Γιώργος Μπουζάλας
(της παρέας)
Αγαπημένοι από θεούς κι ανθρώπους
περνούν οι ευλογημένοι τη ζωή τους.
Κι ας μη το θέλουν,μα με χίλιους τρόπους,
φαίνεται η ευλογιά κι η προκοπή τους.
Ζούνε δουλεύοντας και αγαπώντας,
δεμένοι με τη γη και με τη φύση,
στο χώμα πάνω σίγουρα πατώντας,
και δίχως να ’χουν ή να δρέπουν μίση.
Χαμού ποτέ Σειρήνες δεν ακούνε
και δάκρυα τις παρειές τους δε μουσκεύουν.
Με το δικό τους το κρασί μεθούνε
και ξένη ευτυχία δε ζηλεύουν.
Αυτά οι ευλογημένοι. Και μαζί τους
ο Γιώργος ο Μπουζάλας. Μες στις άλλες,
μία ψυχή αγνή σαν τη δική τους,
μεγάλη μια ψυχή μ’ άλλες μεγάλες.
Βιβάρι και οικογένεια και δουλειά του
όλη του ειναι η έγνια κι η φροντίδα.
Κι άξια μια σύντροφο έχοντας κοντά του
κάθε της ζωής αντέχει καταιγίδα.
Ήρεμο και ζεστό το σπιτικό του,
φίλοι με αξιωσύνη διαλεγμένοι,
κι η σταθερότητα το μερτικό του
σε κοινωνία μιαν ανταρεμένη.
(Και τον ζηλεύουνε όσοι μοιράδι
έχουνε ψυχοτάραμα κι αντάρα.
Και τον ζηλεύουν όσοι στο σκοτάδι
και στην αμάχη ζουν και στην κατάρα.)
Κι είναι το σπίτι του κάθε βραδάκι
το σπίτι με την πιο ζεστή παρέα.
Και για τους γείτονες ένα κονάκι
που μέσα του όλα όμορφα κι ωραία.
Μα όλα σβήνουνε σαν ψέμμα να ’ναι
μπροστά στη μόνη για το Γιώργο αλήθεια:
Δύο ματάκια. Που όταν τον κυττάνε
του πλημμυρίζουν με χαρά τα στήθια.
Του Βαγγελάκη λέω τα ματάκια,
Τα πιο αγαπητά μέσα στη Φύση,
Που σαν ολόφωτα δυο αστεράκια
Τον ουρανό του Γιώργου έχουν φωτίσει.
Και στρουμπουλά χεράκια, μια μυτούλα,
Δυο ποδαράκια που πλαντούν να τρέξουν,
Χείλη στην πρώτη τους έγκυα λεξούλα,
Κι όλα του έτοιμα να βγουν... να παίξουν...
Μα ως τότε να! όλα βρίσκονται κοντά του:
Αυτός ειν’ ο Αντώνης... να η Μαφία...
Να η μαμά... ο Κοκός... να ο μπαμπάς του...
Να η γιαγια του κι η ωραία Μαρία.
Α! Μωρέ Γιώργο! Το γλυκό μωρό σου
Θα μεγαλώσει, άντρας θα σου γίνει,
αλλά μες στην ψυχή και στο μυαλό σου
στο λέω εγώ-μωρό γλυκό θα μείνει.
...Μα για το Γιώργο ειν’ αυτό το ποίημα.
Γιατί για τόσους μέσα του μιλάει;
Υπάρχει εξήγηση-μόνο ένα βήμα
και προς αυτούς εκείνο τ’ οδηγάει.
Γιατί σ’ αυτούς ο Γιώργος είναι όλους,
καθώς ψωμί στη φτώχεια μοιρασμένος,
κι όπως το βάρος σ’ εκκλησίας θόλους.
Και για κανέναν δε μετράει ξένος.
Τόσο δεμένος είναι με τους γύρω
φίλους, γειτόνους, χωριανούς, εργάτες,
που κι όταν τον φωνάζουν να βοηθήσει
«όχι» δε λέει κι ας του πονούν οι πλάτες.
