Reunion 2000
(Στη Θεσσαλονίκη, της τάξης του ’58 της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής)
Λέτε φίλοι κάθε χρόνο πως βρισκόσαστε
και παλιά θυμάστε και καινούργια λέτε
κι έτσι όπως στη συζήτηση αφηνόσαστε
η ψυχή σας ότι τάχα ευχαριστιέται.
Να βρεθούμε το λοιπόν φίλοι αξέχαστοι
στων κλαυθμών και στων βασάνων μας την πόλη-
στη γωνιά της γης που όρισε, αδέκαστη,
ένα βάσανο η ζωή μας να ’ναι όλη.
Να βρεθούμε ανυπερθέτως-είναι χρέος μας
προς τα πτώματα των τόσων ταλαιπώρων
που πατώντας τα εχτίσαμε το κλέος μας
και μετράμε πια στην κλίκα των ευπόρων.
Να βρεθούμε φίλοι-κι άλλωστε τι χάνουμε
έτσι κι έτσι είμαστε που ’μαστε χαμένοι-
και αν όχι τι καλλίτερο θα κάνουμε
μόνοι έτσι που περνάμε και θλιμμένοι.
Να βρεθούμε! Να μιλήσουμε πώς κλέβοντας
των φτωχών την ιδρωτόβρεχτη πεντάρα
φορτωμένους θα μας πάρει ο Πολυδέγμονας
για την κάθε μας κλοπή και μια κατάρα.
Να μετρήσουμε παιδιά πόσα σκοτώσαμε
για να ζήσουνε ανέτως τα δικά μας
και να δούμε σπίτια πόσα ισοπεδώσαμε
ώστε εκεί να υψωθούν τ’ αρχοντικά μας.
Και να δούμε κόσμο ποιον θα παραδώσουμε
στα παιδιά μας που στα μάτια μας κοιτάνε
και να δούμε πού το χέρι μας θ’ απλώσουμε
δίχως δίποδα πιράνχας να το φάνε.
Για τις νόμιμες να πούμε τις κυρίες μας
που τους πόθους τους σε βόγγους μέσα σβήνουν
και αντίστροφα να πούμε τις βλακείες μας
ώστε οι άλλοι για εξυπνάδες να τις κρίνουν.
Για τους γόνους μας να πούμε που περήφανοι
πως γι αυτούς μόνο, δηλώνουμε, πως ζούμε
και γελοίοι να στεκόμαστε κι αμήχανοι
πιότερα αν για τους δικούς τους οι άλλοι πούνε.
Την παλιά να θυμηθούμε την κατάντια μας
που ντυμένοι την παράξενη στολή μας
σαν πολύτιμη φημίζαμε πραμάτια μας
την κενότητα του νου και της ψυχής μας.
Τις αριές να θυμηθούμε τις εξόδους μας
σα ’νοιγόκλεισμα ματιού στο φως της πλάσης
που δεν πρόφταιναν να σβήνουνε τους τρόμους
μας
στα κανάλια της Αμέριμνης Θαλάσσης.
Τα θλιβά να θυμηθούμε αναγνωστήρια
τους θαλάμους που μας δέχονταν σαν ξένοι,
την πλατεία την κλεισμένη από κτίρια
με το μαύρο πάντα πάνω της να δένει.
Να θρηνήσουμε για ζωή που μας αρνιότανε,
για χαρά που ούτε σαν δείγμα δεν μας ήρθε,
για τη φρίκη της μετάθεσης που ερχότανε
να μας σύρει σαν σκουπίδια δώθε-κείθε.
Τις οργές να θυμηθούμε και τα μίση μας
και τις ζήλειες και τις άθλιες ειρωνείες
που προδίναν την ανθρώπινη τη φύση μας
και που νιες μας φέρναν όλο δυσστονίες.
