Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

(συνέχεια Καραϊσκάκη)

Βροντολαλούσαν τ’ άρματα και λάμπαν τα κεράκια.
Και κείνος ο πάλιάνθρωπος χτυπάει το Λεπενιώτη. Κατάκαρδα σημάδεψε και ξαπλωσεν ο γίγας.
Τότε κι οι άλλοι Αρματολοί κατάλαβαν πως θα ’ρθει
Και η δική τους η σειρά. Πρέπει να κάνουν κάτι.
Οι δύο πιό επίσημοι, Τσόγκας και Καραϊσκάκης,
Με δεκαπέντε άλλους μαζί, μαζεύονται στο Βάλτο.
Κι οι δυό αρχηγοί αποφάσισαν στα Γιάννενα να πάνε
Να προσκυνήσουν τον πασά. Το λένε και στους άλλους.
Κι αμέσως εταράχτηκε κι είπε ο Μπακογιάννης,
Του Καραϊσκάκη σύντροφος και αδερφοποιτός του: "Γιώργη το καλοσκέφτηκες αυτό που πας να κάνεις; "
"Για να το πω εγώ θα πει πως το ’χω λογαριάσει.
Δεν το ’χω το μυαλό μου εγώ απάνου από τη σκούφια".
"Ενάντια στον Αλήπασα ρε Γιώργη πολεμάμε
Και τώρα πώς για φίλο του θα σε δεχτεί κοντά του;
Προτού προλάβεις να του πεις, εκείνος θα σε κόψει.
Τζοχανταραίος του ήσουνα κάποτε. Όμως όταν
Ο Κατσαντώνης στ’ Αγραφα σήκωσε μπαϊράκι,
Κοντά του έτρεξες. Θαρρείς το ξέχασε ο Βεζύρης;
Το ξέρει πως τον πρόδωσες και δίκια θα σε κόψει.
Κι αν σου σχωρέσει την που του ’χεις κάνει προδοσία
Γιατί θα τόκανε αυτό; Τάχατες απ’ αγάπη;
Θα σ’ έχει χουσμεκιάρη του κι ενάντια θα σε βάλει
Με τους Ρωμιούς να πολεμάς-με τους φτωχούς ραγιάδες.
Κι ύστερα-πώς να σου το πω-δε θέλω μωρέ  Γιώργη
Προσκυνημένονε να δω τον αδερφοποιτό μου."
Κι ο Γιώργης που για γνωστικόν είχε το Μπακογιάννη
Και τ’ άρεσε που μίλαγε πάντοτε με το μέλι,
Του ’πε: "Α! Ωρε μπράτιμε! Α.' Ωρε Μπακογιάννη!
Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί γαμιέται.
Δεν είδες πώς τον έφαγαν ωρέ το Λεπενιώτη;
Και ξέχασες πως έπαθε τα ίδια ο Κατσαντώνης;
Εδώ αν μείνουμε, κι εγώ, και συ, και όποιος άλλος
κεφάλι κάνει να σηκώσει ενάντια στους αγάδες,
θα πάει από προδοσιά κι από Ρωμέΐκο βόλι.
Και γάρις μόνον η Τουρκιά μας πολεμά; Δε βλέπεις
Πως ειν’ οι Κοτζαμπάσηδες οι πιό μεγάλοι οχτροί μας;
Κάθε τσογλάνι που ’πιασε στα χέρια του παράδες
Εγινε κόλος και βρακί με των Τούρκων τη φάρα.
Φυλάγεσαι απ’ τον ένανε και σου τη φέρνει ο άλλος.
Μας λειπει η δύναμη μωρέ. Τίποτα δε θα κάνει
Κανένας μας χωρίς δικό να έχει ένα ασκέρι.
Εδώ καθόντας θα μας φαν όλους μας έναν έναν. 
Μονάχα μες στα Γιάννενα θα ’μαστε ασφαλισμένοι.
Δεν ήρθ’ ακόμα η ώρα μας μπράτιμε Μπακογιάννη.
Ακόμα ο Αλήπασας στις κορυφές ζυγιέται.
Θα πάρει τον κατήφορο. Αλλο δεν πάει απάνου.
Και τότε κάτι θα γενεί. Κάτι θ’ αλλάξει τότε.
Και για την ώρα εκείνη κεί πρέπει να εγνοιαστούμε.
Τότε θα δούνε ποιο σκοπόν ο πούντζος μου βαράει.
Κι όσο για τον Αλήπασα, πως τάχα θα με κόψει,
Εδώ κομμένος σίγουρα είμαι ωρέ Μπακογιάννη.
Εκεί έχω περσότερες ελπίδες για να ζήσω.
Τον ξέρω τον Αλήπασα. Η λεβεντιά τ’ αρέσει
Και πριν χαλάσει σκέφτεται κάποιο του παλληκάρι. 
Μα είναι μωράχαβλος μωρέ. Μπορείς να τον τουμπάρεις.
Μον’ αν στυλώσεις σαν το ζω’ και πεις δεν προσκυνάω Τότε σε κόβει σίγουρα. Αλλ’ αν τον προσκυνήσεις
Και του ειπείς πως ότι πει εσύ θα τον ακούσεις,
Τότε μαλάζει του ο θυμός. Αυτό κι εγώ θα κάνω.
Στον Κατσαντώνη έτρεξα-ναι-γιατ’ ύπαρχε η ελπίδα
Να ρθει απ’ τά Εφτάνησα βοήθεια στους Φραντσέζους
Και να ’βγαινε κάτι καλό και για τη δόλια Ελλάδα.
Μα κι οι Φραντσέζοι πάνε πια, πάει κι ο Κατσαντώνης Που θα τα βάζαν τάχατες, λέει, με το Σουλτάνο.
Ποιοί άλλοι τώρα ορθώνονται ενάντια σε κείνον;
Ο Αλήπασας. Γι αυτό σαυτόν με στέλνει το μυαλό μου. Οπου είναι του Σουλτάνου εχθρός, φίλος μας πρέπει να ’ναι.
Και σείς το ίδιο κάνετε. Εκεί είναι οι ελπίδες".
Ολοι σε σκέψη πέσανε μ’ αυτά που είπ' ο Γιώργης. Μονάχα ένας κουτούτσικος σηκώθηκε ο καημένος
Και λέει «Έγώ δεν πάω κει… Ο πασάς θα με σουβλίσει…"
«Αντε μωρέ στραβάριδο», κάνει ο Γιωργής γελώντας.
«Αν πάρει απόφαση ο πασάς εσένα να σουβλίσει
Εγώ θα κουμαντάρω ωρέ να σου γυρνώ τη σούβλα.
Κι αν παρακαίγεσαι ωρέ, μου λες και την ψηλώνω.
 Γιατί αλήθεια ο πασάς αν ένα θα διαλέξει
Απ’ όλους μας για σούβλισμα, εσύ ωρέ θα είσαι".
"Ο δόλιος το ’λεγα εγώ", λέει ο στραβαρίδης.
Ολοι γελούν."Ε, το λοιπόν"φωνάζει τότε ο Τσόγκας
"Τί λέτε; Αποφασίζετε; Το "ναι" είπαν όλοι τότε,
Κι αμέσως εκινήσανε στα Γιάννενα να πάνε.
Και φτάσανε και τον πασά γυρέψανε να δούνε.
Και κουρασμένους κι ελεεινούς απ’ την πεζοπορία
Μπρος στον πασά τους κουβαλουν-τούς μπάζουν στον οντά του. 
Βγάζει αυτός το ναργιλέ και τους καλοκοιτάζει.
"Καλώς ωρίσατε" τους λέει."Καιρό σας καρτερούσα".
Και στρέφοντας τα ματιά του ήρεμα σ’ έναν ένα,
Ξάφνου αστράψανε αυτά σαν είδανε το Γιώργη. 
"Εσύ ’σαι ωρέ παλιόγυφτε;". "Εγώ είμαι πασά μου". Ηρθανε στού πασά το νου τα χρόνια που κοντά του
Πάλι ο Γιώργης ήτανε. Το θάρρος του εθυμήθη
Την εξυπνάδα, την αντρειά, την που ’χε αξιοσύνη, Θυμήθηκε τ’ αστεία του, θυμήθηκε πως όταν
Σ’ ανάγκη βρέθηκε να βρει έμπιστο κάποιον κι άξιο
Να στείλει στον Πασβάντογλου, αυτόν είχε διαλέξει.
"Και τώρα ωρέ παλιόγυφτε, πες μου, τι να σε κάνω;"
Κι αυτή ’ταν η απόκριση του γύφτου Καραϊσκάκη:
"Αν με γνωρίζεις",  θαρρετά του λέει, "άξιον γι αφέντη Τότε αφέντη κάμε με. Αν πάλι με γνωρίζεις
Αξιον για χουσμεκιάρη σου, κάμε με χουσμεκιάρη.
Κι αν άξιον για το τίποτα, ρίξε με μες στη λίμνη"
Και τόνε κράτησε ο Αλής το γύφτο Καραϊσκάκη,
Κι ως γι αρχηγό τον γνώριζε, μπουλούκμπαση τον κάνει.


ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ο Καραϊσκάκης, ανοιχτό και φεγγοβόλο πνεύμα
Και με μια δραστηριότητα που αγκάλιαζε όλα γύρω
Σε σχέσεις μ’ όλους είχε ρθεί και μ’ όλα όσα τότε
Μικρό ή μεγάλον έπαιζαν ρόλο στο Εικοσιένα.
Κι όπως διαβάζει, μερικές φορές, ο αναγνώστης
θα δει για κάτι να μιλώ που από πρώτη όψη
Φαίνεται πως καμμιά ή μικρή σχέση μονάχα έχει
Με τη ζωή του Ηρωα. Κι αν θα νομίσει έτσι,
Δε φταίει εκείνος μα εγώ, που μπλέκω γεγονότα
Και καταστάσεις, και μορφές, χωρίς μεγάλη τάξη.
Μα κι έτσι όμως γράφοντας νομίζω πετυχαίνω
Να κάνω λίγο να φανεί της εποχής το κλίμα
Που μέσα του ήτανε γραφτό να δρα ο Καραϊσκάκης.
Βέβαια απ’ το μωσαϊκό των μαύρων και των άσπρων
Ψηφίδων που συνθέτουνε τον έξοχο Αγώνα
Λίγες, και κείνες βιαστικά μονάχα, ξεσκεπάζω
Και λίγα για την καθεμιά λέγοντας μόνο λόγια.
Γιατί αν ήθελε κανείς να πιάσει και να γράψει
Για κάθε μιάν απ’ αυτές και να τις φανερώσει
Στο ταιριαστό τους μέγεθος, θα χρειάζονταν και χρόνος,
Και γνώσεις και ικανότητα πιότερα απ’ τα δικά μου.
Λοιπόν σχωρέστε τον "ποιητή" που ποιητής δεν είναι
και ό,τ ι σχέση άμεση θαρρείτε πως δεν έχει
Με τη ζωή του Ηρωα που θέλω να ιστορήσω
Με τούτο δώ το έργο μου, δεχτήτε το σα να ’ταν
Απλά και μόνο μια μικρή πληροφορία ακόμα
Της άγνωστης στους πιο πολλούς Ελληνες Ιστορίας.


ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ

Ας δούμε όμως τώρα πώς ο δράκος εσκεφτόταν,
Ο Αλής, που όταν πείναγε τρεφότανε μ’ανθρώπους.
Ας δούμε πώς τ’ απάνθρωπο θεριό  συλλογιζόνταν
Κι ας δούμε γιατί δέχτηκε να πάρει πάλι πίσω
Το Γιώργη που τον πρόδωσε. Ας πουμε εμείς τα όσα
Δε χρειάστη στον Μπακόπουλο να πει ο Καραϊσκάκης
Γιατί αυτά τα ξέρανε τους χρόνους κείνους όλοι.
Πάλι εκεί στα Γιάννενα για λίγο ας βρεθούμε 
Κι ας δούμε πόση προκοπή τα χρόνια είχε εκείνα.
Κι ας δούμε περισσότερους Ελληνες από κείνους
Που μέσα στού Αλήπασα ζήσανε τα παλάτια,
Ή φίλοι του, ή, οι πιότεροι, φανατικοί εχθροί του,
Που μέσα κει τους κράταγε μονάχα η ανάγκη.
Ο Αλήπασας είχε βαλθεί να φτιάξει νέο κράτος,
Δικό του, υποτάζοντας Ελλάδα κι Αλβανία.
Χρονιές πολλές επάλευε το σχέδιο στο μυαλό του
Κι όλο ετοιμαζότανε σε πράξη να το βάλει.
Μα ο Σουλτάνος που παντού είχε δικούς του ανθρώπους,
Εμαθε τί ο ισχυρός σχεδίαζε πασάς του
Και το οχτακόσα δώδεκα ήταν που τον διατάζει
(Για να ’βγει ο επίβουλος απ’ τή σφηκοφωλιά του)  
Να φύγει απ’ τά Γιάννενα να πάει στο Τεπελένι.
Και πηγε ο Αλήπασας. Μα φαίνεται πως τούτο    
Το πήρε σαν υποταγής σημάδι ο Σουλτάνος,
θάρρεψε πως ησύχασε απ’ του Αλή τα σχέδια
Και δεν εκίνησε στρατό στα Γιάννενα ενάντια. 
Σαν ο πασάς το είδε αυτό, στα Γιάννενα γυρίζει.
Μα τώρα δεν μπιστεύεται τους τούρκους. Σε καθέναν    Βλέπει κι έναν επίβουλο της ζωής του ή του θρόνου.      Ολους εχθρούς του τους θαρρεί και όργανα της Πύλης. Κι αναζητώντας για να βρει συμμάχους στα σχεδιά του, Στρέφεται προς τους Ελληνες και προς τους Αρβανίτες Που ξέρει πως κι οι δύο τους μισούνε το Σουλτάνο.
Ετσι μες στο πολύχρωμο αυτό το πανηγύρι,
Βλέπουμε παρδαλόχρωμους πολλούς να τριγυρίζουν
Και το δικό του ο καθείς το σχέδιο να δουλεύει. 
Από τη μια ο Αλήπασάς που αναγκασμένος είναι
Να λέει στο Σουλτάνο "ναι" κι "όχι" να συλλογάται. Και τη φιλία των Ρωμηών να επιδιώκει, όμως 
Να πρέπει να φυλάγεται το ίδιο κι από κείνους
Γιατί το ξέρει πως μπορεί κεφάλι να σηκώσουν
Όταν τον δουν σε πόλεμο να μπαίνει με την Πύλη.
Από την άλλοι οι Ελληνες που στον Αλή πλησιάζουν  
Και φίλοι του καμώνονται ώσπου ευκαιρία να ’βρουν 
Με το Σουλτάνο όταν πιαστεί να επαναστατήσουν  
Και που φροντίζουν μεταξύ των δυο να ισορροπήσουν:
Σουλτάνου και Αλήπασα. Μετά ειν’ οι Αρβανίτες
Που όπως και οι Ελληνες έτσι κι αυτοί πασκίζουν
Πάλι το κράτος το παλιό και κείνοι ν’ αναστήσουν
Και μια βοηθάνε τον πασά και μια τον πολεμάνε.
Κι ύστερα ειν’ οι ύαινες, πάει να πει οι Μεγάλες
Δυνάμεις, που προσμένουνε πότε θα πέσει η Πύλη
Να φαν από το πτώμα της. Μα που αργοί δε μένουν     Ούτε και τώρα. Η Ρωσσία να θέλει όσο μπορέσει     
Να φάει από την Τουρκιά μιας κι είναι δίπλα δίπλα.
Η Αγγλία την επέκταση να σκιάζεται των Ρώσσων
Κι από την άλλη το Μωρηά να θέλει να μας πάρει
Και με τη Μάλτα να την κάνει ένα προτεκτοράτο, 
Ο Ναπολέων στις δόξες του με όλους να τα βάζει,
Κι όλοι μαζί , Ρωσσία, Αγγλία, Αυστρία και Γαλλία,  
Μες στ’ άλλα τετοια "υψηλά" των κυβερνήσεών τους
Και το καθήκον να ’χουνε και να πολυπροσέχουν 
Μην η Ελλάδα ήθελε ποτέ να πάρει τα όπλα΄
Κι αν, όταν της επέτρεπαν, τα ’παιρνε, πώς το νέο 
Κράτος που θα γεννιότανε,υπόδουλό τους θα ’ταν.

Ομως αν ήταν ο πασάς σκληρός στη διοίκησή του,
Ηταν και μεταρρυθμιστής. Είχε πολύ ξεφύγει        
Απ’ τον Ανατολίτικο τρόπο ζωής και σκέψης.  
Βοήθησε τις συναλλαγές των επαρχιών του Κράτους  
Και με το εξωτερικό, και αναμεταξύ τους.
Με τους μεγάλους τα ’βαλε πολλές φορές φεουδάρχες.
Προώθησε το εμπόριο και τη βιοτεχνία.
Με μία λέξη έγινε για τους καιρούς εκείνους,
Ο εκπρόσωπος του αστισμού που τότε ανερχόταν.
Και μάζεψε στα χέρια του την εξουσία όλη
Κι έτσι των ολιγαρχικών κοπήκανε τα χέρια.
Τα Γιάννενα εγίνανε κέντρο του εμπορίου-
Τότε το μεγαλύτερο που είχε η Ελλάδα.
Μα και το μεγαλύτερο πνευματικό ήταν κέντρο
Για κείνηνε την εποχή. Εντός τους καταφύγιο
Βρήκανε διανοούμενοι πολλοί τα χρόνια εκείνα.
Κι ήταν ο Γιάννης Βηλαράς μαζί με τον Ψαλίδα
Δύο μεγάλοι δάσκαλοι του Ελληνικού του Γένους
Κι οι δύο δημοτικιστές, που είχαν καταλάβει
Οτι θα ξαναγεννηθεί το πνεύμα της Ελλάδας
Μόνο στη γλώσσα τη λαϊκή επάνω στηριγμένο.
Πρωθυπουργό είχε ο Αλής τον Μάνθο Οικονόμου
Που γίνονταν ό,τι έλεγε ("το είπε ο κυρ-Μάνθος").
Βοηθοί του ο Σπύρος Κολοβός κι ο Κώστας Βουρπιανίτης.
Επί των Εξωτερικών Μαρίνογλου ο Κώστας.
Αρχιτελώνης ήτανε ο Θόδωρος Μπατζάκας.
Ταμίας ήταν του πασά Γιάννης ο Μονοβάρδας.
Ο Δαμιράλης δεύτερος ήτανε στο Μπεράτι.
Στην Αρτα ο Καρυστινός. Ο Αρτας στο Πρεμέτι.
Και μες στην Γκόρτσα έπαρχο τον Κίνα είχε διορίσει.
Άλλοι σε θέσεις δυνατές ήταν ο Λογοθέτης,
Ο Λοιδωρίκης, και ο Δούκας κι ο Νικόλας Μίχος
Του ήρωα του Μεσολογγίου Αρτέμη ο πατέρας.
Εξω απ’ αυτούς κι άλλοι Ρωμηοί πόστα μεγάλα είχαν
Κι άλλοι πολλοί μικρότεροι. Κι ο πιο καλός ο φίλος
Του Αλήπασα εμέτραγε ο Νούτσος ο Αλέξης.
Και στους Τζοανταραίους του δεν είχε πλέον Τούρκο
Ουτε Αρβανίτη αρχηγό, μα Ελληνα: το Βάγια,
Που έμεινε στον Αλήπασα πιστός μέχρι το τέλος.
Και δίπλα στους πολέμαρχους του Αλή εξεχωρίζαν
Ονόματα από κείνα που, Ελληνας αν τ’ ακούει
"Δακρύζουνε τα μάτια του και λαχταρά η καρδιά του"-
Ονόματα όπως αυτά:
Οδυσσέας Αντρούτσος.
Θανάσης Διάκος.
Βαλτινός.
Λάμπρος Βέϊκος.
Γρίβας.
Τσούκας.
Βαρνακιώτης.
Αντρέας Ισκος.
Σκαλτσοδήμος.
Ρούκης.
Γάτσος.
Πανουργιάς.
Δυοβουνιώτης.
Παλαιόπουλος.
Κι άλλοι πολλοί-και υπάλληλοι, και στ’ άρματα λεβέντες.
Ενας λοιπόν απ’ τούς τρανούς ήτανε στο ντοβλέτι
Κι ο Καραϊσκάκης. Το οχτακόσα ήταν δεκαπέντε.
Κι οι μόνοι που στα Γιάννενα δεν πέρναγε η μπογιά τους
Ηταν οι τούρκοι. Ο Αλής τους κράταγε μακριά του.