Και κάποιο Κόμμα θέση αν μια του δώσει
Θα ξέρει άξιος πως γι αυτήνε θα ’ναι,
και χέρι άρπαγο πως δε θ’ απλώσει
ακόμα και δικοί του αν πεινάνε.
Μπέσα, φιλότιμο και τιμιότη
και λεβεντιά και θάρρος κι ευψυχία,
λάμπουνε μέσα του. Κι αξία πρώτη
η αγάπη του για την ελευθερία.
Ευαίσθητος, κι αν κάτσει μία μόνη
μύγα στο ακονισμένο το σπαθί του-
σπαθί που δε σκοτώνει-δεν πληγώνει
Μαν’ προστατεύει την ιερή τιμή του.
Για όλ’ αυτά έχει κι αυτός διαλέξει
και το ΠΑΣΟΚ πάνω απ’ όλα βάνει,
που είναι το κόμμα που με μία λέξη
το πιο μικρό κακό στον τόπο κάνει.
Κι εγώ, κουμουνιστής πριν απ’ τη γέννα-
και μετά θάνατον-και νυν κι αιώνια-,
που κουβαλώ εντός μου ριζωμένα
ίδια, κι ολάνθιστη Άνοιξη και χιόνια,
του λέω όχι με λόγια,αλλά με έργα
να πολεμάει στο άδικο ενάντια,
όπως οι δάσκαλοι παλιά με βέργα-
με σίδερο γροθιά κι όχι με γάντια.
Κι α! Γιώργη! Πρόσεχε πολύ τη Γιούλα
που ένα δυσεύρετο είναι διαμάντι,
που έχει ψυχή αθώα και αγνούλα,
και που ταιριάζετε σαν χέρι-γάντι.
Μα να τελειώσει πρέπει αυτό το ποίημα.
Γεια σου λοιπόν βρε Γιώργη δημοκράτη!
Κι εύχομαι κάθε μέρα σου ένα βήμα
Να είναι προς τον Τσε-όχι τον Σωκράτη.
Ββάρι 2005
(της παρέας)
Αγαπημένοι από θεούς κι ανθρώπους
περνούν οι ευλογημένοι τη ζωή τους.
Κι ας μη το θέλουν,μα με χίλιους τρόπους,
φαίνεται η ευλογιά κι η προκοπή τους.
Ζούνε δουλεύοντας και αγαπώντας,
δεμένοι με τη γη και με τη φύση,
στο χώμα πάνω σίγουρα πατώντας,
και δίχως να ’χουν ή να δρέπουν μίση.
Χαμού ποτέ Σειρήνες δεν ακούνε
και δάκρυα τις παρειές τους δε μουσκεύουν.
Με το δικό τους το κρασί μεθούνε
και ξένη ευτυχία δε ζηλεύουν.
Αυτά οι ευλογημένοι. Και μαζί τους
ο Γιώργος ο Μπουζάλας. Μες στις άλλες,
μία ψυχή αγνή σαν τη δική τους,
μεγάλη μια ψυχή μ’ άλλες μεγάλες.
Βιβάρι και οικογένεια και δουλειά του
όλη του ειναι η έγνια κι η φροντίδα.
Κι άξια μια σύντροφο έχοντας κοντά του
κάθε της ζωής αντέχει καταιγίδα.
Ήρεμο και ζεστό το σπιτικό του,
φίλοι με αξιωσύνη διαλεγμένοι,
κι η σταθερότητα το μερτικό του
σε κοινωνία μιαν ανταρεμένη.
(Και τον ζηλεύουνε όσοι μοιράδι
έχουνε ψυχοτάραμα κι αντάρα.
Και τον ζηλεύουν όσοι στο σκοτάδι
και στην αμάχη ζουν και στην κατάρα.)
Κι είναι το σπίτι του κάθε βραδάκι
το σπίτι με την πιο ζεστή παρέα.
Και για τους γείτονες ένα κονάκι
που μέσα του όλα όμορφα κι ωραία.
