Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Θ
ΤΡΙΠΟΛΗ 5
Το τρίτο λοιπόν περιστατικό, παρόμοιο με το δεύτερο, είναι αυτό:
Βρίσκομαι στο τέταρτο έτος της Ιατρικής. Θεσσαλονίκη. Καθηγητής της Παθολογικής Ανατομίας ο Συμεωνίδης. Όσο καλός κι αν ήταν στη δουλειά του, από την πρώτη ματιά που τον έβλεπες και από τα λόγια του καταλάβαινες πως αυτός ο άνθρωπος για άλλα ήταν φτιαγμένος. Συγκεκριμένα, για να υπηρετήσει το Πνεύμα-με όποιοες δυνάμεις είχε. Έμπαινε στο αμφιθέατρο σπρώχνοντας με μια θεατρική χειρονομία, που όμως του ταίριαζε, και τα δυο φύλλα της πόρτας, που άνοιγαν έτσι διάπλατα για να μπει μέσα η λευκοφορεμένη-λόγο ιατρικής ποδιάς-μορφή του. Η διδασκαλία του είχε ανεπιτήδευτο στόμφο. Μέσα σ’ αυτήν συνταίριαζε με δεξιοτεχνία θέματα λογοτεχνίας και φιλοσοφικά, χωρίς αυτά να αλλάζουν  τον κύριο σκοπό του, που ήταν η διδασκαλία τιυ μαθήματός του. Είχε απαιτήσει να μάθουμε όλοι απέξω τον Όρκο του Ιπποκράτη και μας είχε δηλώσει ότι θα εξέταζε πρώτα σ’ αυτόν τον καθένα μας στις εξετάσεις του μαθήματός του. Δεν ξέρω αν έγραφε λογοτεχνία. Ήξερε όλως πολλά γι αυτήν. Κάποια μέρα, μπήκε μαζί του στην αίθουσα και ένας ψηλός, λεπτός άνθρωπος με ευγενικό παρουσιαστικό και ήρεμα, προσεκτικά και σεμνά βήματα. Ήταν ο Άγγελος Τερζάκης. Ο καθηγητής μας μας τον παρουσίασε με λίγα λόγια, και του εδωσε το βήμα για να μας μιλήσει. Ο Τερζάκης άρχισε την ομιλία του λέγοντας πόσο άβολα αισθάνεται που αυτός, «ένας βέβηλος», μιλάει από αυτό το Βήμα. Ήταν η εποχή που ο Τερζάκης εξέδιδε τις «ΕΠΟΧΕΣ», που ακόμα κρατώ μερικά τεύχη τους (έναν μικρό αριθμό ξανατυπωμένων τευχών μας χάρισε η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» πέρυσι με τις κυριακάτικες εκδόσεις της.)΄Ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής μου εκείνη η μέρα να δω τον Άγγελο Τερζάκη από κοντά, τον Τερζάκη που μαζί με τον Θεοτοκά συντηρούσαν τον προβληματισμό και τις πνευματικές αναζητήσεις την περίοδο εκείνη που η Ελλάδα επώαζε το αυγό της δικτατορίας, που όταν εκκολάφτηκε πρώτο του μέλημα ήτανε να κλείσει τις «ΕΠΟΧΕΣ».
Αυτός ήταν ο Συμεωνίδης. Και αυτός, μας είπε μια μέρα ότι θα χαιρόταν πολύ αν κάποιος από τους μαθητές του-εμάς-ενδιαφερόταν και ασχολείται για την ποίηση, και παρακάλεσε όποιον είχε αυτές τις ιδιότητες να πάει να τον βρει στο γραφείο του. Εγώ, που έγραφα από μαθητής Γυμνασίου, ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα; Όχι. Κι ας το επανέλαβε όσες φορές ο καθηγητής Συμεωνίδης. Άλλη θα ήταν η ποιητική μου πορεία και η ζωή μου γενικότερα,  αν είχα τολμήσει (!) να ανταποκριθώ στο κάλεσμα εκείνο. Μα… τι «μα…»; Ας απαντήσει κάποιος ειδήμων σ’ αυτά. Ίσως ένας δεύτερος ανατόμος ψυχών σαν σον Ντοστογιέφσκι να μπορούσε να εισδύσει στην ψυχή μου και να αιτιολογήσει τις αρνήσεις μου σε κάθε ευκαιρία εξωτερίκευσης των ανησυχιών και των βαθύτερων σκέψεών μου.