Μοναχοί μας να σκεφτούμε πόσο νιώθαμε
και ας ήμασταν πολλοί πάντοτε αντάμα
και πώς ήτανε το μόνο που μας βόηθαγε
συντροφιά να λέμε ότι έχουμε, το κλάμα.
Να βρεθούμε-το καλούν τα νέα ήθη μας
και πολύ το πράγμα αυτό φοριέται εσχάτως
κι αν ούτε έτσι αλαφρύνουνε τα στήθη μας
ο περίγυρος θα είναι όμως κεφάτος.
Τη μικρή εκεί μετρώντας συνταξούλα μας
στα στενά ενός κλεισμένοι αδιεξόδου
τους γυλιούς να θυμηθούμε, τα μπαούλα μας
τις στολες της αγγαρείας και της εξόδου.
Τον ανέλπιδο και βρώμικον και άχαρο
και τον άσκοπό μας βίο να θυμηθούμε
που ένα μόνο είχε διαυγές και πεντακάθαρο:
την πικρία που μας κέρναγε να πιούμε.
Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στην ανάλγητη
αποφράδα πολιτεία-τη Σαλονίκη
που από φίλια κι από αγάπη όντας αμάθητη
σε φρικτή μας είχε ρίξει καταδίκη.
Και θερμά ας χαιρετηθούμε ανταλλάσσοντας
ιησουϊτικα φιλιά-φιλιά του Ιούδα-
(το μονάχο αληθινό), αποσκεπάζοντας
όλα τ’ άλλα μας τα ψεύτικα και φρούδα.
Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στου εγκλήματος-
τη ζωή που μας εστέρησε- τον τόπο,
ώστε φόρο γης να δώσουμε και ύδατος
στη βλακεία και στο μίσος των ανθρώπων.
Μπρος λοιπόν! Και κουβαλώντας τον αφύτρωτο
της δικαίωσης της ύπαρξής μας σπόρο,
ίδιον, έτσι, σαν τα πάθη μας αλύτρωτο,
ας τον κάνουμε του κηπουρού μας δώρο.
(Στη Θεσσαλονίκη, της τάξης του ’58 της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής)
Λέτε φίλοι κάθε χρόνο πως βρισκόσαστε
και παλιά θυμάστε και καινούργια λέτε
κι έτσι όπως στη συζήτηση αφηνόσαστε
η ψυχή σας ότι τάχα ευχαριστιέται.
Να βρεθούμε το λοιπόν φίλοι αξέχαστοι
στων κλαυθμών και στων βασάνων μας την πόλη-
στη γωνιά της γης που όρισε, αδέκαστη,
ένα βάσανο η ζωή μας να ’ναι όλη.
Να βρεθούμε ανυπερθέτως-είναι χρέος μας
προς τα πτώματα των τόσων ταλαιπώρων
που πατώντας τα εχτίσαμε το κλέος μας
και μετράμε πια στην κλίκα των ευπόρων.
Να βρεθούμε φίλοι-κι άλλωστε τι χάνουμε
έτσι κι έτσι είμαστε που ’μαστε χαμένοι-
και αν όχι τι καλλίτερο θα κάνουμε
μόνοι έτσι που περνάμε και θλιμμένοι.
Να βρεθούμε! Να μιλήσουμε πώς κλέβοντας
των φτωχών την ιδρωτόβρεχτη πεντάρα
φορτωμένους θα μας πάρει ο Πολυδέγμονας
για την κάθε μας κλοπή και μια κατάρα.
Να μετρήσουμε παιδιά πόσα σκοτώσαμε
για να ζήσουνε ανέτως τα δικά μας
και να δούμε σπίτια πόσα ισοπεδώσαμε
ώστε εκεί να υψωθούν τ’ αρχοντικά μας.
Και να δούμε κόσμο ποιον θα παραδώσουμε
στα παιδιά μας που στα μάτια μας κοιτάνε
και να δούμε πού το χέρι μας θ’ απλώσουμε
δίχως δίποδα πιράνχας να το φάνε.
