ΗΤΑΝ Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ
(της κυρίας Ρωρερκάρ)
Ήταν η χαρά μου
κι ήταν η ελπίδα.
Όταν με θωρούσε
μ’ έφεγγε μια αχτίδα.
Σα με συναντούσε
κι έλεε καλησπέρα,
χάνονταν το σκότος
κι έλαμπε η μέρα.
Κι είτε με τη φόρμα
ή έβαζε φουστάνι,
λες για με ντυνόταν-
για να με τρελάνει.
Και τα σταυρωτά της
πάντοτε χεράκια
τη ζωή μου ήταν
που’τρωγαν γεράκια.
Σα μου εμιλούσε
άγγελοι με ζώναν
κι όταν μου γελούσε
μου ΄λυναν τα γόνα.
Στην καρδιά μου μέσα
ήτανε κλεισμένη-
κείνη τη χτυπούσε
ζωντανή να μένει.
Μου ΄λεε καλημέρα,
ζούσα για ένα μήνα.
Δε με χαιρετούσε,
μ’ έστελνε στο μνήμα.
Σαν απ’ του σπιτιού της
πέρναγα την πόρτα
τι να πρωταγγίξω
δε νογούσα πρώτα-
το χαλκωματένιο
πόμολο που λάμπει;
τ’ άπονο το ξύλο
με τα λάγνα θάμπη;
Κι ο κυρ-Παναγιώτης
να μου λέει γι αυτήνε
πως γυναίκα τάχα
καθώς όλες είναι.
Μα για μένα αθέρας
ήτανε και μέλι
κι ό,τι με τρυπούσε
του έρωτά της βέλη.
Κι έτσι επερνούσε
η άχαρη ζωή μου
τη χαρά να παίρνει
και την εμπνοή μου
και να μη τα στέλλει
διόλου πάλι πίσω
μήπως και μπορέσω
λίγο για να ζήσω.
(της κυρίας Ρωρερκάρ)
Ήταν η χαρά μου
κι ήταν η ελπίδα.
Όταν με θωρούσε
μ’ έφεγγε μια αχτίδα.
Σα με συναντούσε
κι έλεε καλησπέρα,
χάνονταν το σκότος
κι έλαμπε η μέρα.
Κι είτε με τη φόρμα
ή έβαζε φουστάνι,
λες για με ντυνόταν-
για να με τρελάνει.
Και τα σταυρωτά της
πάντοτε χεράκια
τη ζωή μου ήταν
που’τρωγαν γεράκια.
Σα μου εμιλούσε
άγγελοι με ζώναν
κι όταν μου γελούσε
μου ΄λυναν τα γόνα.
Στην καρδιά μου μέσα
ήτανε κλεισμένη-
κείνη τη χτυπούσε
ζωντανή να μένει.
Μου ΄λεε καλημέρα,
ζούσα για ένα μήνα.
Δε με χαιρετούσε,
μ’ έστελνε στο μνήμα.
Σαν απ’ του σπιτιού της
πέρναγα την πόρτα
τι να πρωταγγίξω
δε νογούσα πρώτα-
το χαλκωματένιο
πόμολο που λάμπει;
τ’ άπονο το ξύλο
με τα λάγνα θάμπη;
Κι ο κυρ-Παναγιώτης
να μου λέει γι αυτήνε
πως γυναίκα τάχα
καθώς όλες είναι.
Μα για μένα αθέρας
ήτανε και μέλι
κι ό,τι με τρυπούσε
του έρωτά της βέλη.
Κι έτσι επερνούσε
η άχαρη ζωή μου
τη χαρά να παίρνει
και την εμπνοή μου
και να μη τα στέλλει
διόλου πάλι πίσω
μήπως και μπορέσω
λίγο για να ζήσω.