Ο ήρωας που θ’ ανάσταινε σε λίγο την Ελλάδα
Είχε ένα μέτριο ανάστημα. Ητανε κοκκαλιάρης, Βαθουλωμένα μάγουλα, και μακροπροσωπάτος.
Μουστάκι μαύρο και κοντό, δόντια μικρά και σάπια. Μαλλιά μακριά στη ράχη του ριγμένα. Αρρωστιάρης .
Τα μάτια του ήτανε βαθιά χωμένα μες στις κόχες
Και από κει ελάμπανε κι ολοσπιθοβολούσαν.
Κι ως για το χρώμα, μελαψός ήτανε, σαν τους γύφτους
Γι αυτό και του κολλήσανε το παρανόμι "γύφτος". 
Μα τέτοια κρύβονταν ψυχή μέσα σ’ αυτό το σώμα
Που πρότυπο της λεβεντιάς φάνταζε στο λαό μας.

Εκεί, στα Γιάννενα, ο Γιωργής, χρονών τριανταπέντε
Τη Γκόλφο-ν-επαντρεύτηκε, την Ψαρογιαννοπούλου.

Κι άναψ’ ο αγώνας του Αλή με τη μεγάλη Πύλη.
Φτάνει της Πύλης ο στρατός. Ο Αλής πολιορκείται.
Του Βενετσάνου επάτησε τ’ αυλάκι ο Σουλτάνος
Και από κει στων Γιάννενων τα πρώτα σπίτια μπαίνει.
Στα οχτακόσα είκοσι, Αυγούστου εικοσιπέντε
Ο Αλήπασας βάνει φωτιά και καίει την πόλη όλη
Ν’ ανοίξει ο τόπος να μπορούν να ρίχνουν τα κανόνια.
Ο Καραϊσκάκης έκαψε ο ίδιος το Μαρούτσι,
Όπως ελέγαν του Βελή τ’ ωραίο το σαράι.
Μαζί του, μέσα, πολεμάει ο Οόυσσέας Αντρούτσος
Κι απόξω, τών Χαλδούπηδων "σύμμαχοι", ο Τζαβέλας,
Σουλιώτες με το Μπότσαρη, κι Αρματολοί του Ολύμπου.
Τα τρία του Αλήπασα παιδιά που πολεμούσαν,
Πρώτα τα δυό, Σελήμ, Μουχτάρ, και ύστερα ο τρίτος,
Βελής, παραδοθήκανε κι οι τρεις τους στο Σουλτάνο.
Οταν το έμαθε ο Αλής κούνησε το κεφάλι:
"Κρίμα καημένε Αλήπασα. Έχεις γεννήσει κότες ".
Και κάποια μέρα-ν-απ’ αυτές που ’δε τον Καραϊσκάκη
Γενναία όπως πάντοτε να πολεμάει και τότε,
"Πω με παράτησαν ωρέ" του λέει "τα παιδιά μου
Και συ για μένα πολεμάς ωρέ Καραϊσκάκη!".
Δεν του ’πε ο Γιώργης τίποτα, μέσα του είπε όμως:
«Αλήθεια ειν’ ορ’ Αλήπασα πως είσαι παλληκάρι.
Κι αν χούγια έχεις βρωμερά, κι αν τυραννάς τον κόσμο
Μα είσαι παλληκάρι ωρέ. Κρίμα να μη μετράμε
Στον ίδιο νταϊφά κι οι δυό, παρά να είσαι εχθρός μου.
Και χαίρομαι που έπεσες στη λούμπα των Ελλήνων.
Σε σπρώξανε και πόλεμο άνοιξες με την Πύλη.
Μέχρις εδώ καλά ωρέ. Να δούμε παραπέρα.
Οι Φιλικοί ειν’ έτοιμοι. Και ή την Πύλη πάρεις 
Η' τ’ άσπρο το κεφάλι σου το κόψει ο Σουλτάνος,
Οποιος κι αν μείνει, αχαμνός θα ’ναι και ρημαγμένος.
Ωρέ Αλή, συ μια φορά, ’γω δυο φορές μπαμπέσης.
Αλλά το δίκιο είναι μ’ εμέ.Το χώμα μου είναι τούτο.
Κι αν μπρος σου είμαι φίλος σου κι εχθρός είμαι μακριά σου,
Για την Πατρίδα γνοιάζομαι και συ για τη δική σου.
Από τι στράτες η ζωή αλήθεια μας περνάει…
Ως κι υπηρέτες στού εχθρού μας έστειλε το κάστρο-
Ως και νεφέρια του εχθρού μας έκανε η πουτάνα.
Και πόσα κάνει η Λευτεριά ως να ’ρθει τσαλιμάκια…
Χρόνια, αιώνες μας κρατεί κρυμμένη την είδη της.
Και να την ψάχνουμε θωρεί κι αδιάφορα γελάει. 
Α! Σαν γυναίκα όταν τη   βρω θα τη σφιχταγκαλιάσω.
Μα τ’ Αγραφα ήταν πάντοτε λεύτερα. Ε, μη βλέπεις
Αν τάχει ο Τούρκος τώρα πια και κείνα πατημένα
Τώρα κοντά τα πάτησε. Ο Βηλαράς μια μέρα
-Καλή του ώρα, ήτανε ο μόνος απ’ τούς λόγιους
Που τόνε καταλάβαινα-μίλαγε σαν και μένα-
Μου ’λεγε, όταν έσκυβαν οι Ευρωπαίοι στον Τούρκο
Που έλυνε τότε κι έδενε, στ’ Άγραφα βγήκαν Κλέφτες
Που, λέει, αναγκάσανε την Υψηλή την Πύλη
Κι έκανε συμφωνία με μας, τούρκος να μην πατήσει
Στ’ Άγραφα, ούτε στα βουνά, ούτε στους γύρω κάμπους.
Μοναχά τους εδίναμε, λέει, κάτι ψωρογρόσα.
Μπορεί κάνας προπάππους μου να ’τανε τότε Κλέφτης.
Α! Ωρέ Τουρκιά ή φάε με, ή, δόλια μου σε τρώω".

