Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Σ΅’ έναν πλανήτη «γεννήθη» ένας
άνθρωπος-με κεφάλι και δυο πόδια.
Με τη διαδικασία της «γέννας»
ήρθε στον κόσμο. Τα εμπόδια

όλα ξεπέρασε, και χρόνια
πολλά έζησε, αργά γερνώντας.
Για τα φυτά ένιωθε συμπόνια
τα ζώα χαιρετούσε περπατώντας.

Πλενότανε κάθε πρωί στη βρύση
και θορυβώδικα έβρεχε πολύ
το πρόσωπό του. Και βιαζόταν να κλείσει
το νερό. Μια έγνοια είχε θολή    

για κάθε τι που ’χε μπροστά του.
«Πρέπει» και «βέβαια» ήταν λέξεις
που δεν τις είπε. Κοντά του
μπορούσες ήρεμα να παίξεις.

Πρόσεχε πάντα τα παιδιά του
που όπως εκείνος γεννηθήκαν.
Ευθύς τις ώρες του καμάτου
στεκόταν. Γύρω του απλωθήκαν

μέρες-ήλιου γυρίσματα-κακές
πικρές κι αφώτιστες ημέρες
αλλά και μέρες που βαριές
του φέραν και φριχτές φοβέρες.

Μία πετσέτα είχε, συνήθως
Μπλε, ή γαλάζια το πολύ.
Μ’ έξω εβάδιζε το στήθος.
Ήξερε πως δεν ωφελεί

σε τίποτα πολλά να πει
σε τίποτα πολλά να κάνει
και πέρασε ως η αστραπή
φωτιάς περνάει από ρουμάνι.

Όταν δεν είχε πια δυνάμεις
να περπατεί ή να μιλάει,
«πέθανε»-πια ό,τι να πεις
κοντά μας δεν ξαναγυρνάει.