Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΣΤΕΦΑΝΟ» ΤΟΥ ΜΕΛΕΆΓΡΟΥ
(συνεχεια ΦΙλΟΔΗΜΟΥ)

4.

-Γεια σου.
-Γεια σου και σένανε.
-Ποιο είναι τ' όνομά σου;
-Εσένανε;
-Περίεργη μην είσαι.
-Και συ είσαι.
-Είσαι κλεισμένη;
-Πάντοτε, με κείνον που του αρέσω.
-Τι θάλεγες για σήμερα να τρώγαμε παρέα;
-Αν θέλεις.
-Θέλω και πολύ.
-Και πόσο θα στοιχίσει;
-Μπροστά δε θέλω τίποτα.
-Παράξενο.
-Αν όμως είμαι καλή, ανάλογα κρίνε και πλήρωσε με.
-Μ' αρέσει αυτό. Πού θα σε βρω όταν θα σε γυρέψω;
-Εκεί είναι το σπίτι μου.
-Ποια ώρα θάσαι σπίτι;
-Την ώρα συ που θάθελες.
-Το θέλω τώρα.
-Πάμε.



ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ 

Δε μου αρέσει το κρασί, μα αν θες να με μεθύσεις
δέχομαι, πρώτα αν εσύ, πριν μου προσφέρεις γέψεις
γιατί αν τα χειλάκια σου το κύπελλο αγγίσουν
δύσκολο τη συνήθεια μου πια θα ’ναι να κρατήσω
και κέρασμα τόσο γλυκό να θέλω να το χάσω.
Γιατί εκείνο, το φιλί που πήρε από σένα,
μαζί του κουβαλώντας το σε μένα θα το φέρει
και θα μου πει πόσο γλυκά τα χείλη σου φιλούνε.








ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΑΡ10Υ

1.
Γλυκό είναι το χαμόγελο φίλοι μου της Λαΐδας,
Γλυκό το δάκρυ των ματιών που ό,τ ι θωρούνε χαίρει.
Χτες, δίχως λόγο κι αφορμή έγειρε το κεφάλι
Κι ενώ πάνω στον ώμο μου το είχε ακουμπισμένο
Ν' αναστενάζει άρχισε και παραπονεμένα
Να κλαίει.Την εφίλησα. Σαν δροσερής πηγούλας
Νεράκι ήταν τα δάκρυα που μούσμιξαν το στόμα.
Κι όταν τη ρώτησα "για ποιου τη χάρη δάκρυα χύνεις;"
"Για σένα" μου άπαντησε."Φοβάμαι μη μου φύγεις
Γιατί οι άντρες τον πατούν τον όρκο της αγάπης".


2.
Ας βγάλουμε μικρούλα μου τα ρούχα που μας ντύνουν
Κι    η γύμνια σου κι η γύμνια μου η μια την άλλη ας σμίξουν
Κι ας σμίξουμε τα μέλη μας κάτω στη γη πεσμένοι.
Κι ανάμεσα μας τίποτα. Γιατί αυτό το ρούχο
Το    αλαφρό που συ φοράς, παχύτερο απ' το τείχος
Μου μοιάζει της Σεμίραμις. Ας σμίξουνε τα στήθη.
Ας σμίξουνε τα χείλη μας.Τα άλλα η σιωπή μου
Ας κρύψει-απεχθάνομαι την αθυροστομία.


3.
Μου είναι προτιμότερη Φίλλινα μια ρυτίδα
δική σου, πάρα τον οπό να ’χω της ήβης όλης.
Και θέλω περισσότερο στα χέρια μου να νιώθω
Τα δυο εγώ που κρέμονται βαριά βαριά σου μήλα
Παρά τον όρθιο το μαστό της νέας ηλικίας.
Γιατ' είναι το Φθινόπωρο πι' όμορφο το δικό σου
Από κεινής την Ανοιξη. Και ο δικός σου είναι
Χειμώνας πιο θερμός παρά το καλοκαίρι άλλων.



4.
Τα μάτια σου είναι Χαρικλώ
Βαριά από τον πόθο
Που ξεφυσάει μέσα τους.
Άγρια τα μαλλιά σου.
Της ρόδινης σου της παρειάς
Η λάμψη έγινε ωχρότη.
Το σώμα σου παράλυτο.
Κι αν μεν όλη τη νύχτα
Σώμα με σώμα πάλευες
Γι αυτό τα ’παθες τούτα,
Τότε κάθε άλλη ξεπερνά
Η ευτυχία εκείνου
Που αγκαλιά σε κράτησε
Στα δυό του χέρια μέσα.
Αν όμως κι ένας έρωτας
Θερμός σε λιώνει, τότε
Ετσι λιωμένη έλα σε με.

5.
Τ' ακοίμητο ξεφεύγοντας της μάννας της το βλέμμα
δυό μήλα ροδοκόκκινα μούδωσ' η ωραία κόρη.
Ομως τα μήλα κόκκινα κρυφά τα είχε βάψει
Με του έρωτα την κόκκινη και μαγεμένη φλόγα.
Και καίγομαι ο δύστυχος μές στη φωτιά τους όλος.
Κι αντί τα δύο στήθια της-θεοί-μέσα κρατάω
Στα άπρακτα τα χέρια μου μονάχα δύο μήλα.


6.
Αν κούκλα μου μου τάδωσες σα σύμβολο τα μήλα
Των δυό μαστών σου, τότε αυτό με κάνει ευτυχισμένον.
Αν όμως όχι, άδικη είσαι και να το ξέρεις.
Γιατί ενώ μου άναψες φωτιά αγάπης λάβρα
δε μου τη σβεις. Μα την πληγή του Τηλεφου είχε γιάνει
Εκείνος που την άνοιξε. Και συ μη θες μωρό μου
Σ' όσα πικρά ’χω βάσανα να μου προστέσεις κι άλλα.




ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ

1.
Δημήτριε στην αγορά πήγαινε ν' αγοράσεις
Απ’ τον Αμύντα ρέγγες τρεις και γοπαδάκια δέκα.
Πάρε κι εικοσιτεσσερες (αυτός να στις μετρήσει)
Φρέσκες γαρίδες. Και μετά αμέσως να γυρίσεις.
Πράε κι απ' του Θαβόριου έξι ματσάκια ρόδα.
Κι απ' της Τρυφέρας σαν περνάς, πες της ναρθεί κι εκείνη.


2.
Νύχτα χει μώνα-ατέλειωτη. Μισός ακόμα μένει
Δρόμος στην Πούλια να κρυφτεί, κι εγώ να βολοδέρνω
Με τη βροχή να με χτυπά, στην πόρτα της απέξω-
Της άπιστης, που ο πόθος της μ' έχει καταπληγώσει.
Γιατί δεν ήταν Έρωτα βέλος αυτό που η Κύπρις
Μού πέταξε, αλλά  απονιάς πυρακτωμένο βέλος.


3.
Μπροστά σε σένα τρεις φορές
ορκίστηκε, λυχνάρι
πώς θάρθει η Ηράκλεια.
Δεν ήρθε. Αν λυχνάρι
είσαι θεός, την άπιστη
Τιμώρησε την όταν
Το φίλο μες στο σπίτι της
Θα ’χει, κι ενώ θα παίζουν
Σβήσου, και πια μην τους φωτάς.


4.
Είναι γλυκό να ξεδιψάς με χιόνι μες στο θέρος.
Είναι γλυκό, όταν θα δεις, σαν έβγει ο χειμώνας
Τα πρώτα τ’ ανοιξιάτικα στεφάνια. Αλλά απ' όλα
Το πιο γλυκό ειν' όταν μια τους δυο κουβέρτα κρύψει
Τους εραστές-κι αυτοί μαζί την Αφροδίτη υμνούνε.


5.
Μα η πλεξίδα της Τιμώς και να της Ηλιοδώρας
Το σάνταλο. Νά η 'υωδιαστή ξώπορτα του Τιμάριου.
Να της Αντίκλειας τ’ όμορφο της γλυκομάτας γέλιο
Και μα τα φρεσκομάζευτα της Δωροθέας τ' άνθη.
Δεν έχει σαϊτες φτερωτές πια η φαρέτρα σου Ερω:
Πά' στην καρδιά μου όλα σου τα βέλη τα ’χεις ρίξει.


6.
Ναι μα τα ερωτιάρικα,τα ομορφοπλεγμένα
Σγουρά μαλλάκια της Τιμώς. Μα της Δημώς το σώμα.
Μα της Ιλιάδας τα γλυκά παιχνίδια της αγάπης.
Μα τ' άγρυπνο λυχνάρι μου που τόσα με το φως του
Ξενύχτια μου εφώτισε, λίγη μου έχει μείνει
Ερω, ψυχή στα χείλη μου. Μ' αν είναι ορισμός σου
Με μια σου λέξη μοναχά κι αυτήνε τήνε φτύνω.
7
Τα δάκρυα πριν που έχυνε και τους καυμούς που ετράβα
Πολύ καλά γνωρίζοντας μου λέει η καρδιά μου:
"Από τον πόθο μακριά φύγε της Ηλιοδώρας".
Λέει αυτή. Μα δύναμη δεν έχω εγώ να φύγω.
Γιατί αυτή, η αναιδής, ενώ με συμβουλεύει,
Την ίδια ώρα που αυτά μου λέει, τη λατρεύει.


8.
Τιμάριον, φλόγα η ματιά, ξόβεργα το φιλί σου
κι όποιον κοιτάξεις τόνε καις, κι όποιον φιλήσεις 'χάθη.


9-
Κέρνα,και πάλι "στην υγειά" λέγε της Ηλιοδώρας.
Πάλι και πάλι λέγε το. Και το γλυκό όνομά της
Με το κρασί ανακάτευε. Και με στεφάνωσέ με
Με το στεφνι που αυτήν θυμίζει. Μαραμένο
κι αν είναι, με αρώματα ειν' όμως ποτισμένο.
Τους αγαπούν τους εραστές-γιά δες-τα ρόδα: κλαίνε
που σ' αγκαλιά τη βλέπουνε άλλη από τη δική μου. 



10.

Απ’ το θρασύ πληγώθηκα το νάζι της Φιλαίνιο.
Και ας μη φαίνεται η πληγή. Ως μέσα στο μεδούλι
Φτάνει ο πόνος. Έρωτες, χάνομαι, πάω, πεθαίνω.
Γιατί καθώς επήγαινα για ύπνο προς το σπίτι
Να! Ετσι ανέμελα, έρωτα, έκανα με μια πόρνη.
Μα τώρα ξέρω: χτύπαγα την πόρτα έτσι του Αδη.


11.
Ητανε νύχτα και βροχή. Και το κακό το τρίτο
Του Έρωτα ήταν το κρασί. Βοριάς φύσαγε κρύος,
Κι εγώ μονάχος. Ο καλός ο Μόσχος νίκησε όμως.
Κι αυτά στο Δια φώναξα βρεγμένος όπως ήμουν:
«Και σένα έτσι σου εύχομαι να τριγυρίζεις, δίχως
Μιά πόρτα νάβρεις για να μπεις. Ως πότε έτσι Δία; Δία, σταμάτα φίλε μου. Έχεις και συ αγαπήσει.»