Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Ι
ΤΡΙΠΟΛΗ 6
Γιωργία, το καλοκαίρι έφυγε. Το Φθινόπωρο δείχνει τα νεογιλά του δόντια που δαγκώνουν ύπουλα, η πόρτα του μπαλκονιού αφήνει πια νηστικά τα βραδινά κουνούπια, το δέρμα μας έπαψε να ακουμπάει στο σεντόνι, η ηλεκτρική σόμπα μισοξυπνάει από τον θερινό λήθαργό της ανοίγοντας για λίγο και ξανακλείνοντας τα τσιμπλιασμένα της μάτια. 
Έρχεται ο καιρός που θα κλειστούμε στο σπίτι μας καθένας. Εσύ θα έχεις κάνει την εγχείρησή σου, ενώ εγώ παλεύοντας με τα μετεγχειρητικά δικά μου θα συνεχίζω να γράφω τις θύμησες και τις δυστυχίες της ζωής μου σε τούτο τον υπολογιστή.
Τρίπολης λοιπόν συνέχεια.  
Δέκα χρονών όντας, δεν ξέρω ποιος επέμενε και βρέθηκα μια Κυριακή στο Κατηχητικό του Αγίου Βασιλείου παρά τη θέλησή μου. Ανάμεσα σε καμιά δεκαπενταριά παιδιά που μου ήσαν άγνωστα, ένιωθα σαν μύγα χωρίς φτερά μέσα στο γάλα. Πριν αρχίσει η διδασκαλία από τον ηλικιωμένο και άγνωστό μου κατηχητή μας, σταθήκαμε ορθοί για να πούμε την προσευχή.  πριν αρχίσει το μάθημα. Και, ο κατηχητής, μου είπε να πω εγώ την προσευχή!. Όλοι γύρισαν σε μένα περιμένοντας. Άρχισα να τρέμω ενώ έμενα αμίλητος. Ποια προσευχή να έλεγα; Ήξερα το «άγιος ο θεός άγιος ισχυρός…»  Αυτήν ήθελαν; Τελικά, μέσα στην ιερή ατμόσφαιρα του ναού, με γύρω μου τόσα μάτια και αυτιά που έβλεπαν και περίμεναν να ακούσουν εμένα, άρθρωσα σιγά και τρεμουλιαστά: «Άγιος ο Θεός…» Ένα αυστηρό βλέμμα του κατηχητή και τα απορημένα βλέμματα των παιδιών στράφηκαν επάνω μου. Λες και έπρεπε να ξέρω ποια προσευχή λένε τα παιδιά στο Κατηχητικό! Πώς θα μπορούσε να ξέρω; Κανένας δεν μου είχε πει. Και ποιος θα μου έλεγε; Και ποιος ήξερε καν εκτός από τους γονείς μου ότι θα πήγαινα στο Κατηχητικό; Δεν θα έπρεπε να μου δινόταν στο πρώτο μάθημά μου στο Κατηχητικό ένα χαρτί με τις υποχρεώσεις μου εκεί μέσα; Και πώς εξετάζομαι σε κάτι που δεν διδάχτηκα; Πολλές φορές στη ζωή μου βρέθηκα στην ίδια δυσχερή θέση: να μου ζητάνε να ξέρω κάτι που δεν διδάχτηκα. Ή μήπως έπρεπε να φροντίσω να ξέρω όσα δεν μου είπε κανείς; Πώς θα γινόταν αυτό όταν είναι απέραντο το ανθρώπινο γνωστικό πεδίο; Έτσι εγώ εκείνη την ημέρα και ώρα παρακαλούσα να σκιστεί το καταπέτασμα του ναού εις δύο και να με καταπιεί. Τότε, το παιδί δίπλα μου άρχισε να μου υπαγορεύει εις επήκοον όλων: «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε…» Έλεγε αυτό, ξαναέλεγα εγώ, ώσπου τελείωσε η προσευχή, που εγώ πρώτη φορά την άκουγα και, φυσικά, την έλεγα.
