Σα με τραβά η στενοχώρια
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
και αχρηστεύεται ο ηθμός.
Αμέσως τότε εγώ ξεχύνω
πα’ στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
το νου με κάτι δροσερό.
Το δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που με σε όσο αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.
Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.
Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη, προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.
και με κατέχει ο θυμός
της φαντασιάς στενεύουν τα όρια
και αχρηστεύεται ο ηθμός.
Αμέσως τότε εγώ ξεχύνω
πα’ στο χαρτί το καθαρό
ποτάμια γράμματα, να πλύνω
το νου με κάτι δροσερό.
Το δροσερό εδώ οι λέξεις
που σαν παιδιά χοροπηδούν
και που με σε όσο αντέξεις
δε σώνουν να παιζογελούν.
Σιγά οι ιδέες ξανανιώνουν
και αποδιώχνονται οι καημοί
και πάλι οι σκέψεις ξεδιπλώνουν
πάλι καπνίζουν οι βωμοί.
Κι από τον πόνο απομένει
κι εκείνη μόλις αισθητή
μικρή μια θλίψη, προορισμένη
κι αυτή γοργά να ξεχαστεί.