολυπικραμένο
από χαρά της Λευτεριάς λαμποκοπάει το βλέμμα.

Τ' άγριο κοπάδι έτοιμο. Μον' ο μπροστάρης μένει
που με σοφία περισσή, με γνώση και με κρίση
τάξη θα βάλει στην ορμή που γύρω του πληθαίνει
και τιμονιέρης θα γενεί το σκάφος να οδηγήσει.

Και να! Βροντή ακούγεται από την Καλαμάτα:
"Καπεταναίοι την Τρίπολη! Την Τρίπολη!» φωνάζει.
Η Ιστορία διπλόσφιξε την πέννα όπου εκράτα
και το χρυσό μελάνι της με βιάση ετοιμάζει-

του Γέρου άστραψε η φωνή-κοντά ειν’ ο αγώνας
κι η νίκη ακόμα πιο κοντά. Ό,τι αυτός αρχίσει
αίσιον έχει τελειωμό. Ετούτος ο αιώνας
σαν το μαργαριτάρι του τ’ όστρακο θα τον κλείσει.

Και όπως τ’ αγριόσκυλα κυκλώνουν τη δαμάλα
κι όλο στενεύουνε τον κλοιό προτού να της ορμήσουν
έτσι κι ο Γέρος του Μωρηά τα παλληκάρια τ’ άλλα
τα οδηγάει τ’ αδύνατα μαζί του να τολμήσουν.

Και Πιάνα κι Αλωνίσταινα, Στεμνίτσα, Χρυσοβίτσι,
Λουκά, Λεβίδι, Τσιπιανά, Βαλτέτσι και Πικέρμι
τα βήματα είναι του θεριού πριν στην τουρκιά χιμήσει
και πάθει ό,τι της έγραφε η μοίρα της η έρμη.

Στρατολογεί η Καρύταινα πολεμιστές γενναίους
φωτιά οι μπαρουτόμυλοι παίρνουν της Δημητσάνας
η άσβεστη η ενθύμηση του πρωτινού τους κλέους
ο νικηφόρος γίνεται κάθε ψυχής παιάνας.

Και να! Οι νέοι του Μωριά σπαθί στη μέση ζώνουν.
Μοσκοβολά η αγνότη τους κάμπους, βουνά, ρουμάνια.
Κι οι αρχηγοί τους, διαλεχτοί των διαλεχτών, υψώνουν
παλληκαριάς ανάστημα που φτάνει ως τα ουράνια.

Από την Αλωνίσταινα Δημητρακοπουλαίοι.
Από το Αρκουδάρεμα Καρέλης, Κλης, Αδάμας.
Της Πιάνας οι Πετρόπουλοι κι οι Κωσταντοπουλαίοι.
Οι τρεις οι Ζυγοβιτσινοί: Ρίζος, Μπεγλής, Καρδάρας.

Ροϊνό: Αναγνωστόπουλος. Βυτίνα: Κακλαμάνος.
Νεμνίτσα: Αναγνωστόπουλος. Περθώρι: Πουρναραίοι.
Καρύταινα: Σπήλιος Λουκάς. Στον Καρδαρά ο Πάνος.
Κι απ' τον Άγιο-Βασίλειο οι δυο Δεληγιανναίοι.

Δάρα: ο Κολιός Μπακόπουλος, ο Γιάννης Παπακώστας
κι ο Γιώργης ο Λαμπρόπουλος. Πικέρμι: ο Κοκκώνης.
Απ’ το Στενό: Μπακόπουλος. Κάψα: Σκουντριάνος Κώστας.
Κι απ’ το Περθώρι ο ήρωας κληρικός: ο παπα-Γιώργης.

Απ’ τα ωραία Τσιπιανά: οι αντρείοι Ρεβελιώτες.
Πέρα, από τα Μαγούλιανα: οι Παπαγιαννοπουλαίοι.
Κι ο Σέκερης: ο αρχηγός μες στους τροπολιτσιώτες
με τη λεβέντικη ψυχή δόξας δροσιά να πνέει.

Αλλά και τ’ Αγιωργίτικα δε λείψανε και κείνα-
εβγήκαν από μέσα τους οι τρομεροί Σβωλαίοι.
Τον Ταμπακόπουλο έδωσε ακόμα η Βυτίνα.
Όλοι αυτοί, άντρες μεστοί άλλοι, και άλλοι νέοι,
    
στο κάλεσμα ετρέξανε του Γέρου Μωραϊτη
και ορκιστήκανε σ' αυτόν όλοι να υπακούνε
ώστε όχι μέσα στων τούρκων μόνο να μπουν τη μύτη
αλλά και στην Τροπολιτσά μαζί του για να μπούνε.