Ύστερα από αυτό αρνήθηκα να ξαναπάω στο Κατηχητικό. Δεν θυμάμαι γιατί όμως (φαίνεται όσα άσχημα το μυαλό τα ξεχνάει), ξαναπήγα άλλη μια φορά. Τη φορά αυτή τα παιδιά του Κατηχητικού πήγαν εκδρομή. Μαζί κι εγώ βέβαια. Εκεί, ενώ παίζαμε μέσα στα δέντρα υπό την επίβλεψη του κατηχητή, ένα παιδί είπε τη φράση: ρε γαμότο! Αυτό ήταν. Ο κατηχητής τον πλησίασε γρήγορα γρήγορα και του είπε με νόημα: τι είπες;;!! Και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Δεν ξαναπήγα στο Κατηχητικό.
Ο πατέρας μου δεν ήταν υπέρ του Κατηχητικού γιατί δεν είχε καλές σχέσεις με την Εκκλησία. Κουμουνιστής όντας πίστευε ότι οι θρησκείες ήσαν εμπόδιο στην πρόοδο του ανθρώπου. Επίσης απεχθανόταν τον προσκοπισμό και το παρακλάδι του, τα «λυκόπουλα», γιατί ήσαν δημιούργημα των ανακτόρων.
Το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο τα έβγαλα στην Τρίπολη. Στο Δημοτικό ήμουν ο πρώτος μαθητής στην τάξη. Δάσκαλος στην πρώτη τάξη ο κύριος Κωνσταντόπουλος, ένας ευγενικός και γλυκύτατος άνθρωπος και ένας ΔΑΣΚΑΛΟΣ με κεφαλαία. Μια μέρα μου είπε: «Εσύ Γιώργο θα γίνεις δικηγόρος.» Κοντά έπεσε, ήθελα να γίνω φιλόλογος, όμως τίποτε από τα δύο δεν έγινα. Έγινα γιατρός που δεν το ήθελα. Διευθυντής του Σχολείου ο κύριος Γεωργίου.
Στο Δημοτικό Σχολείο, έζησα όπως ανάφερα πιο πάνω, μαζί τα ψυχικά βασανιστήρια που είχε η επίδραση επάνω μου του αντίκτυπου των πολιτικών κατατρεγμών του πατέρα, και την εξουθενωτική κατάσταση που μου δημιουργούσε ο διώκτης μου Σωτήρος. Κατάσταση που μαζί με τον συναισθηματισμό και την ντροπαλότητά μου, με έπλασε έτσι κλειστόν, έτσι φοβιτσιάρη, έτσι «ακοινώνητον», έτσι ξένον και απόμακρον, και με κράτησε μακριά από κάθε απόλαυση της παιδικής νιότης αλλά και οκόκληρου του μετέπειτα βίου μου. Όλοι ξέρουν πόσο τα παιδικά τραύματα συντελούν στην παραπέρα διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Και φαίνεται ήταν τόσο φυσικό για τον Σωτήρο  να με παιδεύει, που χρόνια και χρόνια μετά, όταν επεδίωξα να τον συναντήσω, ούτε που με θυμόταν…
Στο Γυμνάσιο μου έλεγαν ότι είμαι καλός μαθητής μέχρι την τέταρτη τάξη του. Τότε τα πρωτεία τα πήρε άλλος. Η μεγάλη στενοχώρια μου δεν ήταν καθόλου που «έχασα» τα πρωτεία (ποτέ δεν τα επεδίωξα και πάντοτε αισθανόμουν άσχημα όποτε με ξεχώριζαν από τους άλλους μαθητές έστω και για καλό), αλλά που και τότε ακόμα, θεωρούμουν ότι ήμουν καλός μαθητής. Δεν ήθελα να ξεχωρίζω ούτε για καλό ούτε για κακό. Ήθελα να βιώνω λάθρα. Γιατί έτσι ούτε ο Σωτήρος θα με κυνηγούσε, ούτε οι φασίστες. Ήθελα να είμαι μόνος εγώ με τα φαντάσματα του μικρού σπιτιού μου, που ήξερα από τότε πως όσο ζούσα θα μου ήσαν για πάντα συντροφιά, με άλλο πρόσωπο κάθε φορά.
