ΣΤΙΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΕΑΣ
Όταν πέθανε η γάτα του Μπούλη
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
που και ποντίκια κι ερπετά
μακριά εκράτα;
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;
Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που σα γυναίκες θάμαστε
χωρίς τον Μπούλη;
Ποιόν θα ταΐζει η γιαγιά;
Στα πόδια μας ριγώντας
για ώρες ποιος θα τρίβεται
το σώμα του λυγώντας;
Σε τόσα μπρος ποιος άτομα
στητός θα καμαρώνει;
Ποιος το παχύ στο πάτωμα
κορμί του θα ξαπλώνει;
Ποιος μ’ ένα "νιάου" ναζιάρικο-
ποιος μ’ ένα λάγνο βλέμμα
κι ύφος παραπονιάρικο
θα μας ανάβει το αίμα;
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;
Ποιον τώρα ο Μήτσος δυνατά
θα πιάνει από τη ράχη
και αψηλά θα τον κρατά
κι ανάγκη αυτός δε θα ’χει;
Έφυγε η γάτα. Εκεί ψηλά
θεέ μου που θα πάει
έτσι όπως πέρναγε καλά
εδώ, κι εκεί ας περνάει.
Ας έχει κήπο με πουλιά
ένα ζεστό κονάκι
σπίτι στρωμένο με χαλιά
και πάντοτε φαγάκι.
Και, θε, στον νεροχύτη Σου
άστηνε ν’ ανεβαίνει
να πίνει από τη βρύση Σου:
έτσι ήταν μαθημένη.
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
δεσπόζουσα κι αγέρωχη
που επερπάτα;
Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που όλοι της σαγήνης του
ήμασταν δούλοι;
Και τώρα πώς θα ζήσουμε
χωρίς ψιφίνα
που σαν Ελλάδα θα ’μαστε
χωρίς Αθήνα;
Όταν πέθανε η γάτα του Μπούλη
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
που και ποντίκια κι ερπετά
μακριά εκράτα;
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;
Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που σα γυναίκες θάμαστε
χωρίς τον Μπούλη;
Ποιόν θα ταΐζει η γιαγιά;
Στα πόδια μας ριγώντας
για ώρες ποιος θα τρίβεται
το σώμα του λυγώντας;
Σε τόσα μπρος ποιος άτομα
στητός θα καμαρώνει;
Ποιος το παχύ στο πάτωμα
κορμί του θα ξαπλώνει;
Ποιος μ’ ένα "νιάου" ναζιάρικο-
ποιος μ’ ένα λάγνο βλέμμα
κι ύφος παραπονιάρικο
θα μας ανάβει το αίμα;
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;
Ποιον τώρα ο Μήτσος δυνατά
θα πιάνει από τη ράχη
και αψηλά θα τον κρατά
κι ανάγκη αυτός δε θα ’χει;
Έφυγε η γάτα. Εκεί ψηλά
θεέ μου που θα πάει
έτσι όπως πέρναγε καλά
εδώ, κι εκεί ας περνάει.
Ας έχει κήπο με πουλιά
ένα ζεστό κονάκι
σπίτι στρωμένο με χαλιά
και πάντοτε φαγάκι.
Και, θε, στον νεροχύτη Σου
άστηνε ν’ ανεβαίνει
να πίνει από τη βρύση Σου:
έτσι ήταν μαθημένη.
Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
δεσπόζουσα κι αγέρωχη
που επερπάτα;
Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που όλοι της σαγήνης του
ήμασταν δούλοι;
Και τώρα πώς θα ζήσουμε
χωρίς ψιφίνα
που σαν Ελλάδα θα ’μαστε
χωρίς Αθήνα;