ΣΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Στο κορίτσι του περίπτερου της Σπάρτης
νου που έχει Αθηνάς και μάτια Αστάρτης
και που ως ούτε τ' όνομα του εγώ δεν ξέρω
δροσερό το λέω αγέρι μες στο θέρο.
Γλυκό, μικρό, αερένιο κοριτσάκι
πλησίασα ως το περίπτερο σου
και ρώτησα για κείνες κει τις κάρτες
της στάθμευσης, που 'βγαλε ο δήμαρχός σου.
Μου τα εξήγησες με Προθυμία
κινώντας τ' όμορφο σου κεφαλάκι
και μέλι στάζοντας και όχι λέξεις
από το χάρη που έπνεε στοματάκι.
Τα βάσανα λογιάζω που τραβάνε
κυρίες κάποιες ή και δεσποινίδες,
για να 'χουν απ' του ήλιου που σε φωτίζει
μία ή δυο χρυσές μονάχα αχτίδες...
Μα ούτε που πετυχαίνουν τέτια μάτια
κι ούτε ποτέ πού φκιάχνουν τέτια φρυδια-
της ομορφιάς το δώμα δεν τ' ανοίγουν
μ' όσα κι αν αγοράσουν αντικλείδια.
Κι αν εμπορούσανε να ζωγραφίσουν
υποφερτό ένα στόμα ή κάτι άλλο,
ποτέ τους ίδια αυτές δε θα το φκιάσουν
καθώς σ' αυτό το ποίημα εγώ το ψάλλω.
Και πιότερο, αυτό, που μ' έξοδα όσα,
αλλού πάρεξ σε σε δε ζωγραφιέται.
Για το ζεστό μιλώ χαμόγελο σου
που απ' της ψυχής σου τον ανθό γεννιέτα
.
Τη χρήση των καρτών μου εξηγούσες.
Ακούραστα, σεμνά, καλωσυνάτα.
Κι εγώ κι άλλα να μάθω σου ρωτούσα...
Και συ μου 'λεγες όλο μαυρομάτα...
Τέτια λεπτή κι απλή και ραφτνάτη
που την εβρήκες φως μου ομιλία;
Τέτιο ένα φέγγος στ' άϋλο πρόσωπο σου
ποιος σου το δώρησε, οπτασία θεία;
Ποιος θεός με κύκνο ποιον σ' έχει γεννήσει;
Από Πετράρχη ποιου εβγήκες πέννα;
Ποιος Γκαίτε μία νέα Μαργαρίτα
έπλασε κι έφερε σε μπρος σε μένα;
Κάκια εσύ δεν έχεις άγγελε μου
καθόλου μέσα σου κάπου βαλμένη,
γι αυτό η γλύκα και η καλωσύνη
απάνω σου βαθαίνει και βαθαίνει;
Έκφραση ενοχλημένη ούτε μία
στο προσωπάκι σου ποτέ δε δίνεις;
Και την περιέργεια όλων-όχι Θε μου!-
με πανδαισία τέτιαν πάντα σβήνεις;
Ω! Που χρονών τόσων πολλών η πείρα
τέτια ομορφιά δε μου 'δειξε ποτέ μου!
Ω! Σκοταδόματη Αμαδρυάδα!
Ω! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε μου!..
Ω! Και να πέθαινα μες στο βελούδο
των ροδοπέταλων όπου το χρώμα
έχουνε των χειλιών σου και που ορίζουν
τ' άνθος που στις θνητές λέγεται στόμα!
Ω! Και να έσβηνα μέσα στη γλύκα
του ιμερογέννητού σου χαμογέλιου!
Ω! Να πλανιόμουνα σαν μια σκονίτσα
στου βλέμματος σου την τροχιά του τέλειου!
Ω! Και να γίνομουν ένας καθρέφτης
να λούζεις μέσα μου την ομορφιά σου!
Ω! Και να καίγομουν όλος μια μέρα
σαν αχεράκι μες στην πυρκαγιά σου!