Μα δεν πολέμαγαν γι αυτόν ο Γιώργης κι ο Αντρούτσος
Μον’ την Τουρκιά πολέμαγαν όπου κι αν την εβρίσκαν.
Κι από τα Γιάννενα να βγουν κι οι δυό αποφασίζουν
Για να χτυπήσουν τ’  άσωστα τ’ ασκέρια του Σουλτάνου Και να τους κάνουν τη ζημιά που πιότερο μπορούνε.
Λέει ο Γιώργης στον πασά: "Αν κάποιος πάει έξω
Και κόψει τον εφοδιασμό στο Σουλτανοασκέρι
Εκείνοι θα πεινάσουνε κι η νίκη είναι δική σου".
"Το ξέρω αυτό ωρέ μπίρο μου. Μα ποιός γι αυτό ειν’ άξιος;"
Τον βλέπει λίγο σκεφτικός κι ύστερα "ωρέ μπίρομ,
Μόνον εσύ ’σαι άξιος γι αυτό Καραϊσκάκη".
"Πασά μου ναι, αλλά εδώ έχω τη φαμελιά μου.
Αν πάω δίχως τους, θα λεν πως την κρατάς ρεέμι
Και δε θα με πιστέψουνε ότι δικός τους είμαι".
"Ξέρεις να σκέφτεσαι ωρέ. Παρ’ και τη φαμελιά σου".
Και βγαίνει ο Γιώργης και μαζί χτυπάν με τον Αντρούτσο
Πισώπλατα τη Σουλτανιά.Τής Ευτυχίας η Πύλη
Προστάζει τον Χουρσίτ πασά απ’ τό Μωρηά να φύγει
Ν’ ανέβει και να πάρει αυτός την αρχιστρατηγία
Ενάντια στον Αλήπασα. Φεύγει ο Χουρσίτ κι αφήνει
Χωρίς ασκέρι το Μωρηά στο έλεος των ραγιάδων.
Τόσο πολύ δεν πίστευε κι αυτός, σαν τον Σουλτάνο,
Πως θα μπορούσε ο ραγιάς κεφάλι να σηκώσει.


Η ΦΙΛΙΚΗ, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ

Φαντάζομαι το μυστικό της Φιλικής να εχύθη  
Σαν αγεράκι καθαρό και κρύο απτή Ρωσσία,
Δροσίζοντας καρδιές και νου απ’ όπου κι αν φυσούσε.
Κι οι μυημένοι πούξεραν τι ειν’ χαρά ετούτη
Αχόρταγα ρουφάγανε  το θείο της το μύρο
Κι εκείνοι που δεν ήξεραν ρωτούσαν μεταξύ τους
Κι απόκριση δεν έβρισκαν. Μα νοιώθανε πως κάτι,
Κάτι καινούργιο έρχεται, καλό για την Πατρίδα.
Τα ζα πιό γρηγορα απο πριν άρχισαν να δουλεύουν.
Τ’ αλέτρι μοιάζει πιο λαφρύ στο χέρι του αγρότη.
Ο Τούρκος κι ο Κοτζαμπάσης μες στού ραγιά τα μάτια
Μικρή και πιό αδύναμη φτιάχνουνε τώρα εικόνα.
Γρύλλοι διπλοερωτεύονται μες φυλλωματάκια
Ανθούς πετάν κάτι κλαδιά από χρόνια ξεραμένα
Τα δέντρα δε θροϊζουνε μα λες πως τραγουδάνε
Κι οι πέτρες κακοδέχονται το Τουρκικό το πόδι.
Και μες στη γης, βαθιά βαθιά, κάτου στον Κάτου Κόσμο
Κάτι νεκροί αναδεύονται και αλαφροξυπνούνε
Κι αποθαμάζουν: Τάχα τί τη νάρκη τους ταράζει;
Τί να ’γινε απάνου κει, μεγάλο και καινούργιο
Κι η μάνα γη στις φλέβες της το πήρε και το φέρνει
Μέχρις αυτούς που κείτονταν αιώνες πεθαμένοι
Κι αποζυπνούν και γνιάζονται και νιώθουν λίγο λίγο
Και χαίρονται, και τραγουδούν, λες και σαρκώνουν πάλι;
Κι ανήμποροι να έβγουνε πάλι στον πάνου Κόσμο
Ανοίγουνε μάτια κι αυτιά και νέα περιμένουν.

Βρισκόμαστε στην Οδησσό, οχτακόσα δεκαπέντε.
Ξάνθος Τσακάλωφ και Σκουφάς φτιάχνουν την Εταιρεία.
Κι αρχίζουνε να κατηχούν Ρωσσία, Ευρώπη, Ελλάδα.
Το μυστικό ταξίδευε κι έμπαινε μες σε σπίτια
Και σε παλάτια έμπαινε και μέσα σε καλύβες.
Και εμυούνταν Εμποροι, Στρατιωτικοί, Ναυτίλοι,
Δασκάλοι, Νομικοί, Γιατροί, Γραμματικοί και Λόγιοι,
Φαρμακοποιοί, Δικαστικοί, Πολιτικοί, Πρλξένοι.
Κι έφτασε και στα Γιάννενα. Κι όλοι οπλαρχηγοί μας,
Κι από τους πρώτους μες σαυτούς και ο Καραϊσκάκης,
Εκοινωνήσανε τα’ αγνό κρασί του Εικοσιένα.
Αλλά, ένας Ζακυθηνός, ο Διόγος, πήγε κι είπε
Λέξη προς λέξη στον πασά ό,τι είχε μάθει ως τότε
Για το μεγάλο μυστικό.Του πρόδωσε ακόμα
Κι αυτά της αναγνώρισης τα Φιλικά σημάδια.

Και λέει ο Ιωάννης Φιλήμονας στο "Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρίας", σελ. 321:

"...ήτον όσον παράδοξον, τόσον φρικώδες φαινόμενον ο τρόπος του τυράννου τούτου χειρονομούντος τα σημεία της Εταιρίας".

Ως για το Διόγο έλαβε ό,τι εδικαιούνταν.
Μια μέρα βρέθηκε νεκρός με μαχαιριές γεμάτος,
Χωρίς ποιος τόνε σκότωσε ποτέ κανείς να μάθει.
Ποιος άλλος: Η Επανάσταση, που κιόλας είχε αρχίσει,
Τη δόξα στους αληθινά γενναίους να χαρίζει,
Και στους προδότες θάνατο, ή σαν αυτόν του Διογου,
Ή σαν εκείνον που αυτή, αηδιασμένη όντας,
Στην Ιστορία το έργο αυτό άφησε να στεριώσει.