Ενώ ήμουν στην Τρίπολη, πρόσεξα για πρώτη φορά ξενόγλωσσες επιγραφές σε μερικά καταστήματα. Στην πραγματικότητα τις πρόσεξα τότε γιατί τότε εμφανίστηκαν. Ήταν στα αγγλικά-στα αμερικάνικα, δηλαδή στη γλώσσα των νικητών του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Παραξενευόμουν και αδυνατούσα να κατανοήσω γιατί, σε μια χώρα όπου στα σχολεία της διδάσκονται τα ελληνικά και όπου όλοι οι άνθρωποι μιλάνε ελληνικά, να υπάρχουν γραμμένες, και μάλιστα σε περίοπτο σημείο, λέξεις μιας άλλης γλώσσας. Και καθώς οι ξένες επιγραφές πλήθαιναν στα καταστήματα και στις διαφημίσεις, με στενοχωρούσε ότι θα ερχόταν μια μέρα που δεν θα μπορούσα να συνενοηθώ με τους γύρω μου, οι οποίοι θα ήξεραν να μιλάνε αυτή την ξένη γλώσσα. Γιατί ήτανε φανερό πως οι άλλοι, οι γύρω μου, μπορούσαν να καταλάβουν αυτή τη γλώσσα, αφού μάλιστα άκουγα σε συνομιλίες τους να αναφέρουν τις επιγραφές με πολύ φυσικό τρόπο, και οι συνομιλητές τους να εννοούν τι αυτοί τους λένε. Η απορία μου έμεινε ώσπου να καταλάβω ότι η χώρα μου δεν μου-μας ανήκε, και ότι οι ξένες λέξεις ήσαν η εμπροσθοφυλακή για να επέλθει μετά τους η ολοκληρωτική σε όλους τους τομείς κατάληψη της χώρας μου-μας από εκείνους που μιλούσαν την ξένη εκείνη γλώσσα: τους αμερικάνους.  Τότε ακόμα δεν με απασχολούσε η έννοια της «πατρίδας», της «χώρας». Ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί υπάρχουν διάφορες χώρες.
Σήμερα, ακολουθώντας τελευταίες στη σειρά την πρόοδο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όλα έχουν αλλάξει στην πατρίδα. Ο στρατός, η ιατρική, η εκπαίδευση, η διασκέδαση, οι γνώσεις μας για το σύμπαν, η ταχύτητα των αυτοκινήτων, της πληροφόρησης, της ζωής.
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος στην ηλικία μου, και μάλιστα ζώντας σε μια χώρα όχι τεχνικά ανεπτυγμένη, να αφομοιώσει τέτοιες κει τόσες αλλαγές-αλλαγές που έγιναν όλες κατά τη διάρκεια της ζωής του και μάλιστα τόσο κοντά η μια με την άλλη; Για χιλιετίες οι άνθρωποι όργωναν, θέριζαν, αλώνιζαν, με το υνί.  Για χιλιετίες ταξίδευαν με το γαϊδουράκι ή με ιππήλατες άμαξες. Για χιλιετίες τα νέα διαδίδονταν πολύ αργά και μόνον από άνθρωπο σε άνθρωπο ή με το ταχυδρομείο. Και τώρα…
Δεν ήταν το ίδιο για τα παιδιά άλλων χωρών. Στα πολιτισμένα κράτη οι αλλαγές στη ζωή έρχονταν σαν αποτέλεσμα ερευνών και προσπαθειών, για τις οποίες υπήρχε συνεχής ενημέρωση των κατοίκων των πόλεων αυτών,  ώστε και τα παιδιά να ξέρουν από τα γεννοφάσκια τους ότι αναμένεται όπου να ’ναι κάποια πρόοδος σε κάποια επιστήμη ή σε κάποια τέχνη. Και η πρόοδος όταν ερχόταν, ερχόταν σαν κάτι φυσικό και αναμενόμενο, έτσι που δεν χρειάζονταν παρά μόνον οι πρακτικές οδηγίες χρήσεως για κάθε νέα συσκευή ή γενικότερα για κάθε καινούργιο που έμπαινε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. 
Πρώτη φορά είδα τη θάλασσα όταν ήμουν δέκα οχτώ χρονών. Πρώτη φορά τηλεφώνησα στα δώδεκά μου, άκουσα ραδιόφωνο στα δέκα μου. Να ήτανε ένα, να ήτανε δέκα, μα ήσαν αμέτρητα τα νέα πράγματα και το καθένα ερχόταν και έμπαινε απότομα στη των παιδιών, και χωρίς κάποιος να τα είχε προϊδεάσει γι αυτό, ή πολύ περισσότερο να μα είχε διδάξει έστω θεωρητικά κλάτι γι αυτό. 