Και πάρθηκε η Τρίπολη. Και η αρχή αυτή ’ταν
του Αγώνα που οδήγησε στη λευτεριά του Γένους.
Γιατί όσα εδώ γινήκανε προς την Ευρώπη εβγήκαν
και να γνοιαστούν εκάμανε για μας, όλους τους ξένους.

Το πιο γερό τους στο Μωριά οι τούρκοι κάστρο εχάσαν,
το που ο Γέρος είχε φάει σκαμπίλι επληρώθη,
την πρώτη τους οι έλληνες βαθιά πήραν ανάσα
κι οστά και σάρκα επήρανε του ελληνισμού οι πόθοι.

Την Τάπια και την Κάρτσοβα και το Μαηθανασάκο
ορμητήριά του τα ’κανε ο Γέρος μες στη μάχη
που εκοψοκεφάλιασε τον τούρκικο το δράκο
ώστε η Ελλάδα σήμερα τη λευτεριά της να ’χει.

Για βόλτα σήμερα εμείς σ' αυτά τα μέρη πάμε.
Και καλά κάνουμε. Αλλά, πρέπει αυτή τη μέρα
τη σκέψη μας να στρέψουμε σ' αυτούς που τους χρωστάμε
πως απ' τους τούρκους λεύτερο ανασαίνουμε αγέρα.

Και περηφάνια νιώθουνε δίκια οι τροπολιτσώτες
γιατί η τρανότερη ήτανε της Τρίπολης η φλόγα
στην πυρκαγιά που ο Παλαιών Πατρών άναψε τότες
που στα ιερά Καλάβρυτα το Σηκωμόν ευλόγα.

Λοιπόν καλή διασκέδαση φίλοι κι ο θεός να δώσει
ό,τι καλό σε όλους σας εδώ στα μαύρα ξένα.
Και τώρα το ποτήρι του καθείς σας ας σηκώσει
και το κρασί του ας το πιει στη γεια του Εικοσιένα.



ΚΑΛΑΜΟΣ, ΤΖΑΒΕΛΑΙΝΑ, 1823

Κάλαμος. Η Τζαβέλαινα η Δέσπω
Του Φώτου η γυναίκα, μαζί μ’ άλλες
κυνηγημένες, κρύβονται απ’ τους Τούρκους.
Φτάνει ένα χαμπέρι κάποια μέρα
πως τα παιδιά της, Κίτσος και Ζυγούρης
εσκοτωθήκανε σε κάποια μάχη.
Αρχίζουνε το κλάμα οι γυναίκες.
Μαζί κι η Δέσπω. Ξάφνου όμως εκείνη
Πετιέται ορθή κι ισιάζει το κορμί της:
"Πάφτε ωρές τα κλάηματα" προστάζει.
"Εκείνοι πάνε στου Χριστού το δρόμο.
Πάσκα έρχεται. Λοιπόν σκωθείτε όλες
να βάψουμε τ' αυγά΄ τ’ ειν’ αμαρτία
και ο θεός μπορεί να μας θυμώσει».
Με το στανιό σηκώθηκαν οι άλλες
κι αρχίσαν να κοιτάνε τις δουλειές τους.
Και ξαφνικά, κι ενώ τα΄ αυγά εβάφαν,
Νέο χαμπέρι:όχι λάθος ήταν,
κανένας δε σκοτώθηκε. Και ζούνε
Τα λιονταρόπουλα τα δυο της Δέσπως.
Δάκρυα χαράς μετά ’πο τόση λύπη.
Και η Τζαβέλαινα σταυροκοπιέται:
"Χριστέ μου δοξασμένη Σου η Χάρη
Που μου τους φύλαξες. Εγώ όμως πάντα
τους έχω και τους δυο ξεγραμμένους».



ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ

Οι Κολοκοτρωναίοι. Μια οικογένεια
Που τόσα έχει προσφέρει στην Ελλάδα.
Και να ένα περιστατικό που δείχνει
πόσο ελεύθερο είχαν το πνεύμα
Και ασυμβίβαστη τη λευτεριά του.
Ο Γέρος με τον αδερφό του Γιάννη
Κι ογδόντα διαλεγμένα παλληκάρια
Με αρβανίτικα ντυμένοι ρούχα-
για ν’ αποφύγουνε όποιαν υπόνοια-
πηγαίνανε στη Μάνη από τη Σπάρτη.
Και να! τρακόσοι τούρκοι απέναντί τους.
"Μόνο ένα «γεια σου» τούρκικα θα πούμε
ώστε να μας περάσουν για δικούς τους.
Προσέχτε! Τίποτ’ άλλο!" κάνει ο Γέρος.
Κι όλα τα παλληκάρια έτσι εκάναν.
Μα ο Γιάννης που ερχόταν τελευταίος
καλό δε μπορειε λόγο για τους τούρκους
ούτε στα ψέματα να πει. Τους κάνει:
«Μουρτάτες! Την κακή σας την ημέρα!»
και μάλιστα ελληνικά μιλώντας.
Και ρίχνει κιόλας και σκοτώνει έναν.

