ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ
Έδωσε μια κι υψώθηκε στον αέρα
κι έτσι σαν βέλος κακοτάξιδο
έπεσε πάνω του με το σπαθί της.
(ηλιαχτίδες ζωηρές
ανέμιζαν τα ολόχρυσα μαλλιά της.)
Αυτός
λίγο προτού να νοιώσει το σπαθί της
Να χώνεται ίδιος θάνατος στο στήθος του
πέταξε κάτω το δικό του
έτσι που κίνδυνο σε κείνην να μη δώσει.
Αυτή εσάστισε. «Γιατί;», του είπε,
ενώ αυτός πεσμένος εξαιμάτωνε,
«Γιατί δεν με αντίκρουσες με το σπαθί σου;»
«Δε θα με πίστευες κι αν στο ’λεγα»
της είπε ξεψυχώντας.
«Γιατί; Γιατί;» αυτή επέμεινε.
Αυτός, με την πνοή τής είπε τη στερνή του
κι ενώ τα μάτια του απ’ αγάπη ελάμπαν:
«Γιατ’ ήθελα να πάω στο σπίτι μας...
μαζί σου...».
Και για πάντα του ’κλεισαν τα μάτια.
Δίπλα του εκείνη εγονάτισε,
και τι να πρωτοκάνει
διόλου δεν ήξερε-
να βγάλει το μαχαίρι; να τόνε φίλαγε;
τα χέρια του να χάϊδευε; να τονε κλάψει;
Τέλος
μία φωνή στριγγιά ως πάνω έβγαλε
που φρύαξαν άστρα κι ήλιος.
Ο άνεμος, τα κίτρινα,
καθώς φουστάνια μακριά,
τα ρούχα και των δυο
έτσι πεσμένων κάτω ανέμιζε,
ωραίες πτυχώσεις φτιάχνοντας κι από τα δυο,
χάρμα στο μάτι να τις βλέπεις.
Ήταν στην Κίνα.
Εκείνος αυτοκράτορας
κι αυτή παλιά του ερωμένη.