Και δεν είναι μόνον αυτό. Δεν απορρίπτω προτάσεις και ευκαιρίες μόνον. Αλλά ακόμα δεν ζητώ και κάτι που θα ήθελα και που θα μπορούσα να έχω με ένα απλό αίτημά μου. Ακόμα δεν ζητώ κάτι που δικαιωματικά μου ανήκει. Ας πούμε κάτι δικό μου που βρέθηκε στα χέρια κάποιου άλλου με όποιον τρόπο-κλοπή, αίτησή του να του το δανείσω, ακόμα και στα αστεία κάποιος αν πάρει ένα δικό μου αντικείμενο, δεν θα του ζητήσω να μου το δώσει πίσω, παρά θα περιμένω να τελειώσει το αστείο και να μου το επιστρέψει μόνος του-αν μου το επιστρέψει. Αυτό που ξένιζε τη μητέρα μου και που όταν ακόμα ήμουν μικρός την ανάγκαζε να μου λέει κάθε τόσο: «Καλά, εσύ δεν θέλεις τίποτα; Δεν ζητάς τίποτα να σου αγοράσουμε; Δεν σου αρέσει κάτι;», είναι ζωντανό σαν διαπίστωση και με κυριαρχεί μέχρι σήμερα κυβερνώντας τη ζωή μου. Παραδείγματα αυτής μου της συμπεριφοράς υπάρχουν καθημερινά για μικρά πράγματα. Αλλά και για μεγάλες μου απώλειες, όπως ενός αυτοκινήτου, ενός σπιτιού, χρημάτων από την Τράπεζα. Γι αυτά θα αναφερθώ σε κατοπινά κεφάλαια.
Μερικοί άνθρωποι, γνωστοί ή και φίλοι, συχνά με ρωτούσαν λέγοντάς μου τι κάνει ο αδερφός σου; ή πώς είναι η αδερφούλα σου; Από αυτές τις ερωτήσεις είχα βγάλει το συμπέρασμα πως πρέπει να είχα έναν αδελφό και μία αδελφή. Όμως καμία θύμηση δεν έχω από κάποιον αδελφό ή από κάποιαν αδελφή. Ούτε έπαιξα ποτέ μαζί τους μικρός, ούτε μεγάλος είχα κάποιες σχέσεις με κάποια πραγματικά πρόσωπα που θα μπορούσε να είναι ο αδελφός μου ή η αδελφή μου όπως ήξερα ότι ήσαν για άλλους οι αδελφοί και οι αδελφές τους. Τέτοια πρόσωπα δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη ζωή μου. Αν, όπως διατείνονταν μερικοί, υπήρχαν, θα υπήρχαν με μορφή αντιληπτή μόνον από εκείνους. Εγώ τους υπολόγιζα, όταν μου μιλούσαν γι αυτά, σαν κάποια αόρατα και άυλα πρόσωπα, που θα έπρεπε να ήσαν ζωντανά και από ύλη φτιαγμένα μόνο για τους άλλους, και ίσως για κείνους να παίζουν κάποιο ρόλο στη σκέψη τους και στη ζωή τους.
Αυτές οι δύο άυλες υπάρξεις όμως πρέπει να ήσαν δεμένες μεταξύ τους με ισχυρούς δεσμούς. Γιατί καταλάβαινα από τα λόγια τρίτων ότι αυτά συνυπήρχαν σε αγαστή σύμπνοια. Ίσως να ταίριαζαν οι χαρακτήρες τους. Ίσως να τους ένωνε η παρουσία μου που και για τους δύο ήταν παράξενη σαν διαφορετική από εκείνους. Με τον πατέρα μου αναρίθμητες θύμησες. Με την μητέρα μου επίσης. Από αυτούς θυμάμαι σαν σε όνειρο δυο τρία πράγματα. Θυμάμαι πως μια μέρα-θα ήμουν δέκα τριών χρονών, ο πατέρας μου είπε στη σκιά του «αδερφού» μου για μένα: βοήθησέ τον στα μαθηματικά. Η σκιά του «αδερφού» μου  με κοίταξε περιφρονητικά και είπε του πατέρα μου: είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως. Και αμυδρά μιαν άλλη φορά, που ζητούσα εναγωνίως μια παρέα πηγαίνοντας προς το σπίτι μου, που φώναξα στον «αδερφό» μου ενώ προπορευόταν: Στάσου! Εκείνος κοντοστάθηκε και όταν τον έφτασα: τι θέλεις; Μου είπε. Να πάμε μαζί στο σπίτι!.. Εκείνος μου είπε υποβαθμίζοντας την αξία του αιτήματός μου: γι αυτό με ήθελες; Και προχώρησε μόνος. Αυτές τις θύμησες έχω από τον «αδερφό» μου. Ως για τη σκιά της «αδερφής» μου, που της είχα δώσει ποιήματά μου να τα φυλάει, όταν της τα ζήτησα μου είπε: τα έκαψα τα παλιόχαρτά σου. Παρόλα αυτά, οι αναφορές στα ανύπαρκτα «αδέρφια» μου συνέχισαν για πολλά χρόνια ακόμα.