Μέχρι το βράδυ κράτησε η μάχη.
Και αλαφρά πληγώθηκε κι ο Γιάννης.




 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΣ

Λίγο πριν μπούνε στης Γραβιάς το Χάνι
ο Αντρούτσος με τους λίγους του συντρόφους,
καθώς βαδίζανε, ξάφνου επετάχτη
ένας λαγός απ’ τα σπαρτά τριγύρω.
Τα παλληκάρια θέλησαν να ρίξουν.
Ο Αντρούτσος όμως "Μη ωρέ!" τους λέει,
"Κρατάτε τα φουσέκια για τους Τούρκους".
Κι αρχίζει πίσω απ’ το λαγό να τρέχει
και τόνε φέρνει πίσω ζωντανόνε.

Δε θέλει ο πόλεμος ψυχή μονάχα.
Θέλει και μάτι και αυτί και πόδι.
Θέλει και νου ξυπνό και μεστωμένο.
Γι αυτό αρχηγοί γινόνταν μόνο εκείνοι
που σ’ ολ’ αυτά ήσαν επάξια πρώτοι.
Τότε… Στο Άγιο το Εικοσιένα…



ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ

Όταν δοξάζονταν τα Δερβενάκια
ένα βοσκόπουλο  μακριά στεκόταν
και κοίταζε περίεργο τη μάχη.
Το  βλέπει  ο Γέρος του Μωρηά: «Τι στέκεις
Και δεν τραβάς, ωρέ, να πολεμήσεις;»
"Να! άρματα δεν έχω Καπετάνιε…"
"Και η μαγκούρα σου όπλο δεν είναι;
Τράβα και σκότωσε μ’ αυτή έναν Τούρκο
Και πάρτου τ’ άρματα του και τα ρούχα".
Και τη μαγκούρα έχοντας για όπλο
Χώθηκε το βοσκόπουλο στη μάχη.
Προς το βραδάκι ήρθε μπρος στο Γέρο
και περήφανεια στάθηκε γεμάτος
ένοπλος ένας καλοφορεμένος.
"Ποιος είσαι βρ’ Ελληνα;" του κάνει ο Γέρος.
"Εγώ! Δε με γνωρίζεις Καπετάνιο;
Εγώ είμαι που μ’ έστειλες το γιόμα
Με τη μαγκούρα μου να πολεμήσω.
Με την ευκή σου έκαμα όπως μου ’πες".

Ο Γέρος τον εγέμισε μ’ επαίνους.
Και όπου έβρισκε την ευκαιρία
τον έφερνε παράδειγμα σε άλλους.



ΣΠΑΡΤΗ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ

Ήρθ' ο καιρός ο Αρίστιππος στον πόλεμο να πάει
κι η μάννα του η Σπαρτιάτισσα τόνε ξεπροβοδαει.
Και μη θαρρείς πως έκλαιγε και πως παραπονιόνταν
και μπρος στη μητρική καρδιά η πατρίδα εχανόνταν…
Μάλιστα το αντίθετο. Η μάννα, του Σπαρτιάτη
Του ’λεγε με ατσάλινο κοιτάζοντάς τον μάτι:
"Παιδί μου να η ασπίδα σου. Στην παραδίνω. Παρ ’τη.
Η μάννα σε χρειάζεται τώρα όλων μας-η Σπάρτη.
Πάρτη λοιπόν. Κι η νικητής να τη γυρίσεις πάλι
ή να σε φέρουνε νεκρό πάνω σ' αυτήνε άλλοι."



           
ΖΑΧΑΡΙΑΣ
    ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΝΤΑΡΜΙΡΙ

Μπουλούμπασης του Ζαχαριά μιλάει:
«Σύρε στο βιλαέτι το δικό σου-
πήγαινε στο Μυστρά ορέ Γκιαούρη.
Δικό μου βιλαέτι ο Άγιος Πέτρος!»
Και η απάντηση του Καπετάνιου:
«Μωρέ μπουλούμπαση, όπου κι αν πάω
ετούτη ειν’ η δικιά μου η πατρίδα.
Εσένα η πατρίδα σου ειν’ η Μέκκα.
Σήκω λοιπόν και τράβα εκεί πέρα.
Εγώ εδώ το αίμα μου θα χύσω
για την πατρίδα μου τη σκλαβωμένη.»

