Ο ΚΑΙΝ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ ΙΙΑΝΏ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΑΒΕΛ
Επεσε κάτω δίχως να το θέλει.
Τον έριξα εγώ χτυπώντας τον μ’ αυτή την πέτρα.
Τα μάτια του έκλεισαν.
Και κρύος είναι και ωχρός.
Τι άνθρωπος τώρα ειν' αυτός
Να μη μπορεί να δει, ν' ακούσει,
Να φάει, να περπατήσει…
Μα έτσι τώρα που είναι, αυτό είναι καλό για μένα-
Να με χτυπήσει δεν μπορεί
Ή να μου πάρει τα χωράφια μου.
Και ολ' αυτά γιατί τον χτύπησα με μία πέτρα.
Τώρα πια ξέρω: μπορώ να κάνω το ίδιο
Και με όποιον άλλοΝ αδερφό μου.
Ολα δικά μου τώρα θα ’ναι.
Ε! Συ! Θα σου πάρω τα χωράφια σου!
Δε μιλάει…
Θα πάρω τη γυναίκα σου..: Ακίνητος.
Αλλοτε όταν αυτό του το ’λεγα
Ορμούσε για να με χτυπήσει.
Τώρα να μ' εμποδίσει δεν μπορεί.
Αρκεί για πάντοτε να μείνει έτσι.
Αλλά τι; Αν πάλι σηκωθεί,
Θα τον ξαναχτυπήσω.
Μόνο το νου μου ας έχω.
Πρέπει να κουβαλώ μαζί μου αυτή την πέτρα.
Μα όχι. Πέτρες υπάρχουνε παντού.
Μ' αυτές όποιονε θέλω θα χτυπάω
Κι όλα δικά μου θα ’ναι τα δικά του.
Αρκεί καλά το μυστικό μου να το κρύψω
Να μη το μάθουν κι οι άλλοι.
Κι αν ο πατέρας μας
Που πολύ τον αγαπάει
Να τόνε βλέπει θέλει,
Του τόνε πάω.
Τον κουβαλώ στο σπίτι
Και τον απαρατάω σε μια γωνιά.
Να τόνε βλέπει θα χορτάσει τότε
Αφού για πάντοτε θα ειν' εκεί
Κοντά του.