Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

ΗΤΑΝ Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ
(της κυρίας Ρωρερκάρ)

Ήταν η χαρά μου
κι ήταν η ελπίδα.
Όταν με θωρούσε
μ’ έφεγγε μια αχτίδα.

Σα με συναντούσε
κι έλεε καλησπέρα,
χάνονταν το σκότος
κι έλαμπε η μέρα.

Κι είτε με τη φόρμα
ή έβαζε φουστάνι,
λες για με ντυνόταν-
για να με τρελάνει.

Και τα σταυρωτά της
πάντοτε χεράκια
τη ζωή μου ήταν
που’τρωγαν γεράκια.

Σα μου εμιλούσε
άγγελοι με ζώναν
κι όταν μου γελούσε
μου ΄λυναν τα γόνα.

Στην καρδιά μου μέσα
ήτανε κλεισμένη-
κείνη τη χτυπούσε
ζωντανή να μένει.

Μου ΄λεε καλημέρα,
ζούσα για ένα μήνα.
Δε με χαιρετούσε,
μ’ έστελνε στο μνήμα.

Σαν απ’ του σπιτιού της
πέρναγα την πόρτα
τι να πρωταγγίξω
δε νογούσα πρώτα-

το χαλκωματένιο
πόμολο που λάμπει;
τ’ άπονο το ξύλο
με τα λάγνα θάμπη;

Κι ο κυρ-Παναγιώτης
να μου λέει γι αυτήνε
πως γυναίκα τάχα
καθώς όλες είναι.

Μα για μένα αθέρας
ήτανε και μέλι
κι ό,τι με τρυπούσε
του έρωτά της βέλη.

Κι έτσι επερνούσε
η άχαρη ζωή μου
τη χαρά να παίρνει
και την εμπνοή μου

και να μη τα στέλλει
διόλου πάλι πίσω
μήπως και μπορέσω
λίγο για να ζήσω.