Γιωργία, πώς θα αισθανόσουν αν ήσουνα κλεισμένη μέσα σε ένα διαστημόπλοιο μόνη; Ένα διαστημόπλοιο που ταξιδεύει στο αχανές διάστημα χωρίς να ξέρεις πού πάει ούτε από πού έρχεται;  Έρχονται ώρες που νομίζω ότι είμαι μακριά πολύ από ότι λέγεται κόσμος, ανθρωπότητα, άλλος άνθρωπος. Σαν να βρίσκομαι μέσα σε ένα αόρατο διαστημόπλοιο ανυπολόγιστα χιλιόμετρα μακριά από τη γη, χωρίς κανένα ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Και είμαι μόνος μέσα στο σύμπαν. Μια παράξενη κατάσταση τότε αποξένωσης από ότι υπήρξε ποτέ-αν υπήρξε-σε διακατέχει. Μια αδιαφορία για κάθε τι που πριν γι αυτό ενδιαφερόσουν. Μια αίσθηση χάους με μέσα του μόνον εσένα, χωρίς προορισμό, χωρίς μνήμη, χωρίς βούληση ή επιθυμία. Τίποτε πιο πάνω από σένα, τίποτε πιο κάτω από σένα. Εσύ και μόνον εσύ. Οι κινήσεις που κάνεις γίνονται μηχανικά, χωρίς κάποιον σκοπό-να πάρεις ή να δεις ή να αγγίσεις κάτι. Σκέπτεσαι να πεθάνεις και πάλι καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει ούτε θάνατος παρά μόνον αυτή η άσκοπη πορεία. Ένα αμυδρό φως μόνο υπάρχει γύρω, ίσα για να βλέπεις πως δεν υπάρχει τίποτα.
Ίσως είναι τα γεράματα που οδηγούν σε αυτή την απομόνωση. Ίσως αυτά είναι μια καινούργια νιότη, όπου μετά από τόσα που πέρασες απόκτησες  την ικανότητα να βλέπεις καθαρά για πρώτη φορά. Και αν είναι έτσι, αναρωτιέμαι με αληθινό ενδιαφέρον, όσοι πεθαίνουν νέοι άραγε έχουν αποκτήσει στη μικρής διάρκειας ζωή τους αυτή την ικανότητα-υπάρχει μια αναλογία χρόνου και μάθησης όπως ατόπου και ηλιακού συστήματος ας πούμε ή ζώντος οργανισμού-σύμπαντος; Αν ναι, δεν πρέπει να λυπάται κανείς για κείνους που πεθαίνουν νέοι.
Βγαίνω από τη διήγησή μου πολλές φορές για να περιγράψω πράγματα που μοιάζει να μην αφορούν στην περιγραφή της ζωής μου πάνω στη γη. Μα από την άλλη όλα αυτά που περιγράφω δεν είμαι εγώ-οι σκέψεις, οι απόψεις, η θεώρησή μου της ζωής και του θανάτου μου; Ύστερα Γιωργία ποιος μπορεί να περιγράψει τη ζωή του; Κανένας. Γιατί για να περιγράψει τη ζωή του θα έπρεπε να έχει αυτήν τη ζωή που ζούμε, και μερικές άλλες ζωές, στη διάρκεια των οποίων να ασχοληθεί μόνον και μόνον για να περιγράψει ολόκληρη την μία εκείνη ζωή του. Γιατί όσα γράφει κανείς όταν συγγράφει τα απομνημονεύματά του είναι ένα απειροελάχιστο τμήμα του βίου του. Και διαπράττει έτσι την ίδια απάτη ή αν θέλεις το ίδιο αθέλητο λάθος όπως εκείνο του ιστορικού, όταν  περιγράφει έναν πόλεμο ή όταν αναλύει την πολιτική κατάσταση ενός κράτους σε μια περίοδο της ύπαρξής του και αισθάνεται πολύ ικανοποιημένος ότι έκανε τη δουλειά του σαν ιστορικός. Πραγματικά, τα αίτια μιας επανάστασης, μιας συνθήκης ειρήνης, περιγράφονται πολύ απλά ακόμα και μέσα σε μια σελίδα πολλές φορές. Όμως τα αληθινά αίτια βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερα βάθος χρόνου από όσο νομίζεται. Για να γίνει μια επανάσταση έχουν προϋπάρξει γεγονότα παντελώς άγνωστα στον ιστορικό. Μα και όσα του είναι γνωστά, τα ταιριάζει και τα παρουσιάζει όπως αυτός θέλει. Η Φιλοσοφία της Ιστορίας ένα αντικείμενο πρέπει να έχει,τον ρόλο της τύχης στην Ιστορία και όχι να ψάχνει να βρει αν υπάρχουν νόμοι που την καθορίζουν ή να εξετάζει αν οι κρίσεις των ιστορικών είναι σωστές ή όχι. Τύχη,να! η Μητέρα της Ιστορίας. Το Φαινόμενο της Πεταλούδας βρίσκει εδώ τη θέση του.