Καπεταναίοι Ρούμελης και Δυτικής Ελλάδας
Λαβαίνουνε μηνύματα να πάνε στη Λευκάδα.
Στου Γεναριού το μέσασμα του ιερού Κοσιένα
Βρίσκονται εκεί ο Πανουργιάς με τον Καραϊσκάκη,
Ο Βαρνακιώτης, ο Μακρής, Κατσικογιάννης, Κίτσος
Αντρούτσος, Τσόγκας, Στουρναράς, Τομπάζης απ’ την Υδρα.
Ο Καραϊσκάκης πριν ερθεί πήρε τη φαμελιά του
Και στο νησάκι Κάλαμο την άφησε γΐ' ασφάλεια.
Μαζεύτηκαν όλοι λοιπόν στο σπίτι του Ζαμπέλιου,
Του Λευκαδίτη ποιητή κι ένθερμου πατριώτη.
Και στάχτη για να ρίξουνε στα μάτια των Εγγλέζων
Με ορθάνοιχτα παράθυρα και πόρτες του σπιτιού του
Τρώνε και πίνουν, τραγουδούν, χορεύουνε, γελάνε.
Μετά κλειδαμπαρώνονται κι αρχίζουν την κουβέντα.
Μιλάνε γιά Επανάσταση, για Λευτεριά μιλάνε,
Τις όποιες έχει ο καθείς ειδήσεις διασταυρώνουν
Κι αποφασίζουν για να μην ανέτοιμοι βρεθούνε
Η ώρα όταν την Άνοιξη θα έρθεί η μεγάλη
Να δούνε από τώρα τί, τότε καθείς θα κάνει.
Και παίρνουν την απόφαση να μείνουν στη Λευκάδα
Ισα με τις παραμονές της έναρξης του Αγώνα.
Τότε θα φύγει ο Πανουργιάς μαζί με τον Αντρούτσο
Και για την Ανατολική θα πάνε την Ελλάδα
Να τη σηκώσουν στάρματα, ενώ οι άλλοι όλοι
Το ίδιο για τη Δυτική θα κάνουν την Ελλάδα.

Πώς όταν κάποιος γατζωθεί στού πλούτου τίς αρπαγές
Πια και να θέλει δεν μπορεί να λυτρωθεί από κείνες!
Ο,που ο πλούτος τον τραβά εκεί κι αυτός πηγαίνει.
Ξεχνάει φίλους, συγγενείς, ξεχνάει και Πατρίδα
Κι ο μόνος είναι του σκοπός πώς κιάλλο να πλουτίσει.
Αδύναμος ο άνθρωπος βλέπεις, κι ο πλούτος δίνει
Δύναμη σ’ όποιον τον κρατεί. Και όλα του ο πλούσιος
Τα πάθη, με τον πλούτο του μπορεί να τα χορτάσει.
Γιατί αυτή ορίστηκε η μοίρα του ανθρώπου:
Οι πέτρες και τα μέταλλα και τα έγχρωμα χαρτάκια
Να κυβερνάνε τη ζωή και την υπόληψή του.
Όλα σκοτάδι κι άρνηση. Όλα όχι και κατάρα
Στις σχέσεις τις ανθρωπινές παράς αν δεν υπάρχει.
Μα κοίτα όλα πώς όμορφα γίνονται και ωραία
Οταν αστράψει ο χρυσός κι όταν φανεί τ’ ασήμι.
Και ποιος θα είναι τον παρά στα χέρια του που θα ’χει
Κι άλλους θ’ αφήσει θέλοντας να ’ρθούν να του τον πάρουν;
Θα πολεμήσει άγρια με νύχια και με δόντια.
Στού πλούτου του τη δούλεψη θα βάλει το μυαλό του
Για να του πει πώς να φερθεί τον πλούτο του να σώσει.
Ανθρώπους με το χρήμα του το ίδιο θ’ αγοράσει
Και θα τους κάνει όργανα τυφλά της βούλησης του.
Κι ό,τι το δρόμο του εμποδά με βιά θα καταστρέψει.
θα κατακλέψει αδύναμους, θα κρεουργήσει αθώους,
θα ψεμματίσει, θα κλαυτεί, το διχασμό θα σπείρει,
 Και δε θα λείψει ατιμία, βρωμιά και προδοσία
Που να μην κάνει ο πλούσιος, πλούσιος για να μείνει.
Ετσι κι οι Κοτζαμπάσηδες, κι οι Προεστοί, κι οι Αρχόντοι,
Για να μπορέσουν τον παρά που ’χανε να κρατήσουν.
Κι αυτός ο λόγος ήτανε που αντίθετοι σταθήκαν
Στο Σηκωμό, που χτύπησε όχι τον Τούρκο μόνο
Μα και τους Κοτζαμπάσηδες που ’ταν μαζί του ένα.
Και όλοι τους λυσσάξανε με μπαμπεσιά και δόλο
Να σταματήσουν το "κακό"-να πάψουν τον Αγώνα.
Να μην αλλάξει τίποτα στο σύστημα του Κόσμου.
Καλά ήταν οι τσέπες τους γεμάτες με χρυσάφι.
Καλά οι Τούρκοι έκαναν και δούλους μας κρατούσαν.
Ετσι ήτανε από θεού δοσμένο:οι ραγιάδες
Καλά ’καναν κι υπόφεραν, καλά ’ταν κι ας πεινούσαν. Καλά  ’ταν και ο βούρδουλας τους μάτωνε των Τούρκων
Αφού παράδες γέμιε την τσέπη τη δική τους.
Και τώρα κάτι άθεοι θέλανε να χαλάσουν
Την τάξη που βασίλευε  για αιώνες στην Ελλάδα.
Ζηλέψανε τα νιόφαντα τα χούγια της Γαλλίας
Και ζήταγαν ισότητα και λευτεριά οι άθλιοι.
Και πρώτος ο Βελεστινλής. Θράσος που το ’χε αλήθεια
Με το Σουλτάνο-το θεό τον ίδιο-να τα βάλει!
Και ύστερα οι Φιλικοί.Τί άνθρωποι και τούτοι
Να θέλουν σώνει και καλά το Εθνος να σηκώσουν
Κι ενάντια να το παν σε ποιόν; Στον κραταιό Σουλτάνο.
Και λόγια βάνουν στο λαό και όπλα του μοιράζουν.
Μα αν ο λαός στα χέρια του πάρει την εξουσία
Πάμε πια εμείς. Χαθήκαμε. Πάει και ο παράς μας.
Εμείς τι να την κάνουμε τη λευτεριά του Γένους
Αφού όλη μας τη δύναμη θα μας αποστερήσει;

Ο Πουκεβίλ,στο βιβλίο του που βγήκε στο Παρίσι το 1805 με τον τίτλο "Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας", γράφει:
"Οι Ελληνες έχουν τους πιό μεγάλους εχθρούς ανάμεσα τους.Είναι οι Κοτζαμπάσηδές τους, που κυλιούνται μπροστά στα πόδια των Τούρκων και βασανίζουν σκληρά εκείνους που θάπρεπε ν’ αγαπάνε και να παρηγορούν. Με την αναίδεια τους, με την αλαζονεία τους και τη χαμέρπειά τους, που κύρια τους χαρακτηρίζει, βάλανε όρια ανάμεσα σ’ αυτούς και στο Ελληνικό Εθνος. Το διεφθαρμένο γένος τους έχει όλα τα ελαττώματα των δούλων και ικανοποιείται από τις ταπεινώσεις των Τούρκων με τα μονοπώλια, τις συμφεροντολογικές καταδόσεις και τις σιχαμερές καταληστεύσεις. Στην εκκλησία παίρνουν θέση κοντά στο ιερό, κάνοντας επίδειξη της φαρισαϊκής υπεροψίας τους, εξαγοράζοντας την πρωτοκαθεδρία τους αυτή με τίμημα την ευτυχία των συμπατριωτών τους".

