ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα.
Σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.
Μας ελέγαν πως όποιος εκεί μέσα κοιτούσε
θε΄ να έβγαινε μέγα ένα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φριχτά θα τον πήγαινε μέρη.
Την ημέρα δειλά το επλησίαζα λίγο
μα το βράδυ κοντά του αν βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
κι από φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.
Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ' το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη.
Το πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντικρίζω να χάσκει εμπρός μου.
Και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου.
Κι ως για με, τώρα πια για μεγάλος μετράω.
Ήταν ένα βαθύ χωματένιο πηγάδι
με τα χείλη σκληρά, ξεραμένα.
Σαν την πύλη μου έμοιαζε του Άδη
και θανάτου ιδέες και σκέψεις μου εγέννα.
Μας ελέγαν πως όποιος εκεί μέσα κοιτούσε
θε΄ να έβγαινε μέγα ένα χέρι
που εντός του σφιχτά θα τον κλειούσε
και σε κάποια φριχτά θα τον πήγαινε μέρη.
Την ημέρα δειλά το επλησίαζα λίγο
μα το βράδυ κοντά του αν βρισκόμουν
εβιαζόμουν μακριά του να φύγω
κι από φόβο κοντά στους μεγάλους κρυβόμουν.
Ένα κρύο πρωί με μανία που φυσούσε
την "τρελή" βρήκαν μέσα πνιγμένη-
από μπρος δε θα ξαναπερνούσε
απ' το σπίτι μας πάλι στα μαύρα ντυμένη.
Το πηγάδι αυτό κάθε πρωί που ξυπνάω
αντικρίζω να χάσκει εμπρός μου.
Και χιλιάδες τα χέρια του κόσμου.
Κι ως για με, τώρα πια για μεγάλος μετράω.