Για τις νόμιμες να πούμε τις κυρίες μας
που τους πόθους τους σε βόγγους μέσα σβήνουν
και αντίστροφα να πούμε τις βλακείες μας
ώστε οι άλλοι για εξυπνάδες να τις κρίνουν.
Για τους γόνους μας να πούμε που περήφανοι
πως γι αυτούς μόνο, δηλώνουμε, πως ζούμε
και γελοίοι να στεκόμαστε κι αμήχανοι
πιότερα αν για τους δικούς τους οι άλλοι πούνε.
Την παλιά να θυμηθούμε την κατάντια μας
που ντυμένοι την παράξενη στολή μας
σαν πολύτιμη φημίζαμε πραμάτια μας
την κενότητα του νου και της ψυχής μας.
Τις αριές να θυμηθούμε τις εξόδους μας
σα ’νοιγόκλεισμα ματιού στο φως της πλάσης
που δεν πρόφταιναν να σβήνουνε τους τρόμους
μας
στα κανάλια της Αμέριμνης Θαλάσσης.
Τα θλιβά να θυμηθούμε αναγνωστήρια
τους θαλάμους που μας δέχονταν σαν ξένοι,
την πλατεία την κλεισμένη από κτίρια
με το μαύρο πάντα πάνω της να δένει.
Να θρηνήσουμε για ζωή που μας αρνιότανε,
για χαρά που ούτε σαν δείγμα δεν μας ήρθε,
για τη φρίκη της μετάθεσης που ερχότανε
να μας σύρει σαν σκουπίδια δώθε-κείθε.
Τις οργές να θυμηθούμε και τα μίση μας
και τις ζήλειες και τις άθλιες ειρωνείες
που προδίναν την ανθρώπινη τη φύση μας
και που νιες μας φέρναν όλο δυσστονίες.
Μοναχοί μας να σκεφτούμε πόσο νιώθαμε
και ας ήμασταν πολλοί πάντοτε αντάμα
και πώς ήτανε το μόνο που μας βόηθαγε
συντροφιά να λέμε ότι έχουμε, το κλάμα.
Να βρεθούμε-το καλούν τα νέα ήθη μας
και πολύ το πράγμα αυτό φοριέται εσχάτως
κι αν ούτε έτσι αλαφρύνουνε τα στήθη μας
ο περίγυρος θα είναι όμως κεφάτος.
Τη μικρή εκεί μετρώντας συνταξούλα μας
στα στενά ενός κλεισμένοι αδιεξόδου
τους γυλιούς να θυμηθούμε, τα μπαούλα μας
τις στολες της αγγαρείας και της εξόδου.
Τον ανέλπιδο και βρώμικον και άχαρο
και τον άσκοπό μας βίο να θυμηθούμε
που ένα μόνο είχε διαυγές και πεντακάθαρο:
την πικρία που μας κέρναγε να πιούμε.
Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στην ανάλγητη
αποφράδα πολιτεία-τη Σαλονίκη
που από φίλια κι από αγάπη όντας αμάθητη
σε φρικτή μας είχε ρίξει καταδίκη.
Και θερμά ας χαιρετηθούμε ανταλλάσσοντας
ιησουϊτικα φιλιά-φιλιά του Ιούδα-
(το μονάχο αληθινό), αποσκεπάζοντας
όλα τ’ άλλα μας τα ψεύτικα και φρούδα.
Μπρος λοιπόν! Ας μαζευτούμε στου εγκλήματος-
τη ζωή που μας εστέρησε- τον τόπο,
ώστε φόρο γης να δώσουμε και ύδατος
στη βλακεία και στο μίσος των ανθρώπων.
Μπρος λοιπόν! Και κουβαλώντας τον αφύτρωτο
της δικαίωσης της ύπαρξής μας σπόρο,
ίδιον, έτσι, σαν τα πάθη μας αλύτρωτο,
ας τον κάνουμε του κηπουρού μας δώρο.