Σήμερα οχτώ πρωί. Η ησυχία στην πολυκατοικία νεκρική. Ξάφνω ακούγονται τα βαριά πατηματάκια στις σκάλες, ανεβαίνοντας, του μικρού παιδιού της οικογένειας του κάτω πατώματος: Ταυτόχρονα μετράει τα βήματά του: «Μπουπ! Μπουπ! Μπουπ!» Είναι χάρμα να φαντάζεσαι τα μικρά του ποδαράκια να πατάνε επίτηδες βαριά τα σκαλοπάτια. Είναι φανερό ότι ο μικρούλης απολαμβάνει το ανέβασμα της σκάλας κάθε φορά. Η οίηση του ανθρώπου που έχει βρει τρόπο να σκαρφαλώνει με τον σίγουρο αυτό τρόπο; Η περηφάνεια από το τρυφερούδι ότι μπορεί κι αυτό πια να μεταχειρίζεται σαν ίσος προς ίσο και την εφεύρεση ή την δυνατότητα αυτή του ανθρώπου, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι μπορεί να κάνει ό,τι και οι μεγάλοι;
Και όταν ο ήχος από τα βαριά πατηματάκια στα σκαλιά, που πλησίαζε, έδειξε πως ο λιλιπούτειος αναρριχητής έφτασε στον αμέσως επάνω όροφο, όπου το διαμέρισμα της γιαγιάς και το δικό μου, που ήταν και ο προορισμός του, ακούστηκε βαρύς και γεμάτος ο ήχος από μια μεγάλη μπάλα ποδοσφαίρου που με ορμή έκρουσε το δάπεδο του ορόφου, διαλάληση ίσως της επίτευξης της επιτυχούς ανόδου. Και αμέσως φωνή: «Γιαγιά!» Η γιαγιά από μέσα, παίζοντας μάλλον κι αυτή: «Ποιος είναι;» Και η γεμάτη αγανακτισμένη έκπληξη που δεν τον γνώρισαν αμέσως, αλλά μαζί και μια επίπληξη και ένα παράπονο στη γιαγιά για τον ίδιο λόγο, η φωνούλα: «Εγώ είμαι!» Η πόρτα άνοιξε και αμέσως η όλο χαρά και περηφάνεια δήλωση: «Καινούργια μπάλα!»