Λυπημένος.
Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι, το κεφάλι σκυφτό,
με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.
Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
ξαναπαίρνοντας τη ζωηρή και ευκίνητη περπατησιά του,
τι άλλο θ' απόμενε από τη λύπη του παρά,
μια υπόσχεση να ξαναβρεθεί μαζί της
μετά την αναχώρηση του επισκέπτη;
Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης-
είναι αυτή λύπη;
Όχι. Η λύπη είναι η στάμπα του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.
Μ’ ένα θαμπό βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο.
Οι ώμοι κυρτωμένοι, το κεφάλι σκυφτό,
με μια νωθρότητα ποτισμένο το κορμί του όλο.
Αν τώρα
όταν ένας ξένος εμφανιζόταν
αυτός σήκωνε το κεφάλι
ξαναπαίρνοντας τη ζωηρή και ευκίνητη περπατησιά του,
τι άλλο θ' απόμενε από τη λύπη του παρά,
μια υπόσχεση να ξαναβρεθεί μαζί της
μετά την αναχώρηση του επισκέπτη;
Λυπημένος ώσπου να 'ρθει ένας επισκέπτης-
είναι αυτή λύπη;
Όχι. Η λύπη είναι η στάμπα του θανάτου
πάνω στα πρόσωπα των ζωντανών.