Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

CAMOENS

Το ναυάγιο όταν διηγόνταν
τόσο ζωντανά τα κύματα ζωγράφιζε
άσπρα μέσα στη νύχτα, το νερό
σε υγρόν έτσι τάφο μεταμόρφωνε,
των επιβατών τα ουρλιαχτά
τόσο με τη βοή του αγέρα ταίριαζε
που όσοι τον άκουγαν,
στην ώρα εκείνη μεταφέρονταν
και κινδυνεύαν να πνιγούν μαζί του.

Μόνο σαν έφτανε να πέσει μες στο κύμα,
σφιχτά στα χέρια
το μισοτελειωμένο έπος του κρατώντας
και να πνιγεί αφήνοντας τη μαύρη φίλη του,
εκεί
για λίγο
αφήνονταν να ξεχαστεί
κι έβαζε στη διήγηση ανάμεσα, ενός άλλου-
που έγινε πιο πέρα-τον χαμό, πριν συνεχίσει.

Κι όσοι τον άκουγαν δεχόνταν την υπεκφυγή
γιατί στα βάθη μέσα της καρδιάς τους
το Λουζιτάνικο έβραζε το αίμα
και γιατί νοιώθαν,
ότι το φέρσιμο του αυτό
κράτησε την Πορτογαλία,
που αν χάνονταν το έπος του,
αυτή θα βούλιαζε αντίς για τη μιγάδα ερωμένη του 
κι όχι στης θάλασσας,
αλλά στης λησμονιάς τα νερά,
τ’ αδιαπέραστα από Μάτι,
κι από Μνήμη
κι από Χρόνο.