Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019


Εγύριζα απ΄την πόλη τη γειτονική
Που πήγα να τηλεφωνήσω στη Μαρία
Ή στη Σοφία ή στην Κατερίνα.
Κι οι τρεις κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.

Μαύρη η φούστα της στη μαύρη νύχτα μέσα.
Δυο μαύρες σκιες μαζί της-φιλενάδες της.
Μόλις και διακρινόνταν οι σιλουέτες τους
Μέσα στην άναστρη νυχτιά.
Και ξάφνω
Μέσα στο λίγο που άναψε το φως
Κάποιου παράθυρου πιο πέρα
Έλαμψε η νύχτα απ΄ τα χιονάτα πόδια της.

Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Ορθές δυο στέριες, μαλακές, ηδονικές κολώνες
Που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου. 
Τόσο ηδονικές
Που αναρωτιέσαι
Αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν΄ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
Ως και την Πύλη του Ναού.

Τώρα,
Μετά από τ΄ όραμα εκείνο,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις ότι κάποτε υπήρξε Αυτό.
Τ΄ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
(Μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;)

Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
Μια ασήμαντη γειτονοπούλα.