Όλες οι αλλαγές έγιναν στα πενήντα χρόνια μετά τον πόλεμο. Στη γενιά μου δηλαδή. Πώς να συμπορεύονταν οι γενιές των πατεράδων με των παιδιών και των εγγονών; Μια άλλη γη είναι αυτή που ζούμε εμείς σήμερα σε σύγκριση με αυτήν που ζούσαμε τα πρώτα δέκα πέντε ως είκοσι χρόνια της ζωής μας. Τα παιδιά μας έχουν προσαρμοστεί λίγο ή πολύ σ’ αυτή τη νέα γη και στη ζωή επάνω της. Όμως τόσο γρήγορα που τρέχουν οι αλλαγές, δεν το βρίσκω απίθανο πως και τα παιδιά μας όταν μεγαλώσουν ίσως έχουν παρόμοιο πρόβλημα. Θυμάμαι ακόμα τον αριθμό τηλεφώνου που πήρα από το μπακάλικο του Γιαλή στην Τρίπολη, για να μιλήσω στον πατέρα μου, διακόσια μέτρα πιο μακριά-στο γραφείο του: 2-41! Θυμάμαι τη μπουγάδα της μητέρας στη σκάφη, τη διαδικασία της παρασκευής του ψωμιού, τα φορτώματα ξύλα που έφερναν οι χωρικοί πάνω στο άλογο ή στο γαϊδουράκι τους και που τα αγοράζαμε με τρεις δραχμές το φόρτωμα για την ξυλόσομπα, θυμάμαι το «φανάρι» όπου βάζαμε τα τρόφιμα, θυμάμαι που ένιωθα στο πετσί μου τις ενέσεις πενικιλλίνης κάθε τρεις ώρες όταν είχα αμυγδαλίτιδα. Η «νοσοκόμα», μια άσχετη με την ιατρική αλλά τολμηρή γειτόνισσα, η κυρα-Μάρθα, έβαζε την βελόνα που είχε χρησιμοποιηθεί και για τις προηγούμενες ενέσεις σε ένα κουτάλι της σούπας με λίγο νερό μέσα του, και την «έβραζε» στη φλόγα ενός μπαμπακιού εμποτισμένου με οινόπνευμα, πριν την ξαναχρησιμοποιήσει. Θυμάμαι που, δέκα ή δώδεκα χρονών όντας, όταν γεννήθηκε η κόρη του διπλανού μας, του Τσιάμα, που την μητέρα της την βοήθησε να ξεγεννήσει η μητέρα μου με άλλες γειτόνισσες μαζί, καθώς πηγαινοερχόταν με λεκάνες ζεστό νερό, τόλμησα και τη ρώτησα το μεγάλο ερώτημά μου: «μαμά, από πού βγαίνουν τα παιδιά;», για να πάρω την κοφτή απάντηση: «από το γόνατο»! Θυμάμαι πως όταν πέφταμε και χτυπούσαμε βάζαμε στο τραύμα για να σταματήσει το αίμα, σβουνιά (σβουνιά είναι τα ξερά κόπρανα της αγελάδας που τότε βρίσκονταν παντού), ή, ελλείψει σβουνιάς χώμα, αφού πρώτα βγάζαμε με επιμέλεια τις μικρές ή μεγαλύτερες πέτρες που είχε μέσα του. Ενώ σήμερα τα παιδιά … (πρέπει να σου πω εγώ τι γνώσεις έχουν σήμερα τα παιδιά;)
Τρίπολη. Φυτώριο φασιστών. Η φουστανέλα που όλοι εκεί μέχρι και σήμερα φοράνε στο μυαλό, κουβαλάει μέσα στις βαριές πτυχές της ο,τι οπισθοδρομικό, που αντανακλάται σε όλους τους τομείς δραστηριότητας των πολιτών της. Στο σχολείο της Τρίπολης φοίτησα κι εγώ για δώδεκα χρόνια και γεύτηκα στο πετσί της ψυχής μου όλη την κρυμμένη ή φανερή υπερσυντηρητικότητα και τον μεσαιωνισμό της. 
Θυμάμαι που κρυφά παρακαλούσα το θεό να με αφήσει να ζήσω μέχρι τα εξήντα, από απλή περιέργεια:για να δω πώς θα είναι ο κόσμος το 2000! Και ζω μέχρι σήμερα και ποιος ξέρει μέχρι πότε. Ο θεός ή βαριακούει, ή με χρειάζεται ακόμα για κάτι. Αυτό το λέω γιατί έχει κάνει να δω τρία θαύματα στη ζωή μου όπως θα μάθεις αργότερα εδώ.