Ομως το δέντρο είχε γερές ρίζες στο χώμα δέσει
Και πλέον δε γινότανε για να το ξεριζώσουν.
Και φοβερός πια χείμαρρος εβούΐζε μπροστά τους
Της φτώχειας το ξεχείλισμα, και κρατημό δεν είχε. 
Ήταν τρανή η απόφαση. Και δεν πισωδρομούσε.

"Το πράγμα τέλος πάντων κατήντησεν εις τόσον βαθμόν ενθουσιασμού... ώστε και μυρίας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε τις...", γράφει ο Περραιβδς, "δια να καθησυχάσει την ορμή των Ελλήνων, ου μόνον εκοπίαζεν ματαίως, αλλ’ εκινδύνευεν ακόμα και η ζωή του, επειδή τον ενόμιζαν τουρκολάτρην και μάλιστα πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνον οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες, ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων".



ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ,ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΔΕΣ ΚΑΙ Π.Π.ΓΕΡΜΑΝΟΣ

Ας δούμε τί ετράβηξε ο Δικαίος Παπαφλέσσας
Από τους Κοτζαμπάσηδες, σαν ήρθε στην Ελλάδα
Σταλμένος απ’ τούς Φιλικούς για να την ξεσηκώσει.
Μα ό,τι κι αν του κάνανε δεν ίδρωνε ταυτί του.
Αυτός εκείνο που ’θελε το πέτυχε ως πέρα
Γιατί ο λόγος του δαυλί, και θα γεννήσει φλόγες.
όπου και Κοτζαμπάσηδες θα κάψουνε και Τούρκους.  
Ο πρώτος του ήτανε σταθμός οι Σπέτσες και η Υδρα.
Οταν τους λέει να ’τοιμαστούν γιατί λεφτασε η ώρα
Του λέγαν ότι χάζεψε και λέει παλαβομάρες.
Κι όταν αυτός στη γνώμη του με πάθος επιμένει
"Τότε" του λεν "δεχόμαστε κι εμείς να σηκωθούμε
Οταν θα έχει χαλαστεί η Τούρκικη αρμάδα".
Πάλι καλά δε ζήτησαν προτού να σηκωθούνε
Να ’ναι η Κωσταντινούπολη Ελληνική. Ας είναι.
Μετά από κεί ο "τρελόπαπας", όπως τόνε φωνάζαν
Τοιμάζεται για το Μορηά. Οταν αυτό το μάθαν
Οι Μωραΐτες Προεστοί, κόπηκε η χολή τους.
Γιατί πολλά είχαν ακουστεί γι αυτόν τον Παπαφλέσσα.
Πως είχε πάρει τ’ άρματα στο χέρι του ο ίδιος
Και χτύπαγε ό,που έβρισκε τους Τούρκους. Και ακόμα
Οτι με της Μονεμβασιάς τα ’βαλε το Δεσπότη.
"Αν ειν’ αυτός χαθήκαμε" λέγανε μεταξύ τους.
Βάζουν λοιπόν ανθρώπους τους στα μέρη τα παράλια.
 Μα το μυρίστηκε ο παπάς και πάει και ξεμπαρκάρει
Μέσα στ’ Ανάπλι όπου Τούρκοι μονάχα εκατοικούσαν.
Μασκαρεμένος μια σε μπέη και μία σε ζητιάνο
Ξεφεύγει τις κακοτοπιές και πάει για το Αργος
Και το Νικήτα Φλέσσα εκεί βρίσκει, τον αδερφό του
Που Κλεφτοκαπετάνευε σε κείνα εκεί τα μέρη.
 Μαθαίνει πως οι Προεστοί θέλουν με κάθε τρόπο
Να τον μποδίσουν στο σκοπό που ’χε να ξετελειώσει.
Εφτά μαζί του παίρνοντας τότε αρματωμένους
Τραβάει και πάει στην Κόρινθο, και από κει μηνάει Στ’ αρχοντιλίκια του Μορηά να πα’ να τόνε βρούνε
Γιατί τους φέρνει μήνυμα του ίδιου του Υψηλάντη.
Εκείνοι δεν πηγαίνουνε, και του μηνάν εκείνος
Να πάει και να τους εβρεί στο Αίγιο-στη Βοστίτσα.
Πάει με τα παλληκάρια του ο Φλέσσας και τους δείχνει
Τα πληρεξούσια γράμματα που ’χε απ’ τον Υψηλάντη
Και που οριζόταν στο Μορηά "άλλο του εγώ" με κείνα.
Και τους διαβάζει διαταγές γραφτές του Υψηλάντη
Να του τοιμάσουν στράτευμα χιλιάδες εικοσπέντε.
Τα’ ακούει ο Παλαιών Γιατρών και οι Κοτζαμπασήδες
Κι ολόρθες τους σηκώνονται της κεφαλής οι τρίχες.
Λύνεται η συμμάζωξη κι οι Προεστοί το βράδυ
Μαζεύονται και συμφωνούν να πουν στο Φλέσσα "όχι".
Την άλλη μέρα μάζωξη καινούργια. Ο Δεσπότης
Παλαιών Πατρών ο Γερμανός, βάζει στον Παπαφλέσσα
Εντεκα ερωτήματα που ικανό καθένα
Ητανε να τορπιλιστεί κι η σκέψη του Αγώνα.
Ας πούμε: "τί θα κάνουμε αν Αγγλία και Αυστρία
Πόλεμο μας κηρύξουνε;"  ή: "έχει. συμφωνήσει
Ολόκληρο πάνω σ’ αυτό, το Εθνος;" Λες πως κιόλας
Γίναμε κράτος κι η Αγγλία πόλεμο μας κηρύττει
Η λες πως κάθε Ελληνας έπρεπε -όλου του Κόσμου-
Να έχει κάνει δήλωση πως συμφωνεί με τούτα.
Αλλά ο Παλαιών Πατρών κι άλλη είχε μια αιτία
Που πήγαινε αντίθετα στο Φλέσσα. Είχε τη ζήλεια.
Και ποιος να τ’ ακουγε: αυτός, ένας κοτζάμ Δεσπότης
Να δέχεται προστάγματα από αρχιμανδρίτη-
Γιατί ετούτο τον βαθμό είχε ο Παπαφλέσσας.
Ακουσε τα ρωτήματα ο Φλέσσας και σε όλα
Απάντησε με ψέμματα-τί άλλο να ’χε κάνει-
Και σ’ όλα καθησύχασε τον πονηρό Δεσπότη.
Μετά μίλησε ο άρχοντας Αντρέας ο Ζαΐμης.
Είπε πως όλα όσα άκουσαν από τον Παπαφλέσσα
Ηταν «μπερμπάντικα σχεδόν, άστατα, απελπισμένα,
Στασιαστικά κι ιδιοτελή", και πως νωρίς ακόμα
Είναι για τετια πράγματα (Τί καρτερούσε τάχα;
Ποια ώρα πιο κατάλληλη θα έβρισκε από κείνην;)
Κι όλοι μαζί του συμφωνούν. Μα τον πιο κρύφιο φόβο
Που ένιωθαν οι Προύχοντες, ο Σώτος Χαραλάμπης
Μιλώντας τον φανέρωσε ύστερα απ’ τον Ζαΐμη.
"Εγώ πιστεύω" είπε αυτός "όσα μας είπε ο Φλέσσας
Κι ακόμα περισσότερα. Μα σα χαθούν οι Τούρκοι
Τότε με μας τί γίνεται; Πού θα παραδοθούμε;
Ποιόν θα ’χουμεν ανώτερο; Αφού πάρει τα όπλα,
Κανένα πλέον ο ραγιάς δε θα μας έχει φόβο
Και ούτε θα μας σέβεται κι ούτε θα μας ακούει.
Θα πέσουμε στα χέρια αυτών που ούτε το πηρούνι
Δεν ξέρουν να κρατήσουνε. Καλλιώρα σαν και τούτον"
Και δείχνει με το χέρι του τον Φλέσσα το Νικήτα.
Κι αποφασίζουν όλοι τους σε μοναστήρι μέσα
Να κλείσουν τον "τρελόπαπα"  για να σιγουρευτούνε.
"Ο,τι κι αν λέτε δεν τ’ ακώ!" τους λέει ο Παπαφλέσσας.
θα γίνει η Επανάσταση είτε το θέτε ειτ’ όχι.
Εγώ επήρα προσταγή από τον Υψηλάντη
Να ξεσηκώσοο το λαό, και θα τον ξεσηκώσω".
Ρίχνει το βλέμμα ολόγυρα κι ύστερα συνεχίζει:
"Κι όποιον ξαρμάτωτο θα βρουν οι Τούρκοι,ας τον κόψουν".
Πετιέται πάνω ο Πατρών κι αρχίζει να τον βρίζει:
"Εισαι ένας εξωλέστατος. Αρπαξ κι απατεώνας".
Τους άφησε να ωρύωνται και φεύγει. Δεν τολμούσαν
Βλέπεις να τον αγγίξουνε, γιατί τόνε φύλαγαν
Οι εφτά που τον παράστεκαν δικοί του, αρματωμένοι.
Και αλωνίζει το Μωρηά.Φώναζε ι. Εμψυχώνει.
Ενθουσιάζει το λαό και τον καλεί στα όπλα.
Και ο λαός δε γύρευε και δεύτερη κουβέντα.
Αυτός ήταν ο Κλήρος μας, αυτοί κι οι προύχοντες μας-Ενάντιοι σ’ Επανάσταση, στη Λευτεριά ενάντιοι.
Κι εκτός απ’ τών Φαναριωτων την άτιμη την κλίκα
Και των Τούρκων το συρφετό και τόσα άλλα ενάντια,
Είχε κι αυτούς της Καλογριάς ο Γιος ν’ αντιπαλαίψει
τις τύχες σαν στα χέρια του επήρε της Ελλάδας.
Γιατί κάθε κατόρθωμα και νίκη του σε μάχη
Ήτανε μία μαχαιριά στο ίδιο το κορμί τους.


ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΞΠΑΝΛΣΤΑΣΗ

Ομως αλλιώς τα πράγματα οι Ελληνες τα βλέπαν
Οι αληθινπί, που υπόφεραν απ’ τό ζυγό των Τούρκων.
Να μάθει ότι αρχηγός εμπήκε ο Υψηλάντης
Ο λαός δεν εκρατιότανε.Ο Καρατζάς στην Πάτρα
Παίρνει την πόλη κι έκλεισε τους Τούρκους μες στο κάστρο.
Δυο μέρες ύστερα απ’ αυτό, στις εικοστρείς του Μάρτη
Δικαίος και Γέρος του Μωρηά μπαίνουν στην Καλαμάτα.
Μεταπαυτά και άλλο μη μπορώντας πια να κάνουν
Οι Κοτζαμπάσες του Μωρηά μπήκανε στον Αγώνα.
Ας δούμε τί έγινε αλλού: οι Φιλικοί στις Σπέτσες
Με Γιώργη Πάνου αρχηγό, πείθουνε τους αρχόντους
Και ανεβάζουν Λευτεριάς παντιέρα στα καράβια.
Και όταν κάποιο απ’ αυτά για τα Ψαρά τραβάει,
χωρίς καμμιά οι ψαριανοί αντίθετην ιδέα
Μπαίνουν με τα καράβια τους κι εκείνοι στον Αγώνα.
Στην Υδρα, οι πλούσιοι άρχοντες ούτε ν’ ακούσουν θέλαν
Για Επανάσταση. Γι αυτούς ο Ιμπραήμ Σουλτάνος
Ο "βασιλιάς" τους ήτανε, κι ήταν πιστοί σε κείνον
Και στα προνόμια που αυτός τους είχε χαρισμένα.
Οι Πρόκριτοι απ’ τό Μωρηά τους γράφουν και τους λένε:
"Μόλο που δεν το θέλαμε, το Κίνημα εγίνει, 
Κι ας ήτανε παράκαιρο. Κι όταν οι Τούρκοι σφάζουν
Δε θα κοιτάξουνε να δουν ποιός τα ’θελε-ποιός όχι.
Γι αυτό κι εσείς πράξτε σωστά:στα όπλα σηκωθήτε".
Αλλ’ αν δεν εβρισκότανε ο Αντώνης Οικονόμου
Μαζί με άλλους Φιλικούς για να τους αναγκάσει,
Ακόμα αξεσκλάβωτη θα ήτανε η Υδρα.
Γιατί σαν είδαν οι άρχοντες πως ο λαός σηκώθη
θέλανε να το σκάσουνε μαζί  με τα λεφτά τους.

(συνεχίζεται)