(Πρώτη φορά μες στην τουρκοκρατία
έλληνας Καπετάνιος απευθύνει
σε αντιπρόσωπο έναν του Σουλτάνου
την πρόκληση ότι των τούρκων είναι
η φυσική η θέση τους η… Μέκκα
και πως οι Ελληνικές οι επαρχίες
σαν έλληνας που είναι, όλες δικές του.)




ΜΑΡΟYΛΑ-1474

Είναι φορές που μια στιγμή του καταλύτη Χρόνου
κάποιου ανθρώπου την ψυχή με πάθος αγαπάει.
Τότε πηδάει απ' των Καιρών το βουερό ποτάμι
και την ψυχή που αγαπάει πηγαίνει κι αγκαλιάζει.
Κι ο Χρόνος ενώ φεύγοντας όλα μαζί του παίρνει
των δυο μένει αχάλαστο το σύμπλεγμα κι αιώνιο
και σαν αστέρι ολόλαμπρο τον σκοτεινό φωτίζει
τον δρόμο των απέλπιδων και σκότιων των ανθρώπων.

Λήμνος. Και είναι Ανοιξη. Και ο Σουλεϊμάνης
πολιορκεί το Κόκκινο-ένα χωριό της Λήμνου.
Μες στους πολιορκούμενους είναι και η Μαρούλα
Μία μικρή, ατσαλόκαρδη, γλυκιά ελληνοπούλα.
Σα βλέπει να σκοτώνεται ο πατέρας της στη μάχη
αρπάζει την ασπίδα του, παίρνει και το σπαθί
Κι ορμάει στους πολιορκητές ενάντια μοναχή
Φωνάζοντας: «Έι! Ελληνες! Εμπρός! Ακολουθάτε!
Πατέρες κι άλλους και παιδιά η πατρίδα θα γεννήσει.
Μ' αν την πατρίδα χάσουμε, κι εμείς χαμένοι όλοι!»
Και θάρρος πήραν οι γραικοί, κατόπι της όρμησαν
Και τον Σουλεΐμάν-πασα τον πήραν του κυνήγου.



ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ

Οι Τοΰρκοι πιάσανε με προδοσία
σαράντα Κλέφτες με τον αρχηγό τους,
τον λεβεντόκορμο τον Καραχαλιο
και παν στην Τρίπολη να τους χαλάσουν.
"Ωρέ πασά μου" κάνει ο Καραχάλιος
Μια χάρη θέλω μόνο να μου κάνεις:
Εμένα να με σφάξεις τελευταίον."
"Στην κάνω ωρέ, γιατ' είσαι παλληκάρι."
Και τελευταίο τον έσφαξε αλήθεια.

Γιατί θαρρείς ότι ζητούσε εκείνος
να τόνε σφάξουν υστερ’ απ’ τους άλλους;
Μη για να ζήσει λίγο παραπάνω;
Όχι. Την ώρα μοναχά που εκείνους
τους έσφαζε ο πασάς σαν τα κριάρια,
δίπλα στο δήμιο αυτός καθόντας
ετραγουδούσε Κλέφτικα Tραγούδια
τους μελλοθάνατους για να θαρρύνει.
Και το κατάφερε. Γιατ’ είναι θεία
στον κόσμο προσφορά η ψυχή τ’ ανθρώπου.
Και στα δημοτικά μέσα τραγούδια
Ενού Λαού πάντα η ψυχή μιλάει.



ΚΑΨAΛΗΣ

Αν άνθρωποι εγεννιόντανε οι πόλεις
το Μεσολόγγι θα ’ταν ο Χριστός τους.

Όταν εκείνο έπεσε, ο Καψάλης
στα Καψαλέϊκα τα σπίτια μέσα
συνάζει γυναικόπαιδα, γριές, γέρους
κι όλους εκείνους που καλλίτερα είχαν
στου θάνατου να πάνε τα σκοτάδια
πάρα να πέσουν στων τουρκών τα χέρια.
Οι τούρκοι πλησιάζουν ολοένα.
«Βγάτε στα παραθύρια ωρές γυναίκες
να σας ιδούν οι τούρκοι, να προστρέξουν
να στείλουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε
εκεί που άβλαβοι είναι για τον τόπο».

Κι όταν πολλοί εμαζευτήκαν τούρκοι
βάζει φωτιά ο Καψάλης στο μπαρούτι.
Κι οι τούρκοι πέσανε νεκροί στο χώμα
κι οι έλληνες στον ουρανό ανεβήκαν.