Σπάρτη 2003
Στο κορίτσι του περίπτερου της Σπάρτης
νου που έχει Αθηνάς και μάτια Αστάρτης
και που ως ούτε τ' όνομα του εγώ δεν ξέρω
δροσερό το λέω αγέρι μες στο θέρο.
Γλυκό, μικρό, αερένιο κοριτσάκι
πλησίασα ως το περίπτερο σου
και ρώτησα για κείνες κει τις κάρτες
της στάθμευσης, που 'βγαλε ο δήμαρχός σου.
Μου τα εξήγησες με Προθυμία
κινώντας τ' όμορφο σου κεφαλάκι
και μέλι στάζοντας και όχι λέξεις
από το χάρη που έπνεε στοματάκι.
Τα βάσανα λογιάζω που τραβάνε
κυρίες κάποιες ή και δεσποινίδες,
για να 'χουν απ' του ήλιου που σε φωτίζει
μία ή δυο χρυσές μονάχα αχτίδες...
Μα ούτε που πετυχαίνουν τέτια μάτια
κι ούτε ποτέ πού φκιάχνουν τέτια φρυδια-
της ομορφιάς το δώμα δεν τ' ανοίγουν
μ' όσα κι αν αγοράσουν αντικλείδια.
Κι αν εμπορούσανε να ζωγραφίσουν
υποφερτό ένα στόμα ή κάτι άλλο,
ποτέ τους ίδια αυτές δε θα το φκιάσουν
καθώς σ' αυτό το ποίημα εγώ το ψάλλω.
Και πιότερο, αυτό, που μ' έξοδα όσα,
αλλού πάρεξ σε σε δε ζωγραφιέται.
Για το ζεστό μιλώ χαμόγελο σου
που απ' της ψυχής σου τον ανθό γεννιέτα
.
Τη χρήση των καρτών μου εξηγούσες.
Ακούραστα, σεμνά, καλωσυνάτα.
Κι εγώ κι άλλα να μάθω σου ρωτούσα...
Και συ μου 'λεγες όλο μαυρομάτα...
Τέτια λεπτή κι απλή και ραφτνάτη
που την εβρήκες φως μου ομιλία;
Τέτιο ένα φέγγος στ' άϋλο πρόσωπο σου
ποιος σου το δώρησε, οπτασία θεία;
Ποιος θεός με κύκνο ποιον σ' έχει γεννήσει;
Από Πετράρχη ποιου εβγήκες πέννα;
Ποιος Γκαίτε μία νέα Μαργαρίτα
έπλασε κι έφερε σε μπρος σε μένα;
Κάκια εσύ δεν έχεις άγγελε μου
καθόλου μέσα σου κάπου βαλμένη,
γι αυτό η γλύκα και η καλωσύνη
απάνω σου βαθαίνει και βαθαίνει;
Έκφραση ενοχλημένη ούτε μία
στο προσωπάκι σου ποτέ δε δίνεις;
Και την περιέργεια όλων-όχι Θε μου!-
με πανδαισία τέτιαν πάντα σβήνεις;
Ω! Που χρονών τόσων πολλών η πείρα
τέτια ομορφιά δε μου 'δειξε ποτέ μου!
Ω! Σκοταδόματη Αμαδρυάδα!
Ω! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε! Άγγελε μου!..
Ω! Και να πέθαινα μες στο βελούδο
των ροδοπέταλων όπου το χρώμα
έχουνε των χειλιών σου και που ορίζουν
τ' άνθος που στις θνητές λέγεται στόμα!
Ω! Και να έσβηνα μέσα στη γλύκα
του ιμερογέννητού σου χαμογέλιου!
Ω! Να πλανιόμουνα σαν μια σκονίτσα
στου βλέμματος σου την τροχιά του τέλειου!
Ω! Και να γίνομουν ένας καθρέφτης
να λούζεις μέσα μου την ομορφιά σου!
Ω! Και να καίγομουν όλος μια μέρα
σαν αχεράκι μες στην πυρκαγιά σου!
Σπάρτη 2003