Μα όλα σβήνουνε σαν ψέμμα να ’ναι
μπροστά στη μόνη για το Γιώργο αλήθεια:
Δύο ματάκια. Που όταν τον κυττάνε
του πλημμυρίζουν με χαρά τα στήθια.
Του Βαγγελάκη λέω τα ματάκια,
Τα πιο αγαπητά μέσα στη Φύση,
Που σαν ολόφωτα δυο αστεράκια
Τον ουρανό του Γιώργου έχουν φωτίσει.
Και στρουμπουλά χεράκια, μια μυτούλα,
Δυο ποδαράκια που πλαντούν να τρέξουν,
Χείλη στην πρώτη τους έγκυα λεξούλα,
Κι όλα του έτοιμα να βγουν... να παίξουν...
Μα ως τότε να! όλα βρίσκονται κοντά του:
Αυτός ειν’ ο Αντώνης... να η Μαφία...
Να η μαμά... ο Κοκός... να ο μπαμπάς του...
Να η γιαγια του κι η ωραία Μαρία.
Α! Μωρέ Γιώργο! Το γλυκό μωρό σου
Θα μεγαλώσει, άντρας θα σου γίνει,
αλλά μες στην ψυχή και στο μυαλό σου
στο λέω εγώ-μωρό γλυκό θα μείνει.
...Μα για το Γιώργο ειν’ αυτό το ποίημα.
Γιατί για τόσους μέσα του μιλάει;
Υπάρχει εξήγηση-μόνο ένα βήμα
και προς αυτούς εκείνο τ’ οδηγάει.
Γιατί σ’ αυτούς ο Γιώργος είναι όλους,
καθώς ψωμί στη φτώχεια μοιρασμένος,
κι όπως το βάρος σ’ εκκλησίας θόλους.
Και για κανέναν δε μετράει ξένος.
Τόσο δεμένος είναι με τους γύρω
φίλους, γειτόνους, χωριανούς, εργάτες,
που κι όταν τον φωνάζουν να βοηθήσει
«όχι» δε λέει κι ας του πονούν οι πλάτες.
Και κάποιο Κόμμα θέση αν μια του δώσει
Θα ξέρει άξιος πως γι αυτήνε θα ’ναι,
και χέρι άρπαγο πως δε θ’ απλώσει
ακόμα και δικοί του αν πεινάνε.
Μπέσα, φιλότιμο και τιμιότη
και λεβεντιά και θάρρος κι ευψυχία,
λάμπουνε μέσα του. Κι αξία πρώτη
η αγάπη του για την ελευθερία.
Ευαίσθητος, κι αν κάτσει μία μόνη
μύγα στο ακονισμένο το σπαθί του-
σπαθί που δε σκοτώνει-δεν πληγώνει
Μαν’ προστατεύει την ιερή τιμή του.
Για όλ’ αυτά έχει κι αυτός διαλέξει
και το ΠΑΣΟΚ πάνω απ’ όλα βάνει,
που είναι το κόμμα που με μία λέξη
το πιο μικρό κακό στον τόπο κάνει.
Κι εγώ, κουμουνιστής πριν απ’ τη γέννα-
και μετά θάνατον-και νυν κι αιώνια-,
που κουβαλώ εντός μου ριζωμένα
ίδια, κι ολάνθιστη Άνοιξη και χιόνια,
του λέω όχι με λόγια,αλλά με έργα
να πολεμάει στο άδικο ενάντια,
όπως οι δάσκαλοι παλιά με βέργα-
με σίδερο γροθιά κι όχι με γάντια.
Κι α! Γιώργη! Πρόσεχε πολύ τη Γιούλα
που ένα δυσεύρετο είναι διαμάντι,
που έχει ψυχή αθώα και αγνούλα,
και που ταιριάζετε σαν χέρι-γάντι.
Μα να τελειώσει πρέπει αυτό το ποίημα.
Γεια σου λοιπόν βρε Γιώργη δημοκράτη!
Κι εύχομαι κάθε μέρα σου ένα βήμα
Να είναι προς τον Τσε-όχι τον Σωκράτη.